Η «Περσεφόνη» του Ρίτσου επιστρέφει στον «Φούρνο»/ Σκηνοθεσία, δραματουργική επεξεργασία Άσπα Τομπούλη
Β’ σεζόν/ Θέατρο Φούρνος/ 19 Οκτωβρίου – 24 Νοεμβρίου 2024
Η Περσεφόνη (και όλα τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης) αρχίζει με μία εισαγωγική περιγραφή όπου, εν είδει σκηνικών οδηγιών, ο Ρίτσος -με την πρώτη κιόλας φράση- προσδιορίζει το στίγμα της ηρωίδας του την οποία αποκαλεί “Ταξιδιώτισσα”: “Έχει γυρίσει, όπως κάθε καλοκαίρι, απ’ την ξένη σκοτεινή χώρα, στο μεγάλο, εξοχικό, πατρικό της σπίτι – πολύ ωχρή, σαν κουρασμένη απ’ το ταξίδι, σαν άρρωστη απ’ τη μεγάλη διαφορά κλίματος, φωτός, θερμότητας”.
Ο Ρίτσος ανατρέπει τον μύθο: η Περσεφόνη κατεβαίνει στον Άδη με την θέλησή της – δεν υπάρχει αρπαγή και βιασμός. Αφημένη στα χέρια του Πλούτωνα, περιγράφει την κάθοδό της ως “ένα εξαίσιο γλίστρημα”. Μας λέει ότι προτιμά το σκοτάδι από το “αμείλικτο φως” του ήλιου, “τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας σιωπής” από τη ασυνάρτητη βουή του κόσμου, επειδή το σκοτάδι είναι “ακέριο, συμπαγές και διάφανο…αναμάρτητο” ενώ η “δεσποτεία” και η “τρομερή έπαρση του ήλιου”είναι αβάσταχτη.
Στον συντομότερο ίσως μονόλογο της Τέταρτης Διάστασης, ο ποιητής μιλά για το αντικείμενο του πόθου -το ανδρικό σώμα- με έναν καταλυτικό, διάχυτο αισθησιασμό που δεν συναντάμε στους άλλους μονολόγους της συλλογής. Μολονότι υπάρχουν και εδώ οι ιδεολογικοπολιτικές νύξεις, όπως υποδηλώνει άλλωστε και η απόρριψη του υπαρκτού κόσμου από την ηρωίδα. Στην Περσεφόνη ο ποιητής μιλά για την απελευθέρωση του ανθρώπου μέσα από την εκπλήρωση της ερωτικής επιθυμίας ενώ συγχρόνως διερευνά τα όρια της ελευθερίας επιλογής και το ερωτικό πάθος.
Ο Ρίτσος δημιουργεί ένα μεστό, τολμηρό και γοητευτικό κείμενο, με συνειρμικές, ρευστές εικόνες που αντιτίθενται η μια στην άλλη και ακατάπαυστα μετατοπίζονται από το τώρα στο τότε, από τον πάνω στον κάτω κόσμο, από το φως στο σκοτάδι. Και αυτή η διαρκής ροή και μετακίνηση αποτυπώνει την ίδια την υπαρξιακή κατάσταση της ηρωίδας –μιας γυναίκας καταδικασμένης σε ένα ακούσιο και αέναο ταξίδι ανόδου από και καθόδου προς τον Άδη.
Η σκηνή του θεάτρου Φούρνος γίνεται ένα πεδίο μνήμης. Όπως σε όλους του μονολόγους του Ρίτσου, υπάρχει και εδώ ένα βουβό πρόσωπο -η φίλη της Περσεφόνης, η Κυανή. Στην σκηνοθετική μου προσέγγιση καταργώ την Κυανή και μοιράζω το κείμενο σε δύο ηθοποιούς: η “Ταξιδιώτισσα”- Περσεφόνη σε ώριμη πια ηλικία (Άντρια Ράπτη) αφηγείται στο τώρα τα γεγονότα της ζωής της ενώ η έφηβη Περσεφόνη (Μιράντα Ζησιμοπούλου) μιλά στο τότε για το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, για το τι και πώς συνέβη. Η δραματουργική επεξεργασία αλλά και η χορογραφία της κίνησης των δύο ηθοποιών είναι μέρος της σκηνοθεσίας. Η Περσεφόνη είναι μία performance όπου η κίνηση, τα σώματα των ηθοποιών, ο λόγος, τα visuals, τα σκηνικά αντικείμενα κτίζουν εικόνες και δράσεις –συνθέτουν έναν κόσμο που αφηγείται μια σημερινή εκδοχή ενός κλασσικού μύθου.