ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου.
Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και
όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπα – Φραγκούλης και η συνοδεία του
φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των
ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ᾽
ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον Οίκόν Σου» κ’ η θεια το
Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ’στάνα της την βρεγμένην και εφόρεσεν
άλλην στεγνήν, και το γ᾽νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις
αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα
σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος
του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και
ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δύο μανουάλια, και παρεσκεύασαν
μεγάλην πυράν, με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού,
όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού
τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κ’
εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του ιερού
βήματος, κ’ έθεσαν το πύραυνον εν τω μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον
λίβανον εις τους άνθρακας. Και «ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν
ευωδίας».
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο
Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε
το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας
περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην
εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ
μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους
και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των
Αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο
χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν
η γραφική ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το «Δόξα
εν υψίστοις Θεώ».
Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος
πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός με τας εικόνας των
Προφητών και Αποστόλων, υφ’ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι
των χριστιανικών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων,
Οσίων και Ομολογητών, ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς,
οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως
βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την
βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την
ασπίδα, φαίνεται ολίγον τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και δρων,
εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου
καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το
βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν’ αποσπάση
από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, κ’ εξεμεί μετά της τελευταίας
βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης
σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος,
τριετίζον παιδίον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της
Αγίας Ιουλίτης. Δια δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να
ελκύση το παιδίον, και δια του παιδίου την μητέρα. Αλλ’ ο παις, καλών
την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον
τύραννον κατά πρόσωπον, κ’ εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον
από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και δια
στεφάνους πλασθέν κρανίον.
Και εις την χιβάδα του ιερού βήματος, υψηλά, εφαίνετο στεφανωμένη
υπό Αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτέρω, περί το
θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον σεμνότητα αποπνέουσαι, αι μορφαί των
Μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου
και του Θεολόγου, και εφαίνοντο ως να έχαιρον, διότι έμελλον ν’
ακούσωσι και πάλιν τας ευχάς και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ους αυτοί
εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δε και εντός και εκτός εικονίζετο
περιτέχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα Τάγματα των Αγγέλων και η
Βρεφοκτονία και οι κόλποι του Αβραάμ και ο Ληστής, ο επί του σταυρού
ομολογήσας.

 

 

* * *
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού,
τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι,
και αν και ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να
ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον
ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι
αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν, όπως καπνίζωσι καθήμενοι
και ενίοτε όπως εξαπλώνωνται και κλέπτωσιν από κανένα ύπνον,
τυλιγμένοι με τες κάππες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο
πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του ιερού βήματος, τον άλλον προς το
βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοηθεία
των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας
ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες αιπόλοι, με τας ολίγας αίγας και
τα ερίφιά των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του
έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δύο
υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιόνος. Και είτα ο ιερεύς έβαλεν
ευλογητόν, και εψάλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ᾽ ό ο κυρ
Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις και όσοι ήσαν νυσταγμένοι
απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδιά των, βαυκαλιζόμενοι από την
έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων
ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπεν
δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ’ ευλαβώς και μετ’
αισθήματος.
Αλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλλε το «Δεύτε, ίδωμεν πιστοί, πού
εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να
εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους· «ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο
αστήρ», και ο κυρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμη και
έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας· «Άγγελοι
υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», κ’ εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη
φωνήν του παπα – Φραγκούλη, μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν
Υψίστοις, λέγοντες, τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» · και οι Άγγελοι οι
ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον,
έτειναν το ους αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν
αινέσεως.
* * *
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών
να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κ’ η θεια το Μαλαμώ, κι ο κυρ Αλεξανδρής
έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του,
και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς
το ψάλτην και τον κάρφωσεν εις την θέσιν του.
Τας φωνάς είχον ρήξει ο εις των αιπόλων και ο εις των υλοτόμων,
οίτινες έτυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Δια
των φωνών τούτων είχον απαντήσει εις τινας κραυγάς ελθούσας απ’
αντικρύ, εκ της θαλάσσης.
Εκεί εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη,
εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαί ήρχοντο
ακριβώς εκ της γειτονίας των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων υπό
την φοβερά ακτήν του Κουρούπη.
Παρήλθε πολλή ώρα έως ού εννοήσωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι
εκκλησιαζόμενοι είχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις
εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμένος ήδη τα ιερά άμφια,
ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κυρ Αλεξανδρής,
τον οποίον εκράτει το βλέμμα του ιερέως. […]