Ένα έργο για την αναμέτρηση με το Κακό που κρύβεται στα βάθη της ανθρώπινης φύσης.

 

Υπάρχουν άνθρωποι –δρόμοι, άνθρωποι – συννεφιασμένοι ουρανοί, άνθρωποι – θάλασσες, άνθρωποι – σταυροδρόμια, άνθρωποι – κλειστά σύνορα, άνθρωποι –σκόρπια ερείπια εμπόλεμης ζώνης, άνθρωποι–πυξίδες σε σχιζοφρένεια, άνθρωποι –διαλυμένοι χάρτες, άνθρωποι –ξεθωριασμένες φωτογραφίες, άνθρωποι – αναμμένα καντήλια σε ξωκλήσι αλαργινό, άνθρωποι –κτίρια σε ανατίναξη από μια εσωτερική τρομοκρατική επίθεση, άνθρωποι – απάτητα βουνά, άνθρωποι –μάτια, άνθρωποι – καρδιά απ’ το κεφάλι ως τα πόδια , άνθρωποι – προσευχές , άνθρωποι – κατάρες , άνθρωποι – βυθισμένοι σταυροί για πάντα σε θολά νερά. Είναι αυτοί που ακούνε τον βουβό κυματισμό του ωκεανού, που καίγονται από το μέσα τους κάρβουνο, που κουβαλούν στις πλάτες τους σακιά και στην ψυχή τους τραύματα μιας προηγούμενης ζωής. Διαβάζουν και βάζουν υπότιτλους στις σιωπές των άλλων. Τις Κυριακές και τις γιορτές σηκώνεται φουρτούνα στα φυλλοκάρδια τους. Έχουν το ταβάνι τους για ουρανό και λίγα άστρα συντροφιά τους τις μαύρες νύχτες που το μέσα θεριό βρυχάται και θεριεύει. Η ζωή δεν τους χάρισε ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις κι αν τους τα χάρισε -για μια δυο στιγμές- αυτοί τους γύρισαν την πλάτη από φόβο μη μπουν σε αναμέτρηση με την τόση ομορφιά.   Είναι εκείνοι που η ανεμελιά κι η ευτυχία δεν είναι στο DNA τους. Έχουν τις μνήμες για πικρό προσκέφαλο. Πετάνε και προσγειώνονται στα όνειρά τους με δικά τους σχέδια πτήσης. Πιάνουν θέση στα πίσω καθίσματα. Τους αρκεί ένας γυρισμός που θα φωτίσει τον νυχτωμένο βίο τους. Κλέβουν καμιά φορά -με χέρια τρεμάμενα- στο ζύγι της ευτυχίας. Λένε ψέματα, βγάζουν από τη μέση ό,τι υψώνεται σαν ανθισμένο εμπόδιο στο δρόμο τους.  Βαπτίζονται αθώοι, κουβαλούν αμαρτίες, συνομιλούν με φαντάσματα , έχουν μακροχρόνια προϋπηρεσία στη θλίψη , στην ήττα και στη σιωπή. Δεν αγαπούν τις εκπλήξεις. Είναι μοναχικοί και μόνοι. Δεν ζητούν τίποτα απ’ τη ζωή τους γιατί βολεύτηκαν στην ελάχιστη σκιά της. Ζυγίζουν με το βλέμμα άγνωστους κορνιζωμένους και μαντεύουν τι θα έλεγαν τα σφραγισμένα τους χείλη.

Η κορυφαία πεζογράφος Ιωάννα Καρυστιάνη, δύο χρόνια μετά τα «Ψιλά γράμματα», επέστρεψε -σταθερά από τις εκδόσεις Καστανιώτη- με το νέο της μυθιστόρημα «Κορνιζωμένοι», καμωμένο με τα πανάκριβα υλικά της αφηγηματικής της τέχνης, της ενσυναίσθησής της, της οξείας παρατηρητικότητάς της, της αισθαντικής κι αλύπητα κοφτερής γραφής της, (γραφή σαν μαλακή άμμος με χιλιάδες σπασμένα κομμάτια γυαλί σ’ όλη της την έκταση) και της απαράμιλλης ικανότητάς της να δημιουργεί μια συνταρακτική γεωγραφία συναισθημάτων μέσα σε μια συνταρακτικά ρεαλιστική ανθρωπογεωγραφία. Η Καρυστιάνη επιλέγει για ήρωές της -σε όλο το σύνολο του πολυβραβευμένου της έργου- ανθρώπους συνηθισμένους, καθημερινούς, ερασιτέχνες της ζωής, χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.

Έτσι λοιπόν, στο «Κορνιζωμένοι», κεντρικός ήρωας είναι ο 53χρονος Στέλιος Σπούγιας, κάτοικος της επινοημένης πόλης Κρανιά, μιας μικρής φιλήσυχης πόλης κάπου στη Θεσσαλία. Ο Στέλιος είναι διαζευγμένος, -η αγαπημένη του σύζυγος, Χιονία, τον χώρισε για χάρη ενός ωτορινολαρυγγολόγου στη Θεσσαλονίκη τον οποίο παντρεύτηκε κι απ’ τον οποίο περιμένει παιδί, στα 46 της- ασκεί το επάγγελμα του κορνιζοποιού και μένει μαζί με τον 21 ετών γιο του, Χρόνη, φοιτητή του Παιδαγωγικού, ο οποίος διατηρεί μια παραμυθένια ερωτική σχέση με την επίσης 21 ετών συμφοιτήτριά του Κλέα. Ο Στέλιος Σπούγιας είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, ταπεινός, ευσυνείδητος που φέρει βαρέως το διαζύγιό του. Έχει λιγοστούς φίλους, -κάθε χρόνο του Αγίου Στυλιανού μαζεύονται στο σπίτι του και τον γιορτάζουν. Κατά τα άλλα, περνά τον περισσότερο χρόνο του στο μαγαζί του, το «Τέλειον», σιωπηλός -με το μυαλό σε διαρκή συνομιλία σπασμένων φρένων με το παρελθόν, τα πώς και τα γιατί- φτιάχνοντας κορνίζες, ζυγίζοντας με το βλέμμα τα βλέμματα των κορνιζωμένων του και βγάζοντας συμπεράσματα εκεί όπου αποτυπώνεται ο φθόνος, ο πόνος, η περιφρόνηση, το παράπονο. Κι έτσι όπως διαθέτει την εμπειρία ζυγίσματος των βλεμμάτων στις φωτογραφίες, έτσι ζυγίζει το βλέμμα και τις παύσεις του γιού του, Χρόνη.  Του νεαρού αγγελοπλασμένουΧρόνη, λαμπρού υποδείγματος γιού και ανθρώπου που όλη η πόλη αγαπά και καμαρώνει. Και φυσικά και ο Στέλιος τον αγαπά και τον καμαρώνει, με ένα θραύσμα ζήλειας γιατί ο γιος του είναι αυτό που εκείνος δεν έγινε. Μπροστά στον Χρόνη, ο Στέλιος νιώθει λίγος, μηδαμινός, δεύτερος, στεγνή γη χωρίς αναμονή βροχής. Ο Χρόνης είναι νέος, μορφωμένος, σε μια ιδανική σχέση με την Κλέα, κατενθουσιασμένος με το γεγονός ότι η μητέρα του θα του χαρίσει ένα αδερφάκι. Ο Χρόνης και η Κλέα έχουν μέλλον, όνειρα, φιλοδοξίες, ολόκληρους δρόμους ανοιχτούς μπροστά τους, τελειώνοντας τις σπουδές τους θέλουν να γίνουν δάσκαλοι και να προσφέρουν εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο στον τόπο. Και είναι ερωτευμένοι. Πολύ. Βαθύτατα .  Δεμένοι μεταξύ τους με μιαν αγάπη που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Με τα εβδομήντα χιλιάδες φιλιά τους, με ματιές ζεστές που θα ζωγράφιζαν αγιογραφία στο λεπτό, πλασμένοι ο ένας για την ψυχή και το σώμα του άλλου.

Ο Χρόνης: με μάτια ονειροπόλα, με μια καρδιά ανθό μυρωδάτο, με φωνή απαλή, ολόκληρος ένας έρωτας  που κινείται κι αφήνει χρώμα στο πέρασμά του,ένα πλάσμα δοτικό,με μυαλό και ψυχή μια περιουσία.  Πατέρας και γιος ζουν μαζί αρμονικά. Συχνά μένει στο σπίτι τους και η Κλέα, συχνά έρχονται στο σπίτι φίλοι του νεαρού ζευγαριού. Ο Στέλιος κάθεται στην παρέα τους αλλά δεν μπορεί να ακολουθήσει τις σκέψεις τους, τις γνώσεις τους, τα όνειρά τους που τρέχουν να βρουν πρόσφορο έδαφος να καρπίσουν.

Σε μια βραδινή τους βόλτα με το αυτοκίνητο πολλά χιλιόμετρα έξω απ’ την Κρανιά, σε ένα βραδινό μάθημα οδήγησης, με τον γιο οδηγό και τον πατέρα συνοδηγό, ο Χρόνης εξαφανίζεται. Δηλαδή δεν εξαφανίζεται. Δολοφονείται από τα  χέρια του ίδιου του του πατέρα. Κι εξαφανίζεται. Το τέλειο έγκλημα, σαν το «Τέλειον» του Σπούγια. Έγκλημα χωρίς ίχνη. Με τέχνη. Σαν κορνίζα φτιαγμένη με τέχνη. Κι όλο αυτό συμβαίνει στην εκατοστή σελίδα αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος. Στις υπόλοιπες 177 σελίδες, ο αναγνώστης γνωρίζει (ή σχεδόν) ενώ οι κεντρικοί χαρακτήρες – κάτοικοι της Κρανιάς αγνοούν, όπως και η Κλέα αγνοεί και βυθίζεται στο έρεβος της απουσίας του εξαφανισμένου αγαπημένου της.  Ακολουθούν έρευνες, ανακρίσεις, εικασίες, ερωτήματα κι ο καιρός περνά κι ο Χρόνης παραμένει άφαντος.   Ο Στέλιος είναι γονιός σε αγωνία -ένα ατσάλινο ρημάδι- , πάντα ευσυνείδητος και τραγικά ασυνείδητος, οσιομάρτυρας και δαίμονας, κουβαλάει το μυστικό του επτασφράγιστο μέσα του, κορνιζώνοντας τη συνείδησή του,γίνεται ένας αξιοθρήνητος και απεχθής κορνιζωμένος,αφήνοντας κορνίζες εκτεθειμένες στην αγκαλιά του τοίχου κι άλλες τις καταχωνιάζει στο πατάρι κάτω από τόνους ανομολόγητων τραυμάτων.

Οι «Κορνιζωμένοι» είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται από το 2015 ως το 2018,  με αλησμόνητους ολοζώντανους πρωταγωνιστές κι έναν μεγάλο θίασο δευτεραγωνιστών με ρόλους ισορροπημένα μοιρασμένους από την αρχή ως το τέλος. Είναι ένα μυθιστόρημα αριστουργηματικό με γραφή ελλειπτική, υπόκωφη, υπαινικτική, κοφτερή σαν καλοακονισμένο μαχαίρι, με μη γραμμική αφήγηση: συχνά η αφηγηματική ροή διακόπτεται από εμβόλιμες εικόνες του ομιχλώδους παρελθόντος του Στέλιου κι έτσι αχνοφαίνονται τραύματα, αποφάσεις, κίνητρα και σιωπές – σχοινιά .

Η ακριβή μας Ιωάννα Καρυστιάνη συνέθεσε ένα (ακόμα) διαπεραστικό και σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, υπόδειγμα γλωσσικής τεχνικής, ύφους, αρχιτεκτονικής, γλώσσας λυρικής, ασθματικής και αφηνιασμένης με απανωτές τσεκουριές. Ένα έργο για την αναμέτρηση με το Κακό που κρύβεται στα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Και, παράλληλα, συνέθεσε έναν τόπο και τους ανθρώπους του με ανατριχιαστική ακρίβεια αιχμαλωτίζοντας με την πένα της την λανθάνουσα βία και τα άγρια ένστικτα της χώρας και του κόσμου μας, και κάθε εξωτερική και εσωτερική λεπτομέρεια: την άσφαλτο, τη μυρωδιά της γης, των σωμάτων, της νύχτας, της ήττας, της ενοχής, τις χαράδρες, τις ρωγμές, τη φυλακή στα χείλη και στα μάτια, τα συναισθήματα που αγγίζουν ουρανό και ξαφνικά γκρεμοτσακίζονται, της σιωπής τ’ ανείπωτα και τα ειπωμένα, το καυτό κι επαναστατικό πένθος. Και προσφέρει μια μεγάλη στιγμή για την ελληνική πεζογραφία κι  ένα εισιτήριο για διαδρομή στον εφιάλτη, στο σκοτάδι και στον γκρεμό της παράνοιας.