
ΕΛΕΓΕΙΟ
Φανταστείτε ένα δέντρο με τα κλαδιά του προς τα μέσα,
πνιγμένο από την ίδια του την ανέφικτη κορυφή
που αιχμάλωτο φέρει- ακυρώνοντάς του-
τον καρπό τον άλουστο απ’ τον ίσκιο του.
Αυτό είμαι εγώ. Η μοναξιά δίχως χέρια.
Μια θάλασσα που, ξυπνώντας, είναι κιόλας αμμουδιά,
πεθαίνοντας απλά κάτω από την ίδια κραυγή
που φαντάστηκε ότι αφήνει μες στους κυματισμούς της.
Εγώ ερχόμουν
για να ‘μαι ρίζα ν’ ανέβει στο όνειρο,
για να ‘μαι σκοτεινιά να μοιράζομαι
στο γαλήνιο βασίλειο των ονείρων μου.
Ανέβαινα και βρήκα αυτόν τον θάνατο
του να μην είμαι άλλο από το δέντρο που έγκλειστη
κουβάλαγε την απραγματοποίητη Άνοιξη του,
την ανώφελη θαλερότητα των ανέφικτων κλαδιών του
που δεν θ´ αντικρίσουνε τ’ αστέρια ποτέ.
Αυτό είμαι και τίποτα άλλο. Ρίζα γυμνή.
Ένα ταξίδι που νόμιζε πως κινούταν
προς τη διάφανη πυρά του ρόδου
κι έμεινε στην απαρχή της, τη στάχτη,
πιο πολύ από ποτέ στο φυτό
από τότε που πίστεψε ότι θ’ ανέβει
την αγγελική κλίμακα.
Κι αισθάνομαι αυτό που αισθάνεται ένα όνειρο
όταν πάει ν’ ανθίσει και παρασυρμένο είναι
από τα ίδια τα μάτια που τ’ ονειρεύονται.
Είμαι αυτή που τίποτα δεν κατείχε. Η σκοτεινή
απελπισμένη μοναξιά η φριχτή
που ποτέ δεν γνώρισε τα ίδια τα χέρια της
ούτε τα ξεχείλισε με κλάματα ή με γλυκύτητα.
Που δεν πιστεύει στη φωνή της που ακούγεται,
αφού δεν είναι δική μου φωνή… Κι ετούτο το ποίημα
δεν καν ένα κλαδί… Δεν είναι καν
μια υποψία της κρυφής μου σκιάς.
Που απλά έμεινε εδώ με τον ίδιο τρόπο
που μένει κάποιες φορές στην όχθη της θάλασσας
-μαρτυρία θανάτου κι εγκατάλειψης-
ο φωτεινός σκελετός ενός μαργαριταριού.
***
ΟΠΩΣ Σ’ ΕΝΑΝ ΠΕΘΑΜΕΝΟ ΑΠΟ ΔΙΨΑ
Μιλώ σαν κάποιος που μιλά
ενώπιον του ξοδεμένου εαυτού του.
Ήδη κάτι από τον θάνατό μου βρίσκεται τώρα εδώ.
Πλέον δεν μου ανήκει
η φωνή που τραγουδάει στις πλάτες μου
και ο ολοκάθαρος μανδύας μου έρχεται
να χωθεί κάτω από το πέλμα μου
γιατί πηγαίνει η μνήμη μου μέσ’ απ’ το χιόνι του.
Αληθές είναι πως φλόγα υπήρξα, ιδιαιτέρως μάχιμη
μες σ’ ενάντιους άνεμους
και δεν ξέρω ποιος μ’ έχει σβήσει από όλους .
Όμως αστήριχτη είμαι. Και παρόλο που με πονά
το μέρος που κατοικούσε
τόσο γλυκιά σκοτεινά, πάω προβάλλοντας,
ήδη ένα βήμα μπροστά,
από την πολιορκία του ίσκιου μου.
Όταν σκύβω να μαζέψω τ’ όνομά μου
όνομα μοναξιάς, ζοφερό σκήπτρο
και άγαμο στέμμα,
ξέρω πως ρίχνω τις δάφνες του σ’ έναν νεκρό
και τυλίγομαι με το ανείδωτο άνθος ,
πως σε άλλη μιλώ μέσα σ’ αυτές τις φωνές,
Πεθαμένη την έχω μέσα στα χέρια μου,
το πιο βαθύ μου, το πιο αξιαγάπητο θύμα μου.
Μ’ εγκαταλείπω σαν έναν πεθαμένο από δίψα.
Εδώ μ’ αφήνω. Και ήδη με κοιτώ χωρίς τρυφερότητα.
Στο σπίτι όπου αγάπησα.
Στο βλέμμα, αντικειμένου, σκοτεινό και εξαπατημένο.
Στις γιρλάντες της σβησμένης γιορτής.
Σ΄ όλα όσα δεν έχουν κατέβει
από το ψηλότερό μου κλαδί,
από τα μυστικά και γυμνά νερά.
**
ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΛΕΩ ΑΓΑΠΗ
Όταν εγώ λέω αγάπη
ταυτίζω
μια μόνο φτωχή εικόνα στηριγμένη
σε κίβδηλες γκριμάτσες,
γιατί η αγάπη μού ήταν άγνωστη.
Όταν εγώ λέω αγάπη
μόνο επινοώ
εσένα, που ποτέ δεν υπήρξες.
Κι όταν λέω αγάπη
ανοίγω τα μάτια
και ξέρω πως βρίσκομαι μέσα
στα άδεια μου χέρια.
Όταν εγώ λέω αγάπη
μόνο επαληθεύω
μια αζευγάρωτη παρουσία
όπως το μαξιλάρι μου.
Όταν εγώ λέω αγάπη
λησμονώ ονόματα
και ξεδιπλώνω κενά κι αποστάσεις.
Όταν εγώ λέω αγάπη
σε μία αίθουσα
γεμάτη ασήμαντα πρόσωπα
και σκοτεινές πατημασιές στο χαλί.
Όταν εγώ λέω αγάπη
μεγαλώνει η νύχτα
και τα χέρια μου βρίσκουν
για τη διπλή και παρατεταμένη πείνα τους
το φτωχό μου το πρόσωπο μόνο
επαναλαμβανόμενο από τόσες γωνιές.
Όταν εγώ λέω αγάπη
όλα απομακρύνονται
και παραβιάζουν τ’ όνομά μου και τα μαλλιά μου
και τα αγέννητα βαθιά μου χάδια.
Όταν εγώ λέω αγάπη
σαν θύμα είμαι.
Εύθραυστη από υγεία.
Το χαλάζι και το ρόδο παράλληλα.
Το δίδυμο του δέντρου και το περαστικού.
Η δίψα και η φειδωλή ανακούφιση.
Εγώ είμαι η ίδια μου η αγάπη
και είμαι η λησμονιά μου.
Όταν εγώ λέω αγάπη
καταρρέει το ανέβασμα των φλεβών.
Επικρατεί ένα φθινόπωρο
από φυγές και από πτώσεις
όπου εγώ είμαι το κέντρο
ενός στερεώματος άδειου.
Όταν εγώ λέω αγάπη
ίχνη δεν έχω.
Γυμνή από μέλλον
και φτωχή από αντηχήσεις κι ονόματα.
Όταν εγώ λέω αγάπη
θεωρώ ανώφελη
του χεριού μου την παλάμη- που κυρτωμένη είναι –
κι απίστευτο
αυτό το κλωθογύρισμα
του ψαριού μέσα στη γυάλα του.
*******************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
H Margarita Michelena (ποιήτρια, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας), σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, επάγγελμα που αποτέλεσε κανάλι έκφρασης των έντονων πολιτικοκοινωνικών και φεμινιστικών της ανησυχιών, και έγραψε σενάρια για το ραδιόφωνο. Δημιούργησε τις εκδόσεις Editorial Ara, μέσα από τις οποίες υλοποίησε διάφορα εκδοτικά εγχειρήματα υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης, όπως την εφημερίδα Cotidiano, η πρώτη διεθνώς που είχε ιδρυθεί από γυναίκες και απευθυνόταν αποκλειστικά σε γυναίκες, ενώ υπήρξε βασικό στέλεχος του ραδιοφωνικού σταθμού Radio Femenina, που επίσης είχε δημιουργηθεί μόνο από γυναίκες. Υπηρέτησε στη Γραμματεία Δημόσιας Εκπαίδευσης της χώρας της, διευθύνοντας το λογοτεχνικό περιοδικό El libro y el pueblo, αλλά και ως διευθύντρια του Γραφείου Τύπου της Γραμματείας Τουρισμού. Είχε πλούσιο μεταφραστικό έργο, κι ανάμεσα στα έργα με τα οποία ασχολήθηκε συστηματικά ήταν κι αυτό του Charles Pierre Baudelaire. To ποιητικό της έργο, γνώρισε την αποδοχή μεγάλων δημιουργών της πατρίδας της. Ανάμεσά τους και ο Νομπελίστας ποιητής Octavio Paz (1914-1998), φίλος της και συμφοιτητής της από τα χρόνια των πανεπιστημιακών σπουδών, που αναφερόμενος στα ποιήματά της έχει πει ότι «είναι γερά φυτεμένα στη γη αλλά κινούμενα από μια μυστηριώδη θέληση για πέταγμα, βαρύτητα και μετεώριση». Η συμπατριώτισσά της, Elena Poniatowska (1932-), δημοσιογράφος και συγγραφέας, εξαίροντας τη συνεισφορά της στη δημοσιογραφία είχε δηλώσει: «Μακάρι να προσφερόταν στις νέες δημοσιογράφους του Μεξικό ακαδημαϊκές σπουδές σχετικά με τη δημιουργία εκδόσεων και μακάρι αυτή η έδρα να έφερε το όνομα της Margarita Michelena». Σύζυγος της ήταν ο Μεξικανός ζωγράφος Eduardo Cataño Whilhelmy (1910-1964)