
14. ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΜΑΥΡΟ (Σμίλη, 2014. Συλλεκτικό τετράφυλλο, εκτός εμπορίου, σε 100 αντίτυπα).
ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΜΑΥΡΟ
Με έπλυνες
Ξέβαψε λίγο το μαύρο πάνω σου
Μια αλμυρή πινελιά αγάπης
Σχεδόν σαν μπλουζ
Ούτε που την πρόσεξες
Με στέγνωσες
Όπως τα όνειρα
Φορούσες γάντια
Για να μην μείνουν ίχνη στο χρώμα
Και μ’ άφησες
Μαζί με τα σκουριασμένα βιβλία
Και τα τιμωρημένα πιάτα
Στον νεροχύτη σου
Τσαλακώνοντας τις σιωπές
Στις λέξεις
Να μην φαίνεται η βροχή
Πάλι ξέχασες
Ότι ο βυθός
Με βλέπει από παντού
Πάλι ξέχασες
Ότι είμαι
Ανεξιχνίαστα αδιάβροχος
Στο μαύρο

15. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΣΠΑΣΕ (Γαβριηλίδης, 2015, Δεύτερη έκδοση, Σμίλη, 2023)
Σαράντα τρία ποιήματα που χαράσσονται σαν δωδεκάμετρα μπλουζ πάνω στα αυλάκια του χαρτιού και παραμένουν αφοσιωμένα στην πεντατονική της σιωπής. Η νέα συλλογή ποιημάτων του Σ.Σ. περιλαμβάνει τις ιστορίες – τι άλλο από ιστορίες μπορεί τελικά να είναι τα ποιήματα; – ενός κόσμου που έφυγε δίχως να χαιρετήσει, με θόρυβο και χωρίς αρμονία.
Η σχέση παρελθόντος και παρόντος χρόνου, η αμφίσημη αναζήτηση της ταυτότητας, η μουσική των πιο εύφλεκτων φόβων, το αναπόδραστο όριο του δρόμου, ο θάνατος των πραγμάτων και των προσώπων, με το οιωνεί διακύβευμα της όντως ζωής, προτάσσονται εδώ ως διαφορετικές εκδοχές του νέου που προέρχεται από το παλιό, επειδή ακριβώς γνωρίζει καλά τον τρόπο να το επωμίζεται και να το διαγράφει. Ο άνθρωπος συνεχίζει να υπάρχει ως το δυσμενέστερο αίνιγμα.
Η νέα μουσική, η κρίσιμη συγχορδία, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η αρχαιότερη. Και γι αυτό, η προσφιλέστερη των κραυγών, η πλέον κοντινή μιας μακράς και επώδυνης νίκης.
ΤΟΠΙΟ ΖΩΗΣ
Σκαρφαλώνω σ’ ένα όνομα
Με πέντε γράμματα
Δεν υπάρχουν θεοί εδώ
Δύω στο κύμα του
Στο ράγισμα των ματιών
Στην πιο περιληπτική σου μορφή
Έχοντας επίγνωση
Της αθανασίας μου
Μακριά πολύ
Απ’ το ανθρώπινο εύρημα
Η ζωή συνεχίζεται
Με την συχνότητα της σελήνης
Φοράω ένα μακό
Που ξεκολλάει τη σάρκα μου
Και την χαρίζει σε σένα
Ασυγκίνητα
Μπροστά στο γκρεμό
Δεν ξέρω πραγματικά
Άλλους ήρωες
Εκτός
Απ’ τον εαυτό μου
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Δεν γίνεται να μιλήσω τώρα
Έχω να τρίψω τον δολοφόνο μου
Να τακτοποιήσω τρία ψεύτικα πρόσωπα
Στο βαλιτσάκι με το αθόρυβο έγκλημα
Ανάμεσα σε σένα και σε μένα
Υπάρχει πάντα μια διαφορά δύσης
Που αρνείται να τελειοποιηθεί
Σκαρφαλώνω στο στήθος σου
Δεν μπορώ να δω όλο τον εαυτό μου
Έμαθα σιγά σιγά να ξεθωριάζω
Είναι βαρύ
Αναπόφευκτο
Μπροστά στα σπασμένα του κάγκελα
Περνάει η Σαντορίνη
Σε επτά αποκλειστικά ηφαίστεια
Ενώνει την πραγματικότητα της φωτιάς
Με το ζώο
Έχω έναν ίλιγγο ζωής
Θα το ξεκολλήσω
Και θα το φυλάξω στο βάζο με τις ευχές
Μαζί με τα σκουλαρίκια του έρωτα
Πες μου όταν τα φώτα γίνουν πράσινα
Να περάσω
Να κρεμάσω την ομπρέλα στο λαιμό σου
Και να αλλάξουμε γκρεμό
Δεν βρέχει πια
Τα χάρτινα ανθρωπάκια έλιωσαν
Το σώμα σου γέμισε πίνακες
Κι ο αφαλός
Ένα μικρό μπλε τριαντάφυλλο
Σε στάση αναμονής
Κρύβει στο δαχτυλίδι του
Όλο το χρώμα του χρόνου
ΑΡΡΩΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ
Θέλω να με υποδουλώσεις
Ενώ αλλάζεις ντροπή
Να ανοίξεις την πόρτα
Να περάσει το γένος μου
Να με ξεκληρίσεις
Ως την τελευταία διακοσμητική δέσμευση
Με τα ανορθόγραφα χέρια σου
Να με ψαλιδίσεις
Να μασήσεις σιγά σιγά
Ξηλώνοντας πόντο πόντο
Με τις δαγκάνες σου
Τις ραγδαίες επιγραφές μου
Να ξεσπάσεις πάνω μου
Όλη την αμαρτία της θάλασσας
Άδεια από το άθεο του ουρανού
Και να επιστρέψεις στεγνή
Ολομόναχη μέσα μου
Απ’ τη σχισμή των ποδιών σου
Πέφτει τώρα ο θάνατος
Σε νιφάδες
Στρώνει ένα άσπρο σεντόνι
Το ανοίγω με τα νύχια μου
Το μαίνομαι
Το μυρίζω
Μέχρι να σταματήσουν
Να διατηρούν άρθρωση οι λέξεις μου
Και να γίνουν θηλές
Σαρκοφάγες
Για να μην έχω πια
Τίποτε άλλο
Παρά μόνο στο σώμα μου
Ό, τι κατάφερες να γράψεις εσύ
Με τα δόντια σου
Λίγο πριν εκραγεί
Εκείνο το άρρωστο κόκκινο
Στο οπισθόφυλλο της γης
ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΥΒΕΡΤΑ
Η ποίησις είναι ανάπτυξις
Ανιόντος θανάτου
Ίσως και κατιόντος
Αφού όλα τα πράγματα
Στη ζωή
Είναι είτε ανιόντα
Είτε κατιόντα
Όπως τα ποιήματα
Θα μπορούσε κανείς εδώ να σκεφτεί
Το ποδήλατο μιας γυναίκας
Σε όλες τις ηλικίες του έρωτα
Ή έναν έρωτα
Σε όλες τις στάσεις ενός ποδηλάτου
Αν δεν υπήρχε
Το μεγάλο ζήτημα
Για το πόσο θάνατο
Περιέχει τελικά η ζωή
Ή πόσες ζωές μαζί
Ευθύνονται αποκλειστικά
Για έναν και μόνο θάνατο
Μιας γυναίκας
Δυστυχώς όμως
Τα ποιήματα
Εις μάτην της ματαιοδοξίας τους
Δεν είναι θέμα ποδηλάτου
Ούτε καν ηλικίας
Όπως δεν είναι και θέμα ζωής
Ή θέμα θανάτου
Αλλά ίσως μόνο
Λίγων γραμμών
Γυναικείων φυσικά
Και όλα αυτά υπό αίρεση
Αν εν τω μεταξύ εσύ
Δεν ξυπνάς κάθε πρωί
Δίπλα μου
Και δεν στερεώνεις
Με τα πελώρια μάτια σου
Τον κόσμο
Κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
Στο κάτω κάτω της γραφής
Ή στο πάνω πάνω
Ποιός χέστηκε αν τα ποιήματα
Ανεβαίνουν
Ή κατεβαίνουν
Αφού αυτό εδώ
Το τελευταίο
Γραμμένο τη στιγμή ακριβώς
Που ανεβαίνουν
Και κατεβαίνουν ζωές
Που ανεβαίνουν
Και κατεβαίνουν τα μάτια σου
Δεν ανήκει σε μένα
Όπως ενδεχομένως
Δεν μου ανήκει κανένα άλλο ποίημα
Εκτός από σένα
Και μια μεξικάνικη κουβέρτα
Για να προσεύχονται
Τα μέτωπά μας
Σαν ψάρια
Μέσα σε ένα αξεδιάλυτο δίχτυ
Δεν ανήκει σε μένα
Αφού ποτέ εγώ
Τόσο εμείς
Ποτέ ξανά εγώ
Τόσο αθάνατος
Από τα μαλλιά σου
Αλλά στον Παναγιώτη Γαλανόπουλο
Και ίσως
Στον Salvador Dali
Που κάποτε συναντήθηκαν
Σε νεαρά ηλικία
Στο κέντρο της Βαρκελώνης
Κάτω από μια τεράστια φωτογραφία
Του Ανδρέα Εμπειρίκου
Κι ενώ ο ουρανός
Έβρεχε ποιήματα
Και ζωές
Και ώρες
Και θανάτους
Ο πρώτος
Πήρε κούρσα τον δεύτερο
Με το σκουριασμένο του ποδήλατο
Την ώρα που οι γραμμές του κόσμου
Αυτού του λεγόμενου κόσμου
Του χάριν συντομίας κόσμου
Του κόσμου που έσπασε
Σε χιλιάδες μικρές ρόδες
Είχαν προσωρινά σβήσει
Μέσα στα πράσινα μάτια σου
Κι εγώ
Ήμουν φυσικά
Όχι εσύ
Όχι ακόμη εσύ
Νεκρός
Κάτω απ’ τα συντρίμμια
Μιας μεξικάνικης κουβέρτας
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Έρχομαι πάντα
Απ’ την αθώα κούνια της θάλασσας
Η πόλη περιμένει εκεί
Να με γεμίσει με γάλα
Την πιάνω με το χέρι μου
Και τη σπάω
Είμαι ξεριζωμένων χωρών
Αν μετρήσω έως το τέσσερα
Θα πνιγώ
Στους επικίνδυνους καθρέφτες
Τους απασχολημένους
Με τους νεκρούς
Που διανύθηκαν
Σε καίω ερήμην μου
Σε χιλιάδες προδομένα χαρτιά
Θέλοντας να επικυρώσω
Τον μοναδικό σπόρο
Υπέρβαρης φλόγας
Που υπήρξε ποτέ πάνω σου
Αποκτώ κόκκινες αλλοιώσεις
Γίνομαι η πρώτη παιδική σου κηλίδα
Χωρίς κραυγή
Καθώς προδίδεσαι
Αντηχούν μέσα μου
Όλα τα ορφανά ποιήματα του καιρού σου
Ανακαλώ τα αχάριστα σώματα
Που είχες στην τσέπη σου
Ένα όμως ήταν το τελευταίο
Στην ηδονή που απέμεινε
Το σώμα πεταλούδα
Που όταν το αγγίζεις πεθαίνει
Θα φυτρώσει ιδρώτας στο πάτωμα
Να μην ντρέπονται οι τραγωδίες
Εκείνο το βέβαιο μέλλον
Στο αβέβαιο δωμάτιο
Που ήταν αποκλειστικά εγώ
Ήθελα μόνο να σε μάθω
Να μένεις
Να σου μιλήσω
Για τον μεγάλο θάνατο
Τις όμορφες ώρες
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΙΗΜΑ
Δίπλα στο νερό
Οιδίποδας Σίσυφος
Σπρώχνω
Τέσσερις βράχους μαζί
Ο γκρεμός
Με τα τελευταία δάχτυλα του θεού
Με αγκαλιάζει
Γίνεται μπλε πορσελάνη
Αφόρητη
Περίσσευμα ουρανού
Που τυλίγεται σαν καλώδιο
Πάνω σε έκπληκτη θάλασσα
Δοκίμασα να αγοράσω
Ελάχιστο χρώμα
Περαστικών ψαριών
Αλλά κατάπια τα λέπια
Με δείχνουν βυθό
Το μπλε μού οφείλει
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Βλέπω μπροστά μου
Μια φλέβα που έκλεισε
Ο ουρανός δίπλα μου
Μετρίου αναστήματος
Λιγοστεύει σημαίες
Απ’ το παράξενο σχέδιο του κόσμου
Έμεινε μόνο ο Γολγοθάς του
Κι αυτό ελαιογραφία
Δυστυχώς κόκκινη
Σε χέρια ασπρόμαυρων γυναικών
Συν τοις άλλοις
Μέσα σε κείνες
Τις στραπατσαρισμένες λαμαρίνες
Ακούω ακόμα το πτώμα σου
Να φωνάζει βοήθεια
Οπότε
Δεν υπάρχει άλλο μελάνι
Για ένα αντίο
Που δεν επαναλαμβάνεται
SPACEODDITY
Το σάλιο μου έχει λασπώσει
Διψάω
Ο περασμένος χρόνος
Κρίσιμο εύρημα για την πτώση
Είναι ηλεκτροφόρος
Βαδίζω και κολλάω
Καμένα κλαδιά
Στο δέρμα της γης
Ο στόχος μου στάζει
Από ένα μαύρο κουτί
Δίπλα σε συντρίμμια αεροπλάνου
Όλες οι σημαίες είναι κατεβασμένες
This is ground control to Major Tom
Πετάω
Σαν πεταλούδα
Πάνω σε ορφανά τζάμια
Δίχως ίχνος ευχής
Το σπίτι μου
Έγινε φίδι
Ένα ακόμα βλέμμα πάνω σου
Μπορεί να με σκοτώσει
Έρπω ζωή
ΣΚΟΝΗ
Πέρασε πολύς καιρός
Απ’ τις βλεφαρίδες σου
Η κιθάρα του JohnLee
Έχασε τους μαγνήτες της
Και το κουνελάκι της Grace
Έγινε μαξιλάρι δίπλα στο βάζο
Με τους νεκρούς ήρωες του ροκ εν ρολ
Δυο τρία τραγούδια
Που στριφογυρίζουν στα αυτιά μου
Είναι για να διώχνουν τις μέλισσες
Από τα μάτια μου
Τρέχει ο κόσμος
Σε αμφίβολα δάκρυα
Δεν έχω κάτι άλλο να διηγηθώ
Εκτός απ’ το ότι η σκάλα
Σταμάτησε να ανεβαίνει
Το σαπούνι του μπάνιου έλιωσε
Και η μυρωδιά από καμένο βινύλιο
Έγινε ανυπόφορη
Δεν έχουν φαίνεται
Όλα τα ποιήματα
Καλό τέλος
ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΩΜΑΤΙΟΥ
Στους δρόμους του δωματίου μου
Υπάρχει από νωρίς συμφόρηση
Ο ήλιος κρύφτηκε στις κουρτίνες
Δειλός γίγαντας
Με τις δαγκάνες του διπλωμένες
Βλέπω τα τρόλεϊ να περνούν
Από την μπλε πολυθρόνα μου
Οι κεραίες τους δείχνουν πεσμένες
Τα καλώδια ακουμπούν στα πόδια μου
Φοβισμένα
Σχεδόν τα γλείφουν
Πίσω στα οδοφράγματα των ερωτευμένων
Παραμονεύει ένας έξαλλος Μάης
Η φωτογραφία σου στο κομοδίνο
Παραμένει σβηστή
Απαγγέλει την ηλικία του χρόνου
Είμαι μόνος όπως ποτέ άλλοτε
Μέσα σε τόσο κίνδυνο δωματίου
Αφοσιωμένος στα μπλουζ
Στο μπαούλο χορεύουν
Οι προηγούμενες ζωές μου
Δεν έχω καμία αποστολή
Κανένα φως να επικυρώσω
Εκτός απ’ αυτό το ορφανό ποίημα
Που μπλέχτηκε ξαφνικά στα κορδόνια μου
Και πρέπει να τελειώσει
ΔΕΛΤΙΟ ΘΥΕΛΛΗΣ
Έβρεχε πάλι χτες
Στα καφενεία μαζευόταν από νωρίς
Ο Απρίλιος των ανθρώπων
Ένας καπνός από ασήμαντα στόματα
Έβγαινε από τις τηλεοράσεις
Το τρόλεϊ στον δρόμο
Ήταν playmobil
Διώροφο του 1957
Με σπάνια αγγλική γραμματοσειρά
Είπα
Ο καιρός τελείωσε
Ο άνθρωπος που καθόταν απέναντί μου
Με το πένθιμο κράνος
Φορούσε ίχνη του εαυτού μου
Είχαν μείνει ακόμη λίγα
Σ’ ένα ανέγγιχτο ποτήρι νερό
Στο μπουκάλι με την ανεξέλεγκτη λύπη
Και σε πέντε τσαλακωμένα χαρτιά
Σαράντα πέντε στροφών
Σαν δεκαετίες
Έβρεχε πάλι χτες
Αλλά καθώς όλα ήταν βρεγμένα
Έβρεχε μάλλον στα ψέματα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ
Εκατοντάκις λοιπόν εγώ
Εκ Πειραιώς
Θλίψεως εκπάγλου
Και περιμένοντας
Να καρποφορήσουν οι άνθρωποι
Με ευάλωτους ασφοδέλους
Ως φαίνονται κουρτίναι
Πάνω στα αλφάβητα μάτια μου
Νυχτώθηκα
Στις φυλακές των πολλών
Με σύνδρομα αυτοπροστασίας
Αδιανόητα διαφορετικός και αθώος
Αναβόσβησα στη σιωπή σου
Πριν εκατομμύρια φώτα
Ολόκληρος άνοιξη
Με αστέρια από πανί
Σαν παιδικές κούκλες
Like a giant on the land
Άλλοτε μπλε
Άλλοτε άσπρος
Αλλά πάντοτε
Με την ακρότατη συγκυρία
Του αλεξίφοβου εαυτού μου
For my love is like the wind
Ή επειδή
Better by you better than me
Αναπνέοντας άχρηστα γράμματα
Από το βάθος μιας κουτσής τρύπας
Σε εξέλιξη
Στέκομαι πια εδώ
Ενώπιον μου
Αργά
Πολύ αργά μέσα στη νύχτα
Inbetween
Χθεσινών ονομάτων
Με επιθέματα
Λίγης επιπλέον Μαρίας
Να καταφέρνω
Πράγμα πολύ τρομακτικό
Να εκκρεμώ ακόμη
Εν αφθονία
Χωρίς
Σʼ ένα μισώ είδωλο
ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
Ο ήλιος έχει τσαλακώσει το πεζοδρόμιο
Το γράφει σε ρίγες
Σχηματίζοντας τη σημαία
Ενός απερίγραπτου κράτους
Δύσμορφα σώματα
Καπνίζουν ακόμη
Σε μια γραμμή
Ο ορίζοντας χύθηκε βιαστικά
Σαν απορρυπαντικό
Και τον κατάπιε η θάλασσα
Εγώ και το δέντρο απέναντι
Κοιταζόμαστε αμήχανα
Οι θεατές αχόρταγα
Ρουφούν τα τελευταία αστέρια
Μεταμφιέζουν τα χρόνια τους σε σκιές
Το δέντρο έχει γεράσει πολύ
Και ζει απ’ τη φαντασία του
Αγκαλιάζω το στρογγυλό σώμα του
Σαν τελευταίο θηλυκό ναυαγό
Ο κορμός του με ζεσταίνει
Τα κλαδιά του
Μπαίνουν στα μάτια μου
Έχουν κάτι από εσένα
Καθώς ματώνουν
Κλαίω κόκκινα ανθρώπινα είδη
Δεν υπάρχει κανείς
Για να καταγράψει αυτήν τη σκηνή
Ή έστω να πυροβολήσει
Αφού όλα γίνονται αφορμή
Για να επινοήσει κανείς
Τον άγνωστο εαυτό του
Από μια κρυμμένη γωνία της πραγματικότητας
Που αποσύρθηκε από τους επικεφαλής
Ως αδιάσειστη ύλη
*
ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΝΟΥΣ
Χρησιμοποίησα τη μαγική μου ηλικία
Για να ξεπεράσω τα όρια
Ενός αξεπέραστου κόσμου
Έμειναν κάποια τραγούδια
Σαν μελωδίες στο συρματόσκοινο
Μαζί με τα άπλυτα εσώρουχα
Του τελευταίου Θεού
Οι μεταχειρισμένες αγάπες
Πήγαν όλες μαζί στον παράδεισο
Αφού πρώτα πέρασαν από την κουζίνα μου
Τηγανίζοντας
Τις φιλήδονες ζωές μας
Σε μια παράξενη ελληνική πόλη
Οι λέξεις των ποιητών
Έχασαν τα δάχτυλά τους
Από το κοφτερό σαν μαχαίρι μυαλό
Ενός μικρού παιδιού
Και γύρισε ο χρόνος πλευρό
Και κοιμήθηκε
Και έγινε νύχτα
Οι σοφοί λένε
Ότι είναι ανώφελο να προσπαθείς
Να επιστρέψεις το φως
Στον κοιτώνα του
Όμως η έκσταση
Επιμένει να λειτουργεί
Κάτω απ’ τις κουρτίνες
Απλώνεται
Βάφει το επόμενο φεγγάρι
Και το μεθεπόμενο
Με τα χρώματα
Ενός ανικανοποίητου λύκου
Μέσα στα δόντια του
Ασπρίζουν θολά
Οι καινούργιες πόλεις
Τα φώτα τους
Μου δείχνουν τον δρόμο
Πρέπει να τον βαδίσω
Παραμερίζοντας
Τα νεκρά σώματα
Πρέπει να τον φτάσω
Ως την ψυχή
Είμαι μόνος με αυτό το αγέννητο έθνος
Είμαι το ανεπαίσθητο ρόδο της ένωσης
Δυο διαφορετικών φύλων
Είμαι ο χρόνος λυπάμαι
Είμαι ο μονός έρωτας
Της άσεμνης φαντασίας μου
******************************************************************************************
16. ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ (Σμίλη, 2015)
Η απουσία είναι ο βαθμός μηδέν της επιστροφής.
Φράσεις και νύξεις, με αυτοτελή νοήματα ή σκόρπιες, αρνούμενες να αποτελέσουν έναν συμπαγή κορμό, χαραγμένες στον αγνώριστο ουρανό του τίποτα, για ό, τι δεν μπόρεσε, υγρές μες τη στεγνότητα του χαρτιού, που αφορούν κυρίως αυτό που δεν ήρθε, το βρώμικο εκείνου που δεν θέλησε να συμβεί, αλιευμένες όλες τον τελευταίο χρόνο από βιαστικές σημειώσεις σε κόλες ταβέρνας, σε πακέτα από τσιγάρα, σε ετικέτες κρασιών ανοιγμένων εις υγείαν, χωρίς τη συγκρότηση ενός σημειωματάριου ιδεών, χωρίς τη συγκατάθεση του επώνυμου αφορισμού, χωρίς ποιητική μάσκα, χωρίς σειρά, χωρίς ορθόδοξη ιδέα για τις ιδέες, απλώς έτσι, αφημένες πρόχειρα κάτω απ’ το χαλάκι, συνοδεία μουσικής, κρυμμένες κρυφά στο στρώμα, πεταμένες στο πρόσωπο του κόσμου για καληνύχτα, ένοχες γι αυτό που προσπάθησαν να διασώσουν, αθώες γι αυτό που ήλπισαν, πάντως ξυπόλητες, με πρησμένα μάτια και τις φτέρνες τους να ακουμπούν, ως μπαλαρίνα θανάτου, το τελευταίο αβέβαιο έδαφος, με την ουρίτσα τους να σκαλίζει τις τελευταίες ευχές στο δρόμο, σχεδιάσματα χωρίς νυφικό στην πόλη του πουθενά, ένοπλα ερωτήματα, έρημα πλάνα.
Βλέμματα στο ποτέ. Και στο πάλι.
Λέξεις. Απλώς. Ματαιόδοξες.
[2]
Γράφω σε πρώτο ενικό γιατί τα λάθη μου έχουν ονοματεπώνυμο.
[4]
Δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά λάθη κρεμασμένα στο παράθυρο του κόσμου.
[8]
Κι αν το ποίημα δεν είναι παρά η ωορρηξία της στιγμής ενός πληθυντικού εαυτού που αγωνίζεται να υπάρξει ως ένας; Αν ένα ποίημα δεν είναι παρά ένα ποίημα, μια δωρεά, δηλαδή, εν ζωή, της θεάς λύπης και τίποτε άλλο;
Αν αυτός που μιλά, λέγοντας ότι είμαι εγώ, έχει απλώς πάψει να διακινδυνεύει να ζει;
[11]
Για μένα πραγματικά μάτια είναι μόνο τα τυπωμένα.
[19]
Ο μάρτυρας με βλέπει από παντού. Τα μάτια του είναι στρογγυλά σφουγγάρια γεμάτα σκόνη. Σύντομα θα αποδειχτεί και θα αστράψει σαν φως η αλήθεια του ξύλου.
Νομίζεις ότι θα βρέξει, αλλά είναι μόνο το τέλος του κόσμου.
[22]
Κατά βάθος δεν με ενδιέφερε ποτέ η πράξη της γραφής. Με ένοιαζε περισσότερο να δω τις λέξεις να χορεύουν σ’ ένα εικαστικό σφιχταγκάλιασμα του Μαρσέλ Ντυσάν, του Ιερόνυμου Μπος και του Μοντιλιάνι. Με τον Φουκώ, βέβαια, παρόντα, να επιβλέπει.
Και να προσθέτει την σκέψη που προηγήθηκε.
[24]
Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι η γραφή είναι ο λόγος που υπαγορεύει. Που ανατέμνει, που αντιδρά, που αποδεικνύει τις διαχύσεις. Που ναρκισσεύεται με ενδείξεις. Είναι, όμως, μόνο η σιωπή που αντιστέκεται στη φθορά. Και η εξ αυτής μέγιστη μορφή ηδονής.
Το αντίθετο της ζωής για τον συγγραφέα δεν είναι ο θάνατος. Είναι η αλήθεια.
[28]
Ο άνθρωπος φτιάχτηκε για να τον αγγίζουν τα φαντάσματα.
[37]
Η εκδίκηση των ονείρων είναι αναρίθμητη. Στο τέλος αποχωρούν τα πουλιά σε μια καταπληκτική αταξία. Αποδίδοντας την προδοσία για την οποία γεννήθηκαν.
Να με γκρεμίζεις. Όσο μπορείς να με γκρεμίζεις.
[40]
Το ρίγος δεν έχει επιείκεια.
[44]
Θέλω να αντιγράψω το κορμί σου και να το βάλω σε ένα μεσαιωνικό κάστρο. Να το βλέπω μόνο εγώ και κάποιοι νεκροί ιππότες.
[45]
Ανήκω πια σε ό, τι δεν ήθελα: Το χαρτί είναι ο αδήλωτος κόσμος μου. Λευκό, όπως το μεγάλο φως. Με μικρά, μαύρα σημαδάκια καρκίνου.
[48]
Γράφω όσο γίνεται πιο μετά από μένα.
[51]
Ζω σε πτώσεις. Ανάλογα με τον χρόνο και την έγκλιση που διαλέγει κάποιος για να με διεγείρει. Όμως, είναι περίεργο: Η πτώση είναι πάντα Οριστική και ο χρόνος ένα αδιαπέραστο απαρέμφατο.
Η γραμματική συνήθως απουσιάζει.
[53]
Η χειρονομία ενός βιβλίου είναι μια απελπισμένη πράξη. Ένας πίνακας από διαμπερείς λέξεις: Σαν ευφυές τραύμα.
Από που πέφτουν όμως οι άγγελοι;
[59]
Η θλίψη με έμαθε να χαμογελάω στους πνιγμένους. Ιδίως όταν όλοι είμαι εγώ.
[67]
Γράφω για να αγαπήσω την εκκρεμότητα που αφήνουν οι λέξεις μου σε μια ζωή που, ούτως ή άλλως, δεν υπήρξε ποτέ. Μέσα από την αδυναμία συνύπαρξής μου με αυτό που υπάρχει, επισκευάζω, με αφέλεια, το ανύπαρκτο.
[68]
Δεν βρίσκω ειλικρινέστερη εκδοχή για το πρόσωπο του συγγραφέα από το αγγελιαφόρος θανάτου.
[71]
Ο συγγραφέας δεν είναι δημιουργός. Είναι αυτός που σκοτώνει την δημιουργία για να μπορέσει να ζήσει στο έθνος των ανομολόγητων φόνων του.
Αυτός που αποτυγχάνει πάντα ως δολοφόνος.
[73]
Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κατευνάσει τον έξαλλο πυρετό της γλώσσας.
[80]
Τα εγκαύματα από τις φωτογραφίες είναι τυφλά. Παγώνει η ηδονή και ο δολοφόνος απομακρύνεται με τη χάρη ενός λύκου.
[81]
Η ποίηση συμβαίνει ερήμην. Τις περισσότερες φορές είναι κάτι το ζωντανό που οφείλεται σε έναν θάνατο. Σε μια διαρροή ζωής, ουσιαστικά άγνωστης. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο που περιγράφεται ως ασυνείδητο ή ως εξέγερση του ονείρου, η σκέψη, η φιλοσοφία, έχει να καταθέσει την γνώμη της. Δεν είναι σίγουρο ότι η ποίηση θα την λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της.
Και κατά την γνώμη μου, καλά θα κάνει.
[83]
Θέλω να φωτογραφήσω την αγνότητα. Μα πάνω απ’ όλα, τις συνέπειές της.
[85]
Υπάρχει πλοκή: Αλλά όχι στα πρόσωπα. Στην αδιαφάνεια των ψυχών.
[90]
Η ανασκαφή θα δείξει αν πρόκειται τελικά για λέξεις ή πράξεις που απλώς τυπώθηκαν. Στα δόντια φαίνονται πάντα τα κοιτάσματα. Και οι κραυγές στα κόκκαλα είναι μετέωρες: Ένα μονότονο τατουάζ πίστης.
Ένα ορυκτό αλλιώτικης σάρκας.
[101]
Θέλω να σ’ αγαπήσω στις παράξενες γλώσσες, με όλες τις επιδερμίδες σκισμένες. Μέσα στα λείψανα ενός ζώου.
Τόσο γυμνοί δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ.
*
[102]
[106]
Σε ποια πτώση πέφτει κανείς;
Με ποια κλίση;
Και κυρίως: Προς ποιόν αβασίλευτο χρόνο;
[107]
Οι λέξεις έχουν την μεγαλύτερη άγνοια κινδύνου. Αλλά και τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιγένειας. Μερικές είναι αθάνατες.
[111]
Πώς αλλιώς να αποποιηθώ την υπηκοότητα του νεκρού που με τόση ζωή κατέκτησα;
[126]
Μια συμφωνία σάρκας έμεινε να τελειώσει αυτό το ψεύτικο κονσέρτο του κόσμου. Ατιμωτική, σαν ψυχή που διέλαθε.