Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Γιατί να γράψει ο συγγραφέας; Γιατί να θέλει να επικοινωνήσει; Δύο μάλλον αιώνια, ποικιλοτρόπως απαντημένα, στοχαστικά και άκρως διχαστικά ερωτήματα. Η ανάγκη του συγγραφέα για καλλιτεχνική δημιουργία σίγουρα συνίσταται στο πλέον διασκορπισμένο γεγονός της ανθρώπινης ανάγκης για έκφραση, αλλά συνίσταται επίσης και σε ένα ακόμη γεγονός: αυτό της τόσο διαρκούς όσο και πολυπληθούς θέασης της αποτύπωσης αυτής της έκφρασης. Η Σιξού (2019: 405) παρατηρεί για αυτό το δεύτερο ότι «η εναρκτήρια χειρονομία της γραφής συνδέεται αναγκαστικά με τον ναρκισσισμό».
Το έργο – με την έννοια της δράσης – του συγγραφέα δεν είναι τόσο η αισθητική λαλιά, η δημιουργική ρητορική, θαέλεγε ένας ανυπότακτα ευφάνταστος, όσο η παγίωση μίας πολυποίκιλης θέσης σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο και η μεθοδική επικέντρωση στην οικοδόμηση αυτής της παγίωσης, ευελπιστώντας στην υπερδιόγκωση αυτού του χωροχρόνου, μέσα από τη διέγερση την οποία θεωρεί ότι μπορεί να προκαλέσει στα υποκείμενα που τον στελεχώνουν. Με άλλα, πιο απλά, λόγια, η εργασία του συγγραφέα είναι η ερμηνεία που μπορεί κανείς να επιχειρήσει σε μία ολότελα θετική και θεμιτή, αλλά υπερβολικά ανεπτυγμένη ματαιοδοξία.
Όπως ήδη μπορεί να διαφανεί, η πραγμάτευση αφορά το γράφον υποκείμενο, δηλαδή τον συγγραφέα, χωρίς όμως να επιχειρηθεί κάποια πορτρετοποίηση στο πρόσωπο και στον χαρακτήρα του συγγραφέα. Το αντίθετο μάλλον. Για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει τη δράση του συγγραφέα πρέπει, όπως προτείνει ο Foucault (2021), να τον (ανα)γνωρίσει ως «λειτουργία» και να εντρυφήσει στον τρόπο με τον οποίο κινεί τους μηχανισμούς που τον καθιερώνουν. Δηλαδή να εμβαθύνει σχολαστικά, οριακά εμμονικά, στο κατά τη γνώμη μου πιο σημαντικό, τον τρόπο παραγωγής του συγγραφέα. Εκεί βρίσκεται το φως και το σκοτάδι του. Σχολιάζοντας αυτόν τον τρόπο, η Ρήγου (2020: 54) εξηγεί ότι «το ζητούμενο […] δεν είναι ο συγγραφέας ως υποκείμενο αλλά η λειτουργία-συγγραφέας ως διαδικασία δια της οποίας το άτομο αναγνωρίζεται και συγκροτείται ως συγγραφέας».
Πράγματι, πολλά είναι τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες για τον συγγραφέα, αλλά η ενδελεχής εξέταση του τρόπου παραγωγής του λογοτεχνικού έργου, δηλαδή του κοινωνιολογικού/εθνογραφικού«πώς» (βλ. επίσης Φουκό, 1991: 87˙ Foucault, 2016: 50-51) της διαδικασίας παραγωγής του είναι ίσως η πιο πολυδιάστατη μέθοδος, ακριβώς γιατί προσφέρει όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που είναι αδύνατον να εντοπιστούν με ακρίβεια και σαφήνειαεκτός του εργαστηρίου του. Η μελέτη του συγγραφέα θα γίνει εδώ με γνώμονα το ξεψάχνισμα αυτού του εργαστηρίου.
Κάνοντας λόγο για ξεψάχνισμα του – όχι και τόσο ιδιωτικού όπως θα φανεί στη συνέχεια – εργαστηρίου του συγγραφέα πέφτει κανείς – σχεδόν αυτόματα – σε μια πλάνη, τη λεγόμενη πρόθεση του συγγραφέα (για την πρόθεση του συγγραφέα βλ. Hawthorn, 1993: 125-140), το ζήτημα της – μιας και όποιας – ατομικής στοχοθεσίας. Πράγματι, κάθε έργο τέχνης συγκροτείται μεταξύ άλλων τόσο από τις προθέσεις που χαρακτηρίζουν τον δημιουργό του όσο και από τους στόχους που αυτός αποφασίζει να αναλάβει και να θέσει. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά συνήθως προσεγγίζονται με τρόπο που αποσκοπεί σε μία ανάλυση με όρους ψυχοκοινωνικογραφήματος. Εκείνο ωστόσο το οποίο επιχειρείται να σχολιαστεί και να αναδειχτεί εδώ είναι η προσέγγιση του συγγραφέα, όχι ως προσώπου, αλλά ως μηχανής (ανα)παραγωγής και (ανα)συγκρότησης δυνατοτήτων. Ανεξάρτητα δηλαδή από τις προσωπικές δυνάμεις που προσδιορίζουν τον συγγραφέα και τις οποίες επιδιώκει να ενσωματώσει ακολουθώντας κάποια μεθοδολογία στο έργο του, η προσέγγισή του συγγραφέα θα γίνει με βάση την ανάλυση της δομής της πρακτικής του, της δομής της επιτέλεσης της πράξης του γράφειν.
Ο συγγραφέας λοιπόν δεν τίθεται στη διάθεση του παρόντος μικροσκόπιου, με σκοπό να μελετηθεί η τυχόν ανάγκη και επιθυμία του για άμεση, τοπική, περιορισμένη και προσδιορισμένη επιρροή σε κάποιον αναγνώστη ή/και μία ομάδα (μεγάλη ή μικρή) αναγνωστών, αλλά με σκοπό να αναδειχτεί και να αναλυθεί κριτικά η εγγενής πολίτική πρακτική που χαρακτηρίζει την εργασία του. Το ζήτημα, με άλλα λόγια, δεν είναι η στιγμιαία (ή μη) επίδραση από τον συγγραφέα στον αναγνώστη κατά την διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας, αλλά η υπαρξιακή αφομοίωση, η προβολή ενός τρόπου σκέψης από τον συγγραφέα με σκοπό τον ολικό (ή μη) ενστερνισμό της από τον αναγνώστη κατά την διάρκεια της αναγνωστικής διαδικασίας και πέραν αυτής, ανεξάρτητα από την τεχνοτροπία στην οποία υπέβαλλε το έργο του, τη θεματολογία που του έδωσε, τις προθέσεις και τους στόχους που είχε γι’ αυτό και μέσα από αυτό.
Ο συγγραφέας και το λογοτεχνικό έργο
Ο Barthes (2019) στο κείμενο ‘Ο θάνατος του συγγραφέα’ μας δίνει ένα πολύ καλό ιστορικό υπόβαθρο σχετικά με το πώς φθάσαμε να μιλάμε σήμερα για την ιδιότητα του συγγραφέα:
ο συγγραφέας είναι ένα σύγχρονο ιστορικό πρόσωπο που έχει ασφαλώς παραχθεί από την κοινωνία μας, στον βαθμό που, βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα, με τον αγγλικό εμπειρισμό, τον γαλλικό ορθολογισμό και την προσωπική πίστη της Μεταρρύθμισης, η κοινωνία αυτή ανακάλυψε τη γοητεία του ατόμου, ή, όπως το λένε αργότερα, του «ανθρώπινου προσώπου». Είναι, άρα, λογικό το γεγονός ότι, στον χώρο της λογοτεχνίας, ο θετικισμός, σύνοψη και κατάληξη της κεφαλαιοκρατικής ιδεολογίας, είναι αυτός που έδωσε τη μεγαλύτερη σημασία στο «πρόσωπο» του συγγραφέα (Barthes, 2019: 150).
Η συμβατική λοιπόν απόδοση της συγγραφικής ιδιότητας προκύπτει από, και αποσκοπεί περισσότερο σε, μια αντίληψη της λογοτεχνικής δημιουργίας ως ατομικού πονήματος, αποτελέσματος, ως ιδιοκτησίας, και κτήματος. Αυτό που υποστηρίζεται εδώ – και παραγνωρίζεται στην παραπάνω κτητική/ιδιοκτησιακή θεώρηση της σχέσης συγγραφέα και λογοτεχνικού έργου – είναι ότι ο συγγραφέας δεν δημιουργεί τη λογοτεχνία μόνος του, αλλά μέσα από μία – ας την πούμε – νοητή συνεννόηση και αλληλεπίδραση, διακειμενική και διυποκειμενική, με τις μορφές και τα περιεχόμενα του κόσμου. Η αλληλεπίδραση αυτή ανατροφοδοτείται συνεχώς. Το λογοτεχνικό έργο λοιπόν που παράγει ο συγγραφέας δεν του ανήκει, παρά μόνο τυπικά. Δεν το ορίζει, παρά μόνο στη σκέψη του. Δεν το ελέγχει, παρά μόνο στα οράματά του. Και δεν προβλέπει τίποτα και κανέναν μέσα από αυτό γιατί δεν το παράγει μόνος του. Απλά μόνος του το εξωτερικεύει. Όπως εξηγεί ο Blanchot (2018: 65), «η λογοτεχνία […] φαίνεται να συνδέεται με μία ομιλία που δεν μπορεί να διακοπεί, διότι δεν ομιλεί, Είναι». Και σε αυτό το πλαίσιο, «ο συγγραφέας είναι σαν τον τεχνίτη που κατασκευάζει με σοβαρότητα ένα πολύπλοκο αντικείμενο χωρίς να ξέρει κατά ποιο πρότυπο ούτε για ποια χρήση» (Μπαρτ, 2022: 120). Ο καμβάς της λογοτεχνικής παραγωγής είναι ο χώρος όπου εντοπίζονται και συλλαμβάνονται οι ιδέες, ζυμώνονται οι προσδοκίες, τα όνειρα, τα άγχη και οι ανασφάλειες, και ο συγγραφέας είναι εκείνος ο οποίος τροποποιεί και μετασχηματίζει οτιδήποτε βρίσκει στον καμβά σε λογοτεχνικό έργο (Κατσιγιάννης, 2024).Κεντρικά σημεία στη διαδικασία αυτή είναι το γράφειν και η ειδωλοποίηση, όπως εξηγούνται αμέσως παρακάτω.
Η δράση του γράφειν
Το γράφειν αφοράτην πρακτική της λογοτεχνικής δημιουργίας, την αισθητικοποίηση του λόγου, επιτελεί δηλαδή την αισθητική έκφραση μέσω του λόγου. Δεν είναι ωστόσο κάποιο είδος μεθοδολογίας για την επίτευξη της λογοτεχνικής δημιουργίας, αλλά μόνο το μέσο (το πιο σταθερό πλέον) για την οπτικοποίηση, και απτικοποίησή, της. Το γράφειν δημιουργεί το λογοτεχνικό έργο μέσα από τη σχηματοποίηση, τη συστηματοποίηση και την αποτύπωση ενός μέρους της συλλογικής δράσης και ζωής στα δικά του χωρικά και χρονικά όρια. Όπως υποστηρίζει ο Blanchot (2003: 27), το έργο που παράγει ο συγγραφέας «το παράγει τροποποιώντας πραγματικότητες φυσικές και ανθρώπινες». Ο συγγραφέας αποκτά δηλαδή μία σχέση συνήθειας και ρουτίνας με τα υποκείμενα και τα αντικείμενα της ζωής του κόσμου και προσπαθεί να τα φωτογραφίσει κατά κάποιο τρόπο σε μία πόζα, σε μία στάση, σε μία στιγμή της αρεσκείας του, η οποία αφού δημιουργηθεί, μόλις καταγραφεί, περιέχει τόσο την πορεία της σκέψης του όσο και της κατεύθυνσης που τοποθετεί εντός της (δηλαδή εντός του λογοτεχνικού έργου). Ο συγγραφέας συλλέγει διαρκώς τα υλικά του από τους συλλογικούς καμβάδες: ο ίδιος είναι η ενσάρκωση όλων των αλληλεπιδράσεων (υποθετικών και μη) που έχουν πραγματοποιηθεί στη ζωή του και όλες οι αλληλεπιδράσεις (υποθετικές και μη) για τις οποίες έχει γνώση. Είναι ένα σώμα συγκεντρωμένων ενεργών ερεθισμάτων, το οποίο δημιουργεί τη λογοτεχνία δεσμεύοντας τις ιστορίες, τις κουλτούρες και τις δράσεις του υποκειμένου, αφού κατασκευάζει το λογοτεχνικό έργο εντός των ορίων, των δεσμεύσεων, των αναγκών και των προθέσεών του.Επομένως, κάθε δημιουργία ενός συγγραφέα έχει εγκλωβισμένο στη συνοχή του εσωτερικού της ένα μέρος της δικής του ζωής, αλλά και της ζωής όλων των άλλων (βλ. επίσης Κατσιγιάννης, 2024). Ο συγγραφέας συλλέγει το υλικό του μέσα από τον ίδιο τον κόσμο, την ίδια τη ζωή, αντλεί το περιεχόμενό του από τα πάντα και από τους πάντες τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του γράφειν.Το τελευταίο θα λέγαμε λοιπόν ότι, σε πρώτη φάση, είναι η επεισοδιακή συνάντηση του συγγραφικού υποκειμένου με τον περιβάλλοντά του χώρο. Και το έργο το ηχηρό, ή το απτό, αποτύπωμα αυτής της συνάντησης, που από τη μια τη διαπιστώνει, από την άλλη όμως την ξεπερνά και την παραβιάζει. Τη θέτει, αλλά και την εκθέτει.
Ο παράγοντας που κινητοποιεί τη δυναμική του γράφειν σε μία πιο εξαντλητική ανασκόπηση του κόσμου, και όχι σε ένα απλό (έστω και ενεργητικό) παρατηρείν, είναι η σχέση που έχει ο συγγραφέας με τον χρόνο. Πρόκειται για μία πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιόρρυθμη σχέση, στην οποία ο πρώτος είναι σε μία διαρκή διαμάχη με τον δεύτερο και έχει μαζί του μία συγκρουσιακή σχέση, η οποία όμως διατηρείται μόνο στην εκδήλωση μη ορατών και διατηρήσιμων διπλωματικών επεισοδίων. Ωστόσο, η σχέση αυτή παρά το εχθρικό της προφίλ και υπόβαθρο δεν είναι ανταγωνιστική, όπως κάποιος ενδεχομένως βεβιασμένα νομίσει, αλλά απολύτως παραγωγική. Η επιθυμία του συγγραφέα δεν είναι η νίκη, η ήττα, η αγνόηση, η υπέρβαση ή η αποφυγή του έναντι του χρόνου, αλλά η ναρκισσιστική μίμησή του. Τι ακριβώς συμβαίνει δηλαδή μεταξύ τους στην παράξενη αυτή σχέση; Ο χρόνος, ιδωμένος ως εκείνο το φυσικό μέσο που σταθεροποιεί την καθιέρωση της δράσης του υποκειμένου και εξαπολύει τη διασφάλιση των γεγονότων που παράγονται από αυτή, ελκύει, και κινεί, τον συγγραφέα. Αυτό συμβαίνει επειδή ο ρόλος του συγγραφέα εξυπηρετεί μια προσωπική ελπίδα, η οποία είναι ένας από τους σημαντικούς λόγους για τον οποίο αποφάσισε και αποφασίζει να εμπλακεί στην καλλιτεχνική διαδικασία. Το λογοτεχνικό έργο που δημιουργεί ο συγγραφέας αποσκοπεί στη σχεδιασμένη και μεθοδική, όχι απομάκρυνση, αλλά απάλειψη της όποιας προσωρινότητας και φιλοδοξεί να λειτουργήσει μέσα από το έργο ως χρόνος.
Όμως, προκειμένου να δημιουργήσει το λογοτεχνικό έργο, ο συγγραφέας πρέπει να δώσει μία μάχη διαρκείας, τη μάχη με τις «θύελλες», την οποία πολύ εύστοχα περιέγραψε ο Λωτρεαμόν (1985: 38-40). Στη μάχη αυτή ο συγγραφέας πρέπει να παλέψει θέτοντας τον εαυτό του στη διάθεση της ικανότητας της αποσαφήνισής του ίδιου. Η ημέρα και οι ώρες της πρέπει να χάσουν το βάρος τους, να χωριστούν, να διασπαστούν και, καθώς θα πλανώνται διασπαρμένες, να χαρίσουν την ελαφρότητα των αγγιγμάτων τους στο συγγραφέα. Τι πρέπει δηλαδή να συμβεί; Ο συγγραφέας, μέσα από όλη αυτή την καθαρά ηθελημένη διαδικασία, επιζητά να δοκιμαστεί και να υφίσταται, όχι ως μία κοινή ύπαρξη, αλλά ως ένα υβριδικό είδος ύπαρξης, του οποίου η σύντομη αλλά απίστευτα έντονη και ταραχώδης διάρκεια ζωής έχει προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης.
Η διαχείριση αυτής της ζωής, και η αξιοποίηση του περιεχομένου της, θα δώσει και το στίγμα στην παραγωγή του λογοτεχνικού έργου. Και αυτό γίνεται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε: α) η πνευματική διεργασία του συγγραφέα να αποτελεί η ίδια το σύμβολο της επανεννόησης της δημιουργικής διαδικασίας και β) οι αντινομίες της καλλιτεχνικής διάστασης του συγγραφέα να καταφέρνουν να μάχονται – τόσο διασπασμένες όσο και ενωμένες – εν είδει αυτοκαταστροφικής ενδοσκοπικής λύτρωσης πάντα για την σιωπηλή και ηττημένη μοναδικότητα του αναστοχαστικού σταδίου, από το οποίο και προήλθε η δημιουργική απόφαση, η απόφαση δηλαδή για τη μη μεταβατική νίκηη οποία στο τέλος είναι το ίδιο το δημιούργημα.
Εκεί ακριβώς συνίσταται και η κρισιμότητα (με την έννοια της έλευσης των υπερβατικών δυνάμεων που ανασταίνουν τον συγγραφέα κατά τη λογοτεχνική παραγωγή) της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο συγγραφέας είναι ένας αναζητητής, ένας κυνηγημένος, ένας τυχοδιώκτης που ελπίζει ότι με την κατάλληλη διαχείριση των ατομικών και συλλογικών ιδεών και ερεθισμάτων, θα ανυψώσει τον δικό του προσωπικό συνειδησιακό μηχανισμό και έπειτα θα μπορέσει να βρεθεί στην πλεονεκτική θέση να αγκομαχά για την κατάκτηση της ισχυρής βίωσης, όχι της ανάπαυσης της τέχνης, αλλά της αναπαυμένης τέχνης, μέσω της οικειοποίησης της μορφής και του περιεχομένου της ζωής των άλλων και της δικής του. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό το οποίο προσπαθεί να καταφέρει το γράφειν είναι ένα είδος εξημερωτικής εξιλέωσης των υποκειμένων και των αντικειμένων του κόσμου.
Ωστόσο, αυτή η οικειοποίηση είναι ολότελα προβληματική όπως ίσως έχει διαφανεί. Στον συγγραφέα οφείλεται η ιδρυματοποίηση και η καταβαράθρωση του νοήματος και της ουσίας του έργου, λόγω της αφελούς και αυτάρεσκης δραματικότητας της διορατικότητάς του. Ο συγγραφέας είναι ένας αρπαγέας, ένας μάγος του παραβολικού μυστηρίου, δηλαδή ένας μετρ της αλαζονικής συνύπαρξης και της αδυναμίας συγχρονισμού. Είναι ο άνθρωπος εκείνος που δεν οικειοποιείται απλώς τους άλλους, αλλά το ‘είναι’ της ύπαρξης τους, κινεί τα σώματά τους, κατοικώντας μέσα τους στο έργο του. Ο συγγραφέας πολεμά (και) με τον κόσμο, με σκοπό να παγιώσει το υποκείμενο στην αλλοτριωτική εμπειρία μίας κατάστασης στην οποία επικρατεί (εν είδει κυριαρχίας) μια απουσία ενδιαφέροντος. Έτσι, κατά τη διαδικασία του γράφειν, ο κόσμος χάνει την συλλογική του θέση, αρμονία και διάταξη, αποκόπτεται από την υλική και μη υπόσταση και συμπεριφορά του. Μεταλλάσσεται η τοποθέτησή του, αφού η ενέργεια του συγγραφέα έχει ως σημείο αναφοράς την πρόθεση μιας ατομικότητας (αυτής του συγγραφέα), της οποίας η απόφαση και η προοπτική είναι μία ορατή χαλιναγώγηση. Το γράφειν λοιπόν που κατασκευάζει το λογοτεχνικό έργο θα λέγαμε ότι είναι η δράση του συλλογικού υποκειμένου σε αιχμαλωσία.
Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας εγκαθιδρύει με το γράφειν την ορατότητα ενός αισθητικού εναύσματος (στα προκαλούμενα από τον ίδιο θραύσματα του κοινωνικο-πολιτισμικού περικειμένου) μέσα στο οποίο αυτό το αισθητικό έναυσμα δημιουργείται, εφευρίσκεται και αναπαράγεται, προσθέτοντας έτσι στην κίνηση της ποιότητας του κόσμου του λογοτεχνικού έργου μια ηθική της επισφάλειας. Οι τροποποιήσεις που παρατηρούνται από τον ίδιο σε κάποιο χρόνο και χώρο και οι οποίες ξετυλίγονται για κάποιο λόγο και με κάποιο τρόπο, γίνονται άμεσα και αμέσως ύλη, και έτσι τα χαρίσματα του συγγραφέα γίνονται δωρεές.
Το λογοτεχνικό έργο που στο τέλος της μάχης αυτής δημιουργείται είναι το προϊόν μιας αδιάκοπης και μη σθεναρής κρίσης, το αποτέλεσμα μιας ακροβασίας ανάμεσα στη συμπεριφορά και τη δράση. Τι ακριβώς εξυπηρετεί αυτή η ακροβασία; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η κοινή θεμελιακή διάθεση που χαρακτηρίζει κάθε λογοτέχνημα και είναι η εξής: το λογοτεχνικό έργο είναι η διακηρυγμένη ενότητα ζωής που ζητά απεγνωσμένα να μην αποβληθεί. Είναι το σύνολο της διαμεσολαβημένης ολότητας, η ποικιλότροπη διάπλαση του κόσμου, η επαναρχή της προϋπάρχουσας αδιάκοπης διανόησης και η εμβάθυνση της λειτουργικής αναδιάρθρωσής της.
Το έργο είναι η εσωτερικευμένη απρόσκοπτη ταραχή που ενυπάρχει στην συγγραφική διαδικασία, το μονιμοποιημένο κλονισμένο έλεος που διαπερνά την ανθρώπινη δραστηριότητα του συγγραφέα και ζητά με το γράφειν να βγει στην επιφάνεια, να αναδυθεί κατά κάποιο τρόπο σε έναν επίγειο ουρανό στον οποίο ούτε βασιλεύει η ύλη ούτε όμως ο ουρανός αυτός κυριαρχείται από αυτή˙ και όχι σε έναν παράδεισο (ουτοπία) ή μία κόλαση (δυστοπία), αφού οι δύο τελευταίες έννοιες πασχίζουν συνεχώς να νομιμοποιήσουν την διαστρεβλωτική ερμηνεία των στιγμών και των ορίων τους γιατί πολύ απλά παρερμηνεύουν τον πόθο του ανθρώπου μετατρέποντάς τον σε πάθος.Τι συμβαίνει δηλαδή με το έργο; Ο Blanchot (2018: 343) γράφει:
με το έργο […] καταφθάνει μέσα στο χρόνο ένας άλλος χρόνος, και μέσα στον κόσμο των όντων που υπάρχουν και των πραγμάτων που επιβιώνουν καταφθάνει, ως παρουσία, όχι ένας άλλος κόσμος αλλά το άλλο κάθε κόσμου, αυτό που είναι πάντα άλλο απ’ τον κόσμο.
Συνεχίζεται…