Ο μήνας Σεπτέμβριος θα μας φέρνει πάντοτε στην μνήμη το βιολογικό τέλος του Μίκη Θεοδωράκη, γιατί άλλο τέλος δεν μπορεί να υπάρχει για τον μεγαλύτερο μουσικοσυνθέτη που ανέδειξε ποτέ η Ελλάδα. Εξ άλλου το είχε πει καλύτερα ο Χαρίλαος Φλωράκης κάποτε στο εξοχικό του Μἰκη στο Βραχάτι: Μετά από 200, 300 χρόνια θα ρωτάνε ποιός ήταν πρὀεδρος της δημοκρατίας στην Ελλάδα το 2000; (τὀτε ἠταν ο Κωστής Στεφανὀπουλος). Ποιος θα το ξέρει; Όμως το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη θα ζει στους αιώνες!

Όσο τουλάχιστον, προσθέτω εγώ, θα υπάρχει αυτό που οι Γάλλοι αποδίδουν με τον όρο grecité, δηλαδή η τόσο γλυκόλαλη ρωμιοσύνη! Όσο υπάρχει ποίηση στην γκρίζα πραγματικότητα, όσο υπάρχει αντίσταση στην πολιτική οικονομική και πολιτισμική βαρβαρότητα, όσο υπάρχει η προσωπική και συλλογική μνήμη μιας ρόδινης αυγής που έμεινε ένα τελουρικό όνειρο, όσο υπάρχει η γλυκιά προσμονή μιας εξέγερσης τις μικρές νυχτερινές ώρες….

Σαν μια μικρή συμβολή στη μνήμη του παραθέτω συνοπτικά την μετάφραση δυο άρθρων του πολιτιστικού ρεπορτάζ από το αρχείο της γαλλικής εφημερίδας Μοντ, με ημερομηνίες 19 και 21 Φεβρουαρίου του 1959 που αναφέρονται στον ουσιαστικά άγνωστο τότε στο γαλλικό κοινό ταλαντούχο έλληνα μουσικό.

 

Το πρώτο, αυτό με ημερομηνία 19 Φεβρουαρίου, και τίτλο «Το πρόγραμμα του μπαλλέτου της Λουντμίλα Τσέρινα», αναφέρεται στο μπαλέτο «Οι εραστές του Τερυέλ» του οποίου την μουσική «έγραψε ο νεαρός κρητικός συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης,  σε σκηνοθεσία του Ρευμόν Ρουλό και κοστούμια του Ζακ Ντιπόν». Το μπαλέτο αναφέρεται, γράφει το σύντομο ρεπορτάζ, σε ένα μύθο (ιστορία αγάπης) του Μεσαίωνα. Σημειώνω ὀτι με τον ίδιο τίτλο «Οι εραστές του Τερυέλ»   (Les amants de Teruel) έγινε διασκευή στα γαλλικά της «Όμορφης πόλης» του Μίκη σε συγκλονιστική ερμηνεία της μοναδικής Εντίτ Πιάφ στην ομώνυμη ταινία του 1962 με σκηνοθέτη τον Ζακ Πλάντ.

 

 

 

 

Το επόμενο ρεπορτάζ, της 21 Φεβρουαρίου 1959, με τίτλο «Οι Παρτιτούρες» είναι πιο αναλυτικό και υπογράφεται από τον Ρενέ Ντιμενίλ.  Αναφέρεται στα μπαλλέτα «Οι εραστές του Τερυέλ» (les Amants de Teruel) και «Η έκρηξη της πυρίτιδας» ( le Feu aux poudres) που την μουσική τους υπογράφει ο έλληνας μουσικός Μίκης Θεοδωράκης. Αφού κάνει κριτική στον γάλλο  μουσικό Μορίς Τιριέ για το μπαλέτο «Με όλη την καρδιά» (Atout cœur) που ανήκει στο ίδιο πρόγραμμα, αναφέρεται στον έλληνα μουσικό ως εξής:

«Ο κ. Μίκης Θεοδωράκης είχε άλλες βλέψεις: του επιβλήθηκαν εξ άλλου από το θέμα του εξαιρετικού μπαλέτου του,  «Οι εραστές του Τερυέλ», πολύ τραγικού, αλλά και από την σκέψη του να βάλει στην ορχήστρα ηχητικό υλικό που προέρχεται από την εγγραφή θορύβων όπως  το πέρασμα μιας αμαξοστοιχίας, ο θόρυβος της ατμομηχανής ενός συρμού, το λαχάνιασμα μιας μηχανής πριν ξαναβρεί την ταχύτητα της. Ήδη ο Ζακ Ιμπέρ, τον Γενάρη του 1930, στον «βασιλιά του Υβετό» σκηνοθετημένο για την Κωμική Όπερα, είχε κάνει μίξη του ήχου αηδονιού με  μια ποιητική νυχτερινή για ντουέτο ερωτικό. Τα πράγματα δεν είναι το ίδιο με τους «Εραστές του Τερυέλ»: Η δημιουργία, μέσω των ήχων, ενός άϋλου σκηνικού που ολοκληρώνει το συνοικιακό τοπίο επί σκηνής, με τη μεταλλική πεζογέφυρα πάνω από την τάφρο στο βάθος της οποίας περνούν τα τραίνα. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της σύνθεσης είναι ότι υπερβαίνει και επιβάλλεται σε αυτό το σκηνικό της απάνθρωπης λύπης χωρίς ελπίδα. Η χρησιμοποίηση αυτού του ρεαλιστικού φόντου για να γίνει όχι μόνο πιο  αισθητή η βιαιότητα του δράματος, ανάλογη στην εξέλιξη του με αυτή των Παλιάτσων, αλλά   και να αναδειχθεί σαν υπερεντύπωση, με την δύναμη της μουσικής,  ο σουρεαλιστικός χαρακτήρας της δράσης, αυτό ήταν το χρέος που έπεφτε στους ώμους  του κ. Θεοδωράκη. Μου φαίνεται ότι το εκπλήρωσε πιστά. Η μουσική του φωτίζει με μια λιγνή λάμψη την διπλή δράση, χωρίς να διαλύσει τελείως την αχλύ  στη οποία πρέπει να μένει τυλιγμένη η ειμαρμένη που οδηγεί την ηρωίδα στον θάνατο.  Είναι ένα μεγάλο επίτευγμα που πρέπει να αναγνωρίσουμε στον συνθέτη.  Ο ίδιος κατάφερε επίσης στην «Έκρηξη της πυρίτιδας» να ξεχωρίσει τις αντιθέσεις δυο πολιτισμών, ο ένας βασισμένος σε μια άκαμπτη επιστημονική αυστηρὀτητα, ο άλλος στην επικούρεια ηδύτητα. Είναι ίσως το όνομα του συνθέτη που μας κάνει να καταλαβαίνουμε στο μέλισμα κάποιων φράσεων -πολύ ευχάριστων εξ άλλου –  μια αντανάκλαση του ελληνικού φολκλόρ; Η ορχήστρα Λαμουρέ, υπό την διεύθυνση του συνθέτη και του κ. Σιπούς, δικαιούται επαίνους.»