Η ποίηση του Γιάννη Λειβαδά είναι μία ποίηση επεμβατική, όχι πραγματιστική, αλλά συνθετική και εξακολουθητική ως προς το πεδίο δράσης του περιεχόμενου του γίγνεσθαι, το οποίο αναλαμβάνει να αποφύγει μέσω της αποδόμησής του, και να διανθίσει μέσω της διαρκούς εκπλήρωσης του αιτήματος για συλλογική συμμετοχή. Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο σημείο εκκίνησης της γραφής ή κάποια εστία στην οποία διαχωρίζονται και ξεχωρίζονται οι προθεσιακές προβλέψεις των ερεθισμάτων που (προ)καλούν την ποιητική πράξη και δημιουργία πριν η επιτελεστικότητά τους εντυπωθεί επαρκώς ώστε να ζωντανοποιηθεί. Αντίθετα, η γραφή καθίσταται παρούσα και δραστήρια ακριβώς επειδή προέρχεται από αναρίθμητες και ποικίλες εκφράσεις των οποίων οι εκφάνσεις δεν μπορούν να ειδωθούν ως τελικές διαδρομές σκέψης και δράσης, αλλά ως ένα αέναο συνεχές πολλαπλοτήτων στο οποίο κάθε δυνητική επιτέλεση συμμετέχει ως αναγκαίο συμβαλλόμενο μέρος. Η ποιητική του Λειβαδά δεν υποκαθιστά τον άλλο ούτε υπερβαίνει τη ζωή του, «είναι μια ροή που συνδέεται με άλλες ροές» (βλ. Ντελέζ &Παρνέ, 2022: 52). Πρόκειται για «μια συνάντηση […]επικρατειών, ένα βραχυκύκλωμα, μια διακοπή στον κώδικα όπου ο καθένας απεδαφικοποιείται […] δεν είναι υπόθεση μίμησης αλλά σύνδεσης» (Ντελέζ &Παρνέ, 2022: 47) και «σχεσιακότητας» (Butler, 2004, 2017, 2022· βλ. επίσης Αθανασίου, 2007).
Η γραφή δηλαδή του Λειβαδά απαντά, και απευθύνεται, στο μόνιμο υποβάθρο του υπαρκτού, εντός του οποίου (ανα)γεννάται, λειτουργεί και δραστηριοποιείται ολόκληρη η ανθρώπινη κατάσταση, και χωρίς το οποίο το υποκείμενο αποτυγχάνει να αντισταθμίσει τις διακυμάνσεις (κυρίως) του πολιτικού. Είναι μια γραφή πληθυντική, μαζική, αφού το έργο που αναλαμβάνει (τόσο εντός της όσο και εκτός της), εν είδει λειτουργικής διαχείρισης και μαχόμενης συνειδησιακής πρακτικής, είναι η επανόρθωσητης συνθλιμμένης πρόθεσης από τα μέσα που την παράγουν, μέσω της ανανέωσηςτης εκδίπλωσης των διαστάσεων του παρόντος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ποίησή του μετατρέπεται σε δημογραφικό εργαλείο που αποφασίζει να εκφράσει την όποια προσέγγιση ενός πληθυσμιακού προφίλ, μάλλον πατερναλιστικά, αλλά μόνο ότι αυτή προσέρχεται στην διάσταση της συνεχούς (άνισης και μη) κατανομής της αναταραχής και της δυσφορίας με τη διάθεση της επιβίωσης του μετασχηματιστικού στοχασμού – δηλαδή με όρους προσίδιους στην κατανοησιμότητα της δράσης του συλλογικού. Ο μετασχηματιστικός αυτός στοχασμός μπορεί να δημιουργήσει, να αναπαραστήσει, αλλά και να προβάλλει στέρεα και με σαφήνεια το δυνητικό, διαβρώνοντας τη νόρμα του προβλεπόμενου που διαφυλάσσεται από τις περιγραφικές – ως επί των πλείστον – πολιτικές του θεσμικού διαμοιρασμού της διστακτικότητας. Προβάλλοντας έτσι η γραφή την υποθεσιακή λογική αντί της σειριακής, ενώνει, αναμιγνύει το κοινωνικό με το ποιητικό, αναδεικνύοντας ότι το υπάρχον δεν αντιπροσωπεύει μόνο τα επίπεδα που εκφωνεί, αλλά και όλα τα υπόλοιπα που αποκλείει από τις αναπαραστάσεις του, φωτίζοντας με αυτό τον τρόπο την επιτελεστικότητα του δυνητικού. Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Λειβαδάς (2022α),«στο ποίημα η αλλότητα της δημιουργικής γλώσσας άρει από λέξη προς λέξη την οριστική της επιτέλεση επιτρέποντας την ομόχρονη δημιουργία ενός έργου επόμενου εντός του προφανούς δημιουργούμενου».
Στο πλαίσιο αυτό, ασπάζεται κανείς, και μάλλον δικαίως, τη μέθοδο της ερωτηματολογίας: Σε τι σκιαγραφείται ο Λειβαδάς; Τι ωριμάζει τη σπουδή του; Πώς κατευθύνει τη γραφή στο λόγο; Η ποιητική του Λειβαδά μπορεί να ειδωθεί ως ένα στίγμα το οποίο εναντιώνεται στον τύπο ανόδου του κοινωνικού πλαισίου, ένας τύπος που διόλου θα προσομοίαζε στην ποιοτική αναβάθμιση των ορίων της καθημερινής ζωής, παρότι συχνά αυτοαποκαλείται ολοκλήρωση – παραπλανητικά βέβαια, αφού ξεχνά εντέχνως ότι το τέλμα, το κάθε τέλμα, ανήκει στα περιβάλλοντα της αδιανόητης ουτοπίας. Έτσι, ο ποιητής αντιλαμβανόμενος τη γραφή ως «το ατέρμονο, το ακατάπαυστο» (βλ. Blanchot, 2018: 48),και όχι το τοπικό, το καθορισμένο και το διαχειρίσιμο (οπότε και το διαχειρισμένο), και εντρυφώντας απότα κάτω στην καλλιτεχνική πρακτική δεν απορροφάται στο άλογο, στην αδιαφορία ούτε και ελκύεται από την εγωλογία, αλλά προετοιμάζει και διαμορφώνει την ποιητική του ώστε να λειαίνει αδιάκοπα το ήδη λειασμένο, να ξετυλίγει το ήδη ξετυλιγμένο, να σκορπίζει το ήδη σκορπισμένο. Το θεωρούμενο δηλαδή ως τετελεσμένο δεν καταφέρνει ποτέ να απεγκλωβιστεί, να ξεφύγει, από την πρότερη υπαρξιακή κατάστασή του. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όλη αυτή η συνεχής και εκ νέου δημιουργικά συγκροτούμενη άρθρωση των επιθυμιών να σπάει το φαύλο κύκλο της νομιμοποιημένης εννοιολογικής και ερμηνευτικής σταθερότητας,προσπαθώντας όχι να οικουμενικοποιήσει το καταφύγιο από το οποίο προέρχεται αλλά και αναζωογονείται η ποίησή του,αλλά να καταστήσει πλήρως ορατό και αναγνωρίσιμο το πολλαπλό που την συνθέτει και την προσδιορίζει, το πολλαπλό δηλαδή που την στοιχειοθετεί.
Με άλλα λόγια, η γραφή του ανιχνεύει και διαπιστώνει τη σπερματική θεμελιακή ασφάλεια που ελλοχεύει ως θετική ανατροπή, διασταλτική ωριμότητα και πολυσημική διεκδίκηση. Πρόκειται για μια γραφή που προσβλέπει (όχι μέσω κάποιου προκαθορισμένου προγράμματος) στην επεκτασιακή ορατότητα του λόγου της, στην ανάδειξη της νοηματολογίας που πρεσβεύει. Προσδιορίζειτην οργάνωση της ρεαλιστικής άφιξης της σημασίας της, του ετερόκλητου εαυτού που διαλαλεί, στη σφαίρα του εφικτού αφού η τέχνητου δεν αποστομώνει τη ζωτικότητα των πολλαπλοτήτων ούτε πολώνει την επιτελεστικότητά τους προσδένοντάς τες σε δυαδικότητες, αλλά «δημιουργεί νέες αποκαλύψεις» (Λειβαδάς, 2020).Όπως εξηγεί ο ίδιος, «η ποίηση δημιουργείται με ένωση ετερότητας η οποία ολοκληρώνεται με παύση αναζήτησης, δηλαδή με υπέρβαση των δεδομένων» (Λειβαδάς, 2024).Στο ‘Charbonnage’ γράφει «δούλεψέ με να μη μοιάσουμε/πράξε με να μοιραστούμε» (Λειβαδάς, 2013: 14).
Μετά από τα λόγια αυτά, ο Λειβαδάςμπορεί να μοιάζει σε κάποιονου με επόπτη επιφορτισμένο με το ρόλο της εκλέπτυνσης (έστω) των από κοινού τροποποιημένων μεθόδων βίωσης της ύπαρξης. Μέχρι ενός σημείου, ίσως και να ισχύει αυτή η σκέψη. Ωστόσο, κάτι λείπει από αυτή. Από τη μία, η δύναμη της αναδιατύπωσης που μπορεί να επιφέρει το παρατηρείν δεν μπορεί να απουσιάζει από τη διαδικασία του δημόσιουκαι συλλογικού μοιράσματος κινήτρων, τρόπων και προσεγγίσεων, με στόχο όχι τη νορμοποίησή τους αλλά την ορατότητα των ίδιων και της διαδρομής τους. Όμως, από την άλλη, η γραφή, ούσα παρέμβαση μεν δημιουργική δε, επιτελεί το δικό της ξεχωριστό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία. Δεν υποδύεται κάποιο φάρο ελέγχου ο οποίος αρχικά υπονομεύει και ύστερα αποκλείει τις προωθήσεις που δεν επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες μιας ατομικιστικής συλλογιστικής,αλλά ως επιτελεστικήαισθητικοποίηση της ερμηνείας μετέχει –από κοινού –στην ώθηση τωναντιδράσεων και των αντιστάσεων των εμπλεκομένων υποκειμένων στο καταπιεστικό – και γι’ αυτόν τον λόγο δυσάρεστο – πλαίσιο αναφοράς στο οποίο υπόκεινται σε μεγάλο βαθμό παρά τη θέλησή τους.
Μετους όρους του Ντελέζ, η ποιητική φιγούρα του Λειβαδά δεν είναι άλλη από αυτή του υποκειμένου εκείνου που είναι καταδικασμένο στην πράξη της δημιουργίας, στον πειραματισμό, στην αναίρεση της αποικιοκρατικής δράσης του πνευματικού, δηλαδή η φιγούρα του «προδότη», μία ιδιότητα άλλη, διαφορετική από τον απατεώνα, τον κακούργο, τον εγκληματία: «προδότης στον κόσμο των συνηθισμένων εννοιών και της καθεστηκυίας τάξης» (Ντελέζ&Παρνέ, 2022: 44-45). Προδότης που αρνείταιτην αποδοχή της κάλπικής πληρότητας που χαρίζουν απλόχερα οι «εδραιωμένες εξουσίες που θέλουννα μας δέσουν», οι «κατεστημένες εξουσίες της γης» (Ντελέζ&Παρνέ, 2022: 44). Αν ισχύει ότι «δεν μπορείς να πάρεις δύο φορές/την ίδια ανάσα», όπως γράφει ο Λειβαδάς(2022β: 15) στο ποίημα ‘Συνέργεια’, τότε η προτροπή για πιο ουσιαστική και μη απερίσκεπτη (ανα)στοχαστική πράξη πριν την ανάσα κρίνεται αναγκαία, εξαιτίας της μετασχηματιστικής της ικανότητας, όπως μπορεί να διαβλέψει κανείς και στο ποίημα ‘Ομπρέλες περιπάτου’: «η επ’ αυτοφώρω σύλληψη της συνείδησης/είναι η μοίρα της πιο επαναστατικής/πράξης στον κόσμο» (Λειβαδάς, 2013: 25).
Βιβλιογραφία
Αθανασίου, Α. (2007). Ζωή στο όριο: Δοκίμια για το σώμα, τι φύλο και τη βιοπολιτική. Αθήνα: Εκρεμμές.
Blanchot, M. (2018).Ο χώρος της λογοτεχνίας (Δ. Δημητριάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Butler, J. (2004). Precarious life.The Powers of Mourning and Violence.NewYork:
Verso.
Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Μ.Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: AngelusNovus.
Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός δεσμός (Γ. Θ. Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Λειβαδάς, Γ. (2013). La chope daguerre και Ποιήματα κελύφους. Αθήνα: Κέδρος.
Λειβαδάς, Γ. (2020). Εναρκτήρια επιλεγόμενα. Γιάννης Λειβαδάς: Αρχείο Εκδόσεων και Δημοσιευμάτων. Ανακτήθηκε 6 Σεπτεμβρίου, 2024, από: https://livadaspoetry.blogspot.com/search?updated-max=2020-08-09T07:06:00%2B02:00&max-results=4&start=79&by-date=false.
Λειβαδάς, Γ. (2022α). Εκμαγείωση του κενού. Χάρτης, 41. Ανακτήθηκε 6 Σεπτεμβρίου, 2024, από: https://www.hartismag.gr/hartis-41/diereynhseis/ekmagheiosi-toi-kenoy#.
Λειβαδάς, Γ. (2022β). Άκρα: Ποιήματα 1990-2008. Αθήνα: Εκάτη.
Λειβαδάς, Γ. (2024). Καρτέλες 12/13/14/17/18/19/20. Χάρτης, 66. Ανακτήθηκε 6 Σεπτεμβρίου, 2024, από: https://www.hartismag.gr/hartis-66/diereynhseis/karteles-12-13-14-17-18-19-20#.
Ντελέζ, Ζ. &Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.