ΖΟΥΜΕ, ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΗΣ
ΒΟΥΑΗΣΗΣ Σ’ ΟΑΑ ΑΥΤΑ; ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΣΤΕ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΗΘΙΚΟ ΤΟ
ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΘΕΤΟΥΜΕ:
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΛΥΣΗ;

Όχι, ή αύτοκτονία είναι άκόμα μιά υπόθεση. Νομίζω πώς έχω τό δικαίωμα ν’ αμφιβάλλω γιά την αύτοκτονια όπως και γιά όλη τήν υπόλοιπη πραγματικότητα. Πρέπει πρός τό παρόν και μέχρι μιά νέα τάξη πραγμάτων ν’
άμφιβάλλουμε σέ φοβερό βαθμό, όχι γιά τήν ύπαρξη, γιά νά μιλήσουμε καθαρά, πράγμα πού είναι έφικτό στόν καθένα, άλλά γιά τήν έσώτερη συγκίνηση καί τή βαθιά εύαισθησία τών πραγμάτων, των πράξεων, τής πραγματικότητας. Αέν πιστεύω μέ τίποτα στό ότι δέν είμαι συνδεδεμένος μέ τήν εύαισθησία μιάς διανοητικής χορδής πού λές καί είναι μετεωρική, κι άκόμα ότι ύστερώ λίγο-πολύ άπό πρακτικούς μετεωρισμούς. Ή οίκοδομημένη καί αίσθητή ύπαρξη τού κάθε άνθρωπου μ’ ένοχλεί, καί δίχως άλλο σιχαίνομαι κάθε πραγματική ύπαρξη. Ή αύτοκτονια δέν είναι παρά ή μυθική καί μακρινή κατάκτηση τών άνθρώπων πού σκέφτονται καλά, άλλά ή καθαυτό κατάσταση τής αύτοκτονίας είναι γιά μένα άκατανόητη. Ή αύτοκτονία ένός νευρασθενικού δέ χρειάζεται μιά κάποια προβολή, άντίθετα μέ την ψυχική κατάσταση ένός άνθρώπου πού θάχε καθορίσει καλά τήν αύτοκτονία του, τίς ύλικές συνθήκες, καί τό λεπτό τού θαυμαστού άποχωρισμού. ‘Αγνοώ τί είναι τά πράγματα, άγνοώ κάθε άνθρώπινη κατάσταση, κανένα πράγμα στόν κόσμο δέν περιστρέφεται γιά μένα, δέν περιστρέφεται μέσα σέ μένα. Υποφέρω τρομερά άπ’ τή ζωή. Δέν υπάρχει κατάσταση, πού νά μπορώ νά φθάσω. Κι είναι άπόλυτα βέβαιο, ότι είμαι νεκρός άπό καιρό, ότι έχω ήδη αυτοκτονήσει. Μ’ αύτοκτονήσανε, δηλαδή. Κι όμως τι θ’ αναλογιζόσαστε για μια αυτοκτονία προγενέστερη, μια αυτοκτονία πού θά μάς έκανε νά παλινδρομήσουμε, αλλά άπ’ τήν άλλη μεριά τής ύπαρξης, καί όχι άπ’ τή μεριά τού θανάτου. Αύτό μονάχα θά ‘χε γιά μένα κάποια άξία. Δέν αίσθάνομαι τήν έπιθυμία τού θανάτου,,αίσθάνομαι τήν έπιθυμία τον νά μην υπάρχεις, τού νά μήν είσαι ποτέ ριγμένος μέσα σ’ αύτή τή διασκέδαση πού σού προσφέρουν οί χαζομάρες^, οί άποκηρύξεις οί άρνήσεις κι οί άχρωμες συναντήσεις, πού είναι τό έγώ τού ‘Αντονέν Άρτώ, πολύ πιό άδύναμο άπ’ αύτόν τόν ίδιο. Τό έγώ αύτού τού περιπλανώμενου σακάτη πού άπό καιρό σέ καιρό έρχεται νά προβάλλει τή σκιά του πάνω στήν όποία έχει φτύσει ·ό ίδιος άπό πολύ καιρό, αύτό τό έγώ τό άνάπηρο, πού σέρνεται στή γή, αύτό τό αύτοδύναμο, άπίθανο έγώ, πού παρ’ όλα αύτά ξαναβρίσκει τόν έαυτό του μέσα στήν πραγματικότητα. Κανένας δέν ένιωσε όπως αύτό τήν άδυναμία του πού είναι ή κύρια, ή ούσιαστική άδυναμία τού άνθρώπινού γένους. Νά καταστρέψει, νά μήν ύπάρξει.

ΓΕΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Η ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΠΙΟΥ^
Έχω ειλικρινά την πρόθεση νά έξαντλήσω αύτό τό ζήτημα γιά νά μας αφήσουν μια γιά πάντα ήσυχους μ’ αυτούς τούς υποτιθέμενους κινδύνους άπό τά ναρκωτικά. Ή άποψή μου είναι καθαρά άντι-κοινωνική. Δέν έχουν παρά έναν λόγο πού χτυπάνε τό όπιο. Τόν κίνδυνο ότι ή χρήση του μπορεί νά διαδοθεί στό σύνολο τής κοινωνίας.
Ε, ΛΟΙΠΟΝ ΛΥΤΟΣ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΙΝΛΙ ΨΕΥΤΙΚΟΣ.
Έχουμε γεννηθεί βρώμικοι στό σώμα και στήν ψυχή, είμαστε έκ γενετής άπροσάρμοστοι· έξαλείψτε τό όπιο, δέ θά έξαλείψετε τήν ανάγκη τού έγκλήματος, τούς καρκίνους τού σώματος και τής ψυχής, τήν τάση στήν άπελπισία, τόν έκ γενετής κρετινισμό, τήν κληρονομική βλενόρροια, τή σαθρότητα τών ένστικτων, δέ θά έμποδίσετε νά μήν ύπάρχουν ψυχές προορισμένες για όποιοδήποτε δηλητήριο, δηλητήριο τής μορφίνης, δηλητήριο τής ανάγνωσης, δηλητήριο τής απομόνωσης, δηλητήριο τού αύνανισμού, δηλητήριο τής άλλεπάλληλης συνουσίας, δηλητήριο τής βαθιά στήν ψυχή ριζωμένης αδυναμίας, δηλητήριο τού άλκοολισμού, δηλητήριο τού καπνού, δηλητήριο τής άντικοινωνικότητας. Ύπάρχουν ψυχές άγιάτρευτες και χαμένες για τήν υπόλοιπη κοινωνία. Εξαλείψτε -τους ένα μέσο γιά τήν τρέλα. Θά έφεύρουν μυριάδες άλλα. Θά δημιουργήσουν μέσα πιό έπιτήδεια, πιό δαιμονικά, μέσα όλότελα AΠΕΛΠΙΣΜΕΝΑ. Η ίδια ή φύση είναι άντι-κοινωνική κατά βάθος, δέν είναι παρά μέσα άπό ένα σφετερισμό έξουσιών πού τό όργανωμένο κοινωνικό σώμα άντιδρά ένάντια στό φνοίχό κατρακύλισμα τού άνθρώπινου γένους. ‘Ας αφήσουμε τούς χαμένους νά χαθούν, έμεις προτιμάμε νά περνάμε τόν καιρό μας έπιχειρώντας μια άναγέννηση αδύνατη, και έπιπλέον, άχρηστη, ΜΙΣΗΤΗ ΚΑΙ ΒΛΑΒΕΡΗ.
Όσο δέ θά κατορθώνουμε νά έξαλειψουμε καμιά άπ’ τις αιτίες τής άνθρώπινης άπελπισιας, δέ θάχουμε τό δικαίωμα νά προσπαθούμε νά έξαλειψουμε τά μέσα μέ τά όποια ό άνθρωπος προσπαθεί νά καθαριστεί άπ’ την άπελπισία. Γιατί θά ‘ πρεπε νά φτάσουμε πρώτα στό σημείο, νά έξαλειψουμε αύτη τη φυσική και κρυμμένη παρόρμηση, αύτή τήν προσποιητή τάση τού άνθρώπου πού τόν ώθεί νά έφευρίσκει ένα μέσο, πού τού δίνει τήν ίόέα νά άναζητά ένα μέσο γιά νά γλυτώσει άπ’ τά βάσανά του.
Έπιπλέον, οί χαμένοι είναι άπ’ τή φύση τους χαμένοι, όλες οί ιδέες περί ήθικής άναγέννησης δέ θά καταφέρουν
τίποτα, ύπάρχει ΕΝΑΣ ΕΜΦΥΤΟΣ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ, ύπάρχει άδιαφιλονίκητα τό άνίατο τής αύτοκτονίας, τού
έγκλήματος, τής άνοησίας, τής τρέλας, ύπάρχει ένα άκατανίκητο κεράτωμα τού άνθρώπου, ύπάρχει μιά σαθρότητα τού χαρακτήρα, ύπάρχει ένας εύνουχισμός τού πνεύματος. Ή άφασία ύπάρχει, ή φυματίωση τού νωτιαίου ύπάρχει, ή συφιλιδική μηνιγγίτιδα, ή κλεψιά, ό σφετερισμός. Ή κόλαση ύπάρχει ήδη σ’ αύτό τόν κόσμο και ύπάρχουν άνθρωποι πού είναι δυστυχισμένοι δραπέτες τής κόλασης, δραπέτες προορισμένοι νά ξαναρχίζουν ΑΙΩΝΙΑ τήν άπόδρασή τους. Μά άρκετά πάνω σ’. αύτό. Ό άνθρωπος είναι άθλιος, ή ψυχή είναι άδύναμη, ύπάρχουν άνθρωποι πού πάντοτε θά χάνονται. Λίγο ένδιαφέρουν τά μέσα τής άπώλειας· ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ‘Αποδείξαμε γιά τά καλά, στ’ άλήθεια, πώς δέν είναι ικανή γιά τίποτα, πώς χάνει τόν καιρό της, άς μήν έπιμένει λοιπόν νά θέλει νά ριζώσουμε μές στήν ήλιθιότητά της. Και τελικά είναι ΒΛΑΒΕΡΗ.
Γι’ αύτούς πού τολμούν να κοιτάξουν κατάματα την άλήθεια, ξέρουμε άλλωστε τά άποτελέσματα της ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μιά ύπερπαραγωγή τρέλας: ή μπύρα στην κατάσταση τού
αιθέρα, αλκοόλ παραφορτωμένο μέ κοκκαϊνη νά πουλιέται λαθραία, ή οινοποσία πολλαπλασιασμένη, κάτι σαν καθολική οίνοποσία. ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ, Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΥ ΚΑΡΠΟΥ. Τά ίδια, γιά τό όπιο.
[….]

 

ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΑ
Βάζω μ’ αυτή τή μπροσούρα τελεία και παύλα οε μιά ήδη παλιά συζήτηση σχετικά με τό νόημα της όποιας
καταφέραμε στά σοβαρά νά παρεξηγηθούμε. Δε σκοπεύαμε καθόλου νά καταστρέφουμε τή δραστηριότητα τών σουρρεαλιστών στόν τομέα τών Ιδεών, άλλά νά διορθώσουμε τή σοβαρή παρέκκλιση πού μέ τόν καιρό ύπέστη ό σουρρεαλισμός. Νά άφαιρέσουμε έπιτέλους άπ’ τό σουρρεαλισμό τή σεκταριστική όψη και τό πνεύμα τών διαφορετικών τάσεων γιά νά σχηματίσουμε ένα κίνημα χωρίς καμιά άπολύτως σκοπιμότητα τό όποιο άπέναντι στό καθαρό πνεύμα δέ θά είχε τήν όψη μιάς άπόπειρας μετάβασης σέ κάτι άλλο, άλλά
μιάς προσπάθειας έπανάστασης τής σκέψης μέ τήν άπόλυτη σημασία τής λέξης. Σαρκικός ναός τού πνεύματος, όστεοθήκη τής διάνοιας, πυραμίδα προλήψεων, ό άνεπτυγμένος κόσμος άπειλεί τήν αιωνιότητα μέ τόν τρόπο του. Τό πρόβλημα τού σουρρεαλισμού δέν είναι πρόβλημα σχολής, άλλά άκριβώς, λίγο νά τό άνασηκώσει κανείς, τό άληθινό πρόβλημα τής ζωής και τού θανάτου. Αέ θά ‘ πρεπε νά βασισθούμε πολύ & όρισμένες έσώτερες τάσεις τού καταληπτού σουρρεαλισμού γιά νά τόν στρέψουμε πρός τόν άποκρυφισμό, και μάλιστα & ένα τελείως ιδιόμορφο είδος μαγείας. ‘Ο σουρρεαλισμός μέ βρήκε σέ μιά έποχή όπου ή ζωή είχε καταφέρει άπόλυτα νά μέ άπηυδίσει, νά μέ άπελπίσει, σέ μιά έποχή όπου δέν ύπήρχε πιά άλλη διέξοδος γιά μένα παρά ή τρέλα ή ό θάνατος. Ο σουρρεαλισμός ύπήρξε αύτή ή δυναμική έλπίδα, ή άκατάληπτη και πιθανόν άπατηλή όπως και κάθε άλλη, πού όμως σέ ώθεί άκούσια νά παίξεις τό τελευταίο χαρτί, νά κρεμαστείς άπ’ όποιαδήποτε φαντασίωση έστω κι άν αύτή ξεγελάσει γιά λίγο τό πνεύμα, Ο σουρρεαλισμός δέν μπορούσε νά μού ξαναδώσει μιά χαμένη ούσία, άλλά μού έμαθε νά μην άναζητώ μέσα στην έργασία της σκέψης μιά συνέχεια πού μού είχε γίνει άνέφικτη, και νά μπορώ νά άρκούμαι στά φαντάσματα πού τό μυαλό μου έσερνε μπροστά μου. Κι άκόμη καλύτερα, τούς έδινε ένα νόημα, μιά ζωή πικρή, πού δέ δέχεται άμφισβήτηση κι άπ’ τό γεγονός αύτό μάθαινα νά πιστεύω έκ νέου στή σκέψη μου. Βλέπουμε τι τό θετικό ύπάρχει & ένα κίνημα αύτού τού είδους, έστω καί μέσα σέ μιά ισορροπία άρκετά άσταθή καί εύθραυστη, καί τήν έπανάσταση πού ήταν ίκανό νά εισάγει μέσα στήν ίδια τή λειτουργία τής σκέψης. Καί φανταζόμαστε άπό ποιούς δρόμους καί μέσα σέ ποιό άπώτατο μέρος τού πνεύματος αύτή ή έπανάσταση θά μπορούσε νά έγκαθιδρυθεί. Είναι αύτή ή έπανάσταση πού οί οουρρεαλιστές δέν μπόρεσαν νά κατανοήσουν, πέφτοντας ταυτόχρονα στήν άλλη που άρνείται τήν άξια τού πνεύματος.’Ανακτούσα λοιπόν πνευματικά τήν αύτενέργεια τών μορφών πού ή φύση μού άρνιόταν μέσα στήν άμεση πραγματικότητα. ‘Ανακάλυπτα άπ’ αύτό τό γεγονός όλη τή ζωτική σημασία αύτού πού οί φιλόσοφοι άποκαλούν μή – έκδηλωμένο. Οί έξωτερικές άξιες έκφυλίζονταν. Καί ή ούσία μιάς ξεχασμένης παράδοσης άστραφτε έκ νέου μπροστά μου. Μπορούσαμε ν’ άτενίσουμε μιά διέξοδο μέσα & έναν κόσμο όχι καί τόσο άσχημάτιστο (γιατί δέν πρόκειται γιά μιά εξάλειψη τής ύλης καί γιά τήν καταστροφή της στήν καρδιά τής πραγματικότητας όλης καμωμένης άπό πνεύμα, άλλ’ άπεναντίας γιά ένα μέσο νά ύψωθεί ή ύπαρξη πάνω άπ’ τόν ίδιο της τόν έαυτό, χωρίς ν’ άφεθεί στις φαντασιώσεις ένός άπατηλού ιδεαλισμού). Αύτή ή άπασχόληση τού σουρρεαλισμού μέ τή δημιουργία στό περιθώριο τού συγκεκριμένου ένός πεδίου πού δέν στερείται ούσίας είναι άξιοσημείωτη καί πολύ χαρακτηριστικήγιατί αύτό πού τόν διαχωρίζει άπό τήν καθαρή μεταφυσική είναι αυτό τό είδος δονούμενης πυκνότητας που συνδέεται σύμφωνα μ’ αύτόν μέ τό πέταγμα τής σκέψης. Γιά τό
σουρρεαλίσμό θεωρημένο στην άρχέγονή του κατάσταση αύτόν είναι πού είχα προσχωρήσει) ή ίδια ή άφαίρεση έχει
ένα σώμα, περνάει άπ’ την πόρτα. Στις τέσσερις γωνιές τού πνεύματος τό σύμπαν δένει τις μορφές του. ‘Αδύνατο νά τις συλλάβει κανείς έξω άπ’ τόν πνευματικό συνειρμό άπ’ τόν όποιο πηγάζουν. Έτσι άντιδρώ σέ μιά έποχή πού ‘ ναι γιά πάντα άπομακρυσμένη άπ’ τις ούσίες και πού δέν ξέρει πιά νά άτενίζει παρά μόνο τό ειδικό. Ή Επανάσταση είναι καθαρής πνευματικής ούσίας. Ή ζωή δέ μέ ένδιαφέρει. Αλ’ όμως ό ιδεαλισμός πού άτενίζω δέν έχει αύτή τή σχηματική και ξερή όψη πού άνήκει στις αύτοδύναμες μορφές. Ένα είδος κοσμικής άναπνοής διασχίζει τις καταστάσεις μιάς σκέψης πού δέν κοιτάζει παρά τό άπόλυτο. Κι αύτό τό άπόλυτο μού έπιτρέπει νά ύποφέρω τήν τωρινή μου κατωτερότητα πού άπ’ τήν άλλη μεριά καταδικάζει τήν προθυμία τών σουρρεαλιστών νά ζήσουν σά νά συμφωνούσαν μέ κείνη τήν άνόητη άποψη ότι ή ζωή είναι σύντομη και πώς πρέπει νά σπεύσουμε νά επωφεληθούμε. Αύτή τήν πόρτα στήν αιωνιότητα δέν υπάρχει καμιά έλπίδα τώρα νά τήν ξανακλείσω. Ξέρω πώς ή ποίηση δέν είναι παρά μιά πιό ζωντανή εικόνα τής έγκαταστημένης μέσα στήν άπολυτότητά της οικουμενικής άλήθειας. Ο σουρρεαλισμός μέ έφερε ώς έδώ. Μά δέν άξίζει ό ίδιος τίποτα παρά ύπό τόν όρο νά λυτρωθώ άπ’ αύτόν. Τό παραλήρημα πού έκθειάζει προσκρούει άπ’ τήν άλλη στήν έλλειψη πού ‘ χω μιάς κατά τ’ άλλα έσωτερικής, ζωντανής ούσίας. ‘Η Αιωνιότητα θέλει ύπομονή. Και περιμένοντας δύσκολα κρατιέμαι. Κι όμως είχα τόση άνάγκη νά άπελευθερωθώ. Νά καθορίσω καλά τή μοναξιά μου. Μπορώ νά ύποφέρω μόνος. Ξέρω ότι ό χρόνος μ’ έκδικείται. […]