Νίκος Κωσταγιόλας, «Ακούγοντας δάση» , εκδ. Βιργκω -ηλεκτρονική έκδοση-, 2024
20Μαΐ
II – ΣΧΕΔΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟ
Κανένα τέλος δεν προδίδει πώς θα σε δεχθεί:
μασκαρεμένο στο χρωματιστό πλακάκι
που απέφυγες να δρασκελίσεις
σε μιαν ακούσια ανάπαυλα ενός ψυχαναγκασμού,
κλαδεύοντας τα πεπρωμένα σου
την ώρα ενός κατά πολλούς αθώου βανδαλισμού
—μιας σιωπηλής εξέγερσης στη σύνολη ευταξία—
τσακίζοντας
ένα φυγόπονο αυτί στην κόχη της σελίδας σου
σα δεκανίκι σε μια μνήμη που αλυχτά
κάτω απ’ τις υστερίες του επιούσιου,
ή σε μια στιγμή που ο θάνατος εκλείπει αναιδώς
απ’ το κέντρο της σκέψης σου
λαίμαργα καταπλέοντας
κήπους μαγιάτικους
– τα δάχτυλα ν’ αρπίζουν
επικηρυγμένα κιγκλιδώματα γλαδιόλες
Ναι όσο κι αν μοιάζει κυνικό, το διάφραγμα
—αυτή η μυστήρια συναρμογή
ιστών και τενόντων
της οποίας η αναπνοή
είναι μάλλον απλή παρενέργεια—
φαίνεται να χαλαρώνει απρόσμενα
όπως κι απρόσμενο θα είναι ό,τι ακολουθεί:
αν λόγου χάρη θα επιπλέεις ανεπίγνωστα μέσα στη
μοναξιά
ή αν θά ’χεις άραγε άκρα ή μάγουλα
– ένα αυτοσχέδιο αποκούμπι πανικού
να τσιμπηθείς και να ξυπνήσεις
Μπορεί βεβαίως κι οι δυνατότητες
να ’ναι μόνο συναρπαστικές
κι αντί γι’ ανάμεσα
απλώς σε δυο κροτάφους
αίφνης να μπορείς
να ταξιδέψεις οπουδήποτε
ίσως επιδιδόμενος σ’ ένοχες απολαύσεις
τύπου να επισκέπτεσαι αφανής τους λατρεμένους σου
σφυρίζοντας σαδιστικά τ’ όνομά σου στ’ αυτιά τους
πιέζοντας ένα άλφα στερητικό πάνω στη λήθη τους
σαν patch νικοτίνης
Κι όμως, τα όρια είναι πάντοτε εκεί
ενθύμια της αναπηρίας μας·
ποτέ γραφτό τα χέρια μας να τ’ ασπαστούν
ποτέ γραφτό να βυθιστούνε μέσα τους
να γίνουν προεκτάσεις το ένα του άλλου όπως οι εραστές
Σαν επικάθεται η σκόνη
κι οι αδειανές σου κόγχες αντικρίσουν το Θεό
μειλίχια ν’ αλλιεύει τον ζυγό
απ’ την αρχαία ποδιά του
ή ν’ αναδεύει μ’ έναν δείκτη αδιάφορο
μες στο θαμπό ποτήρι του την ύπαρξη
η επίγνωση θα σε κωφώσει σα καμπάνα:
ο θρίαμβος του σκουληκιού θά ’χει περατωθεί
κι εσύ δε θά ’σαι παρά η άδοξη
στάχτη ενός βεγγαλικού
ένα χνώτο λιγότερο
στο τιτάνιο κρύσταλλο της ζωής
Όχι, κανένας δεν αποχωρεί
μακάρια γλιστρώντας πάνω από τη θάλασσα
με τα χιλιάδες λέπια της στο δειλινό να εκρήγνυνται
κρεμάμενος από τα καλοκάγαθα φτερά ενός σεραφείμ
ενόσω πέραθε ανατέλλει άπειρα ψηλό το Καθαρτήριο
ή αναγκασμένος ν’ ανεχθεί τον βίο του στο fast-forward
την ίδια κι απαράλλακτη τριμμένη επιθεώρηση
σπαρμένη άβολο χιούμορ και φτηνά κλισέ
και βεβιασμένα χάχανα απ’ το κοίλον
Μόνο μια χωλή μπαλαρίνα
φέρνοντας άχαρες πιρουέτες
σ’ ημιφώτιστο πάλκο
κι ύστερα Τίποτα·
μια πληροφορία συγκεχυμένη
ένας πολτός
όπως τα χιόνια της τηλεόρασης
μ’ ό,τι ενδιαμέσως τραύλισες
μια τσάκιση στην κόγχη μιας σελίδας
που κανείς δε θα νοιαστεί να ξαναστρώσει
— Είθε μόνο η τσάκιση αυτή
να υπαινίσσεται επαρκώς
πως υπήρξες.