
Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ (1897-1962), θα είχε μεγάλες ομοιότητες με τον Τζέημς στην γραφή και στον χειρισμό των κόσμων του, αν δεν ήταν Νότιος. Όμως, ως γέννημα θρέμμα του Νότου, εμποτίζει τις αφηγήσεις του με το συγκεκριμένο γλυκόπικρο άρωμα της γλυσίνας και του γιασεμιού που φυτρώνουν στα ερειπωμένα πια σπίτια της παλιάς νότιας αριστοκρατίας. Γνωρίζει, σαν να παρατηρεί το ίδιο του το σώμα, πως οι αιωνόβιες ρίζες των δυτικών δρυών τρέφονται με τους χυμούς του λίγου του κόσμου, του αρνητικού φιλμ της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο φόβος σε μια χούφτα σκόνη, σύμφωνα με τον προσφιλή στον Φώκνερ ποιητή. Η συγγένεια του Έλιοτ με τον Φώκνερ ερείδεται στην κοινή κλιματική τους εμπειρία: αμφότεροι τέκνα που αναστήθηκαν με μύθους γονιμότητας και περηφάνιας, και σαν έφτασαν στην ηλικία του άνδρα και κοίταξαν ένα γύρο είδαν τα συντρίμμια της παράδοσής τους να κείνται κάτω από έναν εξοντωτικό, ανηλεή, στέρφο ήλιο.
Η βασική του ομοιότητα με τον Τζέημς είναι οι σπειροειδείς αφηγήσεις και η λεπτή και εξαντλητική παρατήρηση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Μόνο που εδώ, σε αντίθεση με τον Τζέημς, υπάρχει πάντα ένας συμπρωταγωνιστής στην ιστορία: το τοπίο και το ύφος του Νότου. Στην πλειονότητα των γραπτών του Φώκνερ πρόκειται για έναν φανταστικό Νότο, αυτόν της επινοημένης από τον συγγραφέα κομητείας της Γιοκναπατόφα. Η σύνθεση αυτής της φανταστικής κομητείας επιτρέπει στον Φώκνερ να μας παρουσιάσει ένα Νότο πιο πραγματικό από τον ήδη υπάρχοντα, διότι συμπυκνώνει την εμπειρία, το τοπίο, τους διάφορους τύπους ανθρώπων και το ηθικό και ιδεολογικό κλίμα σε μια περίκλειστη περιοχή, όπου το άλικο φως της ματιάς του συγγραφέα, ίδιο σε απόχρωση με τον ήλιο που έβλεπε να δύει κάθε μέρα της ζωής του, φανερώνει την σκληρότητα, την ποταπότητα, την ομορφιά και την μεγαλοσύνη ισόποσα.
Ακολουθεί, αισθάνομαι, την συνταγή του Δάντη. Παγιδευμένοι σε μια άχρονη ύπαρξη οι κολασμένοι, οι μετανιωμένοι και οι ευλογημένοι διατηρούν τον χαρακτήρα της υλικής τους ζωής όχι μόνο ανέπαφο, αλλά εξαιτίας ακριβώς αυτής της άχρονής τους υπόστασης ακόμα συνεπέστερο σε αυτό που πραγματικά είναι. Ο φιλάργυρος ή ο υπερήφανος είναι παγιδευμένοι σε μια πλήρη αποδοχή του κυρίαρχου χαρακτηριστικού του χαρακτήρα τους και συνεπώς περισσότερο πραγματικοί και αφτιασίδωτοι από αυτό που κάποτε ήταν.
Έτσι, η κομητεία της Γιοκναπατόφα γίνεται ένας χώρος ουσιαστικά άχρονος, με τον νότιο τρόπο αρχετυπικός και ευκρινής ως προς τα επιμέρους συστατικά που τον συνθέτουν. Αυτό το περιβάλλον επιτρέπει στους χαρακτήρες που το ενοικούν να είναι μοιραία συνεπείς ως προς τους εαυτούς τους. Ο πατέρας του Κουέντιν, Τζέισον Κόμπσον ο Γ΄, ο ίδιος ο Κουέντιν, ο Πόπαϋ, ο ινδιάνος φύλαρχος Ντούμ, ο Τζο Κρίστμας, ο Ντάρλ ή ο Συνταγματάρχης Σάτπεν, είναι φιγούρες που γνωρίζαμε από πάντα, οι πατημασιές τους πάντα διακρίνονταν στα αφηγηματικά μονοπάτια των οικουμενικών μύθων μας. Χωρίς να πασχίζει για πρωτοτυπία ή διαφορετικότητα ως προς τους χαρακτήρες του, ο Φώκνερ μεταχειρίζεται την παντοδύναμη αρχετυπική ουσία, εφαρμόζοντάς την άψογα στα διακυβεύματα του Νότου, όπως ο Δάντης έριξε τον Οδυσσέα σε ένα χριστιανικό κολαστήριο, εκεί όπου η τιμωρία του θα ήταν πιο βάναυση από οποιονδήποτε Άδη.
Εντός αυτής της ποιητικής, μέσα από τους δρυμούς και τους σκονισμένους δρόμους της Γιοκναπατόφα, αναδύεται ένας σημαντικότατος και καθαρά αμερικανικός λογοτεχνικός χαρακτήρας. Δεν είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε στην λογοτεχνία της Αμερικής, αλλά το έργο του Φώκνερ είναι ένας καίριος σταθμός στην εξελικτική του πορεία. Θα έλεγα πως η πρώτη μας ματιά σε αυτήν την φιγούρα ήταν όταν παρακολουθούσαμε την γέφυρα του Πίκουοντ. Ο καπετάνιος Αχαάβ αποτελεί την πρώτη εμφάνιση του Αμερικάνου τραγικού αντι-ήρωα. Αυτός ο αντι-ήρωας ακολουθεί τις επιταγές της εμερσόνειας σκέψης κατά γράμμα και με λυσσώδη ορμή, τανύζοντας τα όριά της μέχρι την επιτέλεση της ιδιαίτερης προσωπικής του αποστολής. Είναι αυτός που θα προσπαθήσει να δαμάσει, ταυτόχρονα αψηφώντας, την γη, την θάλασσα και τον ουρανό, αυτός που θα διακρίνει εντός της πλάσης τα σημάδια ενός προσωπικού υπεσχημένου πεπρωμένου που πάση θυσία πρέπει να συντελεστεί, ένας, φρικτός ωφελιμιστής το δίχως άλλο, που δεν διστάζει μπροστά σε κανένα μέσο κατά την μεγάλη του πορεία προς μια ιδιωτική, μονομανή ολοκλήρωση. Δεν είναι μια παρερμηνεία του Έμερσον, αλλά είναι η παρουσίαση του απώτατου ορίου της κοσμοθεωρίας του Έμερσον. Το προϊόν μιας τρομακτικά βουλησιαρχικής αντιμετώπισης του κόσμου και το καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο δείγμα της. Η πεμπτουσία – κατά την άποψή μου – της αμερικανικής τραγικής μοίρας.
Ο Φώκνερ, εντός του συστήματος αφήγησης της φανταστικής Γιοκναπατόφα, δίνει σε αυτόν τον χαρακτήρα το κατάλληλο πεδίο και την ταιριαστή δράση, αφήνοντάς τον να αναπνεύσει και να μορφοποιήσει το πλήρες εύρος της φρίκης που τον ακολουθεί. Ταυτόχρονα, μέσω της προαναφερθείσας μυθικής αρχετυπικότητας τον φέρνει σε απόλυτα γονιμοποιό διάλογο με την ευρύτερη δυτική παράδοση. Ο λόγος για τον Αμερικανό Αγαμέμνονα, τον Συνταγματάρχη Σάτπεν του Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! (1936), το καλύτερο ίσως παράδειγμα αυτού του χαρακτήρα στο έργο του Φώκνερ και ο μέχρι τότε πιο ολοκληρωμένος τραγικός αντι-ήρωας του Νέου Κόσμου. Άμεσοι απόγονοί του είναι ο Μίλερ, ο κυνηγός βουβαλιών, στο Πέρασμα του Μακελλάρη του Τζον Γουίλλιαμς και η απόλυτη αποκρυστάλλωση του αμερικανικού κακού και της αμερικανικής τραγωδίας, ο Δικαστής Χόλντεν στον Αιματοβαμμένο Μεσημβρινό του Κόρμακ ΜακΚάρθυ.
Ο Σάτπεν, εμφανίζεται ξαφνικά μια μέρα στο Τζέφερσον, χωρίς παρελθόν, χωρίς εγγυητές και χωρίς προσωπικότητα. Μια άμορφη, πυκνή μάζα πεπρωμένου στο κατώφλι της πόλης. Κάποια χρόνια αργότερα θα είναι ο πλουσιότερος και δυνατότερος άντρας της περιοχής, διευθύνοντας το μεγαλύτερο υποστατικό της, εκατό μίλια ινδιάνικης γης που απέκτησε με ασαφή μέσα. Νομιμοποιεί την παρουσία του μέσω του γάμου του με μια ντόπια κοπέλα από οικογένεια άμεμπτης ηθικής. Αποκτά δύο παιδιά από αυτόν τον γάμο, δύο νόμιμα ελπιδοφόρα τέκνα που θα εδραιώσουν την δυναστεία του. Ο εμφύλιος πόλεμος, το παρελθόν του και η τερατώδης προσήλωσή του στην επίτευξη των σκοπών του χωρίς έγνοια για τα μέσα ή το αίμα, θα τον συντρίψουν ολοκληρωτικά, αφήνοντας το υποστατικό του οικτρά αποκαΐδια και την γενιά του ειρωνικά κατεστραμμένη. Οι μεγάλοι άντρες του πεπρωμένου καταστρέφονται πιο θεαματικά από τους άλλους. Μερικές φορές η πρώτη εντύπωση ενός ανθρώπου περιέχει όλη την μελλοντική εκτύλιξη του χαρακτήρα του και τα σχετικά με αυτόν μελλούμενα. Κι αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση των κατοίκων του Τζέφερσον για τον Σάτπεν:
Προφανῶς εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ νότια – ἦταν ἕνας ἄντρας γύρω στὰ εἴκοσι πέντε, ὅπως ἔμαθε ἡ πόλη ἀργότερα, γιατὶ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μαντέψει τότε τὴν ἡλικία του, διότι τότε ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει περάσει ἀρρώστια. Ὄχι ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ἀρρωστήσει κι ἔχει μείνει ἤρεμος στὸ κρεβάτι κι ἔχει ἀναρρώσει καὶ τώρα κινεῖται μὲ κάτι σὰν ἄτολμη καὶ διστακτικὴ κατάπληξη μέσα σὲ ἕναν κόσμο τὸν ὀποῖο πίστεψε πὼς λίγο ἔλειψε νὰ ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὑποστεῖ μιὰ μοναχικὴ ἐμπειρία κλιβάνου, κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ πυρετό, ὄπως θὰ συνέβαινε ἂς πούμε σὲ ἕναν ἐξερευνητὴ ὁ ὀποῖος δὲν θὰ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μόνο τὶς φυσιολογικὲς κακουχίες τῆς ἀποστολῆς ποὺ εἶχε ἐπιλέξει νὰ ἀναλάβει ἀλλὰ ὑπέστη καὶ τὴν ἐπιπλέον, ἀπρόβλεπτη ἐπιβάρυνση τοῦ πυρετοῦ μὲ τὸν ὁποῖο πάλεψε καταβάλλοντας τρομερὸ τίμημα ὂχι τόσο σωματικὸ ὅσο ψυχικό, μόνος κι ἀβοήθητος μὲ σκοπὸ χάρη στὴν τυφλὴ ἐνστικτώδη βούλησή του ὂχι μόνο νὰ ἀντέξει καὶ νὰ ἐπιβιώσει ἀλλὰ νὰ κερδίσει καὶ νὰ κρατήσει καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖ τὸ ὑλικὸ ἔπαθλο γιὰ τὸ ὁποῖο δέχτηκε καταρχὰς νὰ ὑποστεῖ τὴν θυσία. Ἦταν ἕνας ἄντρας μεγαλόσωμος ἀλλὰ κάτισχνος τώρα, στὰ ὅρια τῆς ἀποστέωσης, μὲ ἕνα κοντὸ κοκκινωπὸ μούσι ποὺ θύμιζε μεταμφίεση καὶ πάνω ἀπὸ αὐτὸ τὰ ἀνοιχτόχρωμα μάτια του ποὺ εἶχαν κάτι τὸ ὀνειροπόλο καὶ μαζὶ μιὰ ἐγρήγορση, μάτια ἀμείλικτα καὶ γαλήνια πάνω σὲ ἕνα πρόσωπο μὲ ὅψη κεραμικοῦ ἀγγείου, χρωματισμένου ἀπὸ τὸν πυρετὸ εἴτε τῆς ψυχῆς εἴτε τοῦ περιβάλλοντος σ᾽ ἐκεῖνο τὸ καμίνι, βαθύτερα ἀπ᾽ ὅσο πάει ὁ ἤλιος κάτω ἀπὸ μιὰ νεκρὴ ἐπιφάνεια ἀδιαπέραστη σὰν γυαλισμένος πηλός.[1]
Σε αυτό το απόσπασμα συνοψίζεται όλη η μοίρα του Σάτπεν, όπως σε έναν χρησμό. Μας παρέχεται το αίτιο και το αποτέλεσμα σε μια ζοφερή ταυτοχρονία, όπου και είναι χαρακτηριστική της γραφής του Φώκνερ. Αυτός ο ψυχικός εμερσόνειος πυρετός τελικά θα οδηγήσει τον άντρα σε αυτήν την «νεκρὴ ἐπιφάνεια ἀδιαπέραστη σὰν γυαλισμένος πηλός», που εξαρχής παρουσίαζε στο πρόσωπό του. Τα μέσα αυτής της πορείας θα είναι τα μάτια του «ποὺ εἶχαν κάτι τὸ ὀνειροπόλο καὶ μαζὶ μιὰ ἐγρήγορση», δύο βουκέντρες, εκ των οποίων η μία προερχόταν από το χέρι του ιδεαλισμού και της μεταφυσικής, της πεποίθησης πως κάτι είναι υπεσχημένο και η άλλη από το χέρι μιας ψυχρής και συντριπτικής πρακτικότητας που δεν αφήνει περιθώρια στην ηθική ή στις δεύτερες σκέψεις. Αυτός ο άντρας ήταν μια ωρολογιακή βόμβα με αστείρευτη θέληση να εκραγεί. Οι δύο βουκέντρες του, ή άλλως τα δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ήθους του, είναι μοχλοί πίεσης και χρησμοί μαζί. Ο Φώκνερ μας παρουσιάζει μια λεπτομερέστατη ανατομία των διεργασιών της αμερικανικής ψυχής και παράλληλα μια μικρογραφία του αμερικανικού βιομηχανικού μοντέλου στο πρόσωπο του Σάτπεν, υποδεικνύοντας την μάχη του με τον χρόνο, την μοίρα και την αμείλικτη φύση.
Αυτός ο παντοδύναμος άνθρωπος που δεν δεχόταν το μαύρο αίμα στο γενεαλογικό του δέντρο, που πίστεψε πως μπορούσε σε πείσμα των συνθηκών και των περιστάσεων να δημιουργήσει μια δυναστεία, ποτέ δεν παραιτήθηκε του σκοπού του ακόμη και όταν περιήλθε στην απόλυτη ανέχεια, με τα εδάφη του να έχουν συρρικνωθεί στο μέγεθος του ίδιου του σπιτιού του και τον γιό του κυνηγημένο από την δικαιοσύνη και με τον Νότο συντρίμμια μετά τον πόλεμο.
Η πυρετική του προσπάθεια τον σκότωσε, στο πρόσωπο ενός που εργαζόταν γι’ αυτόν για χρόνια και με του οποίου την εγγονή προσπαθούσε να τεκνοποιήσει για να επανέλθει στην αρχική του πορεία, όντας πια γέρος και σακατεμένος από τις αντιξοότητες. Αυτός ο εργάτης τον σκοτώνει μια μέρα, όταν η εγγονή του γεννά στον Σάτπεν κορίτσι κι ο τελευταίος την χλευάζει για αυτήν την ατυχία. Ο μόνος απόγονος του Σάτπεν που θα απομείνει θα είναι μαύρος, ένας τελευταίος καγχασμός της μοίρας για τον νεκρό πια Συνταγματάρχη, που προσπαθούσε να διαφυλάξει την καθαρότητα του αίματός του και επιχειρούσε σε όλη του την ζωή να χειραγωγήσει την τύχη και να ισιώσει τους πανάρχαιους καμπύλους δρόμους της φύσης σε μια ευθεία που κατέληγε σε αυτό που ο ίδιος πίστευε πως ήταν η επιτυχία και η ολοκλήρωση. Στο τέλος μένει ο Νότος, μισητός και αγαπημένος από τους ανθρώπους του, πάντα παγιδεύοντάς τους στις αρπάγες της τραγωδίας που βρίσκονται κρυμμένες στα μόρια της σκόνης που σηκώνει μια άμαξα μέσα στην ξηρή καλοκαιρινή νύχτα του Τζέφερσον.
Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, ο ψυχρός πόλεμος και οι αμφιβόλου ηθικής κινήσεις της Αμερικής κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, και ειδικά μέχρι το 1970, προκάλεσαν ένα κύμα μετανάστευσης των συγγραφέων προς τα δυτικά. Αυτή η εποχή μας προσφέρει δύο από τα καλύτερα γουέστερν της αμερικανικής λογοτεχνίας, το Πέρασμα του Μακελλάρη του Τζον Γουίλλιαμς και τον Αιματοβαμμένο Μεσημβρινό του Κόρμακ ΜακΚάρθυ. Στις σελίδες του τελευταίου, οφείλω να παραδεχτώ πως βλέπω το μεγαλύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα αν και γνωρίζω πως αυτή η θέση είναι αρκετά σαθρή λόγω της υποκειμενικότητας της κρίσης της.
Ο Τζον Γουίλλιαμς (1922-1994), είναι ένας παράξενος συγγραφέας. Το πρωτόλειό του Μόνο η Νύχτα (1948) μας παρουσιάζει ένα ντοστογιεφσκικό αστικό σκηνικό, σκοτεινό και ενοχλητικό, που όμως διατρανώνει το γεγονός πως αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια. Το Στόουνερ (1965) είναι ένας ψυχρός ύμνος στην πνευματική ζωή, ποτισμένος από την υστερία της αμερικανικής καθημερινότητας μετά τον πόλεμο και βαθιά συγκινητικός, και σε ορισμένες του στιγμές τρυφερός, ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα. Το Αύγουστος (1972) ένα οικουμενικό επιστολικό έπος που αφορά στην ζωή του Οκταβιανού Αυγούστου, ένα ιστορικό μυθιστόρημα τεράστιας δεξιοτεχνίας. Δεν υπάρχει μια κοινή τοπογραφία ή ένα κοινό κλίμα που να διατρέχει το σύνολο του έργου του, όπως σε όλες τις περιπτώσεις των προαναφερθέντων συγγραφέων. Παρόλα αυτά το Πέρασμα του Μακελλάρη (1960) δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άποψη ατμόσφαιρας, μεγαλείου και χαρακτήρων από τους άλλους συγγραφείς.
Σε αυτό το βιβλίο εντοπίζω τον επόμενο σταθμό του Αμερικανού τραγικού αντι-ήρωα. Το όνομά του εκείνες τις μέρες ήταν Μίλερ. Ο Μίλερ είναι ένας από τους καλύτερους κυνηγούς βουβαλιών στην Δύση και επιστρατεύεται από τον Γουίλ Άντριους, έναν νέο που ακούγοντας από το έδρανό του τον Έμερσον, αποφασίζει να ριχτεί στον δρόμο της περιπέτειας, να πάει στην Δύση και κυνηγώντας βουβάλια να δει αυτήν την αρμονία της φύσης με τον άνθρωπο για την οποία μιλούσε ο δάσκαλός του.
Η ιστορία είναι απλή. Μια συντροφιά τεσσάρων ανδρών πηγαίνει να κυνηγήσει βουβάλια σε μια δύσβατη περιοχή. Ο Άντριους, ο Μίλερ, ο Χότζ και ο Σνάιντερ, θέλουν τα τομάρια των ζωών για να τα πουλήσουν σε έναν έμπορο τομαριών, και το εμπόριο του προϊόντος πάει πολύ καλά εκείνες τις μέρες. Αφού σκοτώσουν ένα τεράστιο κοπάδι, η εμμονή του Μίλερ με το κυνήγι, τους κοστίζει πολύτιμο χρόνο από την επιστροφή τους και ο χειμώνας τους εγκλωβίζει σε μια περίκλειστη κοιλάδα. Μισότρελοι, με το τέλος των άγριων συνθηκών, φορτώνουν όσα τομάρια μπορούν στις άμαξες και παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, μόνο και μόνο για να χάσουν όσα τομάρια μπορούσαν να κουβαλήσουν εξαιτίας ενός ορμητικού ποταμού. Γυρίζουν πίσω στην πόλη για να δουν πως το εμπόριο έχει καταστραφεί και πως ο έμπορος έχει κλείσει την επιχείρησή του. Ο Μίλερ παραφρονεί και καίει το κτίριο της επιχείρησης μαζί με όσα τομάρια είχαν μείνει.
Η υπόθεση έχει ακριβώς το ίδιο σχήμα που έχουμε επισημάνει παραπάνω. Η ματαίωση της εμερσόνειας βούλησης για δύναμη, η εκδίκηση της φύσης, η ταπείνωση του ανθρώπινου πνεύματος. Μόνο που εδώ οι γραμμές είναι πιο προφανείς. Είναι το όραμα του Έμερσον μέσω του χαρακτήρα του Άντριους, που αποδεικνύεται φαύλο και αφερέγγυο, χωρίς υπαινικτικές αναφορές ή υποδόριους παραλληλισμούς. Το μήνυμα γίνεται πιο ξεκάθαρο. Ο πυρετός του Αχαάβ και του Σάτπεν κάνει το αίμα του Μίλερ να κοχλάζει με τον ίδιο τρόπο:
Ὁ Μίλερ ἔγνεψε πὼς ὄχι. «Θὰ σοῦ ἔλεγα νὰ μὴν μπεῖς στὸν κόπο νὰ τὰ καταλάβεις× εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστεῖς τί μπορεῖ νὰ κάνουνε. Εἴκοσι χρόνια τὰ κυνηγάω κι ἀκόμα δὲν τὰ ξέρω. Τὰ ἔχω δεῖ νὰ σαλτάρουνε πάνω ἀπὸ γκρεμὸ σὰν νὰ μὴν τρέχει τίποτα καὶ νὰ τσακίζονται σὲ φαράγγι – χιλιάδες ἀπὸ δαῦτα, καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ βγάλεις ἄκρη γιατί. Τὰ ἔχω δεῖ νὰ τρομάζουνε ἀπὸ ἕνα κοράκι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔχω δεῖ ἀνθρώπους νὰ διασχίζουν ὁλόκληρο κοπάδι καὶ νὰ μὴν κουνιέται ρούπι ἀπὸ δαῦτα. Ἅμα ἀρχίσεις νὰ σκέφτεσαι τί θά κάνουνε καὶ τί δὲ θὰ κάνουνε, τὴν πάτησες× ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνει κανένας εἶναι νὰ ἐπενδύει σὲ δαῦτα, νὰ σκοτώνει ὅσα μπορεῖ, ὅποτε μπορεῖ, καὶ νὰ μὴν προσπαθεῖ νὰ καταλάβει τίποτα.» Ὅση ὥρα του μιλοῦσε ὁ Μίλερ, δὲν κοίταζε τὸν Ἄντριους× τὸ βλέμμα του ἦταν καρφωμένο στὴν κοιλάδα ὅπου τώρα πιὰ δὲν σάλευε τίποτα× κι ἥτανε ἅδεια, μὲ ἐξαίρεση τὰ ποδοπατημένα βουβάλια ποὺ εἶχαν σκοτώσει.[2]
Η οπτική της εκλεκτής θέσης του ανθρώπου εντός της φύσης, η προβολή της τελευταίας ως μιας λεκάνης αγαθών που απλά περιμένουν το ανθρώπινο χέρι να τα αδράξει, η πλήρης αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε μέθεξη στο φυσικό γίγνεσθαι ως απόρροια του μοντέλου του κυρίαρχου ανθρώπου, είναι όλα εδώ, οι απώτατες συνέπειες της εμερσόνειας σκέψης, η αμερικανική ύβρις. Περιττό να προσθέσουμε πως η φιγούρα του Μίλερ θα κλονίσει συθέμελα τις ακαδημαϊκές, βολικές απόψεις του Άντριους και θα τον οδηγήσει σε μια κάποια κατανόηση της έμφυτης τραγικής συνθήκης της πραγματικότητας.
Οι χιονοθύελλες, οι απέραντες εκτάσεις, η δύναμη του κορμιού των βουβαλιών, τα παιχνίδια της μοίρας μέσα στα ορμητικά νερά των ποταμών και η κατάληξη του Μίλερ, θα διδάξουν τον Άντριους κάτι διαφορετικό από αυτό που άκουσε στο Χάρβαρντ. Η φύση δεν βρίσκεται σε αρμονία με τον άνθρωπο, βρίσκεται σε αρμονία με όλα τα έμβια όντα που την ενοικούν μέσω της βίας, του ανταγωνισμού και της επιβίωσης. Είναι μια ατέρμονη μάχη χωρίς ηθική και στις περισσότερες στιγμές της φρικτά ακατανόητη. Ο Μίλερ έχει δίκιο όταν λέει πως «[ἅ]μα ἀρχίσεις νὰ σκέφτεσαι τί θά κάνουνε καὶ τί δὲ θὰ κάνουνε, τὴν πάτησες», όμως το λέει για τους λάθους λόγους. Γι’ αυτόν δεν είναι παρά μια δικαιολογία που υποδαυλίζει τις εμμονές του, και θα πληρώσει για αυτές βαρύ τίμημα. Ο αναγνώστης όμως, ίσως σκεφτεί την σκοτεινή συμπεριφορά του βουβαλιού, αυτήν που αναφέρει παραπάνω ο Μίλερ, και ίσως έτσι γνωρίσει την αποφατικότητα της φύσης, παύοντας να τρέφει φρούδες ελπίδες για οποιαδήποτε μορφή επικυριαρχίας ή κανονιστικού ρόλου. Η τελική καταβύθιση του Μίλερ στην παραφροσύνη, στέκει ως προειδοποίηση και ο Άντριους σώζεται, σαν άλλος Ισμαήλ, για να μας πει την ιστορία.
Ήρθε η ώρα να φτάσουμε στον τερματικό μας σταθμό. Θυμίζω στον αναγνώστη πως πόλεμος του Βιετνάμ έχει τελειώσει, το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ έχει ξεσκεπαστεί, οι χίπις έχουν παρέλθει και η Αμερική ξεκινά μια μακρά πορεία προς την απομυθοποίησή της, η οποία εκτείνεται μέχρι σήμερα. Είναι η εποχή της ενδοσκόπησης, των θεωριών συνωμοσίας και μιας σχετικής σιγής που θα σπάσει σε χίλια κομμάτια από μια έκρηξη στο κέντρο της Νέας Υόρκης, το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Αυτές οι συνθήκες υπήρξαν ιδανικές για την γέννηση του ζοφερού και μεγαλειώδους Αιματοβαμμένου Μεσημβρινού (1985).
Μιας και αυτή η μελέτη δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα προσωπικό βίτσιο και μια εντελώς υποκειμενική θέαση των πραγμάτων, μακριά από κάθε ακαδημαϊσμό ή αναλυτική κριτική, δεν διστάζω να επαναλάβω την άποψη που διατύπωσα μερικές γραμμές παραπάνω. Ο Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός είναι το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Ξεπερνά τις προηγούμενες προσπάθειες για τον απλούστατο λόγο πως έχει μορφωθεί από αυτές και τις έχει καταστρατηγήσει για την δημιουργία ενός προσωπικού ύφους και ενός νέου επιχειρήματος. Ο Μπλουμ θα έλεγε πως εδώ παρατηρούμε την έλευση των αποφράδων. Βιβλία όπως το ΜακΤίγκ (1899) του Φράνκ Νόρρις, το Κόκκινο Σήμα του Θάρρους (1895) του Στήβεν Κρέιν, το Άρθουρ Γκόρντον Πίμ (1838) του Πόε, το Άδυτο (1931) ή το Φως τον Αύγουστο (1932) του Φώκνερ και μερικά διηγήματα του Χώθορν, για να αναφέρουμε μερικά, μοιάζουν να έχουν γραφεί από τον ΜακΚάρθυ.
Η φρίκη και το αίμα στις σελίδες του βιβλίου του ΜακΚάρθυ, μπορούν να το καταστήσουν απροσπέλαστο για μερικούς αναγνώστες. Όλο το βιβλίο είναι ουσιαστικά μια απέραντη σφαγή. Κάποιος ίσως θα μπορούσε να συσχετίσει την ατμόσφαιρά του με την εναρκτήρια σκηνή των Αιθιοπικών του Ηλιοδώρου, τα νεκρά, κατακρεουργημένα κορμιά ενός συμποσίου σε μια ακτή της Μεσογείου ενώ ο ήλιος ανατέλλει. Μόνο που εδώ η βία δεν είναι φασματική. Εδώ συμβαίνει το αντίστροφο: παρακολουθούμε προσεκτικά την βία και τις διαφορετικές εκδηλώσεις της για να δούμε τα αποτελέσματά της στο παρόν μας. Η πλοκή του Αιματοβαμμένου Μεσημβρινού εκτυλίσσεται στην Δύση των μέσων του 19ου αιώνα, και λαμβάνει την μορφή ενός αλεξανδρινού αιτίου: την απεικόνιση του μύθου που έδωσε ζωή στην σύγχρονη Αμερική.
Ο ΜακΚάρθυ παρατηρεί τις πληγές των χαρακτήρων του με το φυσιοδιφικό, ηροδότειο ενδιαφέρον του Μέλβιλ για τον κόσμο, αδιαφορώντας για τις επιταγές κάποιας συγκεκριμένης αισθητικής. Αυτό το βλέμμα είναι γέρικα σαρδόνιο. Η πανάρχαια ομηρική ειρωνεία, αυτή που δεν γνωρίζει φωτοσκιάσεις και αλληγορικούς υπαινιγμούς, επιστρέφει σε ένα περιβάλλον τόσο μακρινό και συνάμα γνώριμο: στην αμερικανική Δύση, εκεί που βίαιοι άνθρωποι έσπευσαν να φτιάξουν περιουσίες και να ανταποδώσουν την προσβολή της φύσης απέναντι στο εμερσόνειο επιχείρημα.
Στην μέση του ορυμαγδού το ανώνυμο Παιδί, το οποίο παρακολουθούμε από την εφηβεία του μέχρι τον θάνατό του κάποιες δεκαετίες αργότερα. Το Παιδί θα προσχωρήσει στην συμμορία του Γκλάντον, μια ομάδα κρούσης που ειδικεύεται στο κυνήγι και στις δολοφονίες Ινδιάνων. Είναι οι απόκληροι, τα τέρατα, αυτοί τους οποίους οι κυβερνήτες των περιοχών πληρώνουν με σιχασιά για να απαλλαγούν από τους Ινδιάνους ή τα άλλα τους προβλήματα. Δεν έχουν χρωματισμό, ηθική ή ανώτερο σκοπό πέρα από το χρήμα, είναι απλώς άνθρωποι που ζουν και απολαμβάνουν την βία. Μπορούν να εξηγηθούν μέσω της λογικής, οι πράξεις τους βγάζουν ένα κάποιο νόημα. Όμως, στον πυρήνα των αρχηγών της συμμορίας, εδράζεται μια παραδοξότητα, ίσως ο πιο τρομακτικός και ολοκληρωμένος χαρακτήρας της αμερικανικής λογοτεχνίας: ο Δικαστής.
Ο δικαστής Χόλντεν είναι ένας πελώριος, δίμετρος αλμπίνος. Δεν έχει υποψία τρίχας στο κορμί του και είναι κάτασπρος. Ο παραλληλισμός με τον Μόμπι Ντίκ, την λευκή φάλαινα, έχει ήδη γίνει και δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε. Παρόλα αυτά, ο Δικαστής είναι πολλά περισσότερα από μια συντριπτική, ακόμη και κακόβουλη, δύναμη της φύσης. Είναι η προσωποποίηση της αμερικανικής μοίρας και συνάμα το όργανο επιβολής της, δικαστής, ένορκος και δήμιος μαζί. Όμως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του είναι πως διαθέτει την ποιότητα του Αχαάβ, του Σάτπεν και του Μίλερ χωρίς να επηρεάζεται ή να οδηγείται στον χαμό του από αυτήν. Δεν είναι πυρετικός και τραγικός. Είναι τα απώτατα όρια του εμερσόνειου συστήματος που έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους. Χρησιμοποιεί το σύστημα αυτό αλλά δεν δένεται μαζί του, δεν προσαρμόζει την μοίρα του σε αυτό, αλλά προσαρμόζει το σύστημα στην δική του θέση. Έτσι, βλέπουμε να αναδύεται μπροστά μας το αμερικανικό Κακό, που δεν πεθαίνει ποτέ, που έχει χαράξει στο όπλο του την φράση Et in Arcadia ego, που αναπτύσσει αβάσιμες θεωρίες υπό το φως το φεγγαριού πριν από κάποια ενέδρα σε Ινδιάνους, που η ρητορική του και ο λόγος του έχουν μια τόσο ακαταμάχητη γοητεία που ο αναγνώστης θα πιάσει σε μερικά σημεία με φρίκη τον εαυτό του να έχει παρασυρθεί. Ο Δικαστής είναι φυσιοδίφης, μορφωμένος με μια στρεβλή έννοια, άψογος δημαγωγός, ικανότατος στρατηγός και φονιάς και απόλυτα διεστραμμένος στις ανάγκες του για βία και σεξ. Κι ένα δειλινό έβγαλε αυτόν τον λόγο:
«Κάθε παιδὶ ξέρει ὅτι τὸ παιχνίδι εἶναι ανώτερο ἀπὸ τὴ δουλειά. Ξέρει ἐπίσης ὅτι ἡ ἀξία ἥ ἡ ἀρετὴ ἑνὸς παιχνιδιοῦ δὲν εἶναι ἐγγενὴς στὸ ἴδιο τὸ παιχνίδι, ἀλλὰ ἔγκειται στὸ μέγεθος τοῦ διακυβεύματος. Τὰ τυχερὰ παιχνίδια ἀπαιτοῦν κάποιο ποντάρισμα γιὰ νὰ ἔχουν νόημα. Τὰ ἀθλητικὰ παιχνίδια ἐμπλέκουν τὴ δεξιοτεχνία καὶ τὴ δύναμη τῶν ἀντιπάλων, καὶ ἡ ταπείνωση τῆς ἥττας καὶ ἡ περηφάνια τῆς νίκης εἶναι ἀρκετὲς ἀπὸ μόνες τους ὡς ρίσκο, γιατὶ ἐμπεριέχονται στὴν ἀξία τῶν συμμετεχόντων καὶ τοὺς καθορίζουν. Ὅμως εἴτε τυχερὰ εῖτε ἀθλητικὰ, ὅλα τὰ παιχνίδια εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὴν συνθήκη τοῦ πολέμου, γιατὶ ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ διακυβεύεται ὑπερβαίνει καὶ τὸ παιχνίδι καὶ τὸν πάικτη καὶ τὰ πάντα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι δυὸ ἄντρες ποὺ παίζουν χαρτιὰ καῖ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ ποντάρουν παρὰ μόνο τὴ ζωὴ τους. Ποιος δὲν ἔχει ἀκούσει μιὰ τέτοια ἱστορία; Τὸ ἄνοιγμα ἑνὸς χαρτιοῦ. Ὁλόκληρο τὸ σύμπαν γιὰ ἕναν τέτοιο παίκτη ὁδηγοῦσε μὲ μόχθο κι ὀρυμαγδὸ σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ἡ ὁποία θ᾽ ἀποφασίσει ἂν πρόκειται νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἄλλου ἢ ἂν ὁ ἄλλος θὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ δικό του χέρι. Θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερη ἑπιβεβαίωση τῆς ἀξίας ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπ` αὐτὴν; Αὐτὴ ἡ ανύψωση τοῦ παιχνιδιοῦ στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ δὲν ἐπιτρέπει καμία διχογνωμία σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς μοίρας. Ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἀντὶ γιὰ ἕναν ἄλλον εἶναι μιὰ προτίμηση ἀπόλυτη καὶ ἀμετάκλητη, καὶ εἶναι πραγματικὰ ἀνόητος ὅποιος θεωρεῖ μιὰ τόσο βαθυστόχαστη ἀπόφαση ἄχρηστη ἢ ἀσήμαντη. Σὲ παιχνίδια στὰ ὁποῖα διακυβεύεται ὁ ἀφανισμὸς τοῦ ἡττημένου, οἱ ἀποφάσεις εἶναι ξεκάθαρες. Αὐτὸς ὁ ἄντρας ποὺ κρατᾶ αὐτὴ τὴ συγκεκριμένη διάταξη χαρτιῶν στὸ χέρι του ἀφαιρεῖται στὸ ἐξῆς ἀπὸ τὴν ὕπαρξη. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τοῦ πολέμου, ὅπου διακυβεύονται ταυτόχρονα τὸ παιχνίδι, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δικαίωση. Ἰδωμένος ὑπ᾽ αὐτὸ τὸ πρίσμα, ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τελειότερη μορφὴ μαντείας. Εἶναι ἡ δοκιμασία τῆς βούλησης τοῦ ἑνὸς καὶ τῆς βούλησης τοῦ ἄλλου μέσα στὸ πλαίσιο μιὰς εὐρύτερης βούλησης ἡ ὁποία, ἐπειδὴ τοὺς ἑνώνει, εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἐπιλέξει. Ὁ πόλεμος εἶναι τὸ ὑπέρτατο παιχνίδι γιατὶ ὁ πόλεμος εἶναι, τελικά, ὁ ἐξαναγκασμὸς τῆς ἐνότητας τῆς ὕπαρξης. Ὁ πόλεμος εἶναι ὁ θεός.[3]
Με αυτό το επιχείρημα ο Δικαστής αιτιολογεί την ύπαρξή του και την παντοδυναμία του. Θεωρεί τον εαυτό του, όπως μπορούμε να συνάγουμε από άλλα σημεία του βιβλίου, τον πιο πιστό θεράποντα του πολέμου, τον πιο εγκεκριμένο ακαδημαϊκό της βίας. Η ουσία του, ο πόλεμος, είναι αιώνια και αεικίνητη, το επάγγελμά του διαχρονικό, με τον ίδιο τρόπο που ένας νεκροθάφτης δεν θα μείνει ποτέ από δουλειά καθώς αυτή στηρίζεται σε μια αναπόδραστη βεβαιότητα, κοινή για όλη την ανθρωπότητα.
Παρόλα αυτά, δεν είναι αυτό το πιο τρομακτικό συμπέρασμα που μπορούμε να αποσπάσουμε από το παραπάνω απόσπασμα. Η ιδιότητα που τον καθιστά την προσωποποίηση του αμερικανικού Κακού, είναι αυτή ενός παντοδύναμου σοφιστή. Το επιχείρημά του είναι καθαρά σοφιστικό και είναι αυτής της ποικιλίας που οδήγησε, πριν τρείς χιλιάδες χρόνια, τον Σωκράτη και κυρίως τον Πλάτωνα σε μια εναγώνια αναζήτηση σταθερών ορισμών. Η εντροπία, αυτή είναι το πιο βλαβερό όπλο του Δικαστή, όπως επίσης και των σοφιστών. Η διατύπωση ακατάλυτων θέσεων που εναρμονίζονται απολύτως με την έμφυτη τάση της φύσης προς το χάος, και συντρίβουν κάθε ανθρώπινη προσπάθεια για συστηματοποίηση, οριοθέτηση και έλεγχο της πραγματικότητας.
Από αυτήν την άποψη ο Δικαστής υπερβαίνει τον Έμερσον, κι αυτό συμβαίνει λόγω του γεγονότος πως ο Δικαστής δεν δεσμεύεται από το σύστημα του θεωρητικού, όπως οι πρόγονοί του, αλλά κυριαρχώντας σε αυτό το χρησιμοποιεί για την δική του ευχαρίστηση. Κατά μία έννοια φτάνοντας στα όρια των εμερσόνειων ιδεών, ο Δικαστής τις παραλλάσει σαν ένας επικίνδυνος αιρεσιάρχης, αποδεικνύοντας τα πεπερασμένα όρια της μέχρι τότε βίας, υποδεικνύοντας ανεξάντλητα όρια και εφευρετικούς νέους τρόπους σε αυτήν. Όταν «[ὁ] πόλεμος εἶναι ὁ θεός», η ίδια η ύπαρξη προορίζεται για την μάχη και οδηγεί, επαγωγικά, σε έναν κόσμο αέναης σύγκρουσης, όπου η μόνη αξία είναι αυτή που εγγυάται την επικράτηση μέσω της βίας.
Στον ορίζοντα συμβάντων του δυτικού πολιτισμού, στην ύστατη στιγμή της δυτικής σκέψης, δεσπόζει ο Δικαστής κι αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Τα διακυβεύματα της ηθικής, η αισιόδοξη, δυναμική ερμηνεία του κόσμου, η βουλησιαρχία και η εργαλειοποίηση της φύσης γίνονται κακά τετριμμένα αστεία, αποσυντίθενται και παρασύρονται από τον αέρα της ερήμου για να ομογενοποιηθούν με τους κόκκους της άμμου. Το μόνο που μένει είναι το παιχνίδι, το προαιώνιο τσίρκο της ύπαρξης, και ο Δικαστής να παίζει με τις παλιές έννοιες σαν να είναι μαριονέττες, εφευρίσκοντας νέα, πιο δημιουργικά μέσα για καταστροφή και πόνο και επαναπροσδιορίζοντας το λεξιλόγιο και το σχήμα της αμερικανικής τραγωδίας. Την καθιστά κι αυτήν παιχνίδι, θέαμα και σπορ για εκλεπτυσμένα γούστα που δεν μπορούν πλέον να ταυτιστούν και να νιώσουν πάθος και έλεος μέσω της τραγωδίας, αλλά μόνο θέλουν να απασχολήσουν για λίγο τα άδεια κεφάλια τους με την ηδονή της απελπισίας.
Η πορεία της αμερικανικής τραγωδίας ξεκινά με έναν τραγικό αντι-ήρωα πλοίαρχο και καταλήγει σε έναν σαρδόνιο θεό του πολέμου. Πρόκειται για την εξελικτική πορεία ενός διακυβεύματος ζωής και θανάτου, μιας διαδικασίας που ψάχνει απεγνωσμένα ένα νόημα, προς την αποδόμηση αυτού του διακυβεύματος και προς ένα παιχνίδι που η ζωή και ο θάνατος είναι απλοί παίκτες, χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Αυτή η εξέλιξη ταυτίζεται σίγουρα με την ευρύτερη πορεία του δυτικού πολιτισμού. Από τον Σλαϊερμάχερ στον Ντεριντά, από τους παγκόσμιους πολέμους στην φρούδα εισβολή στο Ιράκ, από τον Ρουσσώ στον Μποντριγιάρ, από τον Καρλ Μαρξ στον Λες Νάιτ, από τον Πλάτωνα στον Νίτσε, μεσολαβούν υπόγειες διαδικασίες απομυθοποίησης και αποδομισμού, που οφείλονται σε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, όπως οι συνθήκες διαβίωσης ή τα ρεύματα των ιδεών και οι μεταβολές τους.
Οι Αμερικάνοι κατάφεραν να γράψουν ατόφια τραγωδία, χωρίς να χρησιμοποιήσουν το θεατρικό μέσο. Αυτό νομίζω συνέβη λόγω των αντανακλαστικών του νεογέννητου έθνους που υπήρξαν. Οι ανεξερεύνητες περιοχές του Νέου Κόσμου, η παρθένα φύση και η ματιά ενός έθνους που μόλις είχε αποκτήσει υπόσταση, κατάφεραν να γυρίσουν το αμερικανικό βλέμμα προς μια θέαση του κόσμου τόσο διαυγή που μόνο με το αρχαιοελληνικό βλέμμα μπορεί να συγκριθεί. Ο πόνος μιας αρχής είναι αυτός που δημιουργεί της απαραίτητες συνθήκες για την δημιουργία τραγωδίας. Ο Στάινερ το διακρίνει αυτό, παρατηρώντας πως καθώς η Ευρώπη διέσχιζε την ιστορία, έχασε την δυνατότητά της να επανέλθει στην τραγική μήτρα, ανάμεσα δηλαδή σε θεότητες, ήρωες και κοινό θεολογικό υπόβαθρο. Οι Αμερικάνοι σίγουρα δεν είχαν το θεολογικό υπόβαθρο και την θρησκεία των Ελλήνων, αλλά είχαν την αρχή ενός πολιτισμού, η οποία πάντοτε στηρίζεται σε αρχέτυπους ηρώων, θεών και δαιμόνων για να λάβει υπόσταση και να εξελιχθεί. Κατόπιν, αυτός ο πολιτισμός άρχισε να μεγαλώνει και ακολουθώντας το σχήμα του Στάινερ άρχισε να αποδομεί τις τραγωδίες του, τους ήρωες και τους δαίμονές του.
Έχω την υποψία πως αυτό ήταν τελικά το tertium comparationis μεταξύ της επίπεδης, κατ’ επίφασιν γλυκερής και ανήθικης γεύσης του μπέρμπον εκείνο το βράδυ και της ψηφιακής αγιογραφίας του Ντόναλντ Τραμπ. Η αμερικανική μοίρα. Αυτή η δυναμική ερμηνεία του κόσμου, που θα υπομείνει, θα ξεπεράσει και θα χρησιμοποιήσει τα πάντα, για να αποδείξει την εγκυρότητά της και η οποία, πάντα θα μετουσιώνεται, πριν το τέλος, σε τραγωδία. Τραγωδία με την έννοια της ματαίωσης και της κατακρήμνισης από το παράλογο της φύσης, ή αν θέλετε, του κόσμου. Το μπέρμπον ήταν κάποτε ενδιαφέρον, διαφορετικό από μπουκάλι σε μπουκάλι, απαγορευμένο λόγω των διονυσιακών του ιδιοτήτων και κάποτε στην θέση του Τραμπ ήταν ο Λίνκολν.
Το μπέρμπον έπρεπε να ενταχθεί σε μια βιομηχανική παραγωγή και να απωλέσει την γοητεία του για να αποφέρει χρήματα. Ο Λίνκολν, με την κλασική του παιδεία και τα οράματά του, έπρεπε να δώσει την θέση του σε κουτοπόνηρους, αδίστακτους εμποράκους, εκ των οποίων το σπουδαιότερο παράδειγμα είναι ο Τραμπ, και εν δυνάμει σε διεφθαρμένους νομικούς, για να αναδειχθεί η Αμερική σε οικονομική, βιομηχανική και πολιτική υπερδύναμη. Το εμερσόνειο American dream, αυτός ο ευεργετικός κινητήριος μοχλός ενός από τα σπουδαιότερα έθνη στον κόσμο και συνάμα η εγγύηση της τραγικής κατάληξης, είναι η μήτρα της σύγχρονης Αμερικής. Η σοφία των έξι Αμερικάνων συγγραφέων που ερευνήσαμε, αντηχεί σαν προειδοποιητική σειρήνα και ελπίζω πως κάποιοι θα τις ακούσουν πριν να είναι αργά. «May we trust that this blessed ship is bound for some better shore, some undrowned Lemuria, risen and redeemed, where the American fate, mercifully, failed to transpire»[4], που γράφει και ο Τόμας Πίντσον. Παρόλα αυτά, οποιος διαβάζει προσεκτικά τις παλιές τραγωδίες, ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος με τις ελπίδες του.
[1] William Faulkner, Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (μτφ.), Αθήνα: Gutenberg, 2021: 48-49.
[2] John Williams, Το πέρασμα του μακελλάρη, Αθηνά Δημητριάδου (μτφ.), Αθήνα: Gutenberg, 2021: 275.
[3] Cormac McCarthy, Αιματοβαμμένος Μεσημβρινός ή το Δειλινό Κοκκίνισμα στη Δύση, Γιώργος Κυριαζής (μτφ.), Αθήνα: Gutenberg, 2024: 393-394.
[4] Thomas Pynchon, Inherent Vice, New York: Vintage Publishing: 341.