
Robert Jentzsch (1890-1918)
Οι αιχμάλωτοι
Δε το γλιτώσαμε το στενό κελί.
Μέσα του τριγυρνάμε σαν τα κτήνη.
Ο χρόνος πέφτει αργά στον τάφο-δίνη…
Τρίζει η σανίδα και σωπαίνει το χαλί.
Αλίμονο! Ήδη το δειλινό με χτυπητά πινέλα
βάφει ο ορίζοντας! – πίσω απ’ το τζάμι, μακριά…
Εκεί το μίσος μας ξεχειλίζει, ακόμα μια φορά,
μετά μας ρίχνει στη σκιά, στο θάνατο, στην τρέλα.
**
Ο γίγαντας
Τις θάλασσες ήπια, οι θάλασσες είν’ άδειες.
Κανένας ποταμός απ’ τα βουνά δε θα τις γεμίσει.
Οι λαοί, που φιλικά γύρω μου συρρέουν,
πώς τώρα το αίμα τους στα πόδια μου πήζει.
Σύννεφα, που βαθιά και ψηλά πετούν, άρπαξα,
τα έστιψα, δροσιά για τα ξεραμένα χείλη.
Να μπορούσα να τραβήξω τ’ αστέρια απ’ την πρίζα,
απ΄τις απόκοσμα απειλητικές τους ασπίδες.
Τι ωφελεί η κραυγή μου, την ηχώ της τίποτα δεν ακολουθεί,
το κεφάλι σαν κουνάω, που οι μπούκλες κρέμονται οχιές.
Στον τρομαγμένο αιθέρα, μόνος σύντροφός μου η νύχτα
– μα είναι ρηχή η νύχτα και την ψυχή απ’ το σώμα μου ρουφάει.
Κι η βουερή μέρα, που υπόκωφα το μέτωπο μου βαράει.
**
Οι άνθρωποι ζούνε
Οι άνθρωποι ζούνε, μα πολλοί δάκρυα χύνουν.
Κι οι τοίχοι στέκουν, μα όλο και κάποιος καταρρέει.
Ψηλά τ’ αστέρια λάμψη διαπεραστική αφήνουν
και κάθε δρόμος είναι μοναχικός και καίει.
Οι λάμπες πέφτουν στην κάμαρα τη βραδινή.
Στον τοίχο ορμάει ακανόνιστη σκιά.
Διαλυμένοι κόσμοι μας χτυπάνε τη σκεπή:
Το σπίτι σωριάζεται απ’ του αίματός μας την πυρκαγιά.
***********************************************************************************
Ernst Wilhelm Lotz (1890-1814)
Ο αιωρούμενος
Η νιότη μου με τριγυρνά σαν ύπνος.
Λόχμη, ραντισμένη φως. Μια αστραφτερή λίμνη.
Κι επάνω να φυσούν τα σύννεφα, τ’ ανάλαφρα, τα διστακτικά.
Παίζοντας, βρίσκομαι και χάνομαι στους παλιούς δρόμους,
και μέσ’ στους καπνούς απ’ τα νεκρά παράθυρα στις ταβέρνες,
με μένα γελάει η υπόκωφη αγωνία με σπασμούς.
Τότε σηκώνω τ’ αστεία μικρά μου χέρια
κι απλώνω ένα πέπλο από μουσική
που σβήνει γύρω μου πολύ γλυκά και κουρασμένα.
Τα βήματά μου μ’ οδηγούν στο πάρκο.
Το βράδυ μεθυσμένο. Τα ζευγάρια, στο σκοτάδι, βαθιά, να λάμπουν,
βογγητά, αδέσποτα στο αίμα, μπρος στο μαρτύριο του Μάη.
Μετά τινάζω τ’ απαλά μαλλιά μου στον αέρα
και κόκκινες ευωδιές απ’ ώριμα όνειρα καλοκαιρινά
τριγυρίζουν τ’ αλαφρά μου βήματα.
Χλωμό παγώνει ένα παραθύρι, μισάνοιχτο στ’ αγιάζι,
έξω κραυγή και κλάμα δυνατό, τραγουδούν
για έναν νεκρό στο σκοτεινό του το ταξίδι.
Κλείνω τα μάτια, βλέφαρα βαριά,
και βλέπω πράσινα του νότου εδάφη
και ορίζοντες τρυφερά απόμακρους για τ’ όνειρο.
Ένα φωτεινό καφενείο, γεμάτο φωνές
γεμάτο χειρονομίες, αδειάζει, σκορπίζεται.
Σε γυμνά τραπέζια κάθονται οι φίλοι μου.
Λόγια λαμπερά λένε στο φως.
Κι ο καθένας μιλάει για τον εαυτό του, το λέει ξεκάθαρα,
κι όλοι τραγουδούν βαριά, σε μια μπάσα χορωδία:
Τρεις λέξεις που δε θα καταλάβω ποτέ,
που’ναι μεγάλες, γεμάτες ορμή και απορία,
οι σκοτεινές τρεις: Πείνα, Αγάπη, Θάνατος.
**
Κι ωραία στίγματα αρπακτικών
Εσύ είσαι λοιπόν;
Τεράστια απ’ το νυχτερινό σύμπαν, που’ναι καθρέφτης,
η μεγενθυμένη σου εικόνα απλώνεται μεσ’ στην ψυχή μου.
Τ’ αστέρια διασχίζουν παίζοντας άρπα το στήθος σου.
Μα εσύ….
Λάμπεις, ίσως νοσταλγικά, στο λευκό πουπουλένιο κρεβάτι.
Τ’ όνειρο βυθισμένο, βαρύ στην αγκαλιά σου.
Ή ένας νεαρός εραστής
ακολουθεί απαλά , σχεδιάζοντας με το δάχτυλο,
του σφριγηλούς κύκλους, που’χεις στα στήθια.
Ζεματάτε.
Κι ωραία στίγματα αρπακτικών στολίζουνε τις ράχες σας.
**
Ανάβω το φως του γκαζιού
Ανάβω το φως του γκαζιού.
Στους τέσσερις τοίχους του δωματίου η έκπληξη αναπηδά.
Αισθάνομαι αδύνατος καθώς στέκομαι στη μέση,
σε τσέπη μικρή το κάθε χέρι πασχίζειν να χωρέσει,
και πρέπει να τα βλέπω όλ’ αυτά:
Οι τοίχοι φουσκώνουν, διογκώνονται απ’ το βουητό,
οι πλάκες των δασκάλων της χιλιετίας βρυχώνται,
από πνεύματα του αληλούϊα σκέψεις μουσικές τραβιώνται!
Να επιπλέει εκεί μέσα βλέπω τον εαυτό μου μικρό,
με μικροσκοπικά βογγητά και σπασμούς,
σε τέτοιους κυματιστούς τόνους μπροστά, ορμητικούς
και τέτοια παλλόμενη, νικηφόρα νεφελοαμάχη.
Θεέ, έργα τόσο επιτακτικά!
Μια λεπτή πινελιά τυφλά με σκορπίζει,
με άνεμο δυνατό και δύναμη ανέμελη, που ξεγελά!
Το στήθος μου επαναστατεί γι’ αυτή την ύπαρξη τη βοερή.
Βαθιά τον αέρα των τοίχων αναπνέω
– αυτή η πλημμύρα, η λάμψη αυτή –
βήχοντας και φτύνοντας την εκπνέω:
Αίμα, αίμα!
Και βυθίζομαι σε νύχτες από πάγο ποτισμένες
και ξέρω ο θάνατος από κάτω τα χέρια απλώνει,
αλλά ένα ποδοβολητό από πάνω μου σιμώνει
από οπλές και σώματα και δυνάμεις στον ήλιο λουσμένες.
************************************************************************
Ο Ρόμπερτ Γεντς γεννήθηκε στο Königsberg, το 1890 και ήταν καταξιωμένος τόσο σαν ποιητής, όσο και σαν μαθηματικός. Ο πατέρας του ήταν γνωστός γεωλόγος, η μητέρα του ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ήταν βασικό μέλος του κύκλου Der Neue Club. Σύντομα όμως άρχισε να απομακρύνεται από τους εξπρεσιονιστικούς τρόπους, πλησιάζοντας τον Stefan George. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Βερολίνο, άρχισε να διδάσκει σαν λέκτορας, αλλά πολύ σύντομα κατατάχτηκε και στάλθηκε στη Γαλλία, όπου και σκοτώθηκε στη μάχη του Cambrai το 1918. Εκτός από δημοσιεύσεις σε περιοδικά, μεγάλο μέρος του έργου του σώζεται στην αλληλογραφία του από το μέτωπο.
Ο Ερνστ Βίλχελμ Λοτς γεννήθηκε το 1890 στο Culm an der Weichsel, στη δυτική Πρωσσία. Το 1906 βρέθηκε στη Στρατιωτική Ακαδημία στο Βερολίνο και υπηρέτησε σαν αξιωματικός μέχρι το 1911, κυρίως στο Στρασβούργο. Μετέφρασε Rimbaud και Verlaine. Με την κύρηξη του πολέμου κατατάχτηκε εθελοντικά στο στρατό, γυρνώντας στο παλιό του πόστο στο Στρασβούργο. Σκοτώθηκε πολύ νωρίς, το Σεπτέμβριο του 1914, όπως και ο Alfred Lichtenstein. Το 1913 ο Alfred Richard Meyer εξέδωσε μια μικρή συλλογή ποιημάτων του: «Κι ωραία στίγματα αρπακτικών». Το 1955 εκδόθηκαν κάποια πεζά και η αλληλογραφία του απ’ το μέτωπο. Σ’ ένα από τα ποιήματά του αποκρυσταλλώνει το Zeitgeist της προπολεμικής νεολαίας:
«Πράγματα που δεν ξέρουμε καν, εμείς νοσταλγούμε.
Νέοι είμαστε πολύ. Και για ζωή έχουμε πεινάσει.
Λάμπουμε ήρεμα. Κι όμως μπορεί και να καούμε.
Ψάχνουμε πάντα γι’ αέρα, που τις φλόγες μας θα λαμπαδιάσει.