Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Αφίξεις

Αφίξεις

Αφίξεις

Όλγα Καροπούλου, «Μαθήματα ανάγνωσης» , εκδ. Αρμός, 2024

Αυθαιρεσία

Όλη τη νύχτα με βασάνιζε
ένα όνειρο επίμονο
που ορκιζόταν ότι είναι αληθινό
και απαιτούσε
από του ύπνου την αχλύ να βγει
κλήρο στο φως της μέρας ν’ αποκτήσει

και σφήνωσε στα βλέφαρα
που σφίγγοντας του έκλειναν το δρόμο
ορθώνοντας πελώρια τείχη λογικής
μες στους αλάνθαστους καθρέφτες
των ματιών μου.

Μα αυτό ανθεκτικό παρέμενε
στο ολισθηρό μεταίχμιο
για να γλιστρήσει πονηρά
με πρώτη ευκαιρία μες στον ξύπνιο μου

και να σκηνώσει εκεί
συγχέοντας για πάντα αμετάκλητα
τα οροθέσια που χωρίζουν σαν αντίθετα
το Όνειρο απ’ τη Ζωή…

 

Διαβάστε περισσότερα
Αφίξεις, Ραδιόφωνο Ποιείν

Γιώργος Σταυριανός, “«Παιδί του ανέμου» -Στίχοι και κείμενα” (Επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου), εκδ. Μετρονόμος, 2024

Ο Γιώργος Σταυριανός είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες – μια αστείρευτη πηγή ευαίσθητων, ατμοσφαιρικών μελωδιών. Αλλά ταυτόχρονα, είναι και ένας εξαιρετικός στιχουργός, ένας δεινός χειριστής του ποιητικού λόγου. Αυτή τη δεύτερη, λιγότερο προβεβλημένη ιδιότητά του έρχεται να φωτίσει το βιβλίο Γιώργος Σταυριανός – Παιδί του ανέμου. Στίχοι και κείμενα σε επιμέλεια Ηρακλή Οικονόμου, που συγκεντρώνει το σύνολο των στιχουργικών δημιουργιών του, συνοψίζοντας μια λαμπρή πορεία τεσσάρων δεκαετιών, από την Έρημη πόλη του 1982 στο Λύκε, λύκε είσαι εδώ; του 2021. Το βιβλίο συνοδεύεται από ανέκδοτους στίχους του δημιουργού, άλλα κείμενά του δοκιμιακού χαρακτήρα και δύο παλαιότερες συνεντεύξεις του, καθώς και από πλούσιο και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό.

 

`

***

Δεν ήταν όνειρο ( Τ’ αγριοπερίστερα )

Τ’ αγριοπερίστερα
ξύπνησαν κι ύστερα
πέταξαν στ’ άγρια
τα λημέρια του νου.

Γίνηκαν θύμησες,
μού `παν πως γύρισες
κι εγώ γινόμουνα
αητός του βουνού.

Δεν ήταν όνειρο.
Μα, πώς γελάστηκα
κι αποξεχάστηκα
πλάι στο Θεό.

Νύχτες μαγιάτικες,
δρόμοι που διάβηκες
και δρόμους που έκανα,
για να σε βρω.

Φεγγοβολούσανε
και τραγουδούσανε,
καθώς πετούσανε
πλάι στον αητό.

Μα εκείνος άπλωνε
κι όλο μεγάλωνε.
Σε λίγο αγκάλιαζε
τον ουρανό.

Τότε, πώς τρόμαξα!
Και `σένα φώναξα.
Άγριο παιχνίδι
μας παίζ’ η ζωή.

Τ’ αγριοπερίστερα
κούρνιασαν κι ύστερα
ξαναγυρίσανε
στη φυλακή.

Χρώματα, ονόματα,
μάτια και σώματα.
Αγάπες, μίση,
καπνός και φωτιά.

Τόποι ανιστόρητοι,
καρδιά μου αθώρητη.
Ζωή, που χάθηκες
για πάντα πια.

Χρόνια που γνέθουνε,
τη μοίρα πλέκουνε.
Κι εμείς χανόμαστε
σαν τα πουλιά.

Τόποι ανιστόρητοι,
καρδιά μου αθώρητη.
Ζωή, που μου `φυγες
για πάντα πια.

Τόποι ανιστόρητοι,
καρδιά μου αθώρητη.
Ζωή, που μου `φυγες
για πάντα πια.

Διαβάστε περισσότερα
Αφίξεις

Όλγα Οικονομίδου, «Θαμνολίβαδα», εκδ. Μανδραγόρας, 2023

 

Ανεμολόγιο

 

Θα ’θελα να ’μουν

εκ γενετής

ανεμολόγιο.

 

Αδιάκοπα να χαράσσω

ροές και πορείες ανέμων.

Να διαιρούμαι σε τεταρτοκύκλια,

προς ενενήντα μοίρες έκαστο

και να ’χουνε στραμμένα

προς το μέρος μου

των ναυτικών τα μάτια.

 

Στην πραγματικότητα,

υπάρχω ως γυναίκα.

Αγαπώ τους ανέμους,

τους αφουγκράζομαι καθώς

σηκώνουν τη σκόνη μου

ή ελαφρώς το φόρεμά μου.

Άπταιστα τους γράφω στο

τετράδιο ορθογραφίας.

 

Λεβάντες, Όστρια, Γαρμπής

Πουνέντες, Τραμουντάνα

 

Έπειτα σηκώνω πανιά

και φεύγω…

 

Διαβάστε περισσότερα
Αφίξεις

Ελένη Α. Σακκά, «Το πορφυρό της φλέβας σου», εκδ. Γράφημα, 2024

Liberté


Ανυπόδητη στους δρόμους της Τεχεράνης
συμμετέχω στο πλήθος των γυναικών
που γεμίζουν την πλατεία.
Στα ρουθούνια μου η οσμή των δακρυγόνων
και ζωγραφίζω στο πρόσωπό μου
με χρώμα, κόκκινες γραμμές
κάτω απ’ τα δακρυσμένα μάτια.
Με δύναμη βάζω τον αντίχειρα
τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο
ανάμεσα στις θηλιές του ψαλιδιού·
κόβω τα μακριά μαύρα μαλλιά.
Αναρριγώ απ’ τις ριπές των πολυβόλων.
Δεν υποχωρώ.
Ρίχνω τη μαντίλα στις φωτιές
και τις προσπερνώ
δίχως να καίγομαι.

*

Ατσάλινη χορδή

Ανάμεσα στο σαγόνι και στον ώμο το βιολί
γυαλίζει η κοίλη επιφάνειά του
κι όταν το δοξάρι ακουμπά τις χορδές
τα χέρια και το σώμα
του νεαρού πλανόδιου μουσικού
κινούνται εκστασιασμένα απ’ τον ήχο.
Υποκλίνεται σε κάθε περαστικό.
Μου χαμογελά και δακρύζω.
Γεμάτη κέρματα η δερμάτινη θήκη του οργάνου
στο πεζοδρόμιο ακουμπισμένη.
Ξεσφίγγω το μάλλινο κασκόλ μου απ’ το λαιμό
και, πριν σπάσουν οι ατσάλινες χορδές μας
φεύγω.

Διαβάστε περισσότερα
Αφίξεις

Νίκος Κωσταγιόλας, «Ακούγοντας δάση» , εκδ. Βιργκω -ηλεκτρονική έκδοση-, 2024

II – ΣΧΕΔΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟ

Κανένα τέλος δεν προδίδει πώς θα σε δεχθεί:
μασκαρεμένο στο χρωματιστό πλακάκι
που απέφυγες να δρασκελίσεις
σε μιαν ακούσια ανάπαυλα ενός ψυχαναγκασμού,
κλαδεύοντας τα πεπρωμένα σου

την ώρα ενός κατά πολλούς αθώου βανδαλισμού
—μιας σιωπηλής εξέγερσης στη σύνολη ευταξία—
τσακίζοντας
ένα φυγόπονο αυτί στην κόχη της σελίδας σου
σα δεκανίκι σε μια μνήμη που αλυχτά
κάτω απ’ τις υστερίες του επιούσιου,
ή σε μια στιγμή που ο θάνατος εκλείπει αναιδώς
απ’ το κέντρο της σκέψης σου
λαίμαργα καταπλέοντας
κήπους μαγιάτικους
– τα δάχτυλα ν’ αρπίζουν
επικηρυγμένα κιγκλιδώματα γλαδιόλες

Ναι όσο κι αν μοιάζει κυνικό, το διάφραγμα
—αυτή η μυστήρια συναρμογή
ιστών και τενόντων
της οποίας η αναπνοή
είναι μάλλον απλή παρενέργεια—
φαίνεται να χαλαρώνει απρόσμενα
όπως κι απρόσμενο θα είναι ό,τι ακολουθεί:
αν λόγου χάρη θα επιπλέεις ανεπίγνωστα μέσα στη
μοναξιά
ή αν θά ’χεις άραγε άκρα ή μάγουλα
– ένα αυτοσχέδιο αποκούμπι πανικού
να τσιμπηθείς και να ξυπνήσεις

Μπορεί βεβαίως κι οι δυνατότητες
να ’ναι μόνο συναρπαστικές
κι αντί γι’ ανάμεσα
απλώς σε δυο κροτάφους
αίφνης να μπορείς
να ταξιδέψεις οπουδήποτε
ίσως επιδιδόμενος σ’ ένοχες απολαύσεις
τύπου να επισκέπτεσαι αφανής τους λατρεμένους σου
σφυρίζοντας σαδιστικά τ’ όνομά σου στ’ αυτιά τους
πιέζοντας ένα άλφα στερητικό πάνω στη λήθη τους
σαν patch νικοτίνης

Κι όμως, τα όρια είναι πάντοτε εκεί
ενθύμια της αναπηρίας μας·
ποτέ γραφτό τα χέρια μας να τ’ ασπαστούν
ποτέ γραφτό να βυθιστούνε μέσα τους
να γίνουν προεκτάσεις το ένα του άλλου όπως οι εραστές

Σαν επικάθεται η σκόνη
κι οι αδειανές σου κόγχες αντικρίσουν το Θεό
μειλίχια ν’ αλλιεύει τον ζυγό
απ’ την αρχαία ποδιά του
ή ν’ αναδεύει μ’ έναν δείκτη αδιάφορο
μες στο θαμπό ποτήρι του την ύπαρξη
η επίγνωση θα σε κωφώσει σα καμπάνα:
ο θρίαμβος του σκουληκιού θά ’χει περατωθεί
κι εσύ δε θά ’σαι παρά η άδοξη

στάχτη ενός βεγγαλικού
ένα χνώτο λιγότερο
στο τιτάνιο κρύσταλλο της ζωής
Όχι, κανένας δεν αποχωρεί
μακάρια γλιστρώντας πάνω από τη θάλασσα
με τα χιλιάδες λέπια της στο δειλινό να εκρήγνυνται
κρεμάμενος από τα καλοκάγαθα φτερά ενός σεραφείμ
ενόσω πέραθε ανατέλλει άπειρα ψηλό το Καθαρτήριο
ή αναγκασμένος ν’ ανεχθεί τον βίο του στο fast-forward
την ίδια κι απαράλλακτη τριμμένη επιθεώρηση
σπαρμένη άβολο χιούμορ και φτηνά κλισέ
και βεβιασμένα χάχανα απ’ το κοίλον

Μόνο μια χωλή μπαλαρίνα
φέρνοντας άχαρες πιρουέτες
σ’ ημιφώτιστο πάλκο
κι ύστερα Τίποτα·
μια πληροφορία συγκεχυμένη
ένας πολτός
όπως τα χιόνια της τηλεόρασης

μ’ ό,τι ενδιαμέσως τραύλισες
μια τσάκιση στην κόγχη μιας σελίδας
που κανείς δε θα νοιαστεί να ξαναστρώσει

— Είθε μόνο η τσάκιση αυτή
να υπαινίσσεται επαρκώς
πως υπήρξες.

Διαβάστε περισσότερα