Έτυχε μια μέρα του καλοκαιριού
Έτυχε μια μέρα του καλοκαιριού,
ενώ η γλυκιά Μπέσυ του καλού καιρού
κοιμόταν, πάνω στο κρεβάτι,
το φως οι κουρτίνες έκρυβαν κομμάτι,
ο Τζέϊμυ μέσα γλίστρησε κι αυτή κρυφοκοιτά,
σαν μισανοίγει τα βλέφαρά της τα βαριά.
Ο Τζέϊμυ από την πόρτα σιγά μπαίνει,
κι αυτή όπως πριν, έμενε ξαπλωμένη.
Πλησίασε κοντά της μεσ’ στη σιωπή,
τον άκουσε, μα έκανε την κουφή,
η Μπέσυ ορκίστηκε να μη μιλήσει,
κι αυτός να δράσει είχ’ αποφασίσει.
Πρώτα της παίρνει ένα γλυκό φιλί,
‘κείνη «κοιμότανε», χωρίς να κουνηθεί,
μετά το χέρι του πιο μέσα φτάνει,
ούτε π’ ονειρευόταν τι άλλο θα της κάνει,
μ’ ακόμα «κοιμόταν», ενώ αυτός χαμογελούσε,
βλέποντας πώς ο ύπνος την αγάπη ξεγελούσε.
Μετά ο Τζέϊμυ παίζοντας πιο βαθιά θα ψάξει,
η Μπέσυ καθότανε, σα να την είχαν θάψει,
σ’ αυτό το κόλπο μέσα, χαρούμενα σιωπηλή,
απ΄το δικό της δόλο που’χε εξαπατηθεί.
Και από τότε π’ άρχισε αυτό το νταραβέρι,
κοιμάται πλέον η Μπέσυ κάθε μεσημέρι.
*
Της Νύχτας η κυπαρισσένια αυλαία έχει απλωθεί
Της Νύχτας η κυπαρισσένια αυλαία έχει απλωθεί
και μια σιωπηλή δροσιά πέφτει σε όλα επάνω,
οι πιο μικρές οι έγνοιες απ’ τον ύπνο έχουν νικηθεί,
μα εγώ μονάχος από την φρικτή θλίψη θ’ αποκάνω,
παρά του Μορφέα τις γητειές, φυλάω σκοπιά,
να διώξω απ’ τα μάτια μου του ύπνου την ανεμελιά.
Συχνά όμως, τρέμοντας τα μάτια μου κλείνουν κουρασμένα
και τότε της Κόλασης ο χάρτης στέκεται εμπρός
που βλέπουν τα φαντάσματα, κι εγώ μ’ αυτά άλλο ένα,
της λύπης ακολουθώντας τις σειρές να μαραζώνω συνεχώς,
αφού απ΄την άμοιρη ψυχή μου οι ελπίδες όλες έχουν σβήσει,
και πια καμιάν αιτία για να ζω, δε μου έχει αφήσει.
Καημέ, άρπαξε την ψυχή μου γιατί αυτή ακόμα θ’ αντέχει,
όταν το τρελαμένο μου κορμί θα έχει ρέψει , θα ‘χει λιώσει,
φερ’το στο μαύρο σου λημέρι, κι εκεί να το προσέχεις,
όπου δέκα χιλιάδες ψυχές έχεις εσύ στοιχειώσει,
ωστόσο, δε σου προσφέρουν όλες αυτές τέτοια τροφή,
όσο το χειρότερο κομμάτι από μένα: αυτή η φτωχή.