ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Ο Καμύ οφείλει την παιδεία του στο ρεπουμπλικανικό και εκκοσμικευμένο γαλλικό σχολείο που θα του ανοίξει τα μάτια στον κόσμο και θα του επιτρέψει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Η πνευματική του διαμόρφωση πρέπει επομένως να ιδωθεί πέρα από τον διχασμό του ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, όπως θα το αναγνωρίσει ο ίδιος, όταν, χωρίς να απαρνηθεί τη «σωματική πατρίδα» του, θα γράψει αργότερα: «Ναι, έχω μια πατρίδα, τη γαλλική γλώσσα». Αυτή η γλώσσα και η μεγάλη και πολύμορφη λογοτεχνία της από τον Μονταίνιο και τον Ρονσάρ ως τον Προυστ, τον Ζιντ και τον Μαλρώ, θα του επιτρέψουν να σφυρηλατήσει το δικό του ύφος, ένα ύφος διαυγές και «κλασικό», ενίοτε εμφατικά λυρικό για το οποίο κάποιοι τον επέκριναν –σάμπως η γλαφυρότητα της γραφής να ήταν ασυμβίβαστη με την ακρίβεια και το βάθος της σκέψης. Το βέβαιο είναι ότι, γράφοντας σ’ αυτή τη γλώσσα που είναι ακόμα στον καιρό του οικουμενική, γνωρίζει ότι τα γραπτά του θα διαβαστούν από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Πράγμα που θα συμβεί όταν θα γίνει παγκόσμια γνωστός. Αυτό θα εξασφαλίσει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό σε κάθε του γραπτό, είτε απευθύνεται στη γαλλική είτε στη διεθνή κοινή γνώμη.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει φυσικά στην περίπτωση του Σεφέρη, ο οποίος γράφει σε μια γλώσσα, επίσης οικουμενική στην αρχαιότητα, αλλά τόσο «μικρή» στην εποχή μας ώστε να τη μιλούν μόλις λίγοι περισσότεροι από δέκα εκατομμύρια ομιλητές στον κόσμο. Αν προσθέσουμε ότι το ποιητικό του έργο ήταν δύσκολα προσιτό στους πολλούς, καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος το παρομοίαζε με μια μποτίλια στο πέλαγο. Και παρ’ όλο τον «σωματικό» δεσμό του με αυτή τη γλώσσα, θα έχει την ταπεινοφροσύνη να γράψει και να διαβάσει την ομιλία του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ στα 1963, στα γαλλικά, υπογραμμίζοντας συνάμα την αντίφαση του πράγματος, αφού η Σουηδική Ακαδημία τον είχε τιμήσει για την προσπάθεια στη δική του γλώσσα. Διπλός φόρος τιμής στα γαλλικά και στα ελληνικά!

 

Αλλά το ζήτημα της γλώσσας στο σεφερικό έργο με οδηγεί σε μια παρέκβαση η οποία, ξεκινώντας από την «αντίφαση» που μόλις αναφέρθηκε, θα επιτρέψει στον γαλλόφωνο αναγνώστη να εξοικειωθεί λίγο καλύτερα με τη μάλλον άγνωστη για κείνον χώρα της νεοελληνικής κουλτούρας.

Σημείωσα ήδη την αφετηριακή σχέση του Σεφέρη, από τα παιδικά του χρόνια, με τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία. Θα τις αφομοιώσει σε βάθος, ζώντας από τα τέλη του 1918 ως τις αρχές του 1925 στο Παρίσι, όπου σπουδάζει (ανόρεχτα) τη νομική επιστήμη και (με πάθος) τη μεγάλη παράδοση της Γαλλίας, από τον Βιγιόν, τον Ραμπελαί και τον Μονταίνιο ως τον Λαφόργκ, τον Ζιντ και τον Βαλερί. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι, επιστρέφοντας στην Αθήνα, αυτός ο Σμυρνιός, που ήταν τόσο λίγο εξοικειωμένος με την ελληνική πρωτεύουσα, αισθάνεται εκτός τόπου σ’ ένα λογοτεχνικό περιβάλλον που του φαίνεται εξωτικό, παρά την ύπαρξη μεγάλων ποιητών όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, τους οποίους σέβεται βαθιά αλλά θεωρεί ξένους προς την ιδιοσυγκρασία του. Συλλογίζεται ότι θα του ήταν ευκολότερο να γράψει στα γαλλικά –όπως ήταν ευκολότερο να γράψει στα ιταλικά ο μεγάλος πρόδρομός του Διονύσιος Σολωμός, γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο και σπουδασμένος στην Ιταλία. Όπως εκείνος, όμως, αισθάνεται την επιτακτική ανάγκη να πιει από την πηγή της μητρικής του γλώσσας· κάτι που σημαίνει τελικά (θα το καταλάβουμε σύντομα) να την ξαναμάθει από την αρχή, πληρώνοντας ακριβό τίμημα. Ας μην ξεχνάμε, πρώτα, ότι κι αυτός, όπως ο Καβάφης και πριν από εκείνους ο Σολωμός (ο οποίος δεν πάτησε ποτέ το έδαφος του ελληνικού κράτους) έρχονται από τη νεοελληνική διασπορά, ο πολιτιστικός πλούτος και η ποικιλία της οποίας δεν είχαν ομοιογενοποιηθεί πριν από τη δημιουργία του νέου συγκεντρωτικού εθνικού κράτους.

Σε αντίθεση με τον Καμύ, που φέρεται εντελώς φυσιολογικά από τη λογοτεχνική γαλλική γλώσσα, ο Σεφέρης είναι λοιπόν αναγκασμένος να κατακτήσει τη γλώσσα του· όχι για να την ιδιοποιηθεί σε όλη την πολυφωνική της ποικιλομορφία, αλλά για να αντλήσει από τα βάθη της τη δική του φωνή. Έτσι θα γίνει αυτοδίδακτος (όχι μόνο στο πεδίο της γλώσσας), όπως θα το τονίζει κάθε τόσο. Ξέρει καλά ότι η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται, όπως θα πει στη Στοκχόλμη. Αλλά ξέρει άλλο τόσο ότι η γλώσσα –κάθε γλώσσα– είναι μια διαρκής, αδιάκοπα ανανεούμενη ομαδική, δηλαδή πρωταρχικά προφορική, δημιουργία, την οποία ο ποιητής βρίσκει μπροστά του και οφείλει να τη σεβαστεί προτού λαξέψει στον κορμό της την προσωπική του περιοχή όπου ο επαρκής αναγνώστης θα αναγνωρίσει πολλές άλλες φωνές. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, στοχάζεται σ’ ένα από τα στερνά του ποιήματα. Να, όμως, που ζει σε ένα κράτος (το οποίο μάλιστα υπηρετεί) που επιβάλλει στη δημόσια ζωή και στην παιδεία μια γλώσσα αρχαΐζουσα, κληρονομημένη από την αλεξανδρινή και τη βυζαντινή, αλλά σε μεγάλο βαθμό τεχνητή, αφού δεν μιλιόταν από τον λαό του 19ου και του 20ού αιώνα, ούτε κατά βάθος μιλήθηκε ποτέ σ’ αυτή τη μορφή. Μια γλώσσα, επομένως, ξένη για την πλειονότητα των απλών ανθρώπων, που θα μολύνονταν ωστόσο συνεχώς από την επίσημη καθαρεύουσα, όπως το επισημαίνει συχνά με πόνο ο Σεφέρης.

 

 

*********************************************************************************************

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Πολλά χώριζαν τον Καμύ από τον Σεφέρη: οι τόποι, η κοινωνική τάξη, η ιδιοσυγκρασία, η σχέση με την πολιτική, οι τρόποι της γραφής… Στα μύχια, ωστόσο, της ψυχής τους φώλιαζε κάτι που τους αδέλφωνε: το φως της Μεσογείου και μια ορισμένη ιδέα για την Ελλάδα. Αυτά θεμελίωσαν έναν σιωπηρό αλλά συναρπαστικό διάλογο και μια στάση ζωής απέναντι στα ουσιώδη: την άρνηση του φανατισμού· τον σεβασμό των ορίων· το χρέος του «εγώ» προς το «εμείς» της πόλεως· την αλληλεγγύη του καλλιτέχνη με την κοινότητα ζώντων και νεκρών που είναι ο πολιτισμός· την αφοσίωση στον συγκεκριμένο άνθρωπο με τις αρετές και τις αμαρτίες του· τον ακάματο αγώνα για την υπέρβαση του μηδενισμού. Είναι σημαδιακό ότι αυτή η στάση σμιλεύτηκε, και για τους δύο, μέσα στην τραγωδία ενός αιώνα που γέννησε τη φρίκη δύο παγκόσμιων πολέμων, το Ολοκαύτωμα και τη Χιροσίμα. Και ιδού: στο ξεκίνημα μιας νέας χιλιετίας ο κόσμος μας δείχνει ξανά το τραγικό του πρόσωπο, αφυπνίζοντας τους εφιάλτες της μισαλλοδοξίας, της προσφυγιάς και του πολέμου, την ίδια στιγμή που βιώνει μια πολυδιάστατη κρίση, χωρίς προηγούμενο: κρίση οικολογική, γεωπολιτική, κοινωνική, ηθική, πολιτισμική, κρίση του ανθρώπου. Έτσι, ο χτεσινός διάλογος των δύο δημιουργών αποκαλύπτεται όχι απλώς επίκαιρος, αλλά προφητικός. Χρειάζεται να τον θυμόμαστε και να τον ανανεώνουμε καθημερινά. Από τη ζωντάνια του θα κριθεί αν μπορεί να διασωθεί η ανθρωπιά μας. 
Γιάννης Κιουρτσάκης
************************************************************************
Ο Γιάννης Κιουρτσάκης γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα και σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Το 1986 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, το 1996 με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» και το 2010 με το Βραβείο Λογοτεχνικού Δοκιμίου-Μελέτης του περιοδικού «Διαβάζω». Ερευνητικό, δοκιμιακό ή μυθιστορηματικό, ολόκληρο το έργο του Γιάννη Κιουρτσάκη, όπως αποκρυσταλλώνεται με τον χρόνο, είναι ένας διαρκής διάλογος: με τους δασκάλους του, τους φίλους του, τον αναγνώστη• με την ελληνική λαϊκή παράδοση και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό• με τους αγαπημένους του νεκρούς, τις νεότερες γενιές και τους αγέννητους• με τον ίδιο του τον εαυτό. Πίσω από την ποικιλία των θεμάτων υπάρχουν τρεις σταθεροί άξονες: η ταυτότητα, ατομική ή συλλογική, ως αναπόφευκτη σχέση με τους άλλους• η δημιουργία, ως μοναδικό θεμέλιο ενός ζωντανού πολιτισμού• η αναζήτηση μιας ανθρώπινης ζωής στους δύσκολους καιρούς. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα βιβλία του: Το ζητούμενο του ανθρώπου (2011), Ο νεοελληνικός διχασμός και το μυστήριο της τέχνης. Ξαναβλέποντας δύο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη (2014), Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου (2015), Ο Παπαδιαμάντης, η Ελλάδα και ο κόσμος μας. Διάλογος φιλίας με τον Λάκη Προγκίδη (2018), Ένα αστόπαιδο στο σχολειό του Καραγκιόζη (2019), Το θαύμα και η τραγωδία. Το Εικοσιένα από τον κόσμο του Ομήρου στην παγκόσμια επαρχία (2020), Όταν όλα κρέμονται από μια κλωστή. Εσαεί ατελείωτο ψηφιδωτό (2021), Σαν μυθιστόρημα (νέα έκδοση, 2023), Σεφέρης και Καμύ: Ζήτημα φωτός (2024).