Βλέπεις τις υπογραμμίσεις σε βιβλία που ξανά διαβάζεις και συναντάς και πάλι εκείνον. Πού πήγαν τόσα χρόνια; Γιατί τα βιβλία δεν άλλαξαν;
   Άλλοτε καμαρώνεις πως ήξερε τι να σημειώσει. Νιώθεις υπερηφάνεια που διάβαζε σωστά, στεκόταν στα κατάλληλα σημεία-όπως και εσύ σήμερα. «Τον μπαγάσα» λες, «αν και τόσο νέος, κοίτα που είχε καταλάβει!». Χαϊδεύεις το χρώμα πάνω στο τυπογραφικό, όπως τον παλιό σου φίλο που στέκεται ξανά μπροστά σου. Είσαστε πια δύο άλλοι πάνω από την ίδια σελίδα, αλλά μαζί. Νοτισμένοι σαν τα μαύρα γράμματα πάνω στο λευκό.
   Άλλοτε πάλι, ντρέπεσαι, θες να αλλάξεις βιαστικά το φύλλο. Δεν έγινες αυτό που σημείωσε. Δεν έκανες ούτε το ελάχιστο από αυτό που ήλπιζε ότι θα κάνεις, όταν κύκλωνε τις λέξεις. Πασχίζεις να σβήσεις την υπογράμμιση, να ξεχαστούν όλα. Μάταιος κόπος. Μένει για πάντα η κηλίδα. Η δική του κηλίδα.
   Καμία φορά κοιτάς με ζήλεια. Ήταν νέος, το βλέπεις από τη βιασύνη που υπογράμμιζε, την έξαψη να συγκρατήσει μέσα σε ασύμμετρες γραμμές, που έπεφταν πάνω στα γράμματα ή έβγαιναν στο περιθώριο, όλο το φως που ανέβλυζε στις λέξεις και τον τύφλωνε. Σήμερα έχεις την ψυχραιμία να διαβάσεις και διαγωνίως. Να μην έχεις δίπλα σου το υπογραμμιστικό. «Δεν πειράζει, ας μη το σημειώσω», λες. «Θα το θυμάμαι». Στην επόμενη στροφή του βιβλίου, το έχεις κι όλας ξεχάσει. Ανάμεσα σε σένα και τις λέξεις υπάρχει χρόνος, μέρες, πια, βδομάδες, μπορεί και μήνες. Όπως υπάρχουν και γυαλιά. Πού να τα βγάζεις για να γαβγίσεις στα αστέρια από τη χαρά της έκπληξης; Ποια έκπληξη; Πόσο διαρκεί;

   Κάποτε απορείς. Γιατί να μείνει σε αυτό το απόσπασμα; Σε αυτή την πρόταση, τη φράση, τη λέξη; Τι τον οδήγησε να πάρει το μολύβι και να χαρακώσει τόσο βαθιά τις προτάσεις; Προσπαθείς να αντιληφθείς, να θυμηθείς πώς και έβαλε και κάθετες γραμμές ή αστερίσκους. Αυτή τη φορά δεν σου λένε τίποτα ενδιαφέρον τα υπογραμμισμένα σημεία. Δεν πιστεύεις ότι μπορούσε και τότε. Τότε γιατί; Ακουμπάς τις υπογραμμίσεις του σαν να κάνεις χειραψία με έναν ξένο και προχωράς.
   Κάποιες φορές αναγνωρίζεις χωρίς συναισθηματισμούς ότι έχεις τις δικές σου ανάγκες, δεν μπορεί να επιστρέψει εκείνος. Οι νέες υπογραμμίσεις σε περιμένουν. Όπως και οι παλιές. Να τις ανανεώσεις με την πείρα της πιο στερεής γραμμής. Με τη συνείδηση ότι έχουν έρθει ξένα χέρια -ακόμα και των πιο δικών σου- που θα κρατήσουν το βιβλίο, όταν πια δεν θα υπάρχει στη βιβλιοθήκη σου ή δεν θα υπάρχεις εσύ, και θα βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα και για τους δυο σας.
   Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι υπογραμμίσεις είναι δικές σας. Καλή σας ανάγνωση.