`

Εκπαίδευση για τον ελεύθερο χρόνο

Σήμερα θα σκοτώσω κάτι. Ο,τιδήποτε.
Αρκετά αγνοήθηκα και σήμερα
θα το παίξω Θεός. Είναι μια συνηθισμένη μέρα,
μια απόχρωση του γκρι με βαρεμάρα ανακατώνονται στους δρόμους.
Λιώνω μια μύγα στο παράθυρο με τον αντίχειρά μου.
Το κάναμε αυτό στο σχολείο. Σαίξπηρ. Ήταν σε
μια άλλη γλώσσα και τώρα η μύγα είναι σε μια άλλη
γλώσσα.
Εκπνέω ταλέντο στο τζάμι για να γράψω τʼ όνομά μου.
Είμαι μία ιδιοφυία. Θα μπορούσα να γίνω στʼ αλήθεια ο,τιδήποτε,
έστω και με μισή ευκαιρία. Όμως σήμερα θα αλλάξω τον κόσμο.
Τον κόσμο του κάτι. Η γάτα με αποφεύγει. Η γάτα
ξέρει ότι είμαι μία ιδιοφυία, και κρύφτηκε.
Χύνω το χρυσόψαρο στον καμπινέ. Τραβάω καζανάκι.
Βλέπω ότι αυτό είναι καλό. Το παπαγαλάκι πανικοβάλλεται.
Κάθε δεκαπέντε μέρες, περπατώ δυο μίλια μέχρι την πόλη
για το επίδομα. Υπογράφω. Δεν εκτιμούν το αυτόγραφό μου.
Δεν έμεινε τίποτα να σκοτώσω. Τηλεφωνώ στο ράδιο
και λέω στον σπίκερ ότι μιλάει με έναν σούπερ-σταρ.
Μου το κλείνει. Παίρνω το κουζινομάχαιρο και βγαίνω.
Τα πεζοδρόμια αστράφτουν άξαφνα. Αγγίζω το χέρι σου.


Το ποίημα είναι από την πρώτη συλλογή της C.A.Duffy, “Standing Female Nude’, που εκδόθηκε στην Αγγλία το 1985. Γράφτηκε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της Μ. Θάτσερ. Ο τίτλος (Education for leisure) ήταν ένα σύνθημα των 80s, υπονοώντας την ματαιότητα της εκπαίδευσης αφού δεν εξασφάλιζε πλέον δουλειά στους νέους. Ο αφηγητής, χωρίς φύλο, χωρίς ηλικία, θα έλεγε κανείς εγκλωβισμένος στο παρόν, αγνοείται από ένα σύστημα που του έμαθε μεταξύ άλλων τους κλασικούς.Όμως η μόνη πρακτική χρήση των γνώσεών του, αφού εγκατέλειψε το σχολείο, είναι στο να ανασύρει από τη μνήμη του σκόρπια εδάφια, όπως αυτό από τον Βασιλιά Ληρ (ʽAs flies to wanton boys are we to thʼ gods. They kill us for their sportʼ), για να περνάει την ώρα του. Η ενέργεια και η δυναμική του καταποντίζονται μέσα του, χωρίς διέξοδο, όπως το χρυσόψαρο στη λεκάνη της τουαλέτας. Το αποτέλεσμα αντανακλάται στις ψυχολογικές διαταραχές και στην δολοφονική του διάθεση. Αν ως αναγνώστης τον αγνοήσεις, θα σε πιάσει κι εσένα απʼ το χέρι, απειλητικά, κραδαίνοντας το μαχαίρι. Το αστείο είναι, ότι το ποίημα αφαιρέθηκε από βρετανική σχολική ανθολογία ποίησης το 2008, επειδή η αρμόδια επιτροπή το θεώρησε βίαιο, εκφράζοντας φόβους αύξησης των εγκληματικών επιθέσεων με μαχαίρι!

Ξένος

Φαντάσου να ζεις σε μια ξένη, σκοτεινή πόλη για είκοσι χρόνια.
Υπάρχουν κάποιες ζοφερές κατοικίες στις ανατολικές συνοικίες
και μια απʼ αυτές είναι η δική σου. Με το που προσγειώνεσαι, ακούς
την ξενική σου προφορά νʼ αντηχεί κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Σκέφτεσαι
σε μια γλώσσα δική σου και μιλάς στη δική τους.
Έπειτα γράφεις στην πατρίδα. Η φωνή μέσα στο κεφάλι σου
υπαγορεύει το γράμμα σε μια τοπική διάλεκτο – πίσω απʼ αυτή
είναι ο ήχος των τραγουδιών της μητέρας σου,
τόσο καιρό πριν, και τώρα δεν ξέρεις
γιατί τα μάτια σου υγραίνονται και ποια είναι η λέξη για
αυτό.
Χρησιμοποιείς τις δημόσιες συγκοινωνίες. Κοιμάσαι. Δουλεύεις. Φαντάσου
ένα βράδυ
να βλέπεις ένα όνομα γραμμένο για σένα με κόκκινο σπρέι
πάνω σʼ έναν πέτρινο τοίχο. Ένα όνομα μίσους. Κόκκινο σαν το αίμα.
Χιονίζει στους δρόμους, κάτω απʼ τα φώτα νέον,
σαν να περνά αυτό το μέρος κομματιασμένο μπροστά απʼ τα μάτια σου.
Και στο ντελικατέσσεν, κάπου-κάπου, τα κέρματα
στην παλάμη σου απλά δεν μεταφράζονται. Άναρθρα,
γιατί αυτό δεν είναι το σπίτι σου, δείχνεις τα φρούτα. Φαντάσου
κάποιος σαν εσένα να λέει Εγκώ ντεν ξέρει τι ατοί άντρωποι εννοεί
ατοί σαν μόνο πάει κοιμηθεί και όνειρα δει. Φαντάσου το.

Δύο χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης της συλλογής, η Duffy επανέρχεται δυναμικά με το “Selling Manhattan’ (1987). Εδώ η ποιήτρια εξακολουθεί να καταπιάνεται με κοινωνικά ζητήματα με πιο δεμένο και, σίγουρα πιο φυσικά προσκλητικό για τον αναγνώστη, ύφος. Στο ποίημα «Ξένος» (Foreign), η ποιήτρια προσκαλεί με συνεχόμενες προστακτικές («φαντάσου») τον αναγνώστη να μπει για λίγο στη θέση του ξένου, του πρόσφυγα, του μετανάστη: τα ενσταντανέ της ζωής του είναι ξέχωρα στιγμιότυπα, κομματιασμένα, όπως η ταυτότητά του. Η νέα πόλη και όλα τα συνακόλουθα σημαινόμενά της, αν δούμε το ποίημα από την ανάποδη, είναι κι αυτή ξένη, για τον «ξένο»: εξίσου κομματιασμένη και στιγμιοτυπική δίνεται κι αυτή, μέσα από μερικές νιφάδες χιονιού, ή κάποιες ετοιμόρροπες κατοικίες. Η σκληρότητα και ψυχρότητα των εικόνων (τοίχος, νέον,χιόνι,αίμα)αποτυπώνει την ακαμψία των όσων διάκεινται ρατσιστικά προς το διαφορετικό. Μάλιστα, λέγετα ότι η παρομοίωση που χρησιμοποιεί η ποιήτρια στην 3η στροφή (κόκκινο σαν το αίμα), αντηχεί τον διαβόητο λόγο του συντηρητικού πολιτικού Enoch Powell, ο οποίος, στις 20-4-1968 προειδοποιούσε ότι τα αυξημένα κύματα μετανάστευσης στην Αγγλία θα προκαλούσαν έναν «ποταμό αίματος»… Το ζήτημα της γλώσσας διατρέχει το ποίημα από την αρχή και προσφέρει το πιο ζωντανό όχημα για να εντυπώσει στον αναγνώστη, κλείνοντας, η ποιήτρια, την αίσθηση της μοναξιάς, όταν η επικοινωνία,η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, είναι αδύνατα.

Ποιητής για τους Καιρούς Μας

Γράφω, φίλε μου, τους τίτλους μιας Εφημερίδας Καθημερινής.
Είναι απλά ένα ταλέντο με τʼ οποίο γεννιέται κανείς.
Δεν χρειάζεται να είσαι κανένας εκπαιδευτικός,
μόνο βρόντηξε τις λέξεις σα να ουρλιάζουν Πανικός!
ΝΤΑΗΛΙΚΙ, ΡΟΥΣΦΕΤΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ! ΜΑΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΗ ΔΡΑΧΜΗ
Γεια μας. Το θέμα είναι να τραβήξεις την προσοχή με μια μόνο φράση
τη στιγμή που προσπερνά των πελατών η ορδή με βιάση.
Έχω κάνει κάμποσα λάθη, ας το παραδεχτώ,
μα τα μπαλώνουν στο τυπογραφείο, σιγά, και τι μʼ αυτό.
ΜΙΑ ΝΤΟΥΖΙΝΑ ΛΕΤΣΟΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΑΜΠΑΡΕΤΖΟΥ
ΣΕ ΓΚΑΛΑ ΤΗΛΕΠΕΡΣΟΝΑ ΜΕ ΦΩ-ΜΠΙΖΟΥ
Γουστάρω στην ιδέα ότι είμαι ενός είδους ποιητής
για τους καιρούς μας. Εγώ κερνάω. Δεν ξέρω αν με εννοείς;
Έχω ένα ιδιαίτερο ταλέντο και το εξασκώ
σε πιασάρικα χάι-κου για τον πρωθυπουργό.
ΑΠΟΧΕΡΑΙΤΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙΣ: ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΒΟΥΝ ΦΩΤΙΕΣ
«ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ» Η ΕΛΛΑΔΑ – ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Βέβαια, τη σήμερον ημέρα, δύσκολο να τρομοκρατήσεις
όπως πριν κάποια χρόνια που ήταν θρίλερ οι ειδήσεις.
Και τι δεν θα ʽδινα, αδελφέ μου, να πάρω εγώ τα πρωτεία
μʼ έναν τίτλο για του Τιτανικού την τραγωδία.
ΔΙΠΛΟΜΑΤΗΣ ΜΕ ΟΥΚΡΑΝΗ ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΒΑΝΔΗ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Ή ΚΑΡΙΕΡΑ;
Και, ναι, έχω ένα όνειρο – ε, εσύ! πιάσε άλλο ένα κρασί –
πως τα παιδιά θα ξέρουνε τους τίτλους μου φαρσί.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΡΟΪΔΙΑ ΜΕ ΔΟΣΗ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΣΕ ΓΙΩΤ ΟΡΓΙΩΝ: ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ
Τα ποιήματα της δεκαετίας… ΜΙΕSENS! Φιλεleft Αυταπάτη!
Τέχνη, παιδί μου! Πιο καλή κι από το πιο γαμώ κρεβάτι.

Το ποίημα «Ποιητής για τους Καιρούς Μας» (¨Poet for Our Times¨) είναι από την 3η συλλογή της ποιήτριας, με τίτλο “The Other Country’, που κυκλοφόρησε το 1990. Εδώ καταλαβαίνουμε πλέον πως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Daisy Goodwin σε κριτική της για την Sunday Times, «Δε μπορεί κανείς να κατατάξει την ποίηση της Duffy ως ερωτική ή σατιρική ή πολιτική, γιατί είναι όλααυτά μαζί, αλλά και πολλά περισσότερα». Ξανά με μονόλογο, ο ήρωας του ποιήματος, έναςδημοσιογραφίσκος που γράφει τους τίτλους για τα πρωτοσέλιδα των tabloids, μισομεθυσμένος,αποκαλύπτει το πως βλέπει τον εαυτό του και τη δουλειά του, θεωρώντας τέχνη την χρήση των λέξεων για κερδοσκοπία (με τίτλους που βρίθουν από στιγμιαίους εντυπωσιασμούς χωρίς ουσία και ίσως χωρίς αλήθεια, και συναισθηματισμούς) – και μάλιστα τέχνη άξια για να διδαχτεί στα παιδιά. Αντίθετα η Duffy, μέσα απʼ την ίδια την ποίησή της δείχνει ποια είναι η αληθινή τέχνη γυμνή, χωρίς κανέναν συναισθηματισμό, με απλές λέξεις, καθημερινές, που όμως κρύβουν αλήθειες, βαθειά νοήματα και τροφή για σκέψη. Να σημειωθεί ότι οι τίτλοι που με έπαρση απαγγέλλει ο ήρωας μας σε κάθε στροφή, είναι (όχι άσκοπα…) αληθινοί τίτλοι Βρετανικών εφημερίδων, της δεκαετίας του 80ʼ, ελάχιστα παραλλαγμένοι από την Duffy για τις ανάγκες του μέτρου και της ρίμας. Στην παρούσα απόδοση χρησιμοποιήθηκαν ως επί το πλείστον σύγχρονοι, αληθινοί τίτλοι ελληνικών εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας, πάλι με κάποιες απαραίτητες παραλλαγές.

Μικρό Γυναικείο Κρανίο

Με κάποια έκπληξη, ισορροπώ το μικρό γυναικείο κρανίο μου
μέσα στα χέρια μου.
Με τι μοιάζει; με οκαρίνα; Φυσάω στο μάτι του.
Δε μπορεί να κλάψει, κρατάει την ανάσα μου μόνο για όσο εκπνέω,
κάπως ανήσυχη τώρα, μέσα στην τρύπα που ήταν κάποτε η μύτη,
κολλώ το αυτί μου στο πλατύ χαμόγελό του. Ένας στεναγμός που εξατμίζεται.
Για κάποια ώρα, κάθομαι στο καπάκι της τουαλέτας με το κεφάλι μου
μέσα στα χέρια μου, σοκαρισμένη. Το αισθάνομαι πολύ πιο ελαφρύ απʼ όσο
νόμιζα –
το βάρος μιας τράπουλας, μιας μικρής ποιητικής συλλογής,
αλλά και με κάτι άλλο, σα να μπορούσε να αιωρηθεί.
Αποκρουστικό.
Άρα γιατί φιλάω το φρύδι του, με τα ζεστά μου χείλη στο
αδύναμο οστό του
και το πηγαίνω στον καθρέφτη να ζητήσει ένα μουκάλι μύρα;
Το ξεπλένω κάτω απʼ τη βρύση, χαζεύω τη σκόνη να κυλά μακριά, όπως η άμμος
από ένα σκουφάκι κολύμβησης, μετά το στεγνώνω – νεογνό – απαλά
με μια πετσέτα. Βλέπω την ουλή στο σημείο που έπεσα μόνο και μόνο για έρωτα
από προδοτικά σκαλιά, και είναι σα να διαβάζω εκείνη την μέρα συντριβής
σε γραφή Braille.
Έρως, ψιθυρίζω στο κρανίο μου, και μετά, δυνατότερα, άλλες
μεγαλόπρεπες λέξεις,
φωνάζω τα κούφια ουσιαστικά μέσα σʼ ένα δωμάτιο με άσπρα πλακάκια.
Κάτω θα νομίζουν ότι έχασα το μυαλό μου. Όχι.
Απλώς κλαίω
μέσα σʼ αυτές εδώ τις δύο τρύπες, ή χασκογελάω
με το γελοίο της υπόθεσης, από δω
μια φίλη μου. Βλέπεις; κρατώ το πρόσωπό της σε τρεμάμενα,
παθιασμένα χέρια.

1993. Η Duffy δημοσιεύει την συλλογή “Mean Time”, επιβεβαιώνοντας, όπως έγραψε τότε και ο E.Boland της Independent on Sunday, ότι είναι «ένα από τα πιο φρέσκα και γενναία ταλέντα που αναδείχτηκαν ποτέ στη Βρετανική – ή μάλλον στην παγκόσμια – ποίηση». Το ποίημα «Μικρό Γυναικείο Κρανίο» (“Small Female Skull”) περιγράφει πρωτοπρόσωπα μια εμπειρία, όπως συνηθίζει η ποιήτρια, με την οποία ο καθείς θα μπορούσε να ταυτιστεί: η επώδυνη αίσθηση ενός hangover. Η ηρωίδα, μετά από ένα δυνατό μεθύσι, μετά από μια συντριπτική ερωτική απογοήτευση, κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας κρατώντας το κεφάλι της στα χέρια. Το κεφάλι αδειάζει και γίνεται κρανίο, γίνεται ο «άλλος» και ο «εαυτός» μαζί. Ένα ζωντανό memento mori που, κυριολεκτικά, κρατά την ανάσα ζωντανή μόνο για όσο αναπνέει κανείς. Όπως γνωστοί άντρες ήρωες (από τον Άμλετ μέχρι τον σκεπτόμενο του Rodin) η ηρωίδα κρατά το γυναικείο της κρανίο, αναλογιζόμενη τα όρια μεταξύ ζωής, έρωτα και θανάτου, μεταξύ τραγικού και κωμικού, λογικής και τρέλας: την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

`

Η Κάρολ Άνν Ντάφυ γεννήθηκε το 1955 στη Γλασκόβη και από το 1996 ζει στο Μάντσεστερ, όπου διδάσκει σύγχρονη ποίηση και δημιουργική γραφή στο Manchester Metropolitan University. Από εργατική οικογένεια, ανοιχτά ομοφυλόφιλη και ανύπαντρη μητέρα. Η γραφή της επικεντρώνεται στον έρωτα και την κοινωνία. Το 2009 της απονεμήθηκε η ύψιστη λογοτεχνική διάκριση της Βρετανίας (Poet Laureate), σπάζοντας έτσι μία παράδοση κατά την οποία η διάκριση αυτή του “δαφνοστεφούς ποιητή’ αποδιδόταν μόνο σε άντρες ποιητές. Το αφιέρωμα αυτό καλύπτει την πρώτη δεκαετία της ποιητικής της παρουσίας.