Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης “Ποιείν”

Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης “Ποιείν”

Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν"

Αφιέρωμα: «Ανθολογία ποιημάτων & πεζών από το σύνολο της εργογραφίας του Σταύρου Σταυρόπουλου» (A’ MΕΡΟΣ)

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1962. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο και έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος με πολλά έντυπα και εφημερίδες. Την επταετία 2001 – 2008 διατηρούσε μόνιμη στήλη στην εφημερίδα metro με θέμα το βιβλίο και την τριετία 2008-2011 υπήρξε βασικός συντάκτης της εφημερίδας Ελευθεροτυπία στο ένθετο Βιβλιοθήκη, όπου διατηρούσε, εκτός των άλλων και την στήλη “Νύχτα είναι, θα περάσει”. Για τρία χρόνια δούλεψε ως παραγωγός στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ Open στην εκπομπή “Ολομόναχοι μαζί” που είχε σαν θέμα καλεσμένους από τον χώρο της λογοτεχνίας και του πολιτισμού γενικότερα, με έμφαση ιδιαίτερα στη μουσική. Κυκλοφορούν 25 βιβλία του εκ των οποίων τρία έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Η τετραλογία Πιο νύχτα δεν γίνεται (Οξύ 2011) – Μετά (Απόπειρα 2012) – Καπνισμένο κόκκινο (Σμίλη 2013) και Ολομόναχοι μαζί (Σμίλη 2014) εγκαινιάζει την λεγόμενη Κοσμική τετραλογία, και θεωρείται έργο αναφοράς, σαν μια μεγάλη, φασματική αλληγορία που διαρρηγνύει τα πλαίσια του Κανόνα. Από τους ποιητές θεωρείται πεζογράφος και από τους πεζογράφους, ποιητής.

Η παρούσα Ανθολόγηση γίνεται με την επιμέλεια του συγγραφέα

 

 

1. ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΜΑΙ (Βασδέκης, 1983)

“Ένα οργισμένο σχόλιο πάνω στην πεζότητα της καθημερινότητας, μικρά πεζά που κρυφοκοιτάζουν την ποιητική φόρμα, διατηρώντας την γνησιότητα και τον αυθορμητισμό μιας κραυγής διαμαρτυρίας σε πρώτο πρόσωπο, που βάλλει εναντίον όλων όσων μεταβάλλουν τις ζωές μας σε κόλαση. Ο Θωμάς Γκόρπας γράφει για το “Διαμελίζομαι”: “Είναι οι διαστάσεις, το χρώμα και το ύφος της σύγχρονης ερημιάς που αναπαριστάνει ο ποιητικός λόγος. Η αληθινή ποίηση έκανε πάντα το ίδιο: Πολύ απελπισμένη, μπορούσε να ελπίζει. Και μπορούσε να ελπίζει, γιατί μπορούσε να δει πέρα…”

***

10

Σε ψάχνω ακόμα.

Ψηλαφιστά, στους τέσσερις τοίχους μπουσουλώντας, σε κρατούσα στο χέρι, δεν μπορεί να μ’ αφήσεις και συ, δεν είναι δυνατόν να πέταξες για ζώνες τροπικές, μονάχα οι γλάροι μπορούν και χώνονται στα σύννεφα και συ γλάρος δεν είσαι.

Ξέρεις, να, δεν μπόρεσα, ήθελα να στο πω, τελικά δεν χωράω, κατάλαβέ με, παντού ξεχειλίζω άσπρος αφρός και χύνομαι στο πάτωμα, δε μένω στο ποτήρι.

Παραιτούμαι, συγγνώμη, παραιτούμαι, γιατί δεν κατάλαβα πως ο σκαντζόχοιρος όταν τον πλησιάζεις, πετάει έξω τα αγκάθια του και κρύβει το κεφάλι και τι φοβάται ο άνθρωπος και πνίγει τον αυθορμητισμό του κι οι επικοινωνίες έγιναν γέφυρες γκρεμισμένες,

παραιτούμαι, συγγνώμη, δεν κατάλαβα,

τον διαχωρισμό δημοκράτης-φασίστας, όλοι φασίστες, στην οικογένεια, στην παρέα, στις ιδέες, στη σεξουαλική σχέση, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια δημαγωγούν, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, κρύβουν τ’ αληθινά τους πρόσωπα και ψηφίζουν Κ.Κ.Ε., γυρνώντας σπίτι, πλακώνουν στο ξύλο το παιδί τους και δεν ξεχνούν πριν κοιμηθούν, να γελάσουν με τις σφαγές των Πολωνών, βουλιαγμένοι στο πανάκριβο σαλόνι τους, απέναντι στους παραμορφωτικούς φακούς της έγχρωμης, ψηφίζουν Κ.Κ.Ε., παραιτούμαι, να προσέχεις τον εαυτό σου, λυπάμαι, δεν κατάλαβα δυστυχώς πότε πρέπει να ελίσσομαι και πότε όχι, είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως στις πουστιές,

το παραδέχομαι, απέτυχα

παραιτούμαι, αφήστε με, παραιτούμαι

και δεν κατάλαβα γιατί λένε τρελούς αυτούς που αντιστέκονται

αυτούς που διατηρούν τα φυσικά τους ένστικτα

και λογικούς αυτούς που σκύβουνε το κεφάλι

και υποτάσσονται αμαχητί

να μου το εξηγήσει αυτό κάποιος παρακαλώ

τώρα που φεύγω

κι ο ήλιος μου δύει ακίνδυνος

παραιτούμαι, συγγνώμη, δεν κατάλαβα,

το φριχτό γέλιο των ανθρώπων και τα φουσκωμένα από υπερηφάνεια στήθη πάντα με γέμιζαν με μια αίσθηση κενότητας, μελαγχολίας, σαν κάτι να έλειπε απ’ τον κύκλο της ζωής, σαν κάτι νάχε χαθεί, κάποιο πολύτιμο πετράδι που να κλέφτηκε, τώρα που το σκέφτομαι σοβαρά, η ντροπή, ναι η ντροπή, γι αυτή λέω, αυτή έλειπε απ’ το γέλιο, απ’ τη φρίκη, απ’ τα στόματα, απ’ τις καρδιές, απ’ τις σκέψεις, η ντροπή για τις αποτροπιαστικές πράξεις και τις ψυχρές δολοφονίες,

συγγνώμη, συγγνώμη, δεν κατάλαβα, παραιτούμαι,

την αξία του πτυχίου δεν συνέλαβα,

αναλφάβητος, αμόρφωτος, παρηκμασμένος,

έμεινα δίχως Πανεπιστημιακή βεντούζα να επικυρώσω τις γνώσεις μου, η επικύρωση, το λαδόχαρτο, η υπογραφή, να τι μετράει σήμερα, να τι έχει σημασία, όλη μας η ζωή μια επικύρωση πράξεων, μια αλχημεία, συνονθυλεύματα σφραγίδων, πιστοποιητικών, αιτήσεων, βεβαιώσεων, υπογραφών, χαρτιών που μας πνίγουν,

έμεινα αγράμματος, παραιτούμαι, λυπάμαι,

να προσέχεις τον εαυτό σου, δεν κατάλαβα,

στα τραγούδια τους τις μελωδίες παρερμήνευα κι όταν μιλούσα ακατάληπτος, άχρηστα λόγια για φεγγάρια που μπανιαρίζονταν στο σεληνόφωτο και φράσεις ασυνάρτητες για πεταλούδες ταξιδιάρες που έπαιρναν σε κήπους μελαγχολίας, όρκους αιώνιους με Καφκικούς αφορισμούς, φυτά- επαναστάτες, κι έλεγα φθινόπωρα έκστασης πως υπάρχουν στα χρωματοσώματα της Τέχνης αιωρούμενα, τρελός, τρελός,

δεν κατάλαβα, λυπάμαι, παραιτούμαι,

ωρίμασα φαίνεται κι όταν ωριμάζω εγώ πολύ σαπίζω, αθώος ή ένοχος, το ίδιο μου κάνει, το βράδυ να κλείνεις τα παράθυρα και ν’ αγαπάς τον Μίλλερ, τον γέρο-Τσινάσκι και τον Μπέκετ,

συγγνώμη, τον τύπο του επιτυχημένου δεν κατάλαβα, σπαζοκεφάλιασα, μα αδύνατον, με βοήθησαν βέβαια ο καλός οικογενειάρχης, ο αφοσιωμένος σύζυγος, ο πιστός φίλος, ο γεννημένος μπίζνεσμαν, ο αδέκαστος διευθυντής, ο στυγνός επιχειρηματίας, ο πλούσιος κληρονόμος, όμως το αποτέλεσμα μηδέν, επιτυχημένος, αποτυχημένος, που, ποιος, γιατί, όλα μου τα νοήματα θάλασσα ακυβέρνητη, με κυνηγούν μπούμερανγκ στο μαραθώνιο της ζωής κι εγώ ξεφούσκωτο ασκί, θέλω να εγκαταλείψω στο εικοστό πρώτο χιλιόμετρο τη διαδρομή, δεν προπονήθηκα φαίνεται αρκετά και μόνο πλάτες βλέπω, πλάτες που τερματίζουν, χα χα, τα χαμογελαστά ανθρωπάκια με τ’ αυτοκόλλητα χαμόγελα στα χείλη, που σου έλεγα χαμηλόφωνα, Ρυ ντε Κομέρς, αριθμός 31, όροφος πέμπτος, αυτά πάντοτε τερματίζουν γιατί είναι χαμογελαστά, εμένα μονάχα αν με γαργαλίσεις πια θα χαμογελάσω κι αυτό ακόμα έμμεσα, με τεχνητό τρόπο, καταλαβαίνεις τώρα, πολιτισμένα, να ρυτιδώνουν λίγο οι άκρες των ματιών απ’ το σφίξιμο και τα χείλη κλειστά,

συγγνώμη, συγγνώμη, παραιτούμαι,

πάει, αυτό ήταν, κι αν συνεχίσω κινδυνεύω, θα γίνω συγγραφέας και θα πουλάω δυστυχία δυο λέξεις το γραμμάριο, θα κάνω επίσημες εμφανίσεις σε συνεστιάσεις Τέχνης, δίπλα σε τρανούς ποιητές, θα αναγκάζομαι να μιλάω για ερμαφρόδιτο υπερρεαλισμό και δοκιμιογραφικό μετασυμβολισμό, θα τυπώνω πληρωμένες συνεντεύξεις στις εφημερίδες διαφημίζοντας το έργο μου, θα μπω και στο σωματείο για σύνταξη και τότε δε θα βρίζω, οι λέξεις μου θάναι στραγγαλισμένα νήπια σε πορφυρένιο μανδύα κι εγώ θα αναπαύομαι στις αρκετές μου εκδόσεις, θα γίνω πουτάνα και θα εκδίδομαι, αγαπώντας όλο τον κόσμο, θα πρέπει με όλους να τα πηγαίνω καλά, οπωσδήποτε, ευτυχώς ακόμα δεν πουλήθηκα τελείως και κρατάω, 10000 χρόνια την περίμενα την επανάσταση και μ’ έχει στήσει σ’ όλες τις γωνιές, σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλες τις βιβλιοθήκες, σ’ όλα τα πάρκα, σ’ όλα τα εκλογικά τμήματα, σ’ όλες τις κάλπες, σ’ όλα τα σχολεία, σ’ όλα τα σπίτια, σ’ όλους τους κήπους, σ’ όλα τα κρατητήρια, σ’ όλα τα γραφεία, σ’ όλες τις αίθουσες, σ’ όλα τα μπαρ, σ’ όλα τα δικαστήρια, 10000 χρόνια φίλε μου, άφωνος και νευρικός, χωρίς όνομα, ταυτότητα, δικαιώματα, με ένα τσιγάρο στο στόμα, σκίρταγα κάθε τόσο που έβλεπα κάποια να της μοιάζει μες’ στο πλήθος, μα κάποτε τα βήματα απομακρύνονταν και τα ραβασάκια της μήναγαν πως αύριο, όλο αύριο,

αναστολή στην αναστολή το πήγαινε

μάταιος κύκλος, διασκεδαστικός

και φεύγω, φεύγω, παραιτούμαι

συγγνώμη, δεν κατάλαβα

ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε

λυπάμαι

δεν θα χρειάζεται πια να κινούμαι

πρόσεχε, θα ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα

και συ θα μ’ αγαπάς.

Έτσι απλά. Αντίο.

 

Όπως πάνε τα πράγματα, θα με σταυρώσουν.

Διαβάστε περισσότερα
Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν", Ραδιόφωνο Ποιείν

«Αφιέρωμα στον Τάκη Οικονομάκη» (επιμέλεια: Στέργιος Ντέρτσας)

Ο Τάκης Οικονομάκης  (1886-1944), υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές δημοσιογραφικές και πνευματικές μορφές της πόλης Bόλου. Αν και παιδί φτωχής οικογένειας κατάφερε σπουδάσει Νομική, φτάνοντας μέχρι την απόκτηση τού διδακτορικού τίτλου. Ωστόσο αγάπησε και υπηρέτησε τη δημοσιογραφία και μέσα από αυτή το κοινό καλό, τους κοινωνικούς αγώνες, την καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα, ιδιαίτερα έντονη στον Βόλο εκείνης της εποχής, καθώς  και την Ελλάδα, ως αγνός πατριώτης,  σε μια πολύ δύσκολη χρονική περίοδο που τη σημάδεψαν μεγάλα ιστορικά γεγονότα

 

 

ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΙΑ ΑΝΗΣΥΧΙΑ…

 

Γλυκειά μια  ανησυχία μ’  αδράζει την ψυχή

και μια μετεξεδένια νεφέλη μες στο φως

σταλάζει ευωδιασμένη και καρπερή βραχνή

στο χώμα που ειν σπαρμένος ο πόθος ό  κρυφός.

 

Ξεκίνησαν τα μάτια για τ’ όνειρο τρελλά

—πώς της χαράς μεθάει τό ηδονικό κρασί- —

μες στης ζωής  τον κήπο γλυκόλαλα πουλιά

δε λένε να σωπάσουν την ώρα  τη  χρυσή.

 

Το κάθε τι μ’ απλώνει  τριγύρω πλανερά

τα μάγια και  καρτέρι παντού μου έχει στηθή

η προσδοκία σειρήνα μπροστά μου λαχταρά

και  σε δυο μάτια πλάνα η Άνοιξη όλη ανθεί.

 

 

[ Πηγή: Περιοδικό Φιλότεχνος, τεύχος Α’, Αύγουστος 1926 ]

Διαβάστε περισσότερα
Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν", Ραδιόφωνο Ποιείν

Τέσσερα Λιανοτράγουδα

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ

Αγγελοστολισμένη μου, ποιος σού δωκε τη χάρη,
να σαϊττεύης τοις καρδιαίς δίχως να χης δοξάρι;
Α θέλης να μη σ’ αγαπώ, πες το των ομματιώ σου,
οπού με σαγιττεύουνε όταν περνώ απ’ εμπρός σου.

Ανάμεσα ‘ς τα φρύδια σου δίχτυ χρυσό ειν’ πλεγμένο,
κι’ όποιο πουλάκι κι’ αν διαβή, πιάνεται το καϊμένο.

Γλυκά γλυκά κυττάζεις, φαρμακερά χτυπάς
με δίστομο μαχαίρι εκείνον π’ άγαπάς.

Ο ποταμός σέρνει κλαδιά κ’ η θάλασσα καράβια,
κ’ η κόρη με τανάμπλεμα σέρνει τα παλληκάρια.

Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο να πολεμούν τα μάτια,
χωρίς μαχαίρια και σπαθιά να γένουνται κομμάτια;

Διαβάστε περισσότερα
Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν"

«Το χειρόγραφο περιοδικό του Κώστα Ριτσώνη “Τα ποιήματα των φίλων” – Οι ποιητές του και οι μεταφράσεις ξενόγλωσσων ποιημάτων» (Έρευνα: Θοδωρής Βοριάς)

[Το εξώφυλλο του 1ου τεύχους]

 

Τον Νοέμβριο του 1987 ο ποιητής Κώστας Ριτσώνης κυκλοφόρησε στην Αθήνα το χειρόγραφο έντυπο περιοδικό με τον τίτλο ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ “ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ”. Το περιοδικό ήταν γραμμένο και διακοσμημένο εξολοκλήρου από το χέρι του Ριτσώνη και το διένειμε σε φωτοτυπίες μεταξύ φίλων.
Το ύφος του περιοδικού και τα ποιήματα των λογοτεχνών που δημοσιεύτηκαν σε κάθε τεύχος είναι φανερά επηρεασμένα από το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου που ήδη με το τεύχος 1983-15 (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1983) είχε σταματήσει να εκδίδεται.

Στο περιοδικό δημοσιεύτηκαν έργα ποιητών που είχαν τακτική συνεργασία με την Διαγώνιο κατά τη δεύτερη περίοδο της κυκλοφορίας από το 1965 μέχρι το τέλος (Νίκος Βασιλάκης, Βασίλης Καραβίτης, Τάσος Κόρφης, Κώστας Ριτσώνης), κατά την τρίτη περίοδο κυκλοφορίας της από το 1972 μέχρι το τέλος (Αλίκη Γιατράκου – Fossi, Χρίστος Λάσκαρης, Μόσχος Λαγκουβάρδος κ.α.) και κατά την τελευταία από το 1979 μέχρι το 1983 (Βασίλης Δημητράκος, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Περικλής Σφυρίδης, Δημήτρης Τσίτος κ.α.). Τιμητική θέση στις δισέλιδες ανθολογήσεις έργων έλαβαν οι πρωτοστάτες του περιοδικού Διαγώνιος (Ντίνος Χριστιανόπουλος, Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης).

Η πρωτότυπη για την εποχή (1987), εκδοτική αυτή προσπάθεια φανέρωνε τον ρομαντισμό και το μεράκι του Ριτσώνη κι αποτέλεσε αντίλογο στους μικροαστούς που εύκολα δήλωναν και δηλώνουν ποιητές, συνηθισμένοι«…μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες…” Τα χειρόγραφα τεύχη του περιοδικού ανάδειξαν την γνήσια πλευρά της ποίησης (περιθωριακής κι αντιεμπορικής) κι έφεραν στη σύγχρονη εποχή τους τρόπους έκφρασης κι επικοινωνίας των λογοτεχνών άλλων εποχών.

Ο Ριτσώνης έγραψε και κυκλοφόρησε, σε φωτοαντίγραφα, συνολικά 9 τεύχη (“συναντήσεις φίλων” τα θεωρούσε), από 8 μέχρι 14 σελίδες το κάθε τεύχος, στο διάστημα από το 1987 μέχρι και το 2007.

Η 1η “συνάντηση” κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο – Νοέμβριο 1987, η κυκλοφόρησε τον Μάρτιο – Απρίλιο 1988, η κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο 1988, η κυκλοφόρησε Μάρτιο – Απρίλιο 1989, η άγνωστο πότε κυκλοφόρησε, η κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 1993, η κυκλοφόρησε τον Μάιο 2001 και η κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο 2005. Η “συνάντηση των φίλων” που πιθανότατα κυκλοφόρησε το 2007, χάθηκε στο αρχείο του Ριτσώνη (σε επιστολή του μού έγραψε τον Σεπτέμβριο του 2014 πως θα προσπαθήσει να τη βρει αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε).

Διαβάστε περισσότερα
Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν", Η Κρίση της Ποίησης

Δημήτρης Γ. Κατσαφάνας, «Ποίηση και αλήθεια (άποψη) -Ένας μονόλογος για τα ποιήματα της Αναστασίας Κόκκινου», εκδ. κουκκίδα, 2018

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

[σελίδες 93-102: Μικρά ποιήματα τῆς Ἀναστασίας Κόκκινου]

 

Τά μικρά ποιήματα πού ἀκολουθοῦν εἶναι ὀλιγόστιχα, σχεδόν ἐπιγραμματικά ποιήματα, μέ λακωνική συμπύκνωση. Καί ἐξηγοῦμαι: Κυριαρχεῖ ἡ ἀφαίρεση, ἡ αὐστηρή λεκτική λιτότητα, ἡ ἰσορροπία καί ἡ ἁρμονία τῶν στίχων. Ἀφαίρεση στήν τέχνη, γλυπτική, ζωγραφική καί στήν ποίηση εἶναι μιά σχηματοποίηση, ὅπως συμβαίνει, γιά παράδειγμα, στά κυκλαδικά εἰδώλια τῆς πρώιμης φάσης τοῦ κυκλαδικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου δίνεται ἕνα περίγραμμα τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς, μέ ἁρμονικές ἀναλογίες μέ μοναδική κομψότητα καί χάρη.

Στά ποιήματα πού ἀκολουθοῦν, ὁ στίχος περνάει ἀπό ἕνα, ἄς ποῦμε, ξεκαθάρισμα ἀπό περιττά καί δευτερεύοντα στοιχεῖα. Μέ τήν ἀφαίρεση, στήν τέχνη, κάποτε μένουν τόσο λίγα λογικά ἤ φυσικά στοιχεῖα, ὥστε ἡ ἀφαίρεση νά μᾶς δίνει μιά σπάνια πνοή τοῦ πραγματικοῦ, ἄμεσο ἀντίκρυσμα μιᾶς ἀληθινῆς-αἰσθητῆς πραγματικότητας. Πρόκειται γιά μιά νοητική καί ψυχική ἁπλότητα, γιά ἐκλεπτυσμένα συναισθήματα, ἀλλά καί γιά κάποια σατιρικά γυμνάσματα, δοσμένα τόσο περιληπτικά, τόσο συμπυκνωμένα, μερικά μάλιστα μέ μιά ἀσυνήθη πλαστική εὐλυγισία. Κλείνουν διαλογισμούς καί σκέψεις τῆς ποιήτριας, σκέψεις εὐχάριστες, ἔξυπνες, πού μᾶς καταλαμβάνουν καί μᾶς χτυποῦν ὅλως ἀπρόοπτα, μέ μιά ρεαλιστική εὐστροφία. Ἕνας μικρός ἀστερισμός ἀπό ὀλιγόστιχα ποιήματα χτισμένα μέ χάρη ἀνάμεσα στίς καθημερινές συνομιλίες μας. Ρωτῆστε τα: γιατί πρόβαλαν ἀνάμεσά μας; Ἡ ἀπάντησή τους εἶναι ἡ ὀμορφιά τους.

 

****************************

Ἀπό τήν ποιητική συλλογή

Σημεῖα κι Ἐπιφάνειες

 

 

Συνάντηση

 

Ὑπῆρξα τυχερή ὡς φοιτήτρια.

Μπῆκα ἀπό τήν πόρτα μέ σπουδή

νά συναντήσω τόν κύριο Maxwell

τή στιγμή ἀκριβῶς πού μέ σπουδή

τόν ἔβγαζαν ἀπ’ τό παράθυρο.

 

 

Φταίχτης

 

Ἄν ἡ ἀδιαφορία τῶν χρηστῶν

σωριάσει κάποια μέρα τό γεφύρι,

γνωρίζω τί θά εἰπωθεῖ.

Πώς δέν ἔκανε σωστά τή δουλειά της

ἡ γυναίκα τοῦ πρωτομάστορα.

 

 

Ἄν

 

Ἄν δέν ἤσουν πηγή

θά ’χες μιά δικαιολογία

πού δίνεις τό νερό σου

μέ τό σταγονόμετρο.

 

 

Ὀρθοφροσύνη

 

Σέ φώναξα «Ἐλευθερία»

κι ἀφηνίασες.

Σ’  ἀρέσει μόνο τό «Ρούλα».

Ὀρθά.

Χτές ἀφηνίασε ἡ ρητορεία σου

καί κομμάτιασε τή λευτεριά.

 

 

 

 

Ἀπέξω

 

Μιλᾶς μ’  ἀπέραντο θαυμασμό

γιά τή συμμετρία τῆς σφαίρας.

Πάντα βρίσκεσαι ἀπέξω.

Καί ποτέ δέ σ’ ἔβαλαν στό κέντρο

νά σ’ ἀφανίζει αὐτή ἡ συμμετρία.

 

 

Κόπος

 

Ὥς πότε

θά σέ φονεύω

ἐλπίδα μου

καί θά ἐλπίζω

στήν ἔγερσή σου.

 

 

Ἰατρός

 

Ἴσως ὁ πλάγιος δεύτερος

ἐπουλώνει τά τραύματα

τίς μεταμεσονύκτιες ὧρες.

Τότε πού ἱκετεύουμε τήν Κλωθώ

κι ἡ Ἄτροπος ἰδιοποιεῖται τό ναό της.

 

 

Τιμωρός

 

Σχεδίαζα μόνο

ὁμόκεντρους κύκλους

κι ἔτσι δέ φάνηκε

οὔτ’ ἕνας μηνίσκος.

Ἡ σελήνη τιμωρεῖ

τούς αὐτοεγκλωβισμένους.

 

 

Θαῦμα

 

Ψηλάφισε τήν ἔλλειψη ὀφθαλμῶν

στή βυζαντινή τοιχογραφία

καί φύτεψε στίς κοιλότητες τῆς ἀσέβειας

δυό μαργαρίτες.

Τότε ὁ ἅγιος εἶπεν αὐτῶ·

ἀνάβλεψον·

ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

 

 

Ἀνακύκληση

 

Τοῦτο τό γκρίζο τῶν Μετεώρων

δέν διαφέρει

ἀπ’ τό λευκό τῆς Σαντορίνης.

Ὁ προϊστορικός ἁρπιστής

κανοναρχεῖ

στίς ἀγρυπνίες τῶν γερόντων.

Τό χρῶμα ἀναβαπτίζεται

κάθε πού ἡ ματαιότητα ἡττᾶται.

 

 

 **************************************************************

Ἀπό τήν ποιητική συλλογή

Τό μέτωπο

 

 

Κι ὅλο δεξιωνόμαστε

Πεισιστρατίδες.

Πῶς μᾶς κακοθωριάζει

τούτη ἡ συρμή…

 

Κι οὔτ’ ἕνας ἁρμόδιος

ἤ, ἔστω, Ἁρμόδιος.

 

 

********

 

Βάσανο πού

νά μέ λυπᾶται ὁ Προμηθέας.

Κάθε φορά πού ἀποχτῶ

δική μου γλώσσα

τήν καταπίνω

θεληματικά.

 

 

 

Κι οὔτε ὑποψία μέθεξης

 

Πικρά τά χείλη

Καί τό ἀμύγδαλο

Πικρό τό δέντρο.

 

 

Δίλημμα

 

Ὅταν σπλαχνίζομαι τό δι-

κι ἀντιπαρέρχομαι τό -λημμα.

 

 

********

 

Στό ἐπιπλωμένο μου ἀδιέξοδο

μέ τό τραπέζι στρωμένο

περιμένω.

 

 

********

 

Πέθανε ἀπό δίψα

πλάι στήν πηγή.

Φοβόταν μή βραχεῖ

τό εὐαίσθητό της φόρεμα.

 

 

********

 

Οἱ ἄνθρωποι δέν ὀξύνονται.

Περισπῶνται.

 

 

Στρεψοδικία

 

Μάλιστα,

φόνεψε

τό γρύλλο τόν τραγουδιστή.

Τόν εἶχε ὅμως πρῶτα

ἐπαρκῶς

ἠχογραφήσει.

 

********

 

Γιά νά χτυπᾶ ἡ καρδιά της

κουρδίζει τό ρολόι.

 

********

 

Βαθαίνει

Ὅ,τι αἰθάνομαι

Πηγάδι

Καθρεφτίζομαι.

 

********

 

Τούτη ἡ ποδήρης αἴσθηση

οὐκ ἐᾷ με

ἑτοιμοπόλεμη

μήν ἔρθει ἡ ἀγάπη

καί τῆς παραδοθῶ ἀμαχητί.

 

********

 

Ψυχή μου,

 

δέν ψαρεύουνε πανιά

μέ ἰχθυοφόρα πλοῖα.

 

********

 

Κατάφερε

 

νά πάει ἐντέλει ἐκδρομή

στήν καθημερινή του πόλη.

 

 

***************************************

Ἀπό τήν ποιητική συλλογή

Μαθητεία

 

 

Κάνε μιά θάλασσα σπονδή

γιά μιά βροχῆς σταγόνα…

 

********

 

Κάποιος μου δρόμος χάθηκε

στό δρόμο.

 

********

 

Ἡ πυρκαγιά

 

μόλις πού σβήνεται πρίν τό φιλί

τῆς φορητῆς Γλυκοφιλούσας.

 

********

 

Ἐν τέλει ὁ τόπος

 

Γλυκός γλυκός παράδεισος

μέ μῆλα φορτωμένος.

 

********

 

Σφυρήλατον

 

Σφυρί σφυρί

καί μαλακώνει ὁ χρόνος.

 

********

 

Μυρμήγκι λειψό

καί τό σπόρι ἀβάσταχτο,

τί γύρεψα

τό χειμώνα

τί γύρευα.

 

********

 

(Μικρή) Ἐπανάσταση γραφειοκράτη

 

Δέν ἔγραψε σήμερα

τόν Κωνσταντίνο

Κων/νο.

 

********

 

Ν’ ἀπαγορεύεται

τοῦ χαρταετοῦ τό πέταγμα

πλήν Καθαρᾶς Δευτέρας

δέν δέχομαι

ν’ ἀπαγορεύεται τό πέταγμα

ἔστω, χαρταετοῦ…

 

 

Ρεμπέτικο τοῦ Ἀχέροντα

 

Νά ’ταν ὁ ὀβολός δεκάρα

γιά νά ξεφεύγει ὁ στεναγμός…

 

********

 

Χωριό μου,

 

τί σ’ ἀπόμεινε παρηγοριά στά χείλια…

Νά μείνει κάποιος ζωντανός

ν’ ἀνάβει τά καντήλια.                

 

 

 

 

 

Ὡρολόγιον, III

 

Ἑτοιμασία μεσημεριοῦ

 

Δυόσμου μυριστικό χρυσό

σέ μάνας χέρι βέρα.

 

 

 

Μικρές εἰκόνες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, I

 

Διάλεξε βάγια τόσο μικρά,

στήν ἀνάγκη

νά χωροῦν καί στήν τσέπη.

 

Κυριακή τῶν Βαΐων

 

 

Μικρό

 Τῆς κορούλας μου

 Κωνσταντίνας

 

Ἀνθοῦσα

πατοῦσα.

 

 

 

Μικρά ἀντίφωνα, IV

 

 

Ἕτοιμοι τώρα

 

ὅτι ὁ θερισμός πολύς

κι ὅσοι ἀγαπήθηκαν

δρεπανηφόροι.

 

 

 

Διαβάστε περισσότερα