«Το ενυπάρχον πολιτικό στη λογοτεχνική δημιουργία ή ο συγγραφέας ως το ευτυχές τερατούργημα της ιστορίας» (γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης) Α΄ ΜΕΡΟΣ

 

Η τεχνική της ειδωλοποίησης

 

Όπως ίσως έχει ήδη φανεί από τα παραπάνω, η μορφή και το περιεχόμενο ενός λογοτεχνήματος συνιστούν τη γνώση που αυτό εκπροσωπεί. Στο λογοτεχνικό έργο, ο συγγραφέας δεν εκτίθεται απλώς με το να παραθέτει τις απόψεις του γύρω από τα ζητήματα τα οποία πραγματεύεται, αλλά επιχειρεί την ποιοτική μύηση του αναγνώστη στις δικές του θεωρήσεις και θέσεις, στη δική του οπτική γωνία, στο δικό του αξιακό σύστημα. Η τεχνική αυτή, την οποία ονομάζω εδώ ειδωλοποίηση, είναι η τεχνική της νομιμοποίησης της αποσχετικοποίησης της γνώσης και της μονιμοποίησης της σταθεροποίησης και της αντικειμενικοποίησής της. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Foucault (2021: 67), «ο συγγραφέας είναι […] το ιδεολογικό σχήμα μέσω του οποίου εξορκίζουμε την εξάπλωση το νοήματος». Όμως, πώς ακριβώς επιτελείται η τεχνική της ειδωλοποίησης; Με τη μέθοδο της αναπαράστασης, η οποία είναι μία δύναμη «κοσμοπλαστική» (Barthes, 2019: 83), οπότε και εγγενώς εξουσιαστική, είναι ο λόγος της δημιουργίας, της κατασκευής, δηλαδή ο μηχανισμός διατήρησης και μετασχηματισμού (βλ. επίσης Hall, 1997). Για τον Barthes (2019: 81-82):

 

η αναπαρασταση δεν προσδιορίζεται ευθέως από τη μίμηση: ακόμη κι αν απαλλαγούμε από τις έννοιες του «πραγματικού», του «αληθοφανούς», της «αντιγραφής», θα παραμένει πάντα κάποια «αναπαράσταση», όσο ένα υποκείμενο (συγγραφέας, αναγνώστης, θεατής ή ηδονοβλεψίας) θα κατευθύνει το βλέμμα του προς έναν ορίζοντα και θα περικόπτει σ’ αυτόν τη βάση ενός τριγώνου του οποίου η κορυφή θα είναι το μάτι του ή το πνεύμα του. Το Όργανον της Αναπαράστασης […] έχει διπλό θεμέλιο, την εξουσία της περικοπής και τη μοναδικότητα του υποκειμένου που περικόπτει.

 

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τον Ρανσιέρ (2015: 119):

 

η αναπαράσταση δεν είναι η πράξη της δημιουργίας μιας ορατής μορφής, είναι η πράξη που παρέχει κάτι ισοδύναμο […] Είναι το περίπλοκο παιχνίδι των σχέσεων ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, το ορατό και τον λόγο, αυτό που λέγεται και αυτό που δεν λέγεται. Δεν είναι η απλή αναπαραγωγή αυτού που βρίσκεται ενώπιον […] Είναι πάντα μια τροποποίηση που λαμβάνει χώρα σε μια αλυσίδα εικόνων την οποία αλλάζει με τη σειρά της. Και η φωνή δεν είναι η φανέρωση του αόρατου, σε αντίθεση με την ορατή μορφή της εικόνας. Εμπλέκεται και η ίδια στη διαδικασία κατασκευής της εικόνας. Είναι η φωνή ενός σώματος που μετασχηματίζει ένα αισθητό συμβάν σε ένα άλλο, προσπαθώντας να μας κάνει να «δούμε» ό,τι είδε, να δούμε ό,τι μας λέει.

Τι συμβαίνει λοιπόν με την τεχνική της αναπαράστασης; Η τεχνική αυτή είναι οι αμέτρητες ασπίδες που προφυλάσσουν τον συγγραφέα την στιγμή που αυτός χαράζει ένα προσωπικό, ένα ιδιωτικό μονοπάτι που για να το διαβείς πρέπει να αδειοδοτηθείς, αλλιώς είσαι παραβάτης των κανόνων που αυτός θέσπισε. Επανερχόμαστε δηλαδή στο είδος της ιδιοκτησιακής σχέσης. Αυτό που επιζητά ο συγγραφέας από το αναγνωστικό υποκείμενο είναι να πραγματοποιήσει έναν περίπατο σε αυτό το μονοπάτι. Και προσδοκά μέσα από αυτή την πράξη την ακινητοποίηση του αναγνωστικού υποκειμένου, αφού θεωρεί ότι μπορεί να το κάνει να αρχίσει να παθητικοποιείται στρέφοντας όλο του το ενδιαφέρον και όλη του την προσοχή στις υποδείξεις του συγγραφέα. Η πραγματοποίηση της πράξης του περιπάτου αυτού είναι εν ολίγοις ο θρίαμβος της τεχνικής της ειδωλοποίησης. Η λογοτεχνία, επομένως, δεν αντιμετωπίζεται εδώ ως μία έκκληση ελευθερίας όπου, όπως πιστεύει ο Sartre (1971: 81), «ο συγγραφέας, άνθρωπος ελεύθερος, που απευθύνεται σ’ ελεύθερους ανθρώπους, δεν έχει παρά μόνο ένα θέμα, την ελευθέρια», αλλά ως μία έκκληση αποδιοργάνωσης της ύπαρξης, διαστρέβλωσης της υπόστασής της. Ο συγγραφέας εκθειάζει θεοποιητικά το υποκείμενο, ακριβώς επειδή το εκφράζει τόσο μεροληπτικά και αποσπασματικά όσο και πατερναλιστικά. Καλεί δηλαδή τον αναγνώστη σε μια σχεδόν άκριτη αποδοχή των επιλογών, των αξιολογήσεων και των ερμηνειών των δεδομένων, όπως τις έχει ήδη κάνει ο συγγραφέας.

Αντίστοιχα, και το λογοτεχνικό έργο είναι εγγενώς μονομερές. Η εξουσία του συγγραφέα είναι αυτοκρατορική γιατί η διαδικασία της πρακτικής καλλιτεχνικής παραγωγής, δηλαδή της συγγραφής δεν είναι (και δεν μπορεί να είναι) συμμετοχική. Ο αναγνώστης λοιπόν, αποβάλλεται ως υποκείμενο από την λογοτεχνική δημιουργία και εκείνο που μένει από αυτόν είναι, πρώτον, ό,τι υποθέτει ο συγγραφέας γι’ αυτόν, δεύτερον, ό,τι θέλει ο συγγραφέας γι’ αυτόν και, τρίτον, η πλήρης συγκρότηση του εαυτού του (εν είδει σκαριφήματος) από τον συγγραφέα. Το υπόβαθρο του γράφειν είναι η διαλογικότητα του ενός, το πλήθος το οποίο βρίσκει τον εκφραστή του και τον εκπρόσωπό του στο αγενές πνεύμα του συγγραφέα ακριβώς επειδή ονοματίζεται. Έτσι, επιτυγχάνεται η κατασκευή της γνώσης (από τον συγγραφέα) ως αλήθεια, και η σύλληψή της (από τον αναγνώστη) ως το επίτευγμα μιας διάνοιας.

Η ειδωλοποίηση είναι εγγενές συστατικό της συγγραφικής δραστηριότητας, συνίσταται στη φύση της κατάστασης του γράφειν. Το λογοτεχνικό έργο είναι ένα συνεκτικό σύνολο νοημάτων που αποτελείται από ομιλίες και σιωπές. Ο συγγραφέας, με το να ομιλεί για κάποια θέματα, αποσιωπά κάποια άλλα, παρουσιάζει μία προτεραιότητα ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, δηλαδή μία πρόθεση και μία σκοπιμότητα και αποκρύπτει μία σειρά εσωτερικών αντιφάσεων που υπάρχουν και δρουν εντός της οπτικής που ‘αποκαλύπτει’. Σύμφωνα με τον Barthes (2019: 83), «ο πίνακας (ζωγραφικός, θεατρικός, λογοτεχνικός) είναι ένα καθαρό ντεκουπάζ, με σαφή όρια, αναντίστροφο, ακατάλυτο, που απωθεί στην ανυπαρξία όλο τον, ακατανόμαστο, περίγυρό του, και προωθεί στην ουσία, στο φώς, στη θέα ό,τι εισάγει στον χώρο του». Επομένως, η ανοικτότητα του λογοτεχνικού έργου είναι προσίδια του τρόπου δημιουργίας του,αφού σε αυτή κυριαρχεί η πλασματική πολλαπλότητα: ο συγγραφέας υποδύεται κάθε ρόλο που μπορεί να υπάρξει στο θέμα που έχει επιλέξει να λογοτεχνικοποιήσει και επαναπαριστά τον κόσμο παρουσιάζοντας το θέμα του σύμφωνα με τη δική του θέαση και θέση, την οποία προσδιορίζει ως τη λογική – και συνήθως τη μόνη – κατάληξη της παρατήρησης των συμφραζομένων. Επιχειρεί δηλαδή μια αντικειμενικοποίηση της υποκειμενικότητάς του. Στο έργο, ο συγγραφέας είναι και ο ερωτών και ο απαντών, είναι και ο παρών και ο απών, είναι και ο ένοχος και ο αθώος, είναι και ο δίκαιος και ο άδικος. Είναι δηλαδή η πραγματοποίηση της αξιοποίησης όλων των πιθανών επιλογών και η αξιολογική κρίση που γίνεται σε αυτές, αναδεικνύει την ολότητα του περιεχομένου του λογοτεχνικού έργου σε κάτι παραπάνω από αμετάβλητη αξία: σε κανονικότητα. Διεκδικεί μερίδιο αλήθειας.

Τέλος, είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι η τεχνική της ειδωλοποίησης, όπως εννοείται εδώ, σπάει τα δεσμά του έργου, δραπετεύει, ξεφεύγει από αυτό και διατηρείται και μετά την ολοκλήρωσή του. Η λογοτεχνία είναι από τις τέχνες εκείνες που επιτρέπουν τον άπειρο πολλαπλασιασμό της επικοινωνίας. Η μετάδοση του λογοτεχνικού έργου δεν προσφέρει απλώς την πράξη μιας στιγμιαίας, άμεσης, εφήμερης και καθρεφτιζόμενης επικοινωνίας, αλλά προσφέρει και ένα απόθεμα επικοινωνίας. Με το απόθεμα αυτό επανα-λαμβάνεται η σύνδεση του αναγνώστη με το λογοτεχνικό έργο και τον συγγραφέα. Κάθε φορά που ο αναγνώστης ανατρέχει στο έργο, ανατρέχει στην επικοινωνία του με τον συγγραφέα, και στη γνώση που το έργο απλόχερα προσφέρει.

 

Συζήτηση/συμπεράσματα

 

Η παραπάνω σκιαγράφηση του συγγραφέα δεν πρέπει να προκαλεί καμία επιθετική αντίληψη ή στάση για το ρόλο και τη δράση του. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι ο συγγραφέας είναι μία ιδιότητα, όχι με δεσποτικό χαρακτήρα, αλλά με δεσποτική δράση. Ο ίδιος ο μηχανισμός που ακολουθεί η δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου είναι αναπόφευκτα εξουσιαστικός και καταπιεστικός για το υποκείμενο, τόσο γιατί κυοφορεί την οποιαδήποτε πρόταση όσο και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή οικοδομείται. Πρόκειται περισσότερο για ένα είδος αναγκαίου κακού. Η εργασία του συγγραφέα είναι προβληματική, διότι ανεξάρτητα από τις προθέσεις του η πράξη του γράφειν (όπως και αν ειδωθεί και όπως και αν επιτελεστεί) βασίζεται στην αποδιοργάνωση της συλλογικής ζωής και ύπαρξης, καθώς ο τρόπος της λογοτεχνικής παραγωγής προβαίνει σε μονομερείς κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές τροποποιήσεις, ταξινομήσεις και αναδιατάξεις. Με λίγα λόγια, με το να δημιουργεί, ο συγγραφέας προσπαθεί να πλάσει τον κόσμο ενός σύμπαντος και να διαμορφώσει τα επίπεδα ζωής του κόσμου αυτού με όρους αισθητικούς. Ο συγγραφέας κρατιέται πεισματικά από μία ή περισσότερες θεωρήσεις και προσπαθεί να ηγηθεί όχι τόσο και όχι απλώς σε όλους αυτούς που μοιράζονται τις ίδιες σκέψεις, αλλά στις ίδιες τις σκέψεις, κατασκευάζοντας έτσι ένα αρχιτεκτόνημα το οποίο λειτουργεί ως ένας φάρος στον αισθανόμενο κόσμο, μια κοσμοθεώρηση, μια επιτήρηση και σύλληψη του κόσμου.

Παρόλα αυτά, κάνοντας λόγο για λογοτεχνία ποτέ δεν εννοούμε (σε πείσμα πιθανόν του συγγραφέα) τίποτα το ατομικό και τίποτα το μοναδικό. Αντίθετα, η λογοτεχνία είναι ένα σύνολο που προκύπτει από ένα σύνολο, μια επι-γένεση. Η εργασία του συγγραφέα ασχολείται με την παραχαρακτική μεταχείριση της πολυδιαίρεση της μορφής και του περιεχομένου του κόσμου, δηλαδή την υπαρξιακή αναστάτωση του υποκειμένου. Ο Foucault (2021: 67) γράφει σχετικά:

ο συγγραφέας δεν είναι μια ανεξάντλητη πηγή σημασιών που θα έρχονταν να γεμίσουν το έργο, ο συγγραφέας δεν προηγείται των έργων. Είναι μια συγκεκριμένη λειτουργική θεμελιώδης αρχή μέσω της οποίας, εντός του πολιτισμού μας, περιχαράσσεται, αποκλείεται, επιλέγεται. Εν ολίγοις, η θεμελιώδης αρχή βάσει της οποίας παρακωλύεται η ελεύθερη κυκλοφορία, ο ελεύθερος χειρισμός, η ελεύθερη σύνθεση, αποσύνθεση, ανασύνθεση της μυθοπλασίας.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, και με βάση όλα τα παραπάνω, ο λόγος του παρόντος κειμένου για τον συγγραφέα δεν είναι παρά ρεαλιστικά υπαινικτικός: «αυτό που απορρίπτουμε δεν είναι, φυσικά, ο ίδιος ο συγγραφέας αλλά η ιδέα που κυριαρχούσε κάθε φορά που γινόταν λόγος γι’ αυτόν: η ιδέα ενός έργου ως προϊόντος των παθών, των εμπειριών ή, ακόμα, και του ασυνείδητου του συγγραφέα» (Barthes, 2005: 34). Με άλλα λόγια, εργαζόμαστε για «την ανατροπή της παραδοσιακής ιδέας του συγγραφέα» (Foucault, 2021: 66).

Τέλος, εκείνο που δεν πρέπει να αγνοείται είναι το γεγονός ότι η καταγωγή τόσο του λογοτεχνικού έργου ως υλικού (δηλαδή όχι της λογοτεχνίας και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίζεται και να τονίζεται διαρκώς) όσο και της πράξης της ανάγνωσης ως υπαρκτής κατάστασης και διαδικασίας που επιτελεί με όποιο τρόπο το κάθε υποκείμενο βρίσκεται στον συγγραφέα, στη λειτουργία και τη δράση του, χωρίς αυτό να σημαίνει εννοείται κάποιο είδος απόδοσης φόρου τιμής, αλλά απλής ρεαλιστικής και λογικής παραδοχής.

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Barthes, R. (2005). Απόλαυση, γραφή, ανάγνωση (Α. Κόρκα, Μτφρ., Μ. Βιέν, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Blanchot, M. (2003). Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο (Ν. Ηλιάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Futura.

Blanchot, M. (2018). Ο χώρος της λογοτεχνίας (Δ. Δημητριάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Foucault, M. (2016). Για την Εξουσία και την Ταξική Πάλη, Συζήτηση με Τέσσερα Μέλη της LCR (Χ. Βαλλιάνος, Μτφρ., Ι. Μπαρτσίδη, Επιμ.). Αθήνα: Εκτός Γραμμής.

Foucault, M. (2021). Τι είναι ένας συγγραφέας; (Β. Πατσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Hall, S. (1997). The work of representation. Στο S. Hall (Επιμ.), Representation: Cultural Representations and Signifying Practices (σσ. 13-74). London: Sage.

Hawthorn, J. (1993). Ξεκλειδώνοντας το κείμενο: Μια εισαγωγή στην έννοια της θεωρίας της λογοτεχνίας (Μ. Αθανασοπούλου, Μτφρ.). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κατσιγιάννης, Μ. (2024, Σεπτέμβριος). Η ρευστότητα της λογοτεχνικής σχέσης: διακειμενικές και διυποκειμενικές υφές. Ιδεοστρόβιλος. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2024, από: https://ideostrovilos.gr/logotexnia/i-refstotita-tis-logotexnikis-sxesis-diakeimenikes-kai-diypokeimenikes-yfes.

Λωτρεαμόν. (1985). Τα άσματα του Μαλντορόρ (Γ. Ευαγγελίδης, Μτφρ.). Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.

Μπαρτ, Ρ. (2022). Η απάντηση του Κάφκα (Ι. Κωσταντουλάκη-Χάντζου, Μτφρ.). Στο Κάφκα: Εκατό χρόνια από τη γέννησή του (σσ. 118-124). Αθήνα: Εκδόσεις Ευθύνη.

Ρανσιέρ, Ζ. (2015). Ο χειραφετημένος θεατής (Α. Κιουπκιολής). Αθήνα: Εκκρεμές.

Ρήγου, Μ. (2020). Πολιτισμός 1. Νόμος, Γραφή, Επιθυμία. Αθήνα: Πλέθρον.

Sartre, J. P. (1971). Τι Είναι Λογοτεχνία; (Μ. Αθανασίου, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις 70-Πλανήτης.

Σιξού, Ε. (2019). Συνομιλίες. Στο K. M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Μτφρ.) (σσ. 393-406). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Φουκό, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (Λ. Τρ