Πρόσκληση σε ταξίδι
Έλα να πάμε αγάπη μου, εκεί να ζήσουμε μαζί!
Να ζούμε την ψυχή μας
Να πεθαίνουμε
Στον τόπο που σου μοιάζει!
Βρεγμένοι ήλιοι
Απ΄ ουρανούς θολούς
Για το δικό μου πνέμα μυστική
σαγήνη
Σαν τα δικά σου μάτια πίβουλα
Που μες στα δάκρυά τους
Λάμπουν.
Εκεί΄ναι τάξη κι ομορφιά παντού,
Χλιδή, γαλήνη κι ηδονή.
Λαμπρά καθίσματα
Απ΄το χρόνο γυαλισμένα,
Θε να στολίζουνε την κάμαρή μας
Με μυρωδιές κεχριμπαριού θαμπές,
Πλούσια ταβάνια,
Κι η λάμψη της ανατολής,
Όλα μες στη ψυχή κρυφά
θα μίλαγαν
Την μητρική τους γλώσσα τη γλυκειά
Εκεί΄ναι τάξη κι ομορφιά παντού,
Χλιδή, γαλήνη κι ηδονή.
Για δες επάνω στα κανάλια
τα καράβια ετούτα που κοιμούνται
Κι αλητεύει η σκέψη
Από την άκρια του κόσμου ξεκινάνε
Την πεθυμιά σου την μικρή για να κορέσουν.
Τους κάμπους στρώνουνε
Με δειλινά,
Την πόλη ολόκληρη, κανάλια,
Με χρυσό κι υάκινθους
Κοιμάται ο κόσμος
Μές τ΄αναπαμένο φως.
Εκεί΄ναι τάξη κι ομορφιά παντού,
Χλιδή, γαλήνη κι ηδονή.
****
Το Μπουκάλι
Υπάρχουν δυνατά μυρωδικά που κάθε τι γι αυτά είναι πορώδες. Θα λεγες πως μπορούν και το γυαλί να διαπεράσουν.
Καθώς μια κασετίνα ανοίγεις της Ανατολής
Που το κλειδί της τρίζει και γκρινιάζει σαν φωνάζει,
Ή μες σε σπίτι ερημικό κάποιο ντουλάπι
Που ναι γεμάτο απ΄ την αψιά του χρόνου μυρωδιά, μαύρο και σκονισμένο,
Κάποτε βρίσκεις κάποιο μπουκαλάκι παλαιό που αναθυμάται,
Και ξεπηδά από μέσα του ψυχή ολοζώντανη επιστρέφοντας.
Κοιμόντουσαν χιλιάδες σκέψεις,
πένθιμες χρυσαλίδες,
στα πυκνά τα ερέβη
γλυκά ριγώντας,
Π΄άνοιγαν τα φτερά τους και σηκώνονταν,
Χρωματιστές γαλάζιες, στο ροζ μέσα ν΄αστράφτουν, επίχρυσες.
Να η μεθυσμένη μνήμη που πετά
Στον ταραγμένο αέρα κλείνουν τα μάτια ο Ίλιγγος
Την ηττημένη τη ψυχή στα δυο του χέρια αρπάζει
Και προς την άβυσσο μιάσματα ανθρώπινα στο σκότος, σπρώχνει
Και στης αβύσσου της αρχαίας την άκρη αποθέτει,
Κι ο Λάζαρος ευωδιαστός το σάβανο ξεσκίζει,
Και μες στο ξύπνημά του το φασματικό πτώμα κινείται
Παλιάς αγάπης πικραμένης, μαγευτικής και λυπημένης.
Έτσι καθώς θα χάνομαι στη μνήμη
Των ανθρώπων, σε μια γωνιά διαβολική ερμαριού
Όταν παλιό μπουκάλι έρμο με πετάξουν,
Άθλιο, σκονισμένο, βρώμικο, γλοιώδες, ραγισμένο,
Θα΄ με το φέρετρό σου ευγενικιά πανώλη!
Της δύναμής σου μάρτυρας και της δικής σου βίας,
Γλυκό απ΄τα χέρια των αγγέλων δηλητήριο! Πιοτό
Που θα με φάει, ω της καρδιάς μου η ζωή κι ο θάνατος!
**
Κάποιους στίχους σου δίνω τ΄όνομά μου να φτάσει
Κάποιους στίχους σου δίνω τ΄όνομά μου να φτάσει
Μ΄έναν ούριο άνεμο σ΄εποχές μακρυνές,
Κι ένα βράδυ να κάνει τα μυαλά των ανθρώπων
Να νειρεύονται μέσα σε καράβι που πάει
Στον βοριά δίχως έγνοια.
Σαν αβέβαιος μύθος η δική σου η μνήμη
Είν΄ανούσιο τύμπανο στο αυτί τ΄αναγνώστη,
Κι απ΄τους στίχους μου αγέρωχους κρέμεται
αλυσίδα μυστήρια αδελφική
Καταραμένο πλάσμα που απ΄την άβυσσο βαθιά
Ως αψηλά στον ουρανό κανείς δεν σ΄αποκρίνεται πάρεξ εμέ
Ω΄ εσύ, σκιά με χνάρι εφήμερο,
Στο πλήθος μ΄αλαφρύ ποδάρι πηαίνεις
Και βλέμμα γαληνό
Και σε κοιτάν κατάπληκτοι οι θνητοί πικρά,
Άγαλμα με γαγάτη μάτια, και το μέτωπο μεγάλου αγγέλου χάλκινο!