Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης

Κατηγορία

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

Αναγνώσεις

«Φωτογραφίες με Κείμενα» (γράφει ο Φώτης Θαλασσινός)

Συγγραφέας που εικονογραφεί τα κείμενα του ή φωτογράφος που φτιάχνει λεζάντες για τις φωτογραφίες του; Και τα δύο, εξάλλου όλο μου το αμιγώς συγγραφικό έργο είναι ένα πολύπτυχο από δεκάδες περιγραφές εικόνων  που  συσχετίζονται μεταξύ τους. Κάποιοι μπορούν να θυμηθούν διηγήματα και κείμενα μου εμπνευσμένα από ζωγράφους. Από τον Βίνσεντ Βαν Γκονγκ, τον Henry Fuseli, τον Ιερώνυμο Μπος μέχρι και τον Έλληνα Μιχάλη Μαδένη.

 

Η προσωπική  μου ματιά έχει να κάνει με τις απροσδόκητες, αναπάντεχες  και καινοφανείς εικόνες, λεπτομέρειες, ανθρώπινες και ζωικές υπάρξεις που προσφέρουν  με δαψίλεια οι πόλεις ή για να διευρύνω το οπτικό μου και συγγραφικό πεδίο, με όσα πράγματα προσφέρει ο  πολιτισμός για να μας αποζημιώσει για όλα αυτά τα δυσβάσταχτα που μας δεσμεύουν και βιώνουμε. Δουλειά μου είναι να δώσω σε όλους τους στιγματισμένους της γης, τους παρίες, τους αλήτες και πλάνητες απ’ το φάσμα της αορατότητας, να τους δώσω τις σελίδες της ιστορίας που τους αναλογούν, την σημαντικότητα που τους πρέπει.  Περνάω στο φάσμα του ορατού φωτός πολλά πράγματα που μένουν παραγκωνισμένα ως αψηλάφητη μαγεία, όλο αυτό το επιτυγχάνω μέσα από το πάντρεμα φωτογραφίας και φιλοσοφίας ή λογοτεχνίας, άνθρωποι βγαίνουν απ’ την ζώνη του λυκόφωτος και καταλαμβάνουν επιφάνεια στο φωτογραφικό χαρτί και σε κείμενα.    Μ’ ενδιαφέρει ακόμη και ένα ωραίο ρόπτρο ξεχασμένο σε κάποιο εγκαταλελειμμένο κτήριο της Αθήνας, ένας θυρεός ή κάποιο γραμματοκιβώτιο με σπάνια οικόσημα απ’ την εραλδική επάνω τους.

Θέλω να μυήσω τους καταναλωτές της τέχνης μου σ’ αυτό που είπε κι ο Ρεμπώ για μια λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων. Πουλάω νέες αισθητικές, νέο βλέμμα, ακοή και αφή κ.τ.λ. Εξοικειώνω τον κόσμο με  ό,τι πριν διέλαθε την προσοχή του, με ό,τι όλοι αντιπαρέρχονταν αφήνοντας αμαρτωλά ανείδωτες τις πιο εκλεπτυσμένες  και παρθένες απεικονισμένες συγκινήσεις.

Φωτογραφίζω αυτή τον περίοδο τις φυλές που συχνάζουν στην πλατεία Μοναστηρακίου. Ένας από τους ομφαλούς της γης στον  οποία εκβάλλουν ζωηρά οι ενθουσιώδεις επιτελέσεις πολλών περφόρμερ. Στο Μοναστηράκι αλλά και στο Σύνταγμα, την Ομόνοια , την πλατεία Ελευθερίας της Κω -που είναι το νησί που μεγαλώνω- οι άνθρωποι εμφανίζονται για να ιδωθούν.  Όλοι οι άνθρωποι όταν είμαστε περφόρμερ αποζητούμε μια αναγνώριση που μας δίνει την εκπλήρωση της ανάγκης του ανήκειν. Ποιός είναι αυτός που δεν αναρωτήθηκε για την προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο;

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις, Ραδιόφωνο Ποιείν

Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Από σκηνής κι από πλατείας», εκδ. Κέδρος, 2023 (γράφει ο Σπύρος Αραβανής)

  Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1921. 

 

Το να αναλύεις αυτό που υπηρετείς, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Καμπανέλλης το θέατρο, ενέχει τον κίνδυνο της «φιλολογίτιδας ή εγκεφαλίτιδας»,  όπως σχολίαζε ο ίδιος για το ευρωπαϊκό θέατρο της εποχής του, αλλά και μιας διάστασης στην οποία η θέση και μόνο της εμπειρίας χωρίς την αυτογνωσία αποκτά ρόλο εξιδανικευτικό, τελείως συναισθηματικό ή και δογματικό.

Στην περίπτωση του Καμπανέλλη δεν ισχύει καμία από αυτές τις παρατηρήσεις. Ο Καμπανέλλης στις σκέψεις του για το θέατρο, στην ανάλυση για το δικό του έργο, στην εν γένει κοσμοθεωρία του καταφέρνει να μιλήσει με τον πλέον αβίαστο τρόπο: αυτόν της σωματοποίησης. Δηλαδή με το φυσικό τρόπο που το σώμα μιλά έχοντας διάπλατα ανοιγμένες όλες τις αισθήσεις.

Συλλογίζεται το θέατρο και το αναλύει ως κάτι φυσικό και όχι ως θεωρητικός ή κάτοχος της τεχνικής. Με την απλότητα ενός ανθρώπου που ανακάλυψε τον εαυτό του μέσα από το θαύμα μιας τέχνης για αυτό και μπορεί να την ερμηνεύσει προχωρώντας σε καθολικότερες διαπιστώσεις για τον μηχανισμό της.

Έτσι, δεν μας ξεναγεί στον χώρο του, δεν αποκαλύπτει τα κλειδιά της τέχνης του, δεν μας βάζει να κοιτάξουμε από την κλειδαρότρυπα του γραφείου του για να μάθουμε τις συνταγές του. Με λίγα λόγια, δεν παραδίδει μαθήματα συγγραφικής τέχνης για νεοσσούς συγγραφείς.

Μιλά απλώς για αυτό που αγαπά, μιλά εν τέλει για τον ίδιο. Με ειλικρίνεια και ελευθερία. Δυο κομβικές λέξεις σε όλη του την ιστορία. Μιλά ως ένας εν εξελίξει  χειρώνακτας («έχω δουλέψει λιγάκι αυτοσχέδια και σαν λαϊκός τεχνίτης», γράφει ο ίδιος) με την ελευθερία της ανάγκης να εκφραστεί και όχι να διδάξει. Το ίδιο επισημαίνει και ως δημιουργός: «Η ώρα που εκφράζεται κάποιος είναι η ώρα της ελευθερίας του. Ο συγγραφέας γράφει κατ’ αρχάς για τον εαυτό του και ο εγωισμός για τον δημιουργό είναι η προστασία της ειλικρίνειάς του».

Για αυτό και οι απόψεις του, κοιτάζοντας τη χρονολογική σειρά των κειμένων του βιβλίου, μπορεί να έχουν χρονική απόσταση μεταξύ τους δεκαετιών, παραμένουν όμως σταθερές. Με την αυτογνωσία όμως ότι: «Ενώ έχω την ευαισθησία να νιώθω πράγματα, δεν έχω την ικανότητα την επιστημονική πια να κατατάξω αυτά τα πράγματα με μια άλλη αναγωγή που να είναι πέρα από την εμπειρική. Αυτό είναι κάτι που κάπου κάπου μ΄ ενοχλεί», όπως γράφει, αλλά και την επίσης ειλικρινή στάση ότι δεν είχε ποτέ συνείδηση αναμορφωτή και δεν είχε προσχεδιάσει τη μετάβαση από την προπολεμική ηθογραφία στο μεταπολεμικό δράμα. Του προέκυψε. Αβίαστα. Προτού συναντήσει όρους όπως: «ρεαλισμός, πολιτικό θέατρο, μεταθεατρικά στοιχεία, θέατρο του παραλόγου, μπρεχτική αποστασιοποίηση» κ.ά. Εμβάθυνε εν αγνοία του παρατηρώντας, μελετώντας και βιώνοντας. Όπως λέει ο ίδιος: «Διάβαζα πολύ και από πολύ νέος. Αλλά στα εφηβικά και στα νεανικά μας χρόνια δεν διαβάζουμε μυθιστορήματα για να μορφωθούμε και να καλλιεργηθούμε. Τα διαβάζουμε για να τα ζήσουμε. Γιατί δεν μας χωρά το σπίτι μας, η γειτονιά μας, ο δεδομένος κόσμος μας, ο εαυτός μας». Για αυτό απέκτησε αυτή τη θεατρική μαγεία που παρατηρεί ο Κουν: «Είναι ένα ένστικτο και μια γνώση για το τι πρέπει να προβληθεί την κάθε στιγμή, για το πόσο πρέπει να διαρκέσει αυτό και πόση πρέπει να είναι η ένταση εκείνου που προηγείται και εκείνου που έπεται».

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Βασίλης Βασιλικός (1934- 2023), «… Και α τι όμορφη που γίνεται η ζωή όταν πιστεύεις στους άλλους!»

“Οι νεκροί δεν μιλούν. Ντυμένοι με την ωραιότητα του θανάτου, έχουν πάρει μαζί τους τόσα μυστικά, που καμιά άνοιξη, με όσα βλαστάρια, δεν μπορεί να μας φανερώσει. Έγκυα γη από αποκαλύψεις που δεν έγιναν, από απολογίες που δεν πρόφτασαν να ειπωθούν, από υπομνήματα και συνηγόρους, αιτήσεις εξαιρέσεων, κώδικες, ερμηνείες πραγμάτων που έχουν σφηνωθεί πάνω στα παγωμένα κόκαλα, σαν το αλάτι.

Οι νεκροί δεν ξέρουν πως φτιάχνεται η ιστορία. Με το αίμα τους την ποτίζουν και δεν μαθαίνουν ποτέ τι ακολούθησε το θάνατο τους. Είναι χωρίς επίγνωση της θυσίας τους και αυτό τους κάνει ακόμα πιο ωραίους. Οι πρώτοι χριστιανοί ξέραν γιατί θυσιάστηκαν. Πήγαιναν στο μαρτύριο εν γνώσει.Αλλά γιατί να πει κανείς σήμερα ότι θυσιάζεται, όταν αυτά που πιστεύει δεν είναι παρά η λογική, η κοινότατη λογική;

…Δεν είχε μέσα του κανένα αίσθημα ιεραποστολικό. Είχε μόνο γνωρίσει τη φτώχεια και τις αρρώστιες από πρώτο χέρι. Δουλειά του ήταν αυτή. Και ήξερε πως τα καλύτερα νοσοκομεία λιγοστεύουν τους πόνους. Ήξερε πως σε μια άλλη διάταξη των πραγμάτων απλουστεύονται πολλά από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της εποχής μας. Αν μια σφαίρα στοιχίζει όσο ένα κιλό γάλα και ένα υποβρύχιο Πολάρις όσο να θρέψεις έναν ολόκληρο λαό για μια βδομάδα – και να τον θρέψεις καλά- που ήταν το παράλογο;

Κοινή, κοινότατη λογική και απ΄’ έξω το σκοτάδι. Σκοτάδι πηχτό που δεν συγχωρούσε ούτε τις αστραπές, ούτε τα φωτεινά διαλείμματα σε έναν σχιζοφρενικό. Έτσι έβλεπε αυτός τα πράγματα και για αυτό ήθελε να μιλήσει. Δεν ήταν κομμουνιστής. Αν είχε βγει βουλευτής με το κόμμα της αριστεράς, το έκανε γιατί ήταν το μόνο κόμμα που ταίριαζε κάπως με τις απόψεις του. Δεν ήταν θεωρητικός του μαρξισμού, άνθρωπος δηλαδή εντοιχισμένος σε μία θεωρία. Ήταν από παντού ανοιχτός και αισθανόταν τα ρεύματα να περνούν ανεμπόδιστα από μέσα του. Προτίμησε φυσικά αυτά που τον ζέσταιναν…

… Και α τι όμορφη που γίνεται η ζωή όταν πιστεύεις στους άλλους!

Οι νεκροί δεν μίλησαν ποτέ για αυτό τους βαραίνει μια μεγάλη κατηγόρια. Για αυτό και ξέχασαν για πάντα την αξία της φωνής. Πρέπει, λοιπόν, εμείς να μιλάμε για λογαριασμό τους. Πρέπει να υπερασπιζόμαστε το δίκιο της απουσίας τους.

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Luigi Bartolini, «Ο κλέφτης των ποδηλάτων» (Μετάφραση: Κούλα Καφετζή), εκδ. Μεταίχμιο, 2017

[…] «Το ποδήλατό μου! Έκλεψαν το ποδήλατό μου!» φώναξα και βγήκα τρέχοντας από το μαγαζί, για να κυνηγήσω τον κλέφτη. Τότε πετάχτηκαν μπροστά μου δυο τρία άτομα και με σταμάτησαν. Ήταν οι «τσιλιαδόροι», που με καθησύχασαν λέγοντας ότι ο κλέφτης θα πιανόταν οπωσδήποτε. Ο ένας μάλιστα βάλθηκε να φωνάζει:

«Τον έπιασαν! Τον έπιασαν!».

Δεν ήταν αλήθεια. Ο κλέφτης, καβάλα στο ποδήλατο, με τη συνοδεία άλλων δυο τσιλιαδόρων, που έκαναν πως δήθεν τον κυνηγούσαν, έτρεχε προς το Κόρσο Βιτόριο Εμανουέλε. Εγώ εξακολούθησα να φωνάζω:

«Πιάστε τον! Κλέφτης! Πιάστε τον!».

Αλλά κανείς δεν τον έπιασε. Δυο τρεις ποδηλάτες (τσιλιαδόροι κι αυτοί) έκαναν πως τον καταδίωκαν. Έτσι ο κόσμος, ο ποταμός των περαστικών, άφησε την ομάδα των ποδηλατών να περάσει ελεύθερα. Εγώ φώναζα με όλη μου τη δύναμη. Ένας από τους συνενόχους, ή τους τσιλιαδόρους, βάλθηκε να κυνηγάει έναν άσχετο ποδηλάτη. Τον έφτασε. Τον ανάγκασε να σταματήσει και τον έφερε με τα πόδια προς το μέρος μου.

«Δικό σας είναι αυτό το ποδήλατο;» έκανε ο συνένοχος κλέφτης.

Το ποδήλατο δεν ήταν φυσικά το δικό μου. Δεν μπόρεσα όμως να ζητήσω τα στοιχεία του γιατί έκανε τον θιγμένο κι άρχισε να διαμαρτύρεται. Αναγκάστηκα κι εγώ να τον αφήσω να πάει στο καλό. Δεν θα τον είχα αφήσει όμως αν, κάπου εκεί κοντά, στο Κόρσο, είχα δει έναν αστυφύλακα ή κανέναν της δημοτικής αστυνομίας. Πού να βρεθεί όμως όργανο της τάξης τούτες τις φοβερές μέρες της αναρχίας; Ορισμένοι απ’ αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί με συμβούλεψαν ν’ απευθυνθώ στο αστυνομικό τμήμα του… Αυτοί ήταν ή πολύ αγαθοί ή επίσης κλέφτες γιατί εγώ τουλάχιστον από τη μεριά μου ξέρω καλά ότι εδώ και αρκετό καιρό, έναν χρόνο και παραπάνω, είναι μάταιο να καταφεύγεις στην αστυνομία κι εντελώς άσκοπη απώλεια χρόνου να υποβάλεις οποιαδήποτε μήνυση. Σκέτη ματαιοπονία. Και θα πρέπει να κάνεις τον σταυρό σου, αν στο τέλος οι αστυνομικοί δεν σε πάρουν στο ψιλό ή δεν σε βγάλουν τρελό. Όσο για τη βοήθεια που τους ζητάς, για να πιαστεί ο κλέφτης, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, το καθήκον τους, να τι σου απαντούν:

«Από κλέφτες άλλο τίποτα. Οι φυλακές Ρετζίνα Κοέλι είναι γεμάτες. Τι θέλετε να κάνουμε κι εμείς; Βρείτε τρόπο μόνος σας».

Ή σου λένε: «Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας. Αφήστε μας το τηλέφωνό σας…».

Διαβάστε περισσότερα
Αναγνώσεις

Στέλλα Βλαχογιάννη, «Ο μάγος στη στροφή»

Κλασικός-Έλλην-άντρας. Σιχαινόταν τις δουλειές του σπιτιού και σαν να μην έφτανε αυτό κατέβαλλε το μέγιστο δυνατό ποσοστό στην ακαταστασία του χώρου. Κάτι που έβγαζε την Κατίνα από τα ρούχα της αλλά …καμωνότανε, καθώς έλεγε, για να μη γίνεται συνέχεια καβγάς. Για θρησκεία δεν συζητάμε. Το Μεγάλο Σάββατο στην Ανάσταση. άντε και σε κανένα γάμο καμιά κηδεία γνωστού-συγγενούς ή φίλου. Και πάλι έξω καθότανε και έκανε τσιγάρα.
Μόνο κάθε Δεκέμβριο γινόταν άλλος άνθρωπος. Αρχές αρχές του μήνα επέστρεφε νωρίς στο σπίτι κρύβοντας πίσω από το αρκετά ψηλό μπόι του το μεγάλο κουτί. Κάθε χρονιά, κι άλλο κουτί. Κάθε χρονιά, κι άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ποτέ δύο φορές το ίδιο. Δεν ήταν πλούσιος. Βενζινάς ήτανε, αντιπρόσωπος της Σέλ. Η οποία Σελ μπορεί στη Νιγηρία να τα έκανε ρημαδιό, αλλααά, με τους συνεργάτες της ήτανε κυρία. Κάθε χρόνο τους έστελνε δώρο ένα δέντρο από τα πιο σύγχρονα. Πότε μ’ εκείνα τα χαζά κλαδιά που έπρεπε να τα ανοίγεις δυο ώρες -και πάλι ατσούμπαλο ήτανε, και πότε με τα εξελιγμένα. Τα σπαστά. Ένα κουτί τίγκα στο πλαστικό: πλαστικός κορμός-πλαστικά κλαδιά, σε μια ζωή που αγκομαχούσε να μην πλαστικοποιηθεί και η ίδια. Πάντως αυτά τα δεύτερα, τα σπαστά, από πείρα το λέω, είναι πιο εύχρηστα. Τα συναρμολογείς γρήγορα και ξεμπερδεύεις.
Νάτος λοιπόν πάλι με το σπάνιο γέλιο και το μεγάλο κουτί πίσω από την πλάτη, χεσμένος από τη χαρά του, γιατί φέτος σπίτι είναι και η μικρή, η βαφτιστήρα του και αυριανή του κόρη – αυτό, τότε δεν το ήξερε κανένας ακόμα.
Μπαίνει, πετάει σακάκι παπούτσια όπου βρει, πετάει από την τραπεζαρία καρέκλες και τραπεζάκια, επίσης όπου βρει, και φτιάχνει χώρο για το δέντρο. Η μικρή τον κοιτάζει όλο θαυμασμό και εκείνος κάνοντας κάτι ταχυδακτυλουργικά της συμφοράς, αλά ούνε αλά ντούε αλά τρέ, ανοίγει όλος καμάρι το κουτί και εμφανίζει το τεμαχισμένο κουφάρι ενός ψεύτικου δέντρου.
Εν τούτοις το φόρτε του δεν ήταν αυτό. Ήταν το στόλισμα. Ναι το στόλισμα: Αυτός ένας μακρονησιωτης όνομα και πράγμα άθεος και ασυγχώρητος, στρωνόταν στη δουλειά να φτιάξει το σύμβολον της εορτής.
Διαβάστε περισσότερα