ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ
Να αγαπάς
μέχρις εσχάτων
και να μη ζητήσεις ποτέ
ανταμοιβές και ιδιοκτησίες
μην μετανοήσεις ποτέ
για τις αμαρτίες
και ασωτίες σου
μείνε ως το τέλος
απολωλός και ακτήμων
περιμένοντας
τον Νυμφίο εν τω μέσω της νυκτός
με το μαύρο πουκάμισο
και τα χρυσά μανικετόκουμπα
εδώ στο μέρος των λιθοβολισμών
και της γκιλοτίνας
στη μικρή επαρχία
της ορεινής Ηλείας
να μείνεις ως το τέλος ορθός
αδιαφορώντας για τις προδοσίες
και τις προσβολές
και να αγαπάς ακαταπάυστως
ωσάν να είναι να πεθάνεις αύριο
μόνος
στο προαύλιο του παλαιού ελαιοτριβείου
περιμένοντας το πρώτο άγουρο λάδι
για τα καντήλια
και το ψωμί των φτωχών.

**
ΤΟ ΒΗΜΑ
Μέρες τώρα
έλεγα να γράψω
ένα ποίημα
για το ” βήμα “
το είχα δουλέψει καλά
μέσα μου
είχα βρει αρκετές εκδοχές
ένα βήμα μπροστά
ένα πίσω
δύο πίσω
ένα βήμα πριν τον γκρεμό
άλλο ένα βηματάκι
σημειωτόν
ακινησία
και άλλα πολλά
κάτι δεν μου έρεσε
πολύ απλοϊκό το είδα
και το άφησα
για μιαν άλλη φορά
το βράδυ είδα στον ύπνο μου
τον πατέρα μου
με τις δύο μαγκούρες του
να προσπαθεί να ανέβει
την άγονη σκάλα μου
<< ούτε μια κουπαστή δεν έφτιαξες να πιάνομαι >>
μου είπε
<< όπως δεν ξέρεις επίσης και τι δεν θα έδινα
για ένα βήμα μονάχα
χωρίς τις μαγκούρες μου >>
και έφυγε
μέσα σε μια πυκνή ομίχλη
το πρωί ξύπνησα
και είδα στη ψάθινη καρέκλα
κρεμασμένες
τις δυο μαγκούρες του
και μια γόπα
από τα σκέτα τσιγάρα του.
**
ΕΞΩ
Δεν τα ζύγιασα καλά
τα πράγματα
η αποφυλάκιση μου
ήρθε ακριβώς στην ώρα της
είχα μαζέψει καιρό τώρα
όλα τα προσωπικά
και τιμαλφή μου
αφού τελείωσα
με τις γραφειοκρατίες
και άλλες λεπτομέρειες
βρέθηκα έξω
μπροστά στη μεγάλη
συρόμενη πόρτα
που έσκουζε κάθε πρωί
σαν τραίνο
βγήκα
κοίταξα πίσω
για τελευταία φορά
στάθηκα ώρα πολλή
με τη βαλίτσα μου
παραπόδας
και είμαι πια έξω
εντελώς μόνος
άλλωστε στη φυλακή
ούτε επισκέψεις
είχα
ούτε γράμματα
ούτε αφιερώσεις
στους πειρατικούς σταθμούς
κι η μάνα μου
έχει καιρό πεθάνει.
Τελικά
έχει πολλή μοναξιά
η ελευθερία
**
ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ
Μπήκα στο σκοτεινό δωμάτιο
άναψα τη λάμπα
κι άνοιξα την παλιά ντουλάπα
βρήκα εκείνο
το μαύρο φουστάνι
– μαύρο βαθύ –
της μάνας μου ήταν
το φορούσε
στις γιορτές
και στις τελετές πένθους
το έψαξα
διστακτικά και διακριτικά
λες και με κοιτούσε
εκείνη
κρυφά
ακουμπισμένη με τον ώμο
στην κάσα της πόρτας
βρήκα την από μέσα
κρυφή τσέπη
που ήταν κλεισμένη καλά
με μια παραμάνα
την άνοιξα
με μεγάλη αγωνία
βρήκα ένα πακέτο
με χαρτονόμισμα
των
πέντε χιλιάδων δραχμών
δεμένα με σκοινί
– τα μάζευε για την κηδεία της –
έλεγε
βρήκα
και τη βέρα της
σε ένα λευκό μαντήλι
και το πράσινο
βιβλιάριο υγείας
με τις συνταγές των φαρμάκων
για την πίεση και το ζάχαρο
έκλεισα την τσέπη καλά
πάλι με την παραμάνα
και βγήκα από το δωμάτιο
ακροπατώντας
από φόβο
σαν μικρό παιδί
και έκλεισα το φως.
Δεν ξαναμπήκα από τότε
ποτέ εκεί.