Μιχάλης Αντωνιάδης, Δύο ποιήματα
22Νοε
ΜΟΥΣΑΪΣΤΑΙ
Στις νύχτες και στις πτώσεις οι Ποιητές υψώνονται.
Για όσο ήλιοι στέκουν η νόηση θα τρομάζει,
στις δύσεις τους κοράλλι απ’ τα τρίσβαθα φαντάζει
η συντροφιά της Μούσας που ‘μάθαν να καρπώνονται.
Δεν έχουν χρονομέτρες, δεν βάφονται μ΄ ακρίβεια
τα χρώματά τους πλάθουν λυπαυγές της ευφορίας
ανέμελα πινέλα είν’ σ’ αγέρια Φαντασίας
μα σαν η λήθη έλθει, λαξεύουν μιαν αλήθεια.
Θησέα πανιά μαύρα γι’ απογείωση τ’ Αιγαία,
μελάνθιοι βλαστοί και φύλλα σε φωτεινούς λειμώνες
βράχοι απαλοί στον φλοίσβο με λέξεις ανεμώνες
είν’ οι Ποιητές· έκπτωτοι στη φέξη μιας Ιδέας.
Σαν αλισάχνη χάνονται μόλις η αυγή φλογίσει
σ’ αγέρες στήνουν χορικό τ’ ανείπωτ’ άσματά τους.