Το παρόν διήγημα από το πρώιμο πεζογραφικό έργο τoυ Μπεν είναι το τελευταίο από τα πέντε συνολικά, τα οποία γράφτηκαν κατά τα πρώτα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου και εκδόθηκαν το 1916 στη Λειψία, με τον γενικό τίτλο Εγκέφαλοι. Πρόκειται για αυτοβιογραφικά κείμενα, γραμμένα με την τεχνική του κολλάζ, και περιέχουν προσωπικές εμπειρίες, ποιητικές εικόνες και στοχασμούς για την ιστορία και την γλώσσα, καθώς και περιγραφές από την καθημερινότητα, με κύριες αναφορές στις απάνθρωπες συνθήκες ζωής στο Δυτικό Μέτωπο όπου ο Μπεν υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός.
**
Στο μεταξύ ο γιατρός ήταν πάνω από είκοσι εννιά χρονών, κ’ η άποψή του για τη
ζωή ήταν να μην προξενεί ιδιόμορφα αισθήματα.
Παρά τη νεαρή του ηλικία, αναρωτιόταν για τα πάντα. Διαρκώς συναντούσε
μπροστά του το ερώτημα για τον σκοπό της ύπαρξης. Τι το προκαλούσε αυτό: ο
κύριος με το αγέρωχο βάδισμα και την ομπρέλα στο χέρι. Η πωλήτρια που καθόταν
μπροστά στη κουφοξυλιά, καθώς σουρούπωνε κι έκλεινε η αγορά. Ο κηπουρός που
γνώριζε όλα τα ονόματα των φυτών: δαφνοκερασιές και κάκτους, κι αυτό ακόμα με
την κόκκινη ρώγα στο νεκρό θάμνο ήταν άραγε απ’ την περσινή χρονιά;
Ο γιατρός μεγάλωσε στη βόρειο-γερμανική πεδιάδα. Φυσικά στις χώρες του νότου
είναι η άμμος ελαφριά και χαλαρή. Ο άνεμος θα μπορούσε, αποδεδειγμένα, να
μεταφέρει κόκκους άμμου σε όλη την επιφάνεια της γης. Όμως εδώ στον βορρά οι
κόκκοι είναι μεγάλοι και βαριοί.
Ποιες ήταν οι εμπειρίες ζωής του: αγάπη, φτώχεια κι ακτινογραφίες, κλουβιά για
κουνέλια και πριν λίγο ένας μαύρος σκύλος που στεκόταν σ’ ανοικτό χώρο και
κούναγε πέρα δώθε το μεγάλο του κόκκινο όργανο ανάμεσα στα πισινά του σκέλια.
Τριγύρω βρίσκονταν παιδιά, βλέμματα κυριών διερευνούσαν το ζώο, άγουροι
νεαροί άλλαζαν θέση, για ν’ απολαύσουν το θέαμα σε προφίλ.
Με ποιον τρόπο τα βίωνε όλα αυτά: μετέφερε κριθάρι απ’ τα χωράφια πάνω σε
αλωνιστικές μηχανές, κι ακόμη: αμύγδαλα, κοφίνια και οπίσθια αλόγων. Μετά είχε
να κάνει με το πρησμένο σώμα μιας κοπέλας, καθώς έπρεπε να γίνει παρακέντηση,
για να ξεπρηστεί. Όμως πάνω απ’ όλα αιωρούνταν ένα σιγανό, γεμάτο αμφιβολία,
«σα να», σα να υπήρχε όντως διάστημα κι αστέρια.
Και τώρα; Η μέρα θα ‘ναι γκρίζα και σιωπηλή, αν θελήσεις να την χαλάσεις. Η
γυναίκα πέθανε, το παιδί έχυσε μερικά δάκρυα. Αυτός ποτέ δε νοιάστηκε πολύ για
το παιδί, αυτή ήταν δασκάλα και τα βράδια έπρεπε να διορθώνει τετράδια
μαθητών. Και μετά ήρθε το τέλος. Η εγκεφαλική επίδραση μέσα και πέρα απ’ τον
ίδιο ολοκληρώθηκε. Προείχε τώρα η αυτοσυντήρηση.
Ποιο ήταν το όνομά του; Βερφ.
Το ονοματεπώνυμο; Βερφ Ρέννε.
Και τι ήταν; Γιατρός σε πορνείο.
Η ώρα δώδεκα. Μεσάνυχτα. Έγινε τριάντα χρονών. Μακριά αντηχούσε καταιγίδα.
Σύννεφα σκέπαζαν τα μαγιάτικα δάση.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να ξεκινήσω, είπε μέσα του. Μακριά αντηχεί καταιγίδα, αλλά
να ‘μαι. Σύννεφα σκεπάζουν τα μαγιάτικα δάση, αλλά δικιά μου είναι η νύχτα. Έχω
βόρειο αίμα, αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Οι πρόγονοί μου έτρωγαν από λεκάνες και
στάβλους. Αλλά θέλω μόνο να πορευτώ, είπε ενθαρρυντικά. Κατόπιν θέλησε ν’
ανακαλέσει κάποια εικόνα στη μνήμη του, αλλά μάταια. Στη συνέχεια θεώρησε την
εξής σκέψη ως σημαντική και πολλά υποσχόμενη: ίσως η λογοτεχνική μεταφορά να
‘ναι μια προσπάθεια απόδρασης, ένα είδος οράματος, και να υποδηλώνει κάποιο
έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Μέσα σε βουβή μαβιά ομίχλη που έφτανε απ’ το κοντινό πέλαγος στη στεριά,
περπατούσε ο Ρέννε το επόμενο πρωί, για να πάει στο νοσοκομείο.
Το νοσοκομείο βρισκόταν έξω απ’ την πόλη και μακριά απ’ όλους τους δρόμους της.
Έπρεπε να περπατήσει στο μαλακό χώμα, ανάμεσα σε μενεξέδες. Με βήμα χαλαρό
και γρήγορο, προχωρούσε τρεκλίζοντας.
Εκεί κοντά σε κήπους συνάντησε τον κρόκο, το κερί στον όρθρο του ποιητή, και
μάλιστα ακριβώς το συγκεκριμένο είδος κίτρινου κρόκου, που για τους Έλληνες και
τους Ρωμαίους ήταν ο ορισμός για καθετί αξιαγάπητο, θαύμα λοιπόν που βρέθηκε
στο ουράνιο βασίλειο; Οι θεοί κολυμπούσαν μέσα σε λίμνες από χυμούς κρόκων.
Στεφάνι με ανθούς κρόκου προστάτευε απ’ τη μέθη. Στη Μεσόγειο καλλιεργούσαν
τον κρόκο με το τριμερές στίγμα. Σ’ ανοιχτή εστία με χαμηλή φωτιά, μέσα σε ρηχά
τηγάνια και πάνω σε σχάρες από αλογότριχες, αποξήραιναν τον ανθό.
Έψαξε τη λέξη: στ’ αραβικά σαφράν, στα ελληνικά κρόκος. Ένας Ούγγρος βασιλιάς,
ονόματι Κορβίνιος, θεώρησε πως πρέπει ν’ αποφεύγεται ο κρόκος στο μαγείρεμα.
Χωρίς κόπο παράγονται απ’ τον κρόκο χρωστικές ύλες και καρυκεύματα, ενώ άνετα
το φυτό καλλιεργείται σ’ αλπικά λιβάδια.
Και με δεδομένη την ικανοποίησή του που βρέθηκαν συνειρμοί με τόση ευκολία,
πρόσεξε μια γυάλινη πινακίδα που την φώτιζε ο ήλιος, με την επιγραφή: τσιγάρα
Μάιτα. Κι αμέσως του ‘ρθε στο νου: Μάιτα, Μάλτα, παραλίες, φως, πορθμεία,
λιμάνια, οστρακοειδή, απάτες, ο σιγανός καθάριος ήχος από κάτι που σπάει. Τότε ο
Ρέννε πέταξε απ’ την χαρά του. Αμέσως μετά βρέθηκε στο νοσοκομείο. Άκαμπτο
βλέμμα, ακλόνητη θέληση: ταξινόμησε τα σημερινά ερεθίσματα και αισθήματα με
βάση την τωρινή του κατανόηση, δεν παρέλειψε τίποτα, τα συνέδεσε όλα. Μια
μυστική δημιουργία αιωρούνταν μπροστά του, κάτι ανάμεσα σε πανοπλία και
πέταγμα αετού, ένα είδος ναπολεόντειας ορμής, λες και κατάφερε ν’ αλώσει κάποια
οχύρωση, και πίσω απ’ αυτήν αναπαυόταν ο Βερφ Ρέννε, ατάραχος, τριάντα
χρόνων, ένας γιατρός.
Χα, σήμερα δε θα ‘ναι εύκολο, ανοιχτά τα πόδια και σήκω απ’ την καρέκλα,
δεσποινίς μου, η εξαίσια γαλάζια φλέβα απ’ το ισχίο μέχρι τα μαλλιά είναι κάτι που
πρέπει να το εξετάσουμε! Έχω δει κροτάφους με τέτοιες φλέβες, λευκούς
μικροσκοπικούς κροτάφους κουρασμένων πλασμάτων, αλλά αυτήν εδώ θέλω να
την εξετάσω προσεκτικά, την τρυπώ, ένα κλαδάκι με μενεξεδί αίμα! Πώς αυτό; Όταν
πρόκειται για φλέβες, θέλω να ‘μαι σίγουρος, ειδικά όταν πρόκειται για αιμοφόρα
αγγεία στο δέρμα. Στον κρόταφο; Ω κύριοί μου! Τα ‘χω δει αυτά και σε όργανα,
αγγεία που αιμορραγούν, κλαδάκια με μενεξεδί αίμα. Θέλετε να δείτε σκίτσα; Να
έτσι μοιάζουν, να σηκωθώ τώρα; Η διακλάδωση; Η μεγάλη αρτηρία; Οι κοιλίες της
καρδιάς; Η ανακάλυψη του κυκλοφορικού συστήματος; Δεν είναι αλήθεια πως
έχετε απέναντί σας ένα πλήθος εντυπώσεων; Λέτε ψιθυριστά, ποιος είναι ο κύριος;
Στέκεται εδώ συγκεντρωμένος; Ρέννε είναι το επώνυμό μου, κύριοι. Μερικές φορές
ταξινομώ κάποιες ελάχιστες παρατηρήσεις, έχουν ορισμένο ενδιαφέρον, αλλά
φυσικά όχι ιδιαίτερης βαρύτητας, ένα μικρό λιθαράκι στο μεγάλο οικοδόμημα της
γνώσης και της ανάγνωσης της πραγματικότητας, χα! χα!
Κι εσείς, κυρίες μου, γνωριζόμαστε βέβαια! Επιτρέψτε μου να σας διαμορφώσω, να
σας μεταμφιέσω με τα ουσιώδη που διαθέτετε, με τις εντυπώσεις μου από σας, το
βασικό όργανο δεν έχει υποστεί φθορά, θα δείτε πως διαθέτει μνήμη, λοιπόν
σηκωθείτε τώρα.
Μιλάτε στο κομμάτι που αγαπάτε. Βλέπετε μέσα απ’ τα μάτια του, του παραδίνετε
ψυχή κι ανάσα. Έχετε ουλές ανάμεσα στα σκέλια, ένας άραβας μπέης. Πρέπει να
‘ταν μεγάλες οι πληγές που ανοίχτηκαν απ’ τα βλάστημα χείλη της Αφρικής. Αλλά
εσείς κοιμάστε με τον λευκό ποντικό απ’ την Αίγυπτο, τα μάτια σας είναι
κατακόκκινα. Κοιμάστε στο πλάι, στους γοφούς σας ξαπλώνει το κτήνος. Τα μάτια
του γυαλίζουν κ’ είναι μικρά σα δυο κόκκινα αυγά από χαβιάρι. Τη νύχτα πλακώνει
η πείνα. Το κτήνος σκαρφαλώνει πάνω απ’ την κοιμωμένη. Στο βραδινό τραπέζι
υπάρχει ένα πιάτο μ’ αμύγδαλα. Σιωπηλά επιστρέφει πίσω στους γοφούς της,
μυρίζοντας διστακτικά. Αυτή ξυπνά συχνά, καθώς χτυπά την ουρά του, ψυχρά κι
αδύναμα, στα χείλη της.
Για μια στιγμή ο Ρέννε κοίταξε μέσα του. Γεμάτος δύναμη έστεκε ακόμα εκεί.
Εικόνες μνήμης στη σειρά, στο ενδιάμεσο κάποια υφάδια βουίζανε σποραδικά.
Κι αυτή στο σπίτι της ηδονής στο Άντεν, με τον λογισμό της στην έρημο και στην
Ερυθρά Θάλασσα. Γαλάζια νερά κυλούν ασταμάτητα πάνω σε μαρμάρινους τοίχους.
Απ’ την περίφραξη στο χώμα υψώνονται σύννεφα από καπνούς βοτάνων. Όλοι οι
λαοί της γης το θεωρούν υπόσχεση έρωτα. Η επιθυμία της είναι ν’ αποκτήσει μια
ασφαλή οικία στον πορθμό της Δανίας. Οι τελευταίες συγκινήσεις ειν’ εδώ, αγόρια
ελαφριά ντυμένα παίζουν μπιλιάρδο. Κι αυτή βρίσκεται σ’ ένα μπουρδέλο που το
έσπειρε ο πόλεμος, ανάμεσα σε μαγειρικά σκεύη και τομάρια, κάθε μέρα, εκατό
φορές κομμάτια κάτω απ’ τα πόδια άγνωστων ή κουβαλώντας μπόγους μ’ αίματα
και περιττώματα.
Ο Ρέννε στεκόταν σα μεταμορφωμένος. Πώς το εξωτερίκευε, αχ, έπαιζε!
στεφανωμένος με ουράνιο τόξο! πρασινισμένος! μια ανεκδιήγητη νύχτα του Μάη!
Τις γνώριζε όλες. Στάθηκε απέναντί τους, καθάριος κι αγνός. Αδύναμος δεν ήταν.
Ζωτική δύναμη έρρεε μέσα του.
Όλες τις γνώριζε. Αλλά ήθελε περισσότερα, σ’ επικίνδυνο πεδίο να βαδίσει. Υπάρχει
όντως συνειδητή ζωή χωρίς αισθήματα ή τουλάχιστον υπήρξε, όμως τα πάθη μας
είναι η κληρονομιά μας – θυμόταν ευκρινώς αυτή τη φράση. Με τα πάθη μας
βιώνουμε αυτό που μας καθορίζει. Τώρα είχε ανάγκη να συνευρεθεί με κάποια.
Κοίταξε κατά μήκος του διαδρόμου, εκεί που στεκόταν αυτή. Είχε ένα μητρικό
σημάδι κόκκινου χρώματος απ’ τον λαιμό στον ώμο, μέχρι τους γοφούς και τα
μάτια, σα λουλούδι, μια ατέλειωτη αγνότητα, και γύρω απ’ τα βλέφαρα μια
ανεμώνη, σιωπηλή και χαρούμενα φωτισμένη.
Τ’ όνομά της; Εντμεέ, ομολογουμένως θελκτικό όνομα. Ολόκληρο τ’ όνομα; Εντμεέ
Ντενσό, υπερκόσμιο πράγματι. Έμοιαζε με προσφώνηση μιας νεαρής που
ετοιμάζεται, πλησιάζει, είναι ποθητή και πρόκειται να κατακτήσει έναν άντρα.
Ξανθιά, λαγνεία και σκέψη από νηφάλια μυαλά.
Λοιπόν: τώρα αυτός την ήθελε. Το ένιωθε: το αίσθημα του πόθου. Έπρεπε με
κάποιο τρόπο να υπάρξει μια υπερβολή απέναντι στο τίποτα. Βασανιστική λαγνεία
ένα απομεσήμερο με γυμνό μουντό φως. Όμως η λάμψη ήταν αναγκαία! Βρισκόταν
αντιμέτωπος με ισχυρές παρορμήσεις. Δε μπορούσε να μείνει άλλο σ’ αυτή τη
χώρα. Στον Νότο! Στην ανάταση!
Η Εντμεέ, σε μια επίπεδη λευκή οικία στο Λούξορ ή σ’ ένα παλάτι στο Κάιρο; Η ζωή
στην πόλη είναι χαρούμενη κι ανυπόκριτη, το φως είναι ένδοξο, καθάριο απ’ τον
πόθο, κι αίφνης νυχτώνει. Έχεις άπειρες φελάχες στην υπηρεσία σου για χορό και
τραγούδι. Προσεύχεσαι στην Ίσιδα, ακουμπάς το μέτωπο σε κίονες που ‘χουν
σκαλισμένα πλατιά κεφάλια με μεγάλα αυτιά στα κιονόκρανα· βρίσκονται ανάμεσα
σε πελαργούς μέσα σε φαράγγια με συκομουριές.
Για μια στιγμή κάτι αναζητούσε, λες κ’ ήταν Κόπτης που σηκώνεται όρθιος, όμως δε
θέλησε να το συνεχίσει. Τραγουδούσε πάλι, ο πράος μες στην ευτυχία.
Ο χειμώνας καταφθάνει, κ’ οι αγροί πρασινίζουν. Πέφτουν κάποια φύλλα απ’ τη
ροδιά, όμως ο καρπός ανοίγει μπροστά στα μάτια σου. Θες να ‘χεις νάρκισσους και
μενεξέδες όλη τη χρονιά, καθώς μπανιαρίζεσαι στο αργοξύπνημα του πρωινού; Ή
μήπως θες να περιδιαβαίνεις νυχτιάτικα τα μικρά χωριά του Νείλου, καθώς
πέφτουν βαριές σκιές στα καλντερίμια κάτω απ’ τη λαμπρή σελήνη του Νότου;
Κλουβιά για ίβιδες ή για πελαργούς; Πορτοκαλεώνες που ακτινοβολούν κίτρινο,
επιπλέον χυμοί κι οσμές να συννεφιάζουν πάνω απ’ την πόλη το μεσημέρι, ένα
τμήμα ζωοφόρου από ναό των Πτολεμαίων;
Στάθηκε. Η Αίγυπτος είναι αυτή; Η Αφρική σε γυναικείο κορμί, ο Περσικός Κόλπος κι
ο τροπικός κισσός στο κυμάτισμα των ώμων; Το ερευνούσε ακόμα. Παρέλειψε κάτι;
Υπήρχε κάτι να προσθέσει; Μήπως ήταν έξαψη, μελαγχολία κι όνειρο;
Όμως τι περίεργο φτερούγισμα στο στήθος του! Ένας ερεθισμός τον παρέσερνε.
Έφυγε απ’ το ιατρείο, διασχίζοντας τον διάδρομο με κατεύθυνση στο πάρκο. Κάτι
τον τραβούσε να ξαπλώσει στο κουρεμένο γρασίδι.
Πόσο με κούρασε, σκέφτηκε, με τι δύναμη! Τον εξάντλησε, καρπός είναι η χλωμάδα
και πόνος το δάκρυ. Συγκινήσεις! Απόσταση που αλυχτά!
Το πάρκο έλαμπε εκθαμβωτικά. Ένας θάμνος στο γρασίδι είχε φύλλωμα φτέρης,
κάθε κλαδί του ήταν μεγάλο και σαρκώδες σα ζαρκάδι. Γύρω απ’ τα δέντρα που
αστράφτανε υπήρχε χώμα σκαμμένο, ένας λάκκος, ποτισμένος κι εντελώς
παραμελημένος. Ουρανός κι ανθοφορία. Απ’ τα μάτια κυλούσε απαλά το γλαυκό
και το χιόνι.
Θρηνώντας, Εντμεέ, θα ‘μαι πάντα κοντά σου! Ένα μαρμάρινο στηθαίο περιβάλλει
τη θάλασσα. Βαρκάκια και κρίνα μαζεμένα στα νότια, κι ο ήχος από ‘να βιολί σε
διαπερνά βαθιά ως τη σιωπή σου.
Βροντούσε κι άστραφτε. Ο Ρέννε έτρεμε. Οι αστραπές αντανακλούσαν στο γρασίδι
που βρεχόταν από μια χρυσή λεκάνη. Το έδαφος ανέβαινε στον ουρανό. Φως
ανάβλυζε γύρω από σκιές. Εδώ κι εκεί έβρισκε ο Ρέννε τη γλώσσα κάποιου
πειρασμού. Βροχές ανθών φτερούγιζαν γύρω απ’ τη μανόλια και μ’ ένα φύσημα
έφευγαν μακριά.
Η Εντμεέ χαμογελούσε. Ρόδα και διάφανα νερά.
Η Εντμεέ προχώρησε. Σε μονοπάτια ανάμεσα σε μενεξέδες, στο φως νησιών, σε
ασημογάλαζα πελάγη, πλάι στην πέτρα και τ’ αστέρι. Περιστέρια που κυνηγούν σε
αγρούς ψαλιδίζουν ασημένιες ηλιαχτίδες με τα φτερά τους.
Η Εντμεέ ηλιοκαμένη, ένα κυανωπό οβάλ, έπαιζε μπροστά σε φοινικιές που τόσο
αγαπούσε. Κρατούσε το αιδοίο της σαν όστρακο, ανέμελα, όπως λύγιζε το
χαρούμενο βήμα της, με το χέρι βαρύ στο ισχίο, κίτρινο απ’ τη συγκομιδή σπόρων.
Στον κήπο επικρατούσε αναστάτωση. Η πρασιά δεν αντανακλούσε χρώματα πια, το
βούισμα της μέλισσας δεν σκούραινε πλέον τον βάτο. Κατεύθυνση και κλίση
έσβησαν, μόνο ένας ανθός στεκόταν όρθιος μες στο γαλάζιο, άγγελος του κόσμου.
Τα πέταλα χαλάρωσαν, οι κάλυκες βυθίστηκαν, το πάρκο χάθηκε μες στο αίμα του
άμορφου. Η Εντμεέ ξάπλωσε. Οι ώμοι της ίσιωσαν, δυο ζεστές λιμνούλες. Τώρα
έκλεισε αργά το χέρι της γύρω από ένα κοτσάνι, η ωριμότητα εκπληρωμένη, σκούρο
στα δάχτυλά της, μεταμορφωμένη ηδονή κάτω από μεγάλα στάχυα.
Μια ορμή ένιωθε τώρα μέσα του, μια αμφίβολη υπεκφυγή. Κι αμέσως οι συνειρμοί
μπερδεύτηκαν, το εγώ του βυθίστηκε στο σώμα.
Βήματα ηχούν στην κατηφόρα, πάνω από μια λευκή επίπεδη πόλη χτισμένη σε
κοιλάδα. Τα σοκάκια της περικλείουν σκοτεινούς κήπους. Σε περβάζια κι επιστύλια,
διάσπαρτα σε μια φλωρεντιανή ύπαιθρο, που φέρνουν στο νου ξεχασμένους θεούς
και μυστήρια, βρίσκεις σταγόνες από αίμα λευκό. Μια σκιά σάλευε ανάμεσα σε
βουβές αράδες, ανάμεσα σε σταφύλια κι ένα κοπάδι. Μια πηγή ανάβλυζε, ένα
διχαστικό παιχνίδι.
Στο χορτάρι κείτονταν ένα κορμί. Απ’ τα κελάρια ερχόταν μια μυρωδιά· ήταν ώρα
φαγητού, οσμή από κάπνισμα πίπας και λαρδί, μαζί με την άσχημη ανάσα ενός
ετοιμοθάνατου.
Το κορμί ανέδιδε σάρκα, τάξη και συντήρηση. Χαμογέλασε και μαζεύτηκε πάλι. Με
καθυστέρηση κοίταξε προς το σπίτι. Τι συνέβη; Ποια ήταν η πορεία της
ανθρωπότητας μέχρι σήμερα; Έγινε προσπάθεια να υπάρξει τάξη σε κάτι που
έπρεπε να παραμείνει παιχνίδι. Αλλά τελικά παρέμεινε παιχνίδι, γιατί τίποτα δεν
ήταν αληθινό. Κι ο ίδιος ήταν αληθινός; Όχι. Μόνο μια δυνατότητα να υπάρξει, αυτό
ήταν όλο.
Άπλωσε τον σβέρκο του πάνω στο μαγιάτικο γρασίδι που μύριζε θύρσο και
παγανιστικές τελετές. Λιώνοντας μέχρι το μεσημέρι έγινε το κεφάλι του βότσαλο σε
ρυάκι.
Κάλεσε το φως, ο δυνατός ήλιος έτρεχε ασταμάτητα πάνω στο μέτωπο. Ήταν εκεί:
ένας λοφίσκος εύθρυπτος φτιαγμένος από τυφλοπόντικες, και μέσα του το ζώο
αφήνιαζε.
Αλλά τι γίνεται στη γειτονιά με τις βυσσινιές, αναρωτήθηκε αμέσως μετά. Πίσω απ’
το παλάτι με τις δάφνες γύρω απ’ τις κολόνες του, ξεκινούν λιθόστρωτα που
χάνονται στο βάθος, και στην κατηφορική πλαγιά βρίσκονται σπίτια, το ‘να δίπλα
στ’ άλλο.
Μονόφθαλμοι περιφέρονται γύρω από καρότσια με σαλιγκάρια. Δίνουν χρήματα.
Γυναίκες χαράζουν το κέλυφος. Με μια κυκλική χαρακιά βγάζουν το κρέας απ’ το
σαλιγκάρι. Το βάζουν σε πιάτα με ζουμί και το τρώνε. Η γυναίκα βήχει, κι αυτοί
συνεχίζουν.
Προφήτες που κρατάνε μαγκούρες και διαλαλούν ιδέες ουρλιάζουν επιδέξια, πιο
πολύ σε γυναίκες.
Τσιγγάνες μπροστά σε κάρα με αγγελόψαρα, μακρόστενα, βιολετί κι ασημένια, με
κομμένο κεφάλι· κάποια είναι σχισμένα στα δυο κι απλωμένα ν’ αποξηραθούν.
Ανάμεσα τους υπάρχουν ψάρια στρογγυλά και ισχνά, χαλκόχρωμα και
ποικιλόχρωμα.
Μυρίζει ψητό και μπαγιάτικα λίπη. Αμέτρητα παιδιά κάνουν την ανάγκη τους,
μιλάνε σε μια άγνωστη γλώσσα.
Τι γίνεται λοιπόν στη γειτονιά με τις βυσσινιές, αναρωτήθηκε ο Ρέννε. Πρέπει να το
διαπιστώσω! Όρθιος! Εμπρός! Ορκίστηκα να μην ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα:
καλοκαίρι να σημαδεύει το τείχος με τις λόχμες, μέσα σε φλόγες από φτερά, με
δεμάτια από βέργες και δαγκωματιές από συμπαγείς μαβιές σάρκες, κι απέναντι
από ένα τείχος ασάλευτο η υγρή γαλάζια περικοκλάδα!
Κατηφόρισε. Γύρω απ’ τον κεντρικό δρόμο ήταν μαζεμένα σπιτάκια, σκαμμένα μέσα
σε μακρόστενες σπηλιές, που ξέβραζαν λείψανα, με σφρίγος νεότητας, γέρικα
σαθρά, η ντροπή ζωσμένη ψηλά.
Πωλούσαν ξυλοπάπουτσα για τις ανάγκες, πράσινους κεφτέδες για το εγώ, ποτά για
την απόλαυση, το πλέον απαραίτητο για την ψυχή και το σώμα, κουτιά με αλοιφές
και Παναγίες.
Τι συνέβαινε: παιδάκια μπροστά σε γονατισμένους, κοσμοσυρροή, την στιγμή που
το στήθος τους αναπηδούσε· βραχνές φωνές που χάνονταν πάνω από καυτές
πέτρες· ανυπολόγιστα βαθιά έβαζε ένας κύριος το χέρι στον σάκο· κρανίο, έρημος,
κορμιά, μια υδροχόη, περπατώντας στη γη, μασώντας: εγώ κι εσύ.
Βλέμμα απόμακρο, αίμα ονειροπόλο, αναφώνησε, τα μεσημβρινά σου φτερά,
κούνα τα! πρέπει τώρα ο Ρέννε να χαθεί απροστάτευτος;
Μεγάλο κύμα είναι η γυναίκα, καλή μητέρα, που γυρνά τα ψάρια, στη ράχη έχουν
ένα σκούρο σημάδι, υπολείμματα από ανθόσκονη κι αλεύρι;
Μια απλή εικόνα άξιζε κορνίζα: ένας ληστής, ένας κακός άνθρωπος στο ταμείο, η
ευγενική ιδιοκτήτρια χτυπημένη, η τελευταία ματιά απ’ το έδαφος είναι του
σκύλου;
Και συ αποκοιμιέσαι στο γρασίδι, άτι του μεσημεριού, τώρα λοιπόν που
συννέφιασε; τριαντάρης και φαλακρός;
Χάθηκε μες στα σοκάκια. Στάθηκε μπροστά σ’ ένα μικρό μνημείο του θεμελιωτή
ενός νεωτερικού ιδρύματος: η ανθρώπινη ψυχή, η κοινοτική οργάνωση, η
επιμήκυνση της ζωής και το δημοτικό συμβούλιο πλημμύριζαν με γενειάδες κι
αναπαραγωγή. Το κτήριο ήταν ανοικτό. Δόθηκαν δείγματα αποτελεσματικότητας κι
αυτό κατ’ επανάληψη, επιχειρήθηκαν έρευνες που οδήγησαν σε συμπεράσματα.
Σε ποια κατεύθυνση ήταν ο νότος του; Ο βράχος με τον κισσό; Ο ευκάλυπτος δίπλα
στη θάλασσα; Δύση, ακτή της παρακμής, εδώ στο γλαυκό του κύματος!
Μες στη ταραχή κατέληξε σ’ ένα καπηλειό και κατάπιε ζεστά σκουρόχρωμα ποτά.
Ξάπλωσε πάνω στη μπάρα, με το κεφάλι κάτω, εξαιτίας της βαρύτητας και του
αίματος. Βοήθεια, ούρλιαξε! Ανύψωση!
Καρέκλες, αντικείμενα για κύριους που θέλουν να ‘χουν ένα σημείο στήριξης για το
λυγισμένο γόνατο στην πίσω επιφάνεια των ποδιών, στέγνωναν θαμπές και
βόρειες. Τραπέζια για κουβέντες σαν αυτή: Λοιπόν, τι γίνεται, πονηριές και
αντριλίκια και γύρω απ’ τους μηρούς κυλούσαν κόσμια μες στον χρόνο. Μπρος στο
τίποτα κανένας θάνατος δεν μπορούσε να ταρακουνήσει τη βρεγμένη δεσποινίδα,
καθώς περνούσε η ώρα. Μικρέμποροι αναμόχλευαν· το νεκρό χαλίκι δεν είχε πάνω
του λάβα!
Κι αυτός; Τι ήταν; Καθόταν εκεί ανάμεσα στα θέλγητρά του, παρασυρμένος. Το
μεσημέρι του ήταν χλευασμός.
Και πάλι πρήστηκε το μυαλό, η δυσδιάκριτη πορεία της πρώτης μέρας. Ακόμη
βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της μάνας του, έτσι ένιωθε. Καθώς έσπρωξε ο
πατέρας, αυτός κύλησε μακριά. Το σοκάκι τον δίχασε, πίσω. Η πόρνη ούρλιαζε.
Ήθελε πια να φύγει όταν ακούστηκε ένας ήχος. Μια φλογέρα ηχούσε στο γκρίζο
σοκάκι, μια γαλάζια μελωδία ανάμεσα στις καλύβες. Πρέπει να ‘ταν κάποιος που
‘παιζε μουσική. Το στόμα του συγχρονιζόταν με τον ήχο που ανέβαινε και μετά
σκορπούσε στον αέρα. Και πάλι ανέβαινε.
Κίνδυνος λιποθυμίας. Ποιος του ‘πε να παίζει φλογέρα; Κανείς δεν τον ευχαρίστησε.
Ποιος ρώτησε πού βρέθηκε η φλογέρα; Όμως σαν το σύννεφο απομακρύνθηκε,
ανεμίζοντας τη λευκή του ματιά και πετώντας μέσα σε όλες τις χαράδρες του
γλαυκού.
Ο Ρέννε κοίταξε γύρω του. Όλα ήταν ίδια. Πλημμύρισε ως τα χείλη από ευτυχία.
Πτώση στην πτώση, βροντή στη βροντή, να βουίζει το ιστίο, το κατάρτι να φλέγεται.
Ανάμεσα σε μικρούς όρμους απλωνόταν το λιμάνι τρεμάμενο, και γύρω του
έλαμπαν οι εγκαταστάσεις του.
Το φως σκαρφαλώνει πάνω απ’ τα βράχια, παντού σκορπά σκιές, οι αγροικίες
λάμπουν, και στο βάθος υψώνονται βουνά. Σκούρος καπνός καλύπτει την
προκυμαία, καθώς ένα μικροσκοπικό πλοιάριο παλεύει με το βοστρυχωτό κύμα.
Πάνω στη γέφυρα επιβίβασης, που κουνιέται, σπεύδει για κουβάλημα ο
αχθοφόρος. Όι-έι-ωπ, ακούγεται. Πλημμυρίζει ολάκερο το ζωτικό ρεύμα. Απέναντι
από τροπικές και υποτροπικές ζώνες, αλατωρυχεία και ποτάμια με λωτούς,
καραβάνια Βερβέρων, ακόμη κι ενάντια στους αντίποδες κατευθύνεται η καρίνα
του πλοίου. Μια πεδιάδα με μιμόζες όπου βγαίνει κοκκινωπό ρετσίνι, μια πλαγιά με
παχιά στρώματα αργίλου, Ευρώπη, Ασία, Αφρική. Δαγκώματα, θανατηφόρες
παρενέργειες, κερασφόρες οχιές. Ο οίκος ανοχής στην προκυμαία υποδέχεται τον
νεοφερμένο, στην έρημο η όρνιθα-σουλτάνα στέκεται σιωπηλή. Κι έτσι συνέχισε να
στέκεται όταν την πέτυχε η ελιά.
Η αγαύη επίσης ήταν όμορφη, αλλά η κυανόμαυρη ελιά ταγκιάσκα με το εκλεκτό
της λάδι μελαγχολεί μπροστά στη θάλασσα της Λιγουρίας.
Ουρανός, σπάνια συννεφιασμένος, τα ρόδα στην κατηφοριά. Μες απ’ όλους τους
θάμνους ο γαλάζιος κόλπος, αλλά αυτά τα απέραντα δάση, τι σκιώδες άλσος!
Όταν το πανί απλώνεται γύρω απ’ τον κορμό, τότε έπεται δουλειά. Κέρατα, νύχια,
δέρματα και μάλλινα κουρέλια ανακατεμένα, κάθε τέσσερα χρόνια γινόταν σίτιση.
Αλλά τώρα οι άντρες έπαιζαν μπόουλινγκ, ήταν αφοσιωμένοι στο παιχνίδι,
χτυπώντας κορίνες, και ξαφνικά στρέφονταν στα φρούτα.
Στην κοιλότητα των λυχναριών. Ένα έντομο τρεμοπαίζει στη μυρτιά. Το μικρό
πιεστήριο γυρίζει, στο λιθόκτιστο κελάρι επικρατεί ησυχία. Ο τρύγος πλησιάζει, το
αίμα των λόφων, βακχική η πόλη γύρω απ’ το άλσος.
Έφτασε στη Βενετία κι έτρεξε πάνω στο τραπέζι. Ένιωσε τη λιμνοθάλασσα, έκλαψε
από ανακούφιση. Το τραγούδι απ’ τα παλιά του δόγη Ντάντολο ακουγόταν βαρετό.
Γέμισε σκόνη μες στο ζεστό αεράκι.
Ένα χτύπημα κουπιού, μια ανάσα, μια βάρκα, στήριγμα κεφαλιού.
Πέντε χάλκινα άλογα έδωσε η Ασία, και γύρω απ’ τους κίονες τραγουδούσαν:
κάποιες φορές μια ώρα, εσύ ‘σαι εδώ. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Κάποιες φορές τα
κύματα ανεβαίνουν ψηλά, γίνονται όνειρο. Κάποιες φορές ακούγεται
μουρμουριστά: διαλυμένος όταν είσαι.
Ο Ρέννε αφουγκράστηκε. Πρέπει να υπάρχει κάτι βαθύτερο. Αλλά γρήγορα ήρθε απ’
τη θάλασσα η νύχτα.
Να ματώσεις, να μουγγρίσεις, να υπομείνεις, είπε μέσα του. Άνδρες τον κοιτούσαν.
Μάλιστα, είπε, οι φακίδες της, ο γυμνός της λαιμός, πάνω απ’ το μήλο του Αδάμ
είναι τα μαλλιά κεντημένα. Κάτω απ’ τη σταύρωσή μου βαδίζω στη δύση.
Πλήρωσε κι έφυγε βιαστικά. Φτάνοντας στην έξοδο έριξε μια ακόμη ματιά στο
σκοτάδι της ταβέρνας, στα τραπέζια και τις καρέκλες όπου υπέφερε και θα
υποφέρει κι άλλο. Αλλά εκεί, απ’ το ραβδωτό πόδι της διακοσμητικής πιατέλας,
πλάι στην ομορφομάτα κυρία, έλαμπε απ’ τη μεγάλη μυθική παπαρούνα η σιωπή
μιας ανέγγιχτης χώρας, νεκρής, κοκκινωπής, αφιερωμένης στους θεούς. Εκεί τον
οδηγούσε πάντα ο δρόμος του, το ένιωθε βαθιά.
Αφοσιωμένος, δίχως το παραμικρό πλέον δικαίωμα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη
σιωπή, το αίμα του φώναζε δυνατά.
Νύχτωσε. Ο δρόμος τον παρέσυρε, πέρα μακριά ο ουρανός, ο πράσινος Νείλος της
νύχτας.
Στη γειτονιά με τις βυσσινιές ακούστηκε γι’ άλλη μια φορά ο ήχος της φλογέρας.
Κάποιες φορές τα κύματα ανεβαίνουν ψηλά, γίνονται όνειρο.
Τότε κάποιος έτρεξε μακριά. Ένας άλλος πήγε να τρυγήσει, οι τρυγητές τον
κράτησαν, του δώσανε στεφάνια και ρήση. Τότε κάποιος, λαμπρός μες στους
αγρούς του, με στέμμα και φτερά, εμφανίστηκε απρόβλεπτα: αυτός, ο Ρέννε.
Τι να πεις…
Απόλαυση. Ευχαριστούμε