Στέλιος Βάσσης, “Σκόνη και θρύψαλα”
16Νοε
Οι ακτίνες του ασημένιου φεγγαριού
που στοίχειωσε τη σοφίτα μου
γρατσούνισαν μια απόκοσμη μελωδία
στις γρίλιες των παραθυρόφυλλων
που φυλακίζουν την ατομικότητά μου.
***
«Σήκω να παίξουμε . . .
Σήκω τεμπέλη . . . είμαι μόνη μου».
Μια βαριά οσμή από ροδοπέταλα σε pot pouri
πλημμυρίζει τον αέρα.
Γυρνώ πλευρό, όπως όλοι οι τεμπέληδες.
«Ξύπνα . . . Θέλω να παίξουμε».
***
«Ποιός είναι; Άσε με ήσυχο»
μονολογώ μαχμουρλίδικα.
Οι κοιμισμένες συνειδήσεις γυρνούν πάντα
την πλάτη τους στα όνειρα.
Ναι τα όνειρα, εκείνα τα μικρά παιδάκια
που μας οδηγούν στα μονοπάτια
των επιθυμιών και των φόβων μας.
***
Σηκώνομαι ζαλισμένος και απρόθυμος.
Οι παντόφλες άτσαλα αγκαλιάζουν τα βήματα μου
στον δρόμο για την ντουλάπα.
Εκεί με οδηγούσε η φωνούλα.
«Που είσαι; Τι θες;»
«Την ατυχία μου, όνειρο πάλι βλέπω».