
Η στήλη αυτή προτείνει επί 15ετία ποιητικές φωνές ακολουθώντας μια μεθοδολογία που ευρίσκεται στον αντίποδα του παραγοντισμού: ενδιαφέρεται μόνον και αποκλειστικά για το έργο, ούτως ειπείν, δεν της καίγεται καρφί για τις γνωριμίες αυτού που το παράγει, τη θέση του σε κύκλους ή εταιρείες, την οικονομική του κατάσταση, τα διαβάσματά του, τους ακαδημαϊκούς του τίτλους, τη διασύνδεσή του με έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά για τη λογοτεχνία. Είναι, λοιπόν, μεγάλη η χαρά της όταν οι φωνές που προτείνει αναγνωρίζονται έξω από αυτήν, όπως συνέβη φέτος με το «Φλοράλ» του Νίκου Σκούτα (ενδεικτικά δείτε εδώ) (βραβείο Λάμπρου Πορφύρα 2024 της Ακαδημίας Αθηνών) και τον «Μαγικό Οπτίλο» του Διονύσιου Χριστοφοράτου (δείτε εδώ) (βραβείο Γεωργίου Αθάνα 2024 της Ακαδημίας Αθηνών). Προφανώς δεν ευλογούμε τα γένια μας, νιώθουμε, όμως, περήφανοι για την Ακαδημία των Αθηνών, η οποία βραβεύει ανθρώπους που πολιτεύονται με τα ποιήματά τους όπως πρέπει, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, διατηρούμε την πίστη στο ηθικό ανάστημα και το προϊόν της μεθοδολογίας μας, συνεχίζοντας τις προτάσεις μας και για το 2024.
1. Νίκος Σκούτας, Φλοράλ, εκδόσεις Κέδρος
Καλλιεργητής της μικρής φόρμας, άνευ της παραμικρής συγγένειας με τον αξιότατο Λάσκαρη, καίτοι Πατρινός, ο Σκούτας παραδίδει διαχρονικά ποιήματα ομοιάζοντα με απεσταγμένους ανθούς. Σταθερός στο ύφος και την αρχιτεκτονική του αισθητική, σφριγηλός στις συλλήψεις του, έντονος στο συναίσθημά του, γνωρίζει πώς να απογειώνει τα ποιήματά του στην έξοδο.
Μη φοβάστε τις σκέψεις σας
αν σκέπτεστε τους φόβους σας.
Και οι σκιές φοβούνται
τις σκιές τους.
2. Τασούλα Τσιλιμένη, Η γυναίκα δένδρο, εκδόσεις ΑΩ
Ένα βιβλίο με κύριο θέμα την απουσία και την έλλειψη, μα και την κατανόηση της ζωής και του χρόνου μέσα από αυτές, διακρίνεται για την ευαισθησία του, την αποπνοή ειλικρίνειας και την ενδιαφέρουσα εικονοπλασία του. Ιδιαίτερα τα ερωτικά ποιήματα, μεταγγίζουν μια λεπτή μελαγχολία, η οποία συνιστά και το θεμέλιο της ιδιοφωνίας της ποιήτριας.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ ΟΡΓΑΝΑ
Να ζωγραφίζω νότες στο χαρτί δεν έμαθα ποτέ.
Ούτε και να τις τραγουδώ σε όργανα αερόφωνα,
με επιστόμια, οπές, κλειδιά ή πιστόνια.
Με την ανάσα μου στο σώμα σου
αρχέγονες δονήσεις μόνο
μπορώ να επιχειρώ,
ικανές να κάνουν θρύψαλα
πολύτιμους κρυστάλλους.
3. Σταύρος Σταμπόγλης, Σπείρες εξέλιξης ή προαγωγή πολέμου, Ιδιωτική έκδοση
Για τον Σταμπόγλη έχω αποπειραθεί να γράψω και στο παρελθόν˙ όμως δεν έγραψα. Ίσως με σταμάτησε ο γλωσσικός του μαξιμαλισμός, ίσως κάποια μοτίβα του που με επισκέπτονται ως υπερρεαλιστικά ή, ίσως, κάποιο ταπεινότερο κίνητρο, ότι διαλέγω υποσυνείδητα αμεσότερες (ή λιγότερο απαιτητικές) γραφές, αποστασιοποιούμενος ψυχολογικά από τους κατά συρροή παραδοξογράφους (στους οποίους δεν ανήκει, το τονίζω, ο Σταμπόγλης). Εν πάση περιπτώσει, ο κύριος Σταμπόγλης στοχάζεται μέσα από τους στίχους του, ξέρει να γράφει, υπηρετεί με συνέπεια την τέχνη του, δε φοβάται να πειραματιστεί, και τούτα είναι προσόντα αρκετά για να προτείνουμε τη γραφή του.
7η ΣΠΕΙΡΑ
Και πόσο θ’ αντέξουν ακόμα οι πόλεις, καθώς
τεμαχίζονται από διευκολύνσεις βιασμών.
Κι εγώ, ο ομοτράπεζος του απόδειπνου στο φιλήσυχο
Καταφύγιο, αυτή την ελαφράδα της λήθης
στις καψάλες του κόσμου, μοιάζω
με ημερήσιο καθήκον ύβρεως.
Οι στεριές των μύθων εξωθούνται στην κατάρρευση,
τόσο γρήγορα που όλα ταιριάζουν στο τίποτα˙
Στου μηδενός το πένθος.
4. Γιώργος Ζαχαρόπουλος, Αγρός Αίματος, εκδόσεις Ο μωβ Σκίουρος
Από τα τελευταία βιβλία που υπέπεσαν στην αντίληψή μου, εντός του μηνός Δεκεμβρίου, μάλιστα, αντελήφθην από το πρώτο ποίημα ότι θα βρεθεί στη βραχεία μου λίστα, κατοχυρώνοντας την παρουσία του εδώ αφού πέτυχε κάτι ομολογουμένως σπάνιο: να απολαύσω αρκετές γλωσσικές εκζητήσεις. Διαβάζοντας τα ποιήματα του Ζαχαρόπουλου, θυμήθηκα μια σωστή απόκριση του Χάρη Βλαβιανού ως προς το γιατί γράφει ο ποιητής, αφού δεν απευθύνεται σε κανέναν: «για να κρατήσει ζωντανή τη γλώσσα».
ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Δάκρυσε το εικόνισμα. Ευθύς αμέσως κάποιος
χίμηξε κι έγλειφε
της Παναγιάς
το μάτι
και διερωτώμην λοιπόν κύριοι,
τι προσκυνάμε ολημερίς
το μύρο
ή τα σάλια;
5. Ιωάννης ΠΑ Ιωαννίδης, Αντικριστές Πολιτείες, εκδόσεις Κέδρος
Δε γνωρίζω αν η πρόθεση του κυρίου Ιωαννίδη ήταν να γράψει ποίημα ή πεζό. Αγνοώ τις επιρροές του, αγνοώ ποιοι τόποι που επισκέπτεται είναι πραγματικοί ή φανταστικοί, ποιες από τις οδύνες που πραγματεύεται είναι βιωμένες ή παρατηρημένες, ποιες καταστάσεις εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια του ή μέσα στο νου του. Γνωρίζω, όμως, πόσο δύσκολο είναι να συνθέσει κανείς ένα έργο μεγάλο σε έκταση, το οποίο μοιάζει με σχεδίασμα του 19ου αιώνος, όμως δεν είναι καθόλου τέτοιο: είναι ένα πραγματικό κεντρί σκορπιού που προσπαθεί μ’ ένα παράξενο φαρμάκι απύθμενης ευαισθησίας και ευθυτενούς ειρωνείας να μιλήσει για τα πάντα.
Άκουσέ με: είχαν όλα επικηρυχθεί─ δεν είχα τρόπο, δεν θα με άφηναν.
Κι όποτε έκανα να μιλήσω, να γράψω, να πω οτιδήποτε, εναντίον μου μέτρησε,
χειρότερα με απαξιώσανε, πολλαπλάσια. Δεν είχα
πού αλλού να πάω, τι άλλο να πω. Κι όμως ταξίδευες.
Ταξίδευα, ναι, αν μπορείς να λες πως ταξιδεύει ένα κυνηγημένο ζώο
όταν τρέχει με τις σαΐτες βαθιά μπηγμένες στα πλευρά, στο συκώτι, στη ράχη του
όταν η κάθε ελάχιστη κίνηση πονάει─ τα λόγια μου
αυτά που ειπώθηκαν και αυτά που δεν ειπώθηκαν
με ξεσκίζανε περισσότερο σε κάθε μετατόπιση.