Σ’ έναν Τριακονταετή Πόλεμο πολλοί είναι εκείνοι που εκούσια ή ακούσια θυσιάζονται. Υπάρχουν όμως και κάποιο δεξιοτέχνες της επιβίωσης που μεθοδικά και αδίσταχτα αξιοποιώντας τα όσα προσόντα τους χάρισε η φύση επιδιώκουν ένα και μοναδικό σκοπό: να διολισθήσουν μέσα από τη κοινή δοκιμασία αλώβητοι. Τέτοιος προικισμένος δεξιοτέχνης είναι και ο ήρωας αυτού του βιβλίου.

Το κρίσιμο τριήμερο της φοιτητικής εξέγερσης στις 14, 15 και 16 Νοεμβρίου 1973 τον ρίχνει βέβαια σε μια δεινή εμπλοκή που τον αναγκάζει να κινητοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για να εξασφαλίσει την προσωπική σωτηρία του. Συνάμα δίνει το έναυσμα για μια συνοπτική και γόνιμη και διδακτική αναδρομή στο νεοελληνικό Τριακονταετή Πόλεμο. Ωστόσο, ο αναγνώστης θα πρέπει να σημειώσει ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι ιστορία ή χρονικό. Ο συγγραφέας του φιλοδόξησε να γράψει κάτι πιο αληθινό από την ιστορική αλήθεια – ένα μυθιστόρημα.

(Aπό το βιβλίο)

 

**********************************************************************************************************

Κριτική παρουσίαση του βιβλίου

 

 

Ανοίγοντας το πρώτο κεφάλαιο την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου του 1973, στο πνιγηρό υπόγειο του Μένιου Κατσαντώνη και της Βούλας Γιαμπά, το υπόγειο που «ζέχνει τηγανίλες αξημέρωτα» και  «ζέχνει καταβόθρα ψόφιο ποντίκι ο φωταγωγός«, ενώ «σκουπιδαριό ντουμάνι έχει φλομώσει καμένο λάδι«, κι ενώ πριν το καταλάβεις είσαι μέσα, εκεί που η Βούλα τηγανίζει μπακαλιάρο για πρωινό και «σκληρίζει από το κουζινάκι μαζί με του μπακαλιάρου το τσιτσίρισμα» περνώντας το Μένιο γενεές δεκατέσσερις (και ήδη αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι και η αφήγηση μιλά τη γλώσσα τους γι’ αυτό και σ’ έχει κυκλώσει), και μέχρι αυτός να κλείσει πίσω του την πόρτα στην μπόχα και στις απειλές της, θα ‘χει αναπολήσει τα πρώτα βασικά από το βίο και την πολιτεία του, δε ξέρεις τι θες: να βγεις έξω το γρηγορότερο ή να συνεχίσεις. Και όταν βγαίνοντας ο Μένιος έξω, αν ελπίζεις πως αυτό που διαβάζεις είναι μια περιγραφή της πρωινής ρουτίνας του δρόμου με το πηγαινέλα των γειτόνων, γρήγορα καταλαβαίνεις πως όχι: είναι το μάτι του χαφιέ που καταγράφει. Οπότε κι υποψιάζεσαι τους όρους και ότι είσαι μόνο στην αρχή μιας ανοίκειας οικειοποίησης, που δεν ξέρεις αν τη θες.

Για τον Μένιο Κατσαντώνη του Αθανασίου ή Καρδερίνη για πάντα η «ζωή είναι μια βιοπάλη«. Από τότε που μικρός στο Μελιγαλά σακάτεψε το πόδι του πέφτοντας από τη μουριά, και σ’ όλη την απόσταση που ‘χει «κούτσα κούτσα» διανύσει περιφέροντας και προτάσσοντας το σακάτεμά του. «Δέσε τη βράκα σου καθότι στη χώσανε μπαμπέσικα, έλεγε κάθε που το μεταβατικό θα τον στρίμωχνε» ο συχωρεμένος ο παππούς του (χαρίζοντάς του και το κομπολόι που έκτοτε ο Μένιος θα ξεκουκίζει στα δύσκολα), κι ο Μένιος δεν έχει παρεκκλίνει χιλιοστό: από συνεργάτης των Ιταλών και καταδότης για τους Γερμανούς στην Κατοχή, και από ‘κει στα λημέρια του Καπετάν Περδίκη (όχι μια αλλά δυο φορές αφού έτσι χρειάστηκε) για ν’ ανταλλάξει τη ζωή του και πάλι καταδίδοντας (τους πρώην καταδότες αυτή τη φορά), ίσα να ροκανίσει το χρόνο μέχρι που να μπουν οι εγγλέζοι και να «κηρυχτεί ο Δεκέμβρης«, για να επανακάμψει ο Μένιος με «πεσκέσι ένα κατάλογο με κόκκινα ονόματα«, εθνικόφρονας εξάπαντος. Ομοίως και στα προσωπικά του, εγκαταλείπει γυναίκα και παιδιά για να σπιτώνεται με τη Βούλα όποτε τη Βούλα τη βολεύει, και ανερυθρίαστα αφαιμάζοντας και γυναίκα και παιδιά, όποτε η ανάγκη το προστάζει. Κι έτσι κουτσά στραβά πορεύεται κλέβοντας, διαστρεβλώνοντας και καταδίδοντας, παίρνοντας στο λαιμό του πολλούς ο «κύριος Κατσαντώνης«, χαφιές, σφετεριστής, παρατρεχάμενος και παρακρατικός, μια αμαρτία της Ιστορίας, ενός εμφύλιου πολέμου διαρκείας, ένα όνομα αδειανό. «Κουρελιάζεις τ’ όνομα εσύ μωρέ είσαι ο Καρδερίνης» όπως συνόψισε ο καπετάν Περδίκας στο πρώτο τους συναπάντημα, χαρίζοντάς του και τη ζωή. Οπότε κι ο Μένιος το ‘ψαξε στο «Ελληνικόν μυθιστόρημα ή κλέφτικον επεισόδιον ο Κατσαντώνης» για να βρει ότι ο «σωτήρας» του Καρδερίνης ήταν ο καλόγερος που πρόδωσε τον Κατσαντώνη στον Αλή Πασά, (απολύτως ταιριαστό) και το φόρεσε. Εξ’ άλλου τ’ όνομα ανήκει περισσότερο στον ξάδελφο Μένιο Κατσαντώνη του Βασιλείου, υπουργό του καθεστώτος των συνταγματαρχών, ο οποίος και θα αξιώσει από το Μένιο του Αθανασίου τελικά να αλλάξει τ’ ονοματεπώνυμό του, καθώς ο υπουργός είναι φιλόδοξος και πρέπει να ‘ναι και προσεκτικός. «Πώς θα ‘μαι εγώ άμα εγώ δε λέγομαι» απορεί ο Μένιος και περί αυτού πρόκειται, αφού ο Μένιος δεν «είναι» ακριβώς. Όχι με τον τρόπο του εφοδιασμένου με ψυχολογική υπόσταση προσώπου χτισμένου και ορισμένου από «μέσα». Στη θέση της συνείδησης υπάρχει μόνο η μνήμη της βίας που ανασύρει ένα τυφλό αντανακλαστικό επιβίωσης, αφήνοντας το Μένιο κατά τα άλλα αδειανό, χωρίς να μπορεί να «είναι» με οποιονδήποτε τρόπο. Τελεσίδικα διαβρωμένος από  το «έξω» ο Μένιος, ανοχύρωτος και διαπερατός στη βία της Ιστορίας και στη βία της εξουσίας, άρρωστος χωρίς επίγνωση της αρρώστιας του, καταδότης και του ονόματός του, όταν στρέφεται προς τα μέσα κάπου να πιαστεί, δε φτάνει μακρύτερα από την τσέπη για να πιάσει το κομπολόι.

Και σήμερα, ημέρα Τετάρτη 14 Νοεμβρίου του 1973, μέχρι ο Μένιος Κατσαντώνης, χαφιές της Ασφάλειας, να ξαναγυρίσει αξιοθρήνητος, δαρμένος και άρρωστος στο λεηλατημένο από τη Βούλα υπόγειο, θα ‘χει καταλάβει για μια ακόμα φορά ότι έχει έρθει η ώρα να ξαναδέσει το βρακί του, αφού για μια ακόμα φορά ο καιρός αλλάζει. Θα ‘χει στο μεταξύ διανύσει μια μεγάλη και διασταλμένη μέρα, την πιο διασταλμένη του μεγάλου τριημέρου που έπεται, αφού σ’ όλη τη διαδρομή από το υπόγειο μέχρι την Ασφάλεια, στη διάρκεια της ανάκρισης και μετά πάλι έξω στην ξεσηκωμένη πόλη και στους σταθμούς-ελιγμούς που θα αποπειραθεί (Μνησικλέους, προσπάθεια να δει τον ξάδελφο, συνάντηση με τον γιο του έξω από το Πολυτεχνείο), δαρμένος και επικίνδυνος με το μυαλό αλαφιασμένο από το μεταβατικό που πλέον οσμίζεται, το μνημονικό του σαν πανικοβλημένο αντανακλαστικό, θα ξεγλιστρά όλο και πιο ανεξέλεγκτο στις σημαδιακές στιγμές του βίου του, τις ορισμένες από το παλαντζάρισμα των καιρών και των εξουσιών. Και στο εξής μέσα και πάνω σ’ αυτό το αδειασμένο και άρρωστο σαρκίο «Μένιος» θα συμπυκνωθούν και θα εμπεδωθούν δύο χρόνοι: αυτός του «κρίσιμου τριημέρου» της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου και ο άλλος της κρίσιμης τριακονταετίας, του Τριακονταετούς Εμφυλίου του Κοτζιά, αυτού που αποψίλωσε και παρήγαγε τον Μένιο Κατσαντώνη και το ξεχαρβάλωμά του. Και όσο το ξεχαρβάλωμα αυτό θα εντείνεται, ο βαθμός της συμπύκνωσης αυτής θα κλιμακώνεται, συναιρώντας τα δύο χρονικά σύμπαντα όλο και πιο εμμονικά, άτακτα και σπασμωδικά, με αποκορύφωμα το βράδυ της Παρασκευής και τη δραματική καταστολή της εξέγερσης, την οποία και παρακολουθούμε μέσα από την διαλυμένη και φθίνουσα αντιληπτικότητα ενός μέχρι τέλους ανυποψίαστου για το επερχόμενο Μένιου.

Μέσω εξ’ άλλου της οικειοποίησης αυτής της σαθρής αντιληπτικότητας, έχουμε παρακολουθήσει όλο το δραματικό διασταλμένο τριήμερο, με μια αφήγηση που αν και τριτοπρόσωπη, είναι ολοκληρωτικά βουτηγμένη μέσα στον γλωσσικό και αξιακό ορίζοντα του κυρίου Κατσαντώνη. (Με την εξαίρεση κάποιων λίγων παραγράφων που το πρωινό της δεύτερης μέρας –Πέμπτης, εγκαταλείπει για πολύ λίγο τον ορίζοντα αυτό για να παρακολουθήσει την εξεγερμένη πόλη, ν’ ακούσει τις «δροσερές φωνούλες» και το «απίστευτο» που «αυγάζει πια στον ορίζοντα» και «κάτω από τον καλό ουρανό της Αθήνας» και ίσα να επιτρέψει μια ανάσα, για να επιστρέψει για τα καλά άμα τη εμφανίσει του Καρδερίνη και να μην παραστρατήσει στο εξής). Αυτή η γλώσσα μπασταρδεμένη και αγοραία, ασύντακτη και τραυματισμένη, αποτελώντας από μόνη της τεκμήριο βιασμένου από την Ιστορία σώματος, εμπλέκει την ανάγνωση από την αρχή σε μια σχέση συνενοχής. Πολύ περισσότερο που και η αφήγηση, αδιαφορώντας για την στίξη ή τη σύνταξή της και αποσταθεροποιώντας επίμονα την χρονική της αλληλουχία τηρώντας τον ενεστώτα της ακόμα κι όταν βουτά στο παρελθοντικό, αυξάνοντας σταδιακά τη θερμοκρασία της μέχρι να οδηγηθεί στο κρεσέντο και την αποσάθρωση της Παρασκευής, καλεί σε ένα «εδώ» και ένα «τώρα» δραματικοποιημένο και απτό. Η αντικειμενικότητα της σύμβασης του τρίτου προσώπου (εκ των πραγμάτων αναγκαία, αφού το πρώτο πρόσωπο θα έδινε στον Κατσαντώνη υπόσταση που δεν διαθέτει) και η χρήση της ειρωνείας, αποτρέπουν την ταύτιση, αλλά όχι και την εμπέδωση αυτής της συνενοχικής και τραυματικά εναργούς γωνίας, που θέλγει και απωθεί την ανάγνωση σε κάθε βήμα. Ένα απροσδόκητο «ανακάτεμα» των μοντερνιστικών όρων, που καθιστά το κείμενο «ηδονικό», με τον τρόπο που ο Μπαρτ* το έχει ορίσει: «Κείμενο ηδονικό: το κείμενο που φέρνει σα κατάσταση χαμού, το κείμενο που ξεβολεύει (ίσως μέχρι την πλήξη), που κάνει να τρικλίζουν τα ιστορικά, πολιτισμικά, ψυχολογικά βάθρα του αναγνώστη, η σταθερότητα των γούστων του, των αξιών του και των αναμνήσεών του, που οδηγεί σε κρίση τη σχέση του με τη γλώσσα.»

Μέσω αυτής της «ηδονικής» λειτουργίας της μοντερνιστικής αφήγησης, η αντιποίηση αρχής που διαπράττει ο Κατσαντώνης, γίνεται αντιποίηση-οικειοποίηση γωνίας που διαπράττει ο συνένοχος (και γιατί προκύπτει και γοητευμένος) αναγνώστης.

 

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: 

 

ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΙΣ ΑΡΧΗΣ