Στίχοι που αναδίνουν την αγωνία του δημιουργου-τους για τον τόπο-του

 

 

Βιβλίο με προσωπικο χαρακτήρα θεωρω πως είναι η καινούργια ποιητικη συλλογη του Κυριάκου Ευθυμίου που τιτλοφορείται Προτελευταία αλήθεια, η οποία εκδόθηκε το 2023 απο τις εκδόσεις Σαιξπηρικον. Θέλω να επισημάνω πως περιέχει ποίηση που δεν μοιάζει ή, πιο σωστα, δεν θυμίζει την ποίηση κανενος άλλου ποιητη, παλαιότερου ή νεότερου, σπουδαίου ή ασήμαντου. Με δυο λόγια, είναι μία ποίηση στηριγμένη αποκλειστικα στο ταλέντο, τις γνώσεις και τις δημιουργικες δυνάμεις του Κ. Ευθυμίου.

Ο ποιητης σε αυτη τη συλλογη-του, τρίτη εκδομένη στη σειρα, (προηγήθηκαν οι συλλογες ‘’Επιάστηκεν το φεγγάρι’’, 1993, και ΄΄Κυρτος αλατοπώλης΄΄, 2015, που έχει τιμηθει με το Κρατικο Βραβείο Ποίησης της Κυπριακης Δημοκρατίας), εποπτεύει πλατια την ανθρώπινη ζωη, την οποία και κοιτάζει κατευθείαν στην ουσία-της, γράφοντας και προσφέροντάς-μας μία ποίηση εντυπωσιακα λιτη, απόλυτα ειλικρινης και ολοκληρωτικα εκφραστικη. Ας δούμε κάποια δείγματα που φανερώνουν τη σπαρτιατικη λιτότητά-του :

 

ΕΓΓΟΝΑΚΙ

 

πέτρες

κι άλλες πέτρες

παντου πέτρες

 

καυτες

 

κι εσυ

ένα σποράκι που γυρεύει χώμα

 

λίγη πατρίδα να γεννηθει.

σ. 17

 

 

*****

 

 

ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ

 

Κοίταξε, Κύριε,

που βρήκε η σφαίρα το παιδι

κι έμειν’ ακίνητο.

 

Τόσο ακίνητο,

που το πήρ΄η ανυπαρξία αγκαλια

να κάνουνε παρέα.

σ. 55

Με όσα ανάφερα πιο πάνω, προσπαθω να υποδείξω πως ο ποιητης για να ολοκληρώσει αυτη τη συλλογη-του δούλεψε εντατικα και μεθοδικα, κόβοντας και αφαιρώντας κομμάτια απο την ακατέργαστη ύλη που είχε στη διάθεσή-του μέχρι που αισθάνθηκε ότι η ποίησή-του πήρε την τελικη μορφη που ήθελε να έχει∙ όπως ακριβως εργάζεται και ένας γλύπτης που σκάπτει και πετάει συνεχως κομμάτια απο την άγρια πέτρα, που έφερε στο εργαστήριο-του απο τον κάμπο ή το βουνο, μέχρι να φανει η καθαρη ουσία πάνω στην οποία θα μορφοποιήσει το έργο που έχει εμπνευσθει.

Συγκεκριμένα, ο Κ. Ευθυμίου επεδίωξε και κατόρθωσε ν’ αποβάλει (με σκληρη υπολογίζω άσκηση) απο το σώμα της ποίησής-του όλα τα περιττα φορτία του ρητορισμου και του συναισθηματισμου που τη βάραιναν και την εμπόδιζαν να ξεδιπλώσει ελεύθερα τον βηματισμο-της. Γι’ αυτο, και οι αναγνώστες-του, έρχονται σ’ επαφη με μία ποίηση εντελως αποφλοιωμένη και γυμνη, η οποία έχει να τους χαρίσει μόνο τον γερο και φρέσκο καρπο-της.

Φρόντισε, με άλλα λόγια, ο ποιητης, την ουσία της ζωης να τη μεταδώσει στους αναγνώστες-του με τις πιο απλες και εύχρηστες λέξεις, χωρις όμως να εκποιήσει την ποιότητα της γλώσσας-του για να την καταντήσει στο τέλος μία γλώσσα απονευρωμένη και ξύλινη. Απεναντίας, η λογοτεχνικη-του γλώσσα είναι αρκετα ζωντανη και εύπλαστη.

Πέραν απο την αυστηρη λιτότητα που την διακρίνει, η ποίησή-του χειραγωγείται και απο πολλα και διαφορετικα άλλα πράγματα, όπως η αρχαία αφέλεια, η απλότητα, η αλήθεια, η κοινωνικη δικαιοσύνη κ.α. Περισσότερο όμως διδάσκεται (και διδάσκει), όπως ανάφερα, απο την τραγικη διάσταση της ζωης. Κοντολογις, στο επίκεντρο σχεδον όλων των ποιημάτων-του είναι ο άνθρωπος και η ζωη-του. Μιλω, βέβαια, για τον βασανισμένο και πονεμένο άνθρωπο και τη δύσκολη ζωη-του. Ακόμη και τα ποιήματα που εμπνέεται απο την ατελείωτη περιπλάνηση του παράνομου μετανάστη (σ. 53), την σκληρη και άδικη ζωη της Άννας Φρανκ (σ. 56) ή το άγριο τέλος του σκοτωμένου παιδιου απο τη Μαριούπολη (σ. 55) εμπίπτουν και αυτα στον θεματικο κύκλο της ζωης. Ολόκληρο το ποίημα που τιτλοφορείται «Μελέτη» και ένα αποσπάσματα απο το ποίημα που τιτλοφορείται «Το νυφικο», που δημοσιεύω στη συνέχεια, μεταφέρουν και μεταδίδουν αυτο το θλιβερο κλίμα:

 

ΜΕΛΕΤΗ

 

Βολη κατα βολη πυροβολούσες τη ζωη

– τη δικη-σου ζωη- μέχρι π’ ανοίξανε τρύπες.

 

Μεγάλωσαν μέσα-τους δέντρα λοξα

με παράξενα το καθένα κλαδια

και σμήνη πουλιων να τσιρίζουν

στα μυριάδες φυλλώματα.

 

Το πουλι που σ’ αγαπα σιωπα.

 

Μελετα αυτα που θα πει

όταν έρθ΄η στιγμη να σε σώσει.

σ. 32

 

*****

Δεν τα κατάφερε στη ζωη-του και το ξέρει

ό,τι κι αν δοκίμασε να κάνει, απέτυχε.

Μα δεν το νοιάζει πια καθόλου-

κάθεται στην αυλη-του και κοιτα

τις ζωες των άλλων να περνουν.

σ. 47

 

Επιπλέον, έχω διαπιστώσει πως όλη σχεδον η ποίησή-του λειτουργει με τον μηχανισμο του υπαινιγμου. Επομένως ν’ αντιληφθούμε πως ο υπαινιγμος είναι ένα άλλο ακμαίο στοιχείο που κυριαρχει αισθητα στην ποίηση του Κ. Ευθυμίου. Δηλαδη, ότι θέλει να πει, δεν το λέει με ευθυ τρόπο αλλα το εκφράζει μ’ ένα λεπτο υπαινιγμο, αφήνοντας έτσι χώρο για να λειτουργήσει αδέσμευτα η σκέψη του αναγνώστη-του, ούτως ώστε να οδηγηθει απο μόνος-του και προς άλλες προεκτάσεις ή κατευθύνσεις για να συμπληρώσει τη λειψη εικόνα που του υποβάλλει ο ποιητης. Κατα βάθος, ο ποιητης, με αυτη την τακτικη-του, επιδιώκει εκείνοι που τον τιμουν και τον διαβάζουν να είναι ενεργοι και όχι παθητικοι αναγνώστες. Να συμμετέχουν, δηλαδη, ενεργα στα ποιητικα δρώμενά-του για να μπορουν εύκολα ν’ ακολουθουν τη σκέψη και τον προβληματισμό-του, αλλα και ν’ αποκρυπτογραφουν σωστα και τα μηνύματά-του. Ένα ποίημα, λόγου χάρη, με έκδηλο υπαινιγμο είναι αυτο που τιτλοφορείται «Ο λησμονημένος»:

 

Λίγες ημέρες μετα απ’ την ταφη

κι οι φίλοι δεν τον αναφέρουν πια.

 

Τις νύχτες σταθερα στο στέκι.

 

Κοιτουν αυτους που έρχονται

κοιτουν αυτους που φεύγουν

και περνουν την ώρα-τους

μ’ έξυπνα πειράγματα κι αστεία.

 

Ψες εμφανίστηκε κι η Στέλλα.

σ. 44

 

Είναι γι’ αυτο που πολλα σημεία αυτης της ποίησης φαίνονται παράξενα και ερμητικα κλειστα. Όταν όμως διαβαστουν και μελετηθουν με επιμονη και αγάπη, πίσω απο αυτους του σκοτεινους κατ’ επίφαση στίχους, ανοίγονται βαθιες, φωτεινες και ευκολοδιάβατες αναγνωστικες προοπτικες. Ένα τέτοιο ποίημα με «σκοτεινο» μήνυμα είναι και αυτο που τιτλοφορείται «Το δάκρυ»:

 

Ο τόπος είναι κοντινος

τόσο δίπλα όσο το μέσα-μας.

Εδω που το φεγγάρι πονει

και κλείνει λυπημένα τα μάτια.

 

Το δάκρυ που εκύλησε

απο το βλέμα του θεου

στέκεται στο κενο αιωρούμενο.

σ. 23

 

 

 

 

Ας μην ξεχνάμε όμως, πως στην ποίηση δεν υπάρχουν σήμερα φανερα κι ευκολονόητα θέματα ή μηνύματα. Και αυτη είναι, δυστυχως, η τάση που επικρατει σήμερα, όχι μόνο σε τοπικο αλλα και σε διεθνες επίπεδο. Επομένως, πρέπει να καταλάβουμε πως η ποίηση απαιτει και θέλει πλέον επαρκεις αναγνώστες, καλα εκπαιδευμένους και μυημένους στα μυστικα-της, για να πιάνουν τα μηνύματα που τους μεταδίδει, όπως ακριβως πιάνονται τ’ αθώα πουλια στα ξόβεργα.

Σε αυτο το δημιουργικο πλαίσιο εντάσσεται, πιστεύω, και η τάση του Κ. Ευθυμίου να μετατρέπει, με αριστοτεχνικο τρόπο, τα διάφορα στιγμιότυπα που συναντα μπροστα-του στην καθημερινη ζωη-του, σε ωραία, μικρα και σφικτοδεμένα, ποιήματα. Στην πραγματικότητα, όλα τα ποιήματά-του είναι μικρες, ευσύνοπτες, ανθρώπινες ιστορίες, δυσάρεστες ή ευχάριστες, με αρχη, μέση και τέλος. Ακολουθει ένα τέτοιο ποίημα:

 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ

 

Χλωμοι, σαστισμένοι και βουβοι

βαδίζουν σε παρέες προς την έξοδο

 

θέλουν να φύγουν μακρια

να βρεθουν γρήγορα πέρα

 

-δεν είναι τόπος για κουβέντα εδω-

 

ήδη μια κυρία πέρασε απέναντι∙

αγοράζει απ’ το περίπτερο γάλα.

σ. 45

 

Ακόμη, πολλοι στίχοι του Κ. Ευθυμίου και, κατ’ επέκταση, πολλα ποιήματά-του μπορουν να διαβαστουν σε διπλο επίπεδο. Στο ένα επίπεδο, όπως διαπιστώνω, δεσπόζει η σκληρη πραγματικότητα, έστω και συγκαλυμμένη, όπως τη βιώνουν οι Ελληνοκύπριοι συμπατριώτες-του εδω και αρκετα χρόνια, με τον ποιητη όμως να ονειρεύεται διαρκως τις άλλες, τις ωραίες και αξέχαστες, μέρες που ζήσανε πριν κοπει στα δύο ο ιστορικος χρόνος-τους, το μαύρο καλοκαίρι του 1974, που έφερε το πραξικόπημα και την τουρκικη εισβολη, με όλα εκείνα τα δεινα που ακολούθησαν, όπως οι χιλιάδες σκοτωμένοι, οι αγνοούμενοι, οι πρόσφυγες αλλα και το σκλάβωμα της μισης σχεδον Κύπρου.

Αυτο τον ιδεατο τόπο και κόσμο, λοιπον, τον αγγελικα και όμορφα πλασμένο, κατα τον υπέροχο στίχο του Διονύσιου Σολωμου, που χάσανε οι Ελληνοκύπριοι πριν 50 τόσα χρόνια, είναι που ονειρεύεται συνεχως και επιθυμει διακαως ο ποιητης να ξανακερδίσει και να ξαναζήσει. Και αυτο ασφαλως είναι το δεύτερο επίπεδο που διακρίνει τους στίχους-του. Δυστυχως, όμως, τ’ όνειρό-του δεν μπορει να κρατήσει μέσα-του παντοτινα, όπως το θέλει, γιατι καιροφυλαχτει και επεμβαίνει, δυναμικα και προκλητικα, η αδυσώπητη μνήμη που το κονιορτοποιει και το διαλύει, επαναφέροντας βασανιστικα στην επιφάνεια της σκέψης-του «τα ναυάγια που ρήμαξαν» την πρώτη ζωη-του αλλα και τη ζωη των συμπατριωτων-του. Δίνω κάποια χαρακτηριστικα αποσπάσματα:

 

Το μέρος ήταν τόπος κάποτε

 

ένα βυθισμένο λιμάνι

που κρατα τα ναυάγια-του πνιγμένα

να μην φανουν

 

μνήμες που κλαίουν σιωπηλα

καρτερώντας τους θρήνους για να ξεσπάσουν∙

και σκιες, σκιες μες στα χαλάσματα

που δεν προλαβαίνεις να τις δεις

και λείπουν∙

κι ιστορίες,

ιστορίες που φλέγονται να ειπωθουν

και ψάχνουν τα στόματα που θα τις πούνε.

«Αθέατος», σ. 13

 

 

*****

Συχνα οι σκέψεις-σου σε φέρνουνε σιμα

στα παλαια συμβάντα που νοσουν

στην κλίνη της ανίατης μνήμης.

«Η φωνη», σ. 30

 

 

*****

Γερνω, γερνω

και δεν αντέχω το κακο

μήτε στον ύπνο-μου.

Τα πράγματα που μας σκότωσαν

τα πράγματα που σκοτώσαμε

τα αίματα τα ψέματα

τα λάθη τα ορθα.

«Γερνω», σ. 33

 

Απο αυτη την ονειροφαντασία, και γενικα τον δημιουργικο παιδεμο-του, εκπηγάζει, νομίζω, και η ουρανομήκης αγωνία που τον διακατέχει, ως υπεύθυνο άνθρωπο και δημιουργο, την οποία οι αναγνώστες αισθάνονται ν’ αναδύεται μέσ’ απο τους στίχους-του. Εύκολα, όμως, οι αναγνώστες, μπορουν να ψηλαφίσουν και να ζυγίσουν επακριβως και την ποιότητα της τέχνης που δημιουργει και προσφέρει ο Κ. Ευθυμίου με την ποίησή-του γιατι, κατα τον αξέχαστον Γιώργο Θεοτοκα και το αξεπέραστο δοκίμιό-του ΄΄Ελεύθερο πνεύμα΄΄, η τέχνη είναι «η αγωνία μιας ψυχης που υψώνεται προς τ’ απειρο». Προσωπικα, διαβάζοντας τη συλλογη ΄΄Προτελευταία αλήθεια΄΄, γνώρισα σε όλο το πλάτος και το ύψος-της, τόσο τη θεριεμένη αγωνία-του όσο και την υψηλη ποιοτητα της τέχνης-του.

 

 

 

`

*Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθει κανόνες του μονοτονικου συστήματος που εφάρμοζε ο αξέχαστος Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος