Φωτογραφίες ΚΑΤΩ ΟΛΥΜΠΟΣ - ΡΑΨΑΝΗ ΝΤΟΥΡΟΥΤΗ ΜΗΤΣΟΛΑΚΚΑΣ ΠΑΤΩΜΕΝΗ ΚΑΛΛΙΠΕΥΚΗ

 

Στη «Ραψάνη» του Σωτήρη Παστάκα
Όπου και να ταξιδέψω η μαμά (Ελλάδα) με πληγώνει…

Το ποίημα «Ραψάνη» του Σωτήρη Παστάκα συνιστά μία επιστροφή στην έννοια της μητέρας. Η μητέρα ανάγεται (βαθμηδόν) σε σύμβολο. Η επιστροφή στην έννοια της μητέρας κατορθώνεται:
α. με την αφιέρωση στο πρόσωπό της,
β. με την επιστράτευση της μνήμης (με την ανάκληση εικόνων, οσμών, γεύσεων).
Επιστροφή στη γενέθλια μητέρα γη (επιστροφή στην «Ραψάνη» της Λάρισας). Επιστροφή στη γεννήτορα, τη μητέρα του ποιητικού υποκειμένου. Επιστροφή στη γενέθλια μητέρα χώρα (επιστροφή στη μητέρα Ελλάδα):

«Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου
σήμερα που η μαμά χαροπαλεύει»
(97-98).

Ολόκληρο το ποίημα στηρίζεται σε δίπολα και αξιοποιεί με αριστοτεχνικό τρόπο το σχήμα της αντίθεσης. Καταιγισμός εικόνων, καταιγισμός αισθήσεων. Γλώσσα αιχμηρή, γλώσσα εξαιρετικά τολμηρή.
Τα αντιθετικά ζεύγη, που εντοπίζονται στο ποίημα, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:
1. Φύση/ παρά φύση,
2. ζωή/ θάνατος,
3. θάνατος/ αθανασία,
4. αριστερά/ δεξιά,
5. έξω/ μέσα,
6. ημέρα/ νύχτα,
7. χθες- τότε / σήμερα- τώρα,
8. ακινησία/ κίνηση,
9. «φαίνεσθε»/ «είσθε».

Το ποίημα ανοίγει με την εικόνα μιας πένθιμου χρώματος μηχανής που τελεί σε ακινησία, επισκιασμένη από το δένδρο της φτελιάς. Πρόκειται για χίλια εκατό άλογα αδρανοποιημένα. Ακολουθεί η περιγραφή της μητέρας. Η μητέρα τοποθετείται σε ένα χώρο νοσοκομείου, βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Η μητέρα περιγράφεται με τεχνητή υποστήριξη τόσο από τα αριστερά (:«μάσκα οξυγόνου») όσο και από τα δεξιά (:«με την πεταλούδα του τετραπλού ορού»). Ο θάνατος εμφανίζεται -με συμβολικό τρόπο- να πολιορκεί τη μητέρα στενά. Ο θάνατος καραδοκεί. Ο θάνατος σημαδεύει τη μητέρα κατά πρόσωπο (:«μια μύγα στο πρόσωπο της μαμάς»). Η μητέρα επιχειρεί να απεμπλακεί από οτιδήποτε το τεχνητό, το πρόσθετο σε σχέση με την φύση της αλλά, τελικά, δεν τα καταφέρνει. Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να συντρέχει τη μητέρα ακατάπαυστα, κατά τη διάρκεια της ψυχομαχίας της (:«όλη τη νύχτα βαστούσα το χέρι της που ήθελε να βγάλει τα σωληνάκια οξυγόνου»).
Ο ποιητής ανακαλεί αλλοτινές στιγμές της μητέρας Ελλάδας, αναπολώντας την διαύγεια των υδάτων (:«Ήτανε πράσινα κάποτε τα νερά και γαλάζια»). Στηλιτεύει την καταπάτηση της μητέρας Ελλάδας από απολίτιστους- άμουσους ανθρώπους (:«Την καλύβα δίπλα στο κύμα, την διεκδίκησαν αυτοί που δεν είχαν ακόμη ραδιόφωνο»). Δεν διστάζει να μεμφθεί όλους όσοι, όντας στην αντίπερα όχθη του πνεύματος, καπηλεύτηκαν τη μητέρα Ελλάδα και ασέλγησαν επάνω της, στερώντας της το ζωτικό δικαίωμα της αναπνοής (:«Την καλύβα δίπλα στο κύμα, την διεκδίκησαν αυτοί που δεν περνούσαν να πάρουν μπαταρίες απʼ το περίπτερο μαζί με μικυμάους και ρομάντζα, τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, με τα πρώτα Αστερίξ και τον Αλ Μπάνο — είχε αρχίσει πλέον η επικράτηση των αυθαίρετων κτισμάτων από τον Αγιόκαμπο στη Βελίκα, το Ξυνό Νερό μέχρι τα Μεσάγκαλα, τους Νέους Πόρους, τον Πλαταμώνα και πιο πέρα: Σκοτίνα, Λεπτοκαρυά, Λιτόχωρο και παραλία Κατερίνης»). Θυμίζουμε ότι το περίπτερο αποτελούσε ένα είδος «ανοιχτού- λαϊκού πανεπιστημίου» για τη γειτονιά. Τα αναγνώσματα, που μπορούσες να προμηθευτείς από το περίπτερο, αποτελούσαν μια πηγή λαϊκής ψυχαγωγίας.
Επιστρατεύοντας το καυστικό του χιούμορ, ο Παστάκας αποδοκιμάζει τόσο τη λογική των λουτρών του λαού, την περίοδο που οι αντοχές της μητέρας- Ελλάδας δοκιμάζονται, όσο και την τακτική του τυχοδιωκτισμού, της ασέβειας προς το περιβάλλον- τον βιασμό της μητέρας- φύσης (:«Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου σήμερα που η μαμά χαροπαλεύει, όλα τα σπίτια είναι ανοιχτά, όλες οι πλαζ κατειλημμένες, ο κοσμάκης παραδομένος στον θείο Ιούλιο μήνα, αφού έζησε την εποποιία της εξοχικής κατοικίας, απʼ την αχειροποίητη καλύβα στα ενοικιαζόμενα, κι έχτισε χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, εκτός σχεδίου ναι, κι εκτός πόλεως Λάρισας, στη σκιά της μπουκαμβίλιας του γιασεμιού και των οπωροφόρων»). Παράλληλα, ειρωνεύεται την τάση επίδειξης των εξωτερικών θελγήτρων μιας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας των παιδιών της (:«ο κοσμάκης παραδομένος στον θείο Ιούλιο μήνα, τα κόκκινα νύχια των ποδιών συμμάζεψε, συμμάζεψε την κυτταρίτιδα απʼ τους μηρούς και την κοιλίτσα»). Μιλάμε για ένα ποίημα 192 στίχων, που θαρρώ πως αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί. Πολυεπίπεδο ποίημα (στο βαθμό που η μητέρα από τη σφαίρα της γενέθλιας γης και της βιολογίας ανάγεται σε σύμβολο της πατρίδας), αμφισημία, δηκτική γλώσσα. Ποίημα αναφοράς. Ποίημα κοινωνικής προσφοράς, που προβληματίζει. Εμπεριέχεται στο περιοδικό Ποιητική τεύχοςένατο
(περίοδος άνοιξη- καλοκαίρι 2012) και περιμένει τον επόμενο αναγνώστη του.