Αναγνώσεις

Γιάννης Κιουρτσάκης, «Σεφέρης και Καμύ: Ζήτημα φωτός», εκδ. Πατάκης, 2024

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Ο Καμύ οφείλει την παιδεία του στο ρεπουμπλικανικό και εκκοσμικευμένο γαλλικό σχολείο που θα του ανοίξει τα μάτια στον κόσμο και θα του επιτρέψει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Η πνευματική του διαμόρφωση πρέπει επομένως να ιδωθεί πέρα από τον διχασμό του ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, όπως θα το αναγνωρίσει ο ίδιος, όταν, χωρίς να απαρνηθεί τη «σωματική πατρίδα» του, θα γράψει αργότερα: «Ναι, έχω μια πατρίδα, τη γαλλική γλώσσα». Αυτή η γλώσσα και η μεγάλη και πολύμορφη λογοτεχνία της από τον Μονταίνιο και τον Ρονσάρ ως τον Προυστ, τον Ζιντ και τον Μαλρώ, θα του επιτρέψουν να σφυρηλατήσει το δικό του ύφος, ένα ύφος διαυγές και «κλασικό», ενίοτε εμφατικά λυρικό για το οποίο κάποιοι τον επέκριναν –σάμπως η γλαφυρότητα της γραφής να ήταν ασυμβίβαστη με την ακρίβεια και το βάθος της σκέψης. Το βέβαιο είναι ότι, γράφοντας σ’ αυτή τη γλώσσα που είναι ακόμα στον καιρό του οικουμενική, γνωρίζει ότι τα γραπτά του θα διαβαστούν από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Πράγμα που θα συμβεί όταν θα γίνει παγκόσμια γνωστός. Αυτό θα εξασφαλίσει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό σε κάθε του γραπτό, είτε απευθύνεται στη γαλλική είτε στη διεθνή κοινή γνώμη.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει φυσικά στην περίπτωση του Σεφέρη, ο οποίος γράφει σε μια γλώσσα, επίσης οικουμενική στην αρχαιότητα, αλλά τόσο «μικρή» στην εποχή μας ώστε να τη μιλούν μόλις λίγοι περισσότεροι από δέκα εκατομμύρια ομιλητές στον κόσμο. Αν προσθέσουμε ότι το ποιητικό του έργο ήταν δύσκολα προσιτό στους πολλούς, καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος το παρομοίαζε με μια μποτίλια στο πέλαγο. Και παρ’ όλο τον «σωματικό» δεσμό του με αυτή τη γλώσσα, θα έχει την ταπεινοφροσύνη να γράψει και να διαβάσει την ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ στα 1963, στα γαλλικά, υπογραμμίζοντας συνάμα την αντίφαση του πράγματος, αφού η Σουηδική Ακαδημία τον είχε τιμήσει για την προσπάθεια στη δική του γλώσσα. Διπλός φόρος τιμής στα γαλλικά και στα ελληνικά!

Διαβάστε περισσότερα