Σκόνη

Θα έιμαι πάντα λίγο λιγότερος απʼ αυτό που έιμαι,
όχι, πολύ λιγότερος. Σκόνη. Έχασα πολλά.
Ό,τι χάνεται δεν μπορεί νʼ αποκτηθεί ξανά, κι αν αποκτηθεί
έχει χαθεί τώρα πια, δεν επίπτει πια στην προκαθορισμένη σειρά
των πραγμάτων. Είμαι ευχαριστημένος
εάν μείνει από μένα μόνο ένα ελαφρύ
περιτύλιγμα. Έχασα
πολλά. Σʼ αυτή την ελαφρότυτα,
αυτό που έχει σημασία είναι η απουσία των μυτερών,
να είναι όλα στρογγυλά και συμμαζεμένα. Αυτό
αρκεί. Ό,τι έχει ισοπεδωθεί μπορεί να γίνει στρογγυλό,
στρογγυλό ξανά. Σαν μια γλάστρα. Είναι ακόμα δυνατό.
Η σκόνη μπορεί νʼ αποκτηθεί ξανά. Η σκόνη ήταν κάποτε
συντρίμμια. Η σκόνη τώρα δεν έιναι συντρίμμια,
είναι αργή εύθρυπτη. Η σκόνη
είναι λίγο λιγότερη, αλλά μπορεί να
συγκρατηθεί. Η πληγές
μπορεί να γίνουν σκόνη, συμμαζεμένη
και ολοκληρωμένη. Είμαι ευχαριστημένος
που δεν καταλαβαίνω τα πράγματα. Τη δική
τους έννοια. Έχει πράγματα που αγνοώ, και είμαι
ευχαριστημένος. Μοιάζουν σαν μυστήρια,
ήρεμα. Για παράδειγμα,
το κορίτσι που πάντα συναντώ, μʼ αγαπά
ή όχι; Δεν το ξέρω. Είναι ευχαριστημένος
που δεν το ξέρω. Είμαι ευχαριστημένος που δεν ξέρω
εάν το αγαπώ, καλύτερα, ξέρω πως δεν το αγαπώ ή θα μπορούσα
να το αγαπήσω – είμαι ευχαριστημένος
που δεν ξέρω εάν θα μπορούσα να το αγαπήσω. Το μυστήριο αυτό
με καθυσηχάζει πιο πολύ απʼ την αγάπη του.
Είναι ωραίο που δεν ξέρουμε. Που δεν ξέρω, για παράδειγμα,
πόσο θα ζήσω,
ή πόσο θα ζήσει η γη.


Αυτή η εκκρεμότητα
αντικαθιστά την αιωνιότητα.
Πήγαμε πέρα-δώθε στο χάρτη
το καλοκαίρι. Ψάχνοντας μόνο
για ξεκούραση. Πίσω από την ξεκούραση ήταν
η ελπίδα καινούργιων καιρών,
ή μάλλον, της ανάκτησης των δυνάμεων μόνο.
Δεν υπήρχε ο θόρυβος της θάλασσας.
Δεν υπήρχαν πετάγματα πουλιών, εμπειρίες,
δεν υπήρχαν πρόσωπα γυναικών. Μόνο
Ξεκούραση. Πολλή ξεκούραση. Πολλές
ελπίδες. Πιθανές ελπίδες,
ήσυχες.
(Σποραδικά η τρέλλα θα μπορούσε
να είναι
λοιμώδης ασθένεια).
(κάποτε είχα γράψει
ένα ποίημα που έλεγε
“με πιάνει μια
σύντομη ταχυκαρδία
μάλλον δεν είμαι μεγάλος ποιητής αλλά
τουλάχιστον
είμαι μανιώδης καπνιστής”.)
με την έννοια πως
δεν είμαι ικανός
να εκφράζω
αλλά είμαι ικανός
να αυτοκαταστρέφομαι
(και κάτα βάθος, για έναν ποιητή,
να εκφράζει ή να αυτοκαταστρέφεται
δεν είναι το ίδιο πράγμα;
Να φτάσει το απόλυτο δεν είναι
το γδύσιμο από το σώμα του;

Έτσι μισούμε τους εχθρούς μας
πάνω απʼ όλα
επειδή μπορούν να μας τρελλάνουν. Κι εγώ σʼ αγαπώ γιατί το κενό σου
δεν μου επιτρέπει να ξεσηκωθώ.
Επειδή εσύ επιτρέπεις στους άλλους
να επεκτίνονται.
Εγώ μπορώ να μπω μέσα σου
και να βγω
όποτε θέλω.
Η σκόνη θα μπορούσε να
σκορπιστεί στον αέρα. Είναι απαραίτητο
να είναι ολοκληρωμένη, σε κατάσταση ησυχίας,
όπως η σκόνη των νεκρών της Πομπείας. Μόνο έτσι
μπορεί να είναι αιώνια. Αιωνίως ακίνητη. Απουσία κίνησης.
Το διαλυμένο νευρικό σύστημά μου
αυτό ικετεύει μόνο. Η σκόνη να έιναι ήσυχη.
Απουσία ερεθισμάτων. Χιόνι. Μόνο έτσι, πληγές και συντρίμμια
ησυχάζουν, κι από τα ραγίσματα αυτά
γεννιέται μια καινούργια μορφή ζωής. Θηλυκώς
ήσυχη. Η σκόνη μπορεί να είναι
εξαιρετικά συμπαγής, να ξαναγίνει
ψευδαίσθηση από πέτρα. Σʼ αυτή
τη μείωση,
είναι το ήσυχο σπίτι μου,
ισοπεδωμένη η σταθερότητά της.
Πέτρα πέτρα χτίζεται και
μειώνεται
όπως η θάλασσα,
εκράγει η ζωή σε σταθερότητα
σε λασπώδες νερό
και είναι ζαχαρένια
και πρωτογόνια,
πλούσια με χταπόδια.
Σʼ αυτή τη μείωση,
είναι η υπομονή μου.
Χρειάζεσαι τους μικρούς πόνους
να αποφύγεις τους μεγάλους.
Κι έτσι η ρευστότητα του νερού κι του χώματος επίσης,
η συνεχής αλλαγή της ημέρας και της νύχτας.

Ως εκ τούτου, αυτό συνέβη:
Έτσι από την εικόνα μιας πρωτόγονης ενότητας
κυλήσανε συντρίμμια, κι αυτή η ενότητα δεν γεννήθηκε,
και τα συντρίμμια έγιναν σκόνη. Κι από εκείνη τη σκόνη ξαναγεννήθηκε
η ζωή, μια δεύτερη τεχνητή ζωή, οπώς τεχνητά είναι
τα σπίτια, τα ρούχα, οι όμορφες γυναίκες, τα ψηλά τακούνια, τα καλσόν,
η μπριγιαντίνη για τους άντρες. Ζώη που γεννήθηκε από
την ευθραυστότητα. Όπως μια εμμονή. Οι αισθήσεις ήταν νεκρές.
Ανάπηρη ζωή. Μειωμένη.
Όπως ήσυχος εφιάλτης. Σε μια λίμνη
καθρεφτίζεται.
Τεχνητή ζωή – πως μπορεί να είναι τεχνητή
μια καινουργια ζωή; Εάν η πέτρα δεν υπάρχει πια, ή ποτέ δεν υπήρξε,
δεν είναι καλύτερα να έισαι από γύψο, σαν τους νεκρούς της Πομπείας;
Αιωνίως; Ίσως…
Ο πονηρός αρχαιολόγος γέμισε με γύψο τα περιτυλίγματα
που η λάβα και πύρινες πέτρες άφισαν, εκεί όπου
φθάρθηκαν τα σώματα των φυγάδων της Πομπείας. Ο γύψος
ξαναπήρε τις αρχικές μορφές, περίπου, σε όλη
την τρυφερότητά τους. Φαίνεται πως κοιμούνται, ήσυχοι, λίγο
ξεθωριασμένοι. Λίγο ξεβαμμένοι. Η τεχνητή ζωή δεν έιναι, ίσως –
άχρωμη – αυτό που μπορούσε να είναι; Δεν είναι ίσως ήσυχη,
άμορφη, αυτό που μπορούσε να είναι στα
νιάτα της, στην φυσική της κατάσταση; Δεν έχει ίσως
ανακτηθεί; Το βασικό της δεν έχει ίσως
μείνει; Και ίσως να μην μπορώ να κάνω, από γύψο,
αυτό που δεν έκανα πριν;
Δεν έιναι ίσως ωραία όλα αυτά; Υπάρχει κάτι
που δεν είναι θεμιτό; Ο γύψος δεν είναι,
ίσως,
ανθρώπινη δημιουργεία;
Ταπεινός, γύψος, κατασκευασμένος από συμπαγή σκόνη. Ίσως είμαστε
το μνημείο του εαυτού μας;
Εύθραστο μνημείο, στο δημόσιο κήπο, που κάποιος
μπορεί να πάει να δει. Δεν είναι ίσως αυτό η ζωή; Στην ταπεινότητά της,
ίσως δεν είναι ίσως εμφατκή; Στην βίλλα μποργκέζε,
κοιτάζουν τις προτομές των συναθρώπων μας του δέκατου ένατου αιώνα, παρακμιαίων,
που δεν στερήθηκαν την αξιοπρέπειά τους.
Κι εσύ, θες να είσαι κοντά μου;
Είμαι από καλό γύψο –
αυτοδημιούργητος.
Εσύ που έκοψες τους γιούς σου,
αγαπάς τις γυναίκες – με μια στείρη
αγάπη.
……………………………..

Ένα ροζ πράγμα, πολύ ροζ,
σαν μια αυγή,
αμυδρή και χρυσαφένια, διαφώτιστη,
διάφανη,
σαν μια χρυσαφένια αυγή, διαφώτιστη,
διάφανη, σαν μια κουρτίνα ροζ
και διάφανη, σαν μια καινούργια
έναρξη, σαν χρυσαφένιο νεφέλωμα
που διαφωτίζει απʼ την αδυναμία της,
και την τρυφερότητα, αμυδρή, αυγή, πρώτες πρωινές
ώρες, πεταλούδα σαν τα φτερά από,
σαν σεντόνι, ευτυχισμένο
πρωί.

(Η φυσική μαλακή φορμή του κώνου της σφαίρας
που περιστρέφεται στον εαυτό της
η ελαστικότητα του σώματος
το φυσικό τόξο
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους τίποτα δεν ξεφεύγει
εκτός από την δράση του τσεκουριού που σπέρνει ακονισμένες σχίζες
η ζέστη σαν ωθητής ενέργειας
η παθητικότητα του ό,τι πραγματοποιήται κυκλικά
είναι όλα σπασμένα κομμένα. Κομμένα τα παιδιά σου.)

Τα πάντα μπορεί να ανακτηθούν αλλά όχι εσύ
Μπορείς μόνο να είσαι πτυσσόμενος σαν γύψος σαν σκόνη
μνημείο για τον εαυτό σου

Ήμουνα άτυχος με τις
γυναίκες, γιατί προσέλκησα γυναίκες που δεν είχαν
τίποτα να δώσουν, και μʼ αυτές είχα
ανύπαντρες αγάπες. Γυναίκες πληγωμένες θανάσιμα που έπρεπε
νʼ αμύνονται, να προστατεύονται,
και δεν είχαν να δώσουν παρά μόνο έναν απογοητευμένο πόθο.
Είναι αυτές οι γυναίκες που είχα.
Τις προσέλκυα επειδή είμαι
μια γυναίκα. Ήταν όλες λεσβίες.
Βέβαια, δεν ήταν πολύ γυναίκες, αλλά εγώ
δεν τις βοήθησα να είναι
γυναίκες, τώρα που το σκέφτομαι.
Σκεφετείτε γιʼ αυτό, σας παρακαλώ.
Να ξανασηκωθείς με το πολύ γύψο
και την σκόνη (και μόνος σου)
δεν είναι εύκολο.
Είναι ταπεινή δουλειά, αργή,
και λίγα δίνει. Της λείπει η
γονιμότητα που μπορεί να δώσει μια γυναίκα. Για παράδειγμα,
όταν θα έιμαι γέρος,
ποιός θα με βοηθήσει; Όχι βέβαια οι φίλοι μου, οι άντρες οι φίλοι μου.
Είναι πάρα πολύ άντρες να το κάνουν. Αυτό όχι για να πω κάτι εναντίον
τους,
απλά είναι πάρα πολύ άντρες. Δεν ξέρουν
να οργανώνονται. Ο καθένας από αυτούς χρειάζεται
μια γυναίκα. Αυτό δίνει ένα σκληρό χτύπημα στην εικόνα
της αρσενικής φιλίας μας. Χωρίς γυναίκες δεν ξέρουμε να κάνουμε
τίποτα. Τώρα πια το ξέρουμε, και έτσι είναι.
Αλλιώς, άλλη εξήγηση των γυναικών, αλλά είναι πάντα η ίδια,
γυναίκες που δεν ήθελαν να είναι γυναίκες, που ήθελαν να παίξουνε με τα
[ παιδάκια,
παιδάκια κι αυτές. Ω ανύπαντρες, τρεμάμενες, και ευφυείς σύντροφησσές μας,
απλά έτσι πήγε. Η αυτοκρατορία των παιδιών διαλύθηκε,
κι εσείς δεν μπορείτε να παίξετε μαζί μας. Η αυτοκρατορία των αρσενικών παιδιών ,
στην οποία θέλατε να συμμετέχετε. Τώρα πρέπει ξανά να παίξετε τις κυρίες – και να
[ φροντίσετε τους φθαρμένους άρρωστούς σας, που είμαστε εμείς.
Ο δικός ερεθισμένος, τρεμαμένος μποβαρισμός σας ναυάγησε. Δεν μπορείτε να παίξετε
στον φράχτη των ανδρών.
Δεν μπορείτε να είστε οι γυναικούλες τους και να παίζετε μαζί τους.
Ο κόσμος των παιδιών ναυάγησε, και μένουμε μόνο εμείς οι γέροι
οι φθαρμένοι. Μπορείτε να μας φροντίσετε, εάν θέλετε.
Σας απομείναμε μόναχα εμείς.
Ίσως ο κόσμος θα σωθεί από τις γυναίκες, φθαρμένος…
Οι γυναίκες θα σκουπίσουν τον κώλο του κόσμου…

Και οι άνδρες; Και οι άνδρες
που δεν θέλανε να γίνουν πατέρες.
Ήθελαν να είναι όλοι αδερφάκια, και παίζανε.

Σήμερα αισθάνθηκα τα καινούργια
συναισθήματα:
να περπατάς
να κοιτάς.
να νιώσεις το σώμα χωριστό
από το υπόλοιπο κόσμο
σαν ένα κάστανο ψητό

έτσι
Να πάρεις από την σπατάλη
των ρομαϊκών κτιρίων, τόσο απέραντα,
που άφησαν κομμάτια, συντρίμμια παντού,
σαν τα απορρίματα της τεχνολογικής κοινωνίας μας,
και μʼ αυτά τα συντρίμμια να κτίσεις ρομανικές εκκλησίες.
Οι παλαιοχριστιανικές εκκλησίες. Όπως πραγματικά έχει συμβεί.
Με όλη την δική τους ταπεινότητα.

να πάρω αυτό που ήθελα να κάνω και πέθανε και να στο ξαναβγάλω όπως
βγάζεις ένα άσπρο πράγμα από ένα παλιό νεκρό μέρος, από μια μύτη,
τη πρώτη κλωστή ενός κουβαριού, ένα παλίο εκτόπλασμα, ένα δέντρο που
φυτεύεται, το όποιο πάντα ξεκινάει από ένα άλλο ζωντανό δέντρο ή επίσης
μερικώς νεκρό ή από την μνήμη ενός άλλου δέντρου,
και τα πάντα μπορούν να ΞΑΝΑΖΗΣΟΥΝ! Τα πάντα μπορούν να ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΟΥΝ!
(άρα η έννοια είναι αυτό: εσύ δεν μπορείς να ξαναζήσεις μʼ ένα φυσικό τρόπο,
(το κομμάτι του πελεκίου) άλλα να ζεις σαν να μην ήσουνα εσύ και είναι εδώ που
επιστρέφουμε στο γεγονός πως αυτό που χάνουμε δεν έιναι ανακτήσιμο επειδή
δεν επίπτει στην προκαθορισμένη σειρά των πραγμάτων. μπορείς νʼ αναστήσεις
ένα μνημείο για τον εαυτό σου ή τουλάχιστον τα μισοπεθαμένα γάγγλια τα τούβλα
τα διάσπαρτα
ένα σύγγραμα φυσικής ιστορίας
μπορείς να κάνεις πως δεν έγινε τίποτα
(όλα με το “εσύ”)
(μια λίστα πραγμάτων που μπορείς να κάνεις, και μετά πιθανώς
τελειώνει).
μπορείς να ξανακάνεις συμπαγή τα συντρίμμια σου, που ήταν σκόνη τώρα πια: τώρα δεν
ενοχλούν πια, μπορείς να πλάσεις τις δικές σου
αδυναμίες και να τις κάνεις ό,τι θες. θα είσαι άνθρωπος από γύψο και
θα παντρευτείς.
μπορείς να κάνεις μόνο παιδιά από γύψο.

Σήμερα αισθάνθηκα τα καινούργια
συναισθήματα:
να περπατάς
να κοιτάς.
να νιώσεις το σώμα χωριστό
από τον υπόλοιπο κόσμο
σαν έφηβος που εφηβεί,
μια περίεργη ευτυχία
χωρίς δικαιολογία
έιναι δύσκολο η σάρκα
να μην διαφθαρεί
μʼ αυτή τη ζέστη του Ιουλίου
σʼ αυτή την κυματιστή πεδιάδα όπου λιμνάζει το νερό,
όπου συρρεύει το νερό,
διαθλάται σε διάφορα δευτερεύοντα ρεύματα
που αναμειγνύονται
με λιβάδια και λευκάτα,
αυτή η πεδιάδα που κατεβαίνει
σαν μια ελαιογραφία, σε νερά μαλακά
πεδιάδων και κολόνων
αυτή η πεδιάδα που κατεβαίνει σε νερά που αναμειγνύονται.
Αυτή η πεδιάδα που κατεβαίνει με καμπύλες
γραμμές, όπου τα νερά αναμειγνύουν
τα νερά τους
είναι μια μαλακή επανάληψη, ατελείωτη επανάληψη
μότιφ και κυπαρισσίων. Ειδωμένο τοπίο.
Η κατάβαση στην κοιλάδα.
Η ατελείωτη επανάληψη.

Είναι πολύ αργά
για να
ξαναρχίσεις.

Τα πράγματα είναι φύση,
παραδόξως
τα σύγχρονα αντικείμενα είναι πιο κοντά στη φύση
παρά τα αρχαία αντικείμενα: φτιάχθηκαν για να πεθαίνουν και να
επίκονται από τα παιδιά τους, σαν τους γάιδαρους,
τους σκύλους, τα ζώα. Τα σύγχρονα αντικείμενα είναι φύση: στο σύμπαν ήδη υπάρχει
μια αρχαιολογία, αυτή των διαστημοπλοίων που εγκαταλείφθηκαν.
Είχαν δημιουργηθεί για καθαρό κύρος και μετά εγκαταλείφθηκαν.
Εν συνέχεια εγκαταλείφθηκαν μετά από μια εβδομάδα, ένα μήνα, ήδη ναυάγια,
αρχαιλογικά ναυάγια,
που ασταμάτητα τριγυρίζουν. Τα πράγματα είναι φύση, κάνουν
τύρφη, άνθρακα που αποτελούν το τοπίο,
που συσσωρεύονται. Τα αντικείμενα χρήσης
είναι σαν τα πράγματα που τρώγονται:
Άρα είναι φύση. (π.χ.: ένα αυτοκίνητο).
Χρησιμοποιούνται, τρώγονται, λιώνουν,
μετά αποβάλλονται. Όταν αποβάλλονται
παύουν να είναι τροφή (με την ευρεία έννοια) και γίνονται φύση, καθιζάνουν.
Γίνονται χούμος, μάλλον σιδηρούχος χούμος, λιπάσματα και απολιθώματα,
καθιζάνουν, όπως η πέτρα. Όπως η χλοή που γεννιέται με τις λευκές
λεπίδες, τείνοντας προς τα πάνω,
και τα καταφέρνει. Αλλά δεν έχει σημασία
πόση χλοή γεννιέται. Ή, μάλλον,
πόση έχει γεννηθεί; Όπως ένας υπαινιγμός:
ότι η ζωή έχει δύναμη.

κάτι στρογγυλό,
που τριγυρίζει
σαν μια διαφανή σπείρα
σαν μια διαφανή σπείρα,
που τριγυρίζει
που τριγυρίζει σαν σʼ έναν διαφανή
ουρανό
που τριγυρίζει
που τριγυρίζει με δύναμη.
Κάτι στρογγυλό
Δεν γεννιέται, ήδη γεννήθηκε
σʼ έναν διαφανή
ουρανό
και τριγυρίζει
ήσυχα,
όπως γεννήθηκε
στρογγυλό σπειροειδές
όπως ήδη είχε γεννηθεί
που τριγυρίζει
Με δύναμη

κάτι στρογγυλό,
που τριγυρίζει
σαν μια διαφανή σπείρα
σαν μια διαφανή σπείρα,
που τριγυρίζει
που τριγυρίζει σαν σʼ έναν διαφανή
ουρανό
ή σαν διαφανείς
ιδιότροπες μπούκλες
που τριγυρίζει με δύναμη.
Κάτι στρογγυλό
Δεν γεννιέται, ήδη γεννήθηκε
σʼ έναν διαφανή
ουρανό
και τριγυρίζει
ήσυχα,
όπως γεννήθηκε
στρογγυλό σπειροειδές
όπως ήδη είχε γεννηθεί
που τριγυρίζει
Με δύναμη

Όταν από την καταιγίδα ήρθανε οι υδρογονανθράκες στο
βάλτο, ο οποίος επικοινωνούσε με την καταιγίδα, αλλά ήταν χωριστός απʼ αυτή,
στο βάλτο ζεστό και ηλιόλουστο,
τότε εκεί γεννήθηκε η ζωή σαν σκόνη βυθισμένη στο νερό,
όπως κάτι απείρως μικρό και αδύναμο, που
έβρισκε τις κατάλληλες συνθήκες για να ανθίσει και έκανε
την αδυναμία του συνθήκη της ουσίας του.
Αν δεν ήταν αδύναμο, δεν θα μπορούσε να γεννηθεί,
ούτε να διαπερνιέται από τον ήλιο. Αν η καταιγίδα
δεν το είχε χτυπήσει δεν θα είχε θρυμματιστεί και δεν θα είχε
έρθει σιγά-σιγά στο βάλτο, με τους θρυμματισμένο παρόμοιους του,
να διαπερνιέται από τον ήλιο.
Έτσι γεννήθηκε η ζωή. Από τη σκόνη, από τη
καταστροφή. Από το θρυμμάτισμα και από τα θρυμματισμένα
τα συντρίμμια. ʽΕτσι γεννήθηκε η δύναμη. Από τη
αδυναμία, από τη επιχειρηματολογία της
αδυναμίας. Από την αποδοχή του να
διαπερνιέται από τον ήλιο.

α

Έτσι θυμάμαι.
Μια νύχτα, στην εξοχή, μια ακρίδα
εμφανίστηκε στην υπνοδωμάτιό μου,
πηδώντας εδώ κι εκεί. Η σκέψη της φρίκης
εκείνης της καμμένης ακρίδας, εκείνου του καμμένου πηδήματος
με παρέλυσε και τότε πήρα ένα φλιτζάνι και το
έβαλα πάνω από την ακρίδα, δεν τόλμησα να την σκοτώσω.
Το επόμενο πρωί η ακρίδα ήταν νεκρή, χωρίς οξυγόνο, και
σκέφτηκα
την είχα σκοτώσει να την αποτρέψω να πήδαει στα τυφλά
στην φρίκη του υπνοδωμάτιού μου.
Φρίκη που ήταν για εκείνη, όχι μόνο για μένα, άλλα για να σταματήσω
εκείνη τη φρίκη
η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να σταματήσει η ζωή στη ροή της.
Και η φρίκη του θανάτου εκείνου
ήταν λίγο λιγότερο από τη φρίκη
εκείνου καμμένου πηδήματος εδώ κι εκεί.
Έτσι θυμάμαι.

Δεν ξέρουμε
τι γίνεται

η τήξη είναι η ένωση δύο πυρήνων
των ατόμων, που εν μέρει καταστρέφονται, εκείνο το μέρος τους
που καταστράφηκε μεταμορφώνεται σε τεράστιο ποσό
ενέργειας.

Αλλά χρειάζεται πολλή ενέργεια για να ωθηθούν οι πυρήνες
να συγκρουστούν: έχουν φορτίο μα ίδιο πρόσημο και
αποθούνται

Όταν τα δευτερόνια συσσωρεύουν καλά στο παλλάδιο
κολλούν το ένα στο άλλο

Πώς είναι δυνατόν, από θεωρητική άποψη,
ότι οι πυρήνες του δευτερίου υπερνικήσει τη φυσική
άποσή τους;

Δευτερόνιο + δευτερόνιο = ήλιο 3 + νετρόνιο
Δευτερόνιο + δευτερόνιο = ήλιο 4 + σοματίδιο α με
ανάπτυξη θερμότητας

Οι θεωρητικοί φυσικοί
είναι στη δουλειά

Ο Μπομπ Ντύλαν
πίσω από το σταυρό

όλοι μαζί για να
ξαναράψουν
εκείνη την τρομερή
ουλή

διαφανής να είσαι διαφανής
Να μην είσαι
γκρι
γιατί να γίνεις
διαφανής;
γιατί να είμαστε
διαφανείς;
Γιατί να είμαστε διαφανείς σαν μια σκιά;

Γιατί να θέλουμε να υπάρχουμε χωρίς να μας δουν, σαν ένα
πέπλο;
Γιατί να μοιάζουμε
μʼ έναν γκρι ουρανοξύστη;
Γιατί να τυλίξουμε την πόλη
χωρίς να μας δουν;
σαν γκρι χιόνι

σαν γκρι χιόνι
Γιατί να τυλίξουμε την πόλη
χωρίς να μας δουν;
Γιατί να μοιάζουμε
μʼ έναν γκρι ουρανοξύστη;
Γιατί να θέλουμε να υπάρχουμε χωρίς να μας δουν, σαν ένα
πέπλο;
Γιατί να είμαστε διαφανείς σαν μια σκιά;
γιατί να είμαστε
διαφανείς;
γιατί να γίνεις
διαφανής;
Μην είσαι
γκρι
διαφανής να είσαι διαφανής

το να είσαι έτσι είναι
να είσαι έτσι

δεν θα θέλαμε
πότε να τελειώσουμε
ποτέ
ποτέ

Κάποτε σκέφτηκα ότι θα ήθελα έκανε ζέστη, ήταν έξι η ώρα το πρωί και έκανε
[ ζέστη,
ήταν έξι η ώρα άλλα έκανε ζέστη, ένα θάυμα. (Οκτόβριος ήταν).
…Πάρα πολλά τσιγάρα. Σαν συνουσία.
Φυσικά πρέπει να κλείσουμε το φως. Και να κλείσουμε την πόρτα.
Θα ήταν καλό εάν είχα κάλτσες. Ή να βάλω τα πόδια μου κάτω από τις κουβέρτες.
Πραγματικά τα βάζω αμέσως κάτω από τις κουβέρτες.
Οκτόβριος είναι, κάνει κρύο. Έκανε ζέστη, άλλα κάνει κρύο.
Διάχυτο φως. Δεν έιναι λογικό να μου πέφτει το στυλό. Από το παράθυρο
σύννεφα φαίνονται. (και τι σύννεφα).
Οι πνεύμονες πονάνε, φυσικά.

Εγώ πάντα την μισούσα, και ήμουνα πάντα
φοβισμένος από αυτή. Και ήμουνα ευγενικός μαζί της.
Σηκώθηκα και η θέα, που η βροχή έπλυνε,
ήταν όπως οι παλιοί Ιταλοί ζωγράφοι
Ο θεϊκός σαρκασμός. Ο Θεός
είναι πολύ σαρκαστικός, για παράδειγμα. Δεν ήξερα ποτέ
άλλον να χαχανίζει πιο πολύ απʼ αυτόν. (Τώρα είναι πρωί,
ακούγονται φωνές. Δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσω.)

επειδή
πράγματι
θα ψαχουλέψουν στα κόκκαλά μου

 

*********

 

Polvere

 

Sarò sempre un poʼ meno di quello che sono,
e anzi, molto meno. Polvere. Ho perso molto.
Ciò che si perde è irrecuperabile, e se lo si recupera esso
è ormai disperso, non rientra più nell’ordine prestabilito
delle cose. Sono contento
se di me non rimane che un lieve
involucro. Ho perso
molto. In questa levità,
ciò che più importa è lʼassenza di acuti,
che tutto sia tondo e raccolto. Basta
questo. Tutto ciò che è devastato può divenire rotondo,
ancora rotondo. Come un vaso. È ancora possibile.
La polvere può essere recuperata. La polvere era una volta
detriti. Ora la polvere non è detriti,
è lenta friabile. La polvere
è un po’ meno, ma può essere
tenuta insieme. Le ferite
possono diventare polvere, raccolta
e conchiusa. Sono contento
di non capire le cose. La loro
ragione. Vi sono cose che ignoro, e sono
contento. Appaiono come misteri,
tranquille. Ad esempio,
la ragazza che incontro sempre, mi ama
o no? Non lo so. Sono contento
di non saperlo. Sono contento di non sapere
se l’amo, o meglio, so che non l’amo, che potrei
amarla; sono contento
di non sapere se avrei potuto amarla. Questo mistero
mi rassicura più del suo amore.
È bello non sapere. Non sapere, ad esempio,
quanto vivrò,
o quanto vivrà la terra.
Questa sospensione
sostituisce l’eternità.
Andammo su e giù per la carta geografica
questʼestate. Cercando solo
il riposo. Dietro il riposo cʼera
la speranza di nuovi tempi,
o forse soltanto, recuperare le forze.
Non cʼera il rumore del mare.
Non cʼerano voli di uccelli, esperienze,
non cʼerano volti di donna. Soltanto
Riposo. Molto riposo. Molte
speranze. Speranze possibili,
quiete.
(La pazzia potrebbe a volte
essere
malattia infettiva).
(una volta avevo scritto
una poesia che diceva
“sono pervaso da una
breve tachicardia
non sarò un grande poeta ma
in compenso
sono un forte fumatore”.)
nel senso che
non sono capace
di esprimere
ma sono capace
di distruggermi
(e in fondo, per un poeta,
esprimere e distruggersi
non è la stessa cosa?
Giungere allʼassolutezza non è
spogliarsi del corpo?

Così odiamo i nostri nemici
soprattutto
perché possono farci impazzire. Ed io ti amo perché il tuo vuoto
non mi permette di scuotermi.
Perché tu permetti agli altri
di espandersi.
Io posso entrare in te
e uscirne
quando voglio.
La polvere potrebbe essere
dispersa dal vento. È necessario
che sia conchiusa, in stato di quiete,
come la polvere dei morti di Pompei. Solo così
può essere eterna. Eternamente ferma. Assenza di moto.
Il mio sistema nervoso disfatto,
implora solo questo. Che la polvere sia quieta.
Assenza di stimoli. Neve. Solo così le ferite e i detriti,
hanno pace, e da queste crepature,
nasce una nuova forma di vita. Femminilmente
quieta. La polvere può essere
straordinariamente compatta. Ridivenire
illusione di pietra. In questa
diminuzione,
è la mia casa tranquilla,
la sua fissità devastata.
Pietra su pietra si costruisce e
si diminuisce
come il mare,
esplode la vita in fissità
in acqua fangosa
ed è zuccherosa
e primigenia,
ricca di polipi.
In questa diminuzione,
è la mia pazienza.
I piccoli dolori servono
ad evitare quelli grandi.
Così la fluidità dellʼacqua e anche della terra,
cambiare continuo del giorno e della notte.

Adunque, andò così:
Così da lʼimmagine di una primitiva unità
si fecero detriti, e questa unità non nacque,
e i detriti si fecero polvere. E da quella polvere rinacque
la vita, una seconda vita artificiale, come sono artificiali
le case, i vestiti, le belle donne, i tacchi a spillo, i collants,
la brillantina per gli uomini. Vita che nacque dalla
fragilità. Come una possessione. I sensi erano morti.
Vita minorata. Ridotta.
Come un incubo quieto. Si specchia
in un lago.
Vita artificiale; come può essere artificiale
una nuova vita? Se la pietra non esiste più, o non cʼè mai stata,
non è bene essere di gesso, come i morti di Pompei?
Eternamente? Forse…
Un archeologo astuto pompò il gesso negli involucri
lasciati dalla lava e i lapilli, dove si erano
consumati i corpi dei fuggitivi di Pompei. Il gesso
riprese le forme originarie, approssimativamente, in tutta
la loro tenerezza. Sembra che dormano, quieti, un poʼ
slavati. Un poʼ sbiaditi. La vita artificiale non è, forse –
sbiadita – ciò che avrebbe potuto essere? Non è forse quieta,
informe, ciò che avrebbe potuto essere nella sua
giovinezza, nel suo stato naturale? Non è forse stato tutto
recuperato? Lʼessenziale, non ne è
forse rimasto? Non posso fare forse, di gesso,
ciò che non ho fatto prima?
Non è forse bello tutto ciò? Cʼè qualcosa
di non legittimo? Il gesso non è,
forse,
umana creazione?
Umile, gesso, fatto di polvere compatta. Siamo forse
monumento di noi stessi?
Fragile monumento, nei giardini pubblici, che qualcuno
può andare a vedere. Non è forse questa la vita? Nella sua umiltà,
non è forse magniloquente? A villa borghese,
guardano i busti dei nostri ottocenteschi, crepuscolari,
non privi di una loro dignità.
E tu, vuoi starmi vicina?
Sono fatto di buon gesso;
mi sono fatto da solo.
Tu che hai tagliato i tuoi figli,
ami le donne – di un amore
sterile.
………………………

Una cosa rosa, molto rosa,
come unʼalba,
tenue e dorata, taslucida,
trasparente,
come unʼalba dorata, traslucida,
trasparente, come una cortina rosa
e trasparente, come un nuovo
avvio, come una nebulosa dorata
che trasluce della sua debolezza,
e delicatezza, tenue, alba, prime ore
del mattino, farfalla come le ali della,
come un lenzuolo, un mattino
felice.

(La forma morbida naturale del cono della sfera
che gira in se stessa
lʼelasticità del corpo
lʼarco naturale
tutto ritorna in sé nulla sfugge
tranne che per lʼazione dellʼascia che semina puntute schegge
il calore come propulsore di energia
la passività di ciò che si compie ciclicamente
sono spezzati tagliati. Tagliati i tuoi figli.)

Tutto può essere recuperato ma non tu
Puoi solo essere pieghevole come gesso come polvere
monumento di te stesso

Sono stato sfortunato con le
donne, perché ho attirato delle donne che non avevano
niente da dare, e con cui ho avuto
degli amori celibi. Donne ferite a morte, che avevano
da difendersi, da proteggersi,
e non avevano da dare che una frustrata velleità.
Queste sono le donne che ho avuto.
Io le attiravo perché sono
una donna. Erano tutte lesbiche.
Certo, non erano molto donne, ma io
non le ho aiutate ad essere
donne, adesso che ci penso.
Riflettete su questo, per favore.
Ritirarsi su a forza di gesso
e polvere (e da solo)
non è facile.
Eʼ un lavoro umile, lento,
e che dà poco. Gli manca la
fecondità che può dare la donna. Per esempio,
quando sarò vecchio,
chi mi aiuterà? Non certamente i miei amici, i miei amici maschi.
Sono troppo maschi per farlo. Questo non per dire nulla contro
di loro,
semplicemente sono troppo maschi. Non si sanno
organizzare. Ognuno di loro ha bisogno
di una donna. Questo dà un rude colpo alla nostra immagine
di amicizia maschile. Senza donne non sappiamo fare
niente. Ormai lo sappiamo, ed è così.
Oppure, altra interpretazione delle donne, ma è sempre la stessa,
donne che non volevano essere donne, ma che volevano giocare coi
[ ragazzini,
ragazzine anchʼesse. O nostre celibi, tremanti, e acute compagne,
è andata semplicemente così. Lʼimpero dei ragazzini si è sfasciato,
e voi non potete giocare con noi. Lʼimpero dei ragazzini maschi,
a cui volevate partecipare. Ora dovete nuovamente giocare alle signore; e
[ occuparvi dei vostri decrepiti malati, che siamo noi.
Il vostro tremante, fremente bovarismo è fallito. Non potete giocare
nel recinto dei maschi.
Non potete essere le loro femminucce e giocare con loro.
Il mondo dei bambini è fallito, e rimaniamo solo noi vecchi
decrepiti. Potete occuparvi di noi, se volete.
Non vi rimaniamo che noi.
Forse il mondo sarà salvato dalle donne, decrepito…
Le donne puliranno il culo al mondo…

E gli uomini? E gli uomini
che non volevano essere padri.
Volevano essere tutti fratellini, e giocavano.

Oggi ho provato le nuove
sensazioni:
camminare
guardare.
sentire il corpo separato
dal resto del mondo
come una caldarrosta

così
Prendere dallo sperpero
delle costruzioni romane, così immense,
che hanno lasciato pezzi, detriti dappertutto,
come i rifiuti della nostra civiltà tecnologica,
e con questi detriti costruire le chiese romaniche.
Le chiese paleocristiane. Come effettivamente è successo.
Con tutta la loro umiltà.

prendere quello che volevo fare ed è morto e ritirartelo fuori come
si tira una cosa bianca da un vecchio posto morto, da un naso, il
capo di un gomitolo, un vecchio ectoplasma, un albero che si
pianta, che sempre parte da un altro albero vivo o anche
parzialmente morto o dal ricordo di un albero,
e tutto può RIVIVERE! Tutto può RINASCERE!
(quindi il senso è questo: tu non puoi rivivere in un modo naturale,
(il pezzo dellʼascia) ma vivere come se non fossi tu ed è qui che
si ritorna al fatto che ciò che si perde è irrecuperabile perché
non rientra nellʼordine prestabilito delle cose. puoi resuscitare
un monumento a te stesso o comunque i gangli mezzo morti i mattoni
dispersi
un trattato di storia naturale
puoi far finta che nulla sia successo
(tutto col “tu”)
(un elenco di cose che si possono fare, poi probabilmente è
finito).
puoi ricompattare i tuoi detriti, diventati ormai polvere: ora non
danno più fastidio, puoi modellare le tue
debolezze e farne quello che vuoi. sarai un uomo di gesso e ti
sposerai.
puoi fare solo figli di gesso.

Oggi ho provato le nuove
sensazioni:
camminare
guardare.
sentire il corpo separato
dal resto del mondo
come un adolescente che adolesce,
una strana felicità
senza giustificazione
è difficile che la carne
non si corrompa
in questo caldo di luglio
questa pianura ondulata dove lʼacqua ristagna,
dove lʼacqua confluisce,
si rifrange in varie correnti minori
che si mischiano
in prati e pioppi,
questa pianura che discende
come un quadro, in molli acque
di pianure e colonne
questa pianura che discende in acque che si mischiano.
Questa pianura che discende in linee
curve, dove le acque mischiano
le loro acque
è molle ripetizione, ripetizione allʼinfinito
di motivi e cipressi. Paesaggio già visto.
Scendere a valle.
Ripetere allʼinfinito.

È troppo tardi
per
riprendere.

Le cose sono natura,
paradossalmente
gli oggetti moderni son più vicini alla natura
degli oggetti antichi: son fatti per perire ed
essere incalzati dai loro figli, come gli asini,
i cani, gli animali. Gli oggetti moderni sono natura: nel cosmo esiste già
unʼarcheologia, quella delle navi spaziali abbandonate.
Sono state create per puro prestigio e poi abbandonate.
Quindi abbandonate dopo una settimana, dopo un mese, e diventate già relitti,
relitti archeologici,
che girano senza posa. Le cose sono natura, fanno
torba, carbone fossile che compongono il paesaggio,
che si accumulano. Gli oggetti dʼuso
sono come cose che si mangiano:
quindi sono natura. (es.: una macchina).
Si usano, si mangiano, si consumano,
poi si espellono. Una volta espulsi
cessano di essere cibo (in senso lato) e diventano natura, si sedimentano.
Diventano humus, magari humus ferroso, concimi e resti fossili,
sedimentandosi, come la pietra. Come lʼerba che nasce coi fili
bianchi, tendendo verso lʼalto,
e ci riesce. Ma non è importante
quanta ne nasca. O non, piuttosto,
che sia nata? Come un accenno:
che la vita ha forza.

qualcosa di tondo,
che gira
come una spirale trasparente
come una spirale trasparente,
che gira
che gira come in un cielo
trasparente
che gira
che gira con forza.
Qualcosa di tondo
Non nasce, è già nato
in un cielo
trasparente
e gira
quietamente,
come è già nato e
tondo a spirale
come già nato
che gira
Con forza

qualcosa di tondo,
che gira
come una spirale trasparente
come una spirale trasparente,
che gira,
che gira come in un cielo
trasparente
o come capricciosi
riccioli trasparenti
che gira con forza.
Qualcosa di tondo
Non nasce, è già nato
in un cielo
trasparente
e gira
quietamente,
come già nato e
tondo a spirale
come già nato
che gira
Con forza

Quando dalla tempesta gli idrocarburi giunsero nella
palude, che comunicava colla tempesta, ma ne era separata,
nella palude calda ed assolata,
allora lì nacque la vita come polvere immersa nellʼacqua,
come qualcosa di infinitamente piccolo e debole, che
trovava le condizioni favorevoli per fiorire e faceva
della sua debolezza la condizione della sua essenza.
Se non fosse stato debole non sarebbe potuto nascere,
né farsi penetrare dal sole. Se la tempesta
non lʼavesse sbattuto non si sarebbe frantumato e non avrebbe
raggiunto piano piano la palude, coi suoi simili frantumati,
per farsi penetrare dal sole.
Così nacque la vita. Dalla polvere, dalla
catastrofe. Dal frantumarsi e dai detriti
frantumati. Così nacque la forza. Dalla
debolezza, dallʼargomentare della
debolezza. Dal suo accettare di farsi
penetrare dal sole.

a

Così mi ricordo.
Una notte, in campagna, una cavalletta
si materializzò nella mia camera da letto,
saltando qua e là. Il pensiero dellʼorrore
di quella cavalletta demente, di quel salto demente
mi paralizzava e allora presi una tazza e la
misi sopra quella cavalletta, non osando ucciderla.
La mattina dopo quella cavalletta era morta, priva di ossigeno, ed
io pensai
che lʼavevo uccisa per impedirle di saltare alla cieca
nellʼorrore della mia camera da letto.
Orrore che era per lei, non solo per me, ma per fermare
quellʼorrore
lʼunica alternativa era fermare la vita nel suo flusso.
E lʼorrore di quella morte
era di poco inferiore allʼorrore
di quel demente saltare qua e là.
Così ricordo.

Non sappiamo
che succede

la fusione è lʼunione di due nuclei
di atomi che distruggendosi in parte, questa loro parte
distrutta si trasforma in unʼenorme quantità
di energia.

Ma ci vuole molta energia per spingere i nuclei
a toccarsi: hanno una carica dello stesso segno,
e si respingono

Quando i deutoni sono ben ammassati nel palladio
si incollano lʼuno allʼaltro

Come è possibile, da un punto di vista teorico,
che i nuclei del deuterio superino la loro naturale
repulsione?

Deutone + deutone = elio 3 + neutrone
deutone + deutone = elio 4 + particella alfa con
sviluppo di calore

I fisici teorici
sono al lavoro

Bob Dylan
dietro la croce

tutti insieme per
ricucire
quella terribile
cicatrice

invisibile essere invisibile
Non essere
grigio
perché rendersi
invisibile?
perché essere
trasparenti?
Perché essere trasparenti come unʼombra?

Perché voler esistere senza esser visti, come un
velo?
Perché assomigliare
a un grattacielo grigio?
Perché avvolgere la città
senza esser visti?
come neve grigia

come neve grigia
Perché avvolgere la città
senza esser visti?
Perché assomigliare
a un grattacielo grigio?
Perché voler esistere senza esser visti, come un
velo?
Perché essere trasparenti come unʼombra?
perché essere
trasparenti?
perché rendersi
invisibile?
Non essere
grigio
invisibile essere invisibile

essere così è
essere così

non si vorrebbe
mai finire
mai
mai

Una volta pensai che avrei voluto faceva caldo, erano le sei del mattino e faceva
[ caldo,
erano le sei ma faceva caldo, un miracolo. (era ottobre).
…Fumato troppo. Come un coito.
Naturalmente bisogna spegnere la luce. E chiudere la porta.
Sarebbe bene avere delle calze. O mettere i piedi sotto le coperte.
Infatti li metto subito sotto le coperte.
È ottobre, fa freddo. Faceva caldo, ma è freddo.
Luce diffusa. Non è logico che mi cada la penna. Dalla finestra
si vedono le nuvole. (e che nuvole).
I polmoni fanno male, naturalmente.

Lʼho sempre odiata, e ne ho sempre
avuto paura. E sono sempre stato gentile con lei.
Mi sono alzato e la vista, lavata dalla pioggia,
era come gli antichi pittori italiani
Il divino sarcasmo. Dio
è molto sarcastico, per esempio. Mai conosciuto
uno più sghignazzante di lui. (Ora è mattina, si
sentono le voci. Non ha senso continuare.)

perché
infatti
frugheranno tra le mie ossa

Carlo Bordini

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Carlo Bordini (Ρώμη, 1938) είναι ένας πολύ γνωστός Ιταλός ποιητής. Επηρεασμένη από τα έργα του Eliot, και ιδιαίτερα του Guido Gozzano και του Apollinaire, η ποίησή του έχει ονομαστεί “αφηγηματική ποίηση”, της οποίας θεωρείται ο Bordini ο σημαντικότερος εκπρόσωπος στην Ιταλία.

Τα ποίηματά του έχουν μεταφραστεί στα Ισπανικά, Σουηδικά, Γαλλικά και τώρα, για τη πρώτη φορά, ειδικά για το “Ποιείν”, και στα Ελληνικά. Έγραψε τον πρόλογο για τα βιβλία των ποιητών Daniela Negri, Mauro Fabi, Guadalupe Grande και του Massimiliano Damaggio.

Το 1976, έγραψε το δοκίμιο πάνω στην ζωή του Pier Paolo Pasolini “Ένας θάρρος στα μισά”. Επίσης στη δεκαετία του ’70, επιμελήθηκε με τον Antonio Veneziani το βιβλίο “Η ποίηση των αποβλήτων”. Το 1981, επιμελήθηκε την πρώτη έκδοση του βιβλίου “Σημειώσεις της Amelia Rosselli”. Το πρώτο του βιβλίο πεζογραφίας, “Εγχειρίδιο της αυτοκαταστροφής”, είχε άμεσα μεταφραστεί στα Γαλλικά. Ο Carlo Bordini είναι επίσης ο συγγραφέας του μυθιστορήματος “Gustavo”. Έχει επιμεληθεί με τον Andrea Consoli το βιβλίο “Renault 4, συγγραφείς στη Ρώμη πριν από το θάνατο του Μόρο”.

Συνεργάζεται με την εφημερίδα “l’Unità”, με το περιοδικό “Ποίηση” και με άλλες εφημερίδες. Ήταν ο μόνος Ιταλός ποιητής που φιλοξενήθηκε στο “Festival de Poesia de Nicaragua” το 2008, στο “Festival de Poesia de Bogotà” τον 2010, στο “Festival de Poesia de Medellin» το 2010 και στο “Festival de Poesia de Lima”, το 2012. Σχετικά με αυτά τα ποιητικά ταξίδια στη Λατινική Αμερική, έγραψε: “Στην Κολομβία, η ποίηση είναι σημαντική και δεν απομακρύνθηκε από την κοινωνία. Ίσως θα ήταν πιο ακριβές να πούμε απλά ότι η ποίηση είναι σημαντική στην Κολομβία. Το υπόλοιπο έρχεται από μόνο του”.

Βιβλιογραφία

Ποίηση: Περίεργη κατηγορία, 1975 / Ελαφρά ποιήματα, 1981 / Στρατιγική, 1981 / Κίνδυνος, 1984 / Τρώω, 1995 / Σκόνη, 1999 / Μωβ νέκταρ, 2006 / Πέτρα, 2008 / Οι κατασκευαστές των ηφαιστείων, 2010.

Πεζογραφία: Εγχειρίδιο της αυτοκαταστροφής, 1998 / Ανταλλακτικά, 2003 / Γκουστάβο, μια ψυχική ασθένια, 2006 / Η ποίηση των οριακών,1978 / Renault 4, συγγραφείς στη Ρώμη πριν από το θάνατο του Μόρο, 2007 / Δεν είναι παιχνίδι, σημειώσεις ταξιδιού για την ποίηση στην Λατινική Αμερική, 2008.