[Ο Pablo Neruda φθάνει στο Παρίσι μαζί με τον Louis Aragon και τη σύζυγό του Matilde Urrutia στις 23 Μάρτιου 1971, Photo creditPhoto © AGIP / Bridgeman Images]

[Το ΠΟΙΕΙΝ  θα είναι ξανά μαζί σας με νέες αναρτήσεις την Δευτέρα 26 Αυγούστου. Καλές διακοπές!]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τι μπορεί να πει κανείς μέσα σε λίγες γραμμές για δυο ογκόλιθους της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, τον Λουΐ Αραγκόν και τον Πάμπλο Νερούντα!

Από πού να πρωτοξεκινήσεις και που να φτάσεις..

Ο Αραγκόν, ο υπερρεαλιστής μαζί με τον Μπρετόν και τον Σουπό στις αρχές της δεκαετίας του ’20 και έπειτα ο αφοσιωμένος κομμουνιστής και βάρδος του Κ.Κ. Γαλλίας, ο συνεπαρμένος από τη Σοβιετική Ένωση, τον Στάλιν  και την παγκόσμια επανάσταση μέχρι το τέλος, ο μύστης της ποιητικής γραφής, του μυθιστορήματος, του αισθητικού δοκιμίου, ο διευθυντής της λογοτεχνικής επιθεώρησης Les letttres francaises που δεν έμεινε  αμέτοχος στις δόξες αλλά και στα πουργκατόρια του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος τα χρόνια που ακολούθησαν. Έχει μείνει στη μνήμη μου η εμφάνιση του, γέροντας πια με την «λογοτεχνική» φαρδιά ρεπούμπλικα, δίπλα στον Ρίτσο και παραδίπλα στον Χαρίλαο Φλωράκη στην προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ στο Σύνταγμα το 1977. Δεν πήρε το βραβείο Νόμπελ όπως εξ άλλου και ο μέγιστος Γιάννης Ρίτσος γιατί απλά η σουηδική ακαδημία είχε (και έχει) «δεισιδαίμονα» προκατάληψη με ο,τιδήποτε έχει σχέση με το …σφυροδρέπανο. 

Ο Πάμπλο Νερούντα, ο βάρδος των λατινοαμερικανικών γραμμάτων, ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα σε όλες τις γλώσσες κατά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο νομπελίστας (κατά σπάνια εξαίρεση), ο πιστός κομμουνιστής με την έντονη πολιτική και κοινωνική δράση, ο μέγιστος της προσωδιακής πένας, ο ιεροφάντης του Κάντο Χενεράλ (Canto general), του Εστραβαγκάριο (Estravagario), των Εκατό ερωτικών τραγουδιών (Cien sonetos de amor), του Αναμμένου σπαθιού (La espada encendida), του Τέλους του Κόσμου (Fin de Mundo)….. 

Μια συγκυριακή αφορμή δίνει στον Αραγκόν το κίνητρο να απευθύνει κάποια λόγια συντροφικότητας, φιλίας και θαυμασμού στον Πάμπλο και σε μας να χαρίσει αυτούς τους στίχους με το εξαίσιο, ιδιοσυγκρασιακό ποιητικό του ύφος που με κάποιο τρόπο δείχνει και τις σουρεαλιστικές καταβολές του Αραγκόν. Σημειώνω ότι ο Αραγκόν ήταν αντιπρόεδρος στην επιτροπή που απένειμε στον Νερούντα το βραβείο Στάλιν (μετέπειτα Λένιν) για την ειρήνη ήδη από το 1952 όταν ο Νερούντα ήταν παράνομος και καταδιωκόμενος στη Χιλή.

 

Στάθης Λειβαδάς

Πάτρα 20-7-2024

 

*****************

ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ

Του Λουΐ Αραγκόν

 

 

Την άνοιξη του 1965 ένας καταστροφικός σεισμός στη Χιλή κατέστρεψε το σπίτι

του Πάμπλο Νερούντα, στην Isla Negra στις όχθες του Ειρηνικού.

Μ’αυτή την αφορμή ο Αραγκόν, φίλος και ιδεολογικός σύντροφος του Νερούντα

του απευθύνεται ανακατεύοντας τους δικούς του στίχους με αυτούς του

Νερούντα, με την παρεμβολή του ποιήματος του δεύτερου Ο Ακαμάτης

(El perezoso)  χωρίς κανείς  να είναι σίγουρος γιατί επιλέχθηκε αυτό.

.

Τ’αστέρια να’ χουν σπάσει από τρόμο τα παιδιάστικα δάχτυλα τους

Με αυτόν που έκανες έρωτα στο τελευταίο ακροφύσιο του κόσμου

 

 

Και τίποτα δε σηκώνει πλέον τη ζωή

εκεί όπου σχίζεται το τοιχίο της ύπαρξης

Μ’ αυτόν που έκανες έρωτα με το σκοτάδι τόσο πηχτό

Τι ανάμνηση βάναυση κλείνεις λοιπόν ποιό εδώλιο

Θαλασσοκόρη πουτάνα του χάσματος

ανάμεσα στα  μπόσικα πόδια σου

Που βρίσκεις την ηδονή σου στο μέτρο που σκοτώνει

Όταν τρέμει είναι του γούστου σου η χώρα αυτή

Με τις ξεβρασμένες σειρήνες

Γή μαύρη γιατί πρέπει να σου δώσουμε τ’ όνομα σου τελικά

Γή του Αραούκο[1] που μετά από σένα τίποτα δεν έχει προορισμό

παρά στάχτη και σκόνη

Γή του ανθρώπου που σβήνεις

όπως το ποτήρι μετά  το κρασί

Γή της δίψας που καμιά βροχή δεν μερεύει

ούτε ο κεραυνός

Γή που ο θάνατος δε ξεχωρίζει ούτε τη θλίψη

ούτε το κατακόκκινο αίμα

Που μένεις ξεγυμνωμένη και τρελή μετά τις καταστροφές

Και δείχνεις  στο αμερικάνικο δράμα φιγούρα εμβληματική

Τούτο το απείκασμα στην έσχατη άβυσσο

Ένα σπίτι ποιητή.

 

 

Ένα σπίτι σαν παιχνίδι ανακατωμένης τράπουλας

Δεν διάβαζες εκεί τύχη παρά περιπέτεια

Ένα σπίτι των φυκιών να κοιμάσαι στο μέλλον

Ένα σπίτι σαν μια φράση που λες

 

Άνοιγε προς τη θάλασσα τα μάτια του σαν αγριόγατας

Τόσο κοντινά μεταξύ σαν ξεκολλημένα

Νόμιζες ότι περίμενε πάντα ένα ξένο

Ανάμεσα  στο σωρό τα μπλε χαλίκια της παραλίας

 

 

Είναι εδώ που αλλοτινοί θεοί έδωσαν ραντεβού

Η νύχτα ανυπόφερτα μοιάζει με λέξεις

Αυτή τη στιγμή πριν τη μουσική ξεπετιέται

Γυμνό ένα χέρι  πάνω από σαρκοβόρα βιολιά

 

Μοιάζει σταματημένη στο καταφύγιο της η ορχήστρα

Στον αναβαθμό δεν ξέρω ποιάς επιληψίας

Ποια δύναμη ξωτική έχει λοιπόν

Πού, να, στα πόδια της αναγαλλιάζουν οι οργές του κόσμου

 

 

Αυτός ο Ορφέας στον Άδη δεν θα πάει καθόλου να ψάξει

Τη γυναίκα με τα σιωπηλά βήματα της αγωνίας της

Γιατί η Matilde[2] είναι εκεί  σαν το Σταυρό του νότου

Το ασήμι των ματιών της με βιάση αφυδατωμένο

Έχει την όψη ψαριού στο μάτι και τη σιωπή

Μυρίζει τα αρώματα στο πιο πέρα από άσμα

Έτσι που θα νόμιζες ότι ήρθε η καλοκαιρινή ισημερία

Στο πώς στα χείλη του φως και σκιά ισορροπούν

 

Στα πόδια του ο Ωκεανός σιγαλό καταφύγιο του νερού

Του διαβάζει υπόκωφα μες στα χάρβαλα των τοίχων

Αυτή την εμβριθή παρτιτούρα των μουρμουρητών

Στην ταραγμένη συμβολή του παράπονου και του πουλιού

 

 

Ω άμμος συλλαβισμένη άφθαρτη αυτοκρατορία

Σημεία που λένε τα χείλη εκεί που η σκέψη σώνεται

Κανένα ηφαίστειο δεν έχει τη δύναμη ποτέ να σκορπίσει

Αυτόν το γραπτό ψίθυρο παλαιών αναστεναγμών

 

Τίποτα, ούτε οι μαύροι τυφώνες από την Ασία

Τίποτα, ούτε η υποδόρια φωτιά που ροκανίζει τον πλανήτη

Δεν έχει κράτος στον ψαλμό  ή κλείθρο στο όνειρο

Που να το πούμε απλά τη λέω ποίηση

 

Ακούοντας έξω στις μέρες σου

τις μέλισσες σου να βομβούν

Και τα χαμένα καράβια σου

άλλα λιμάνια να προσορμίζουν

Οι στίχοι σου έχοντας κρατήσει  τη λάμψη των ιδεών

Οι αυγές θάχουν γι’αυτούς τα γόνατα ροδόχροα

 

Ω κραυγή μπροστά στη θάλασσα και δίχως άλλο

άλλες άνοιξες

Θα κάνουν στις κερασιές αυτό πού έκανες στις γυναίκες

Και όλοι οι έρωτες  θα είναι φύλλα της ψυχής σου

Δέντρο που τίποτα δεν το εξηγεί αλλά ανθίζει μολαταύτα

 

Ένας ποιητής ένας ποιητής που οι ήλιοι δύουν

Ξέρω όπως κι αυτός

τούτη την ώρα της ανατριχίλας

Και είμαι στον ουρανό τα τραγούδια των γλάρων του

Που μετά από μας ξεμακραίνουν

άλλες Άνδεις ψάχνοντας

 

Ανάμεσα τού να πεθάνει ή να ζει

ο άνθρωπος αυτός

Διάλεξε θαρρώντας δεν τέλειωσε η ώρα

Από το να ζήσει ή να χαθεί να προτιμήσει την κιθάρα

Και να τον ακούνε καλύτερα οι λέξεις κάθονταν

 

Ω η κιθάρα ω η κιθάρα στο λαιμό της

η αμπαρωμένη μου καρδιά

Εγώ που δεν ήμουνα παρά ένας μπάσταρδος σκύλος

δεν μεγάλωσα παρά με δάκρυα

Ω η κιθάρα όταν αγαπάς και ο άλλος δεν σε αγαπάει

Κάντε να σιγήσει το ποίημα ακούστε με να σιγοκλαίω

Πάνω στη κιθάρα τη κιθάρα

 

Ω η κιθάρα ω η κιθάρα κάνει τη νύχτα

καλύτερη από τη νύχτα

Τα δάκρυα είναι το μόνο μου νέκταρ

όλα τ’ άλλα είναι θόρυβος μόνο

Ω η κιθάρα για το όνειρο ω η κιθάρα για τη λησμονιά

Το ποτήρι που το χέρι το σηκώνει για τα χρόνια

που κοιμόμαστε στο κρεβάτι

Χωρίς την κιθάρα την κιθάρα

 

Ω η κιθάρα η κιθάρα μου μού χρειάζεται

για να πιστέψω

σ’αυτό το βαρύθυμο γύρω μου σ’αυτή τη πένθιμη τέχνη

που με βοηθάει καλύτερα να σηκώσω το σταυρό μου

Ω η κιθάρα του μαρτυρίου ω η κιθάρα

χωρίς τα μάτια σου

Πυρπολείστε τη κιθάρα πυρπολείστε τους στίχους μου

ω η κιθάρα του να’σαι γέρος

Κιθάρα   κιθάρα    κιθάρα

 

 

Τι τάχα μπορούμε  Είναι η ζωή μας

σαν ένα στρωμένο τραπέζι

Μόλις σου βάλαμε το κρασί δεν τό ‘πιες έπρεπε να φύγεις

Πάμπλο η ζωή στην τελική το σπίτι της ζωής μας

Ακόμα κι ολόρθο, το ξέρεις καλά,

δεν είναι παρά ένας πύργος τραπουλόχαρτα

 

Το παράξενο είναι ότι μένει έτσι ολόρθο

Μετά όσα του συντύχηκαν έχει την όψη παραθυριών

Το γάλα στη φωτιά γαλήνη, λίγο χαζεύεις βράζει

Και για τον άνθρωπο και για το σπίτι καταρρέω

είναι γεννιέμαι ξαφνικά

 

Μια πόρτα που χτυπά στο πνευμόνι

ή ίσως στο βήχα

Από το πατζούρι ο άνεμος

αυτός ο κλέφτης περιδιαβαίνει

Άγκυρα γυναίκα πρόστυχα ερπετά

τι γαλάζια σχέδια έχει τατουάζ

Θα’λεγες η διαδρομή που οι φλέβες μας ραγίζουν

 

Προσποιούμαστε πως υπάρχουμε Θα αρκέσει

να στηριχτούμε στα μεσοδόκια

Είτε ο παίχτης δαγκωμένος σηκώνεται

Και κατεδαφίζει το οικοδόμημα

Και όλο το παρελθόν τελειώνεται

πέφτει ο παίχτης ή πέφτει  το σπίτι

Πρέπει να πιστέψουμε ότι το μέλλον

έχει τίμημα αυτή τη θυσία

 

 

 

 

 

Ο Νερούντα τραγουδάει:

 

Ο ακαμάτης (el perezoso)

 

Συνεχίζουν να ταξιδεύουν αντικείμενα μεταλλικά

ανάμεσα στ΄αστέρια

κάποιοι αποκάνουν ανεβαίνοντας

τη μειλίχια σελήνη ν’ απαυτώσουν

και κει να στήσουν τα φαρμακεία τους.

 

 

Ετούτη την εποχή των γινομένων σταφυλιών

το κρασί ξεκινάει τη ζωή του

από τη θάλασσα ίσαμε τη Κορδιλιέρα

Στη Χιλή χορεύουνε οι κερασιές

τραγουδάνε σκιώδεις κορασιές

και στις κιθάρες αστράφτει το νερό.

 

Ο ήλιος χτυπάει όλες τις πόρτες

και κάνει θαύματα με το στάρι.

Το πρώτο κρασί είναι ροζέ

γλυκό σαν τρυφερό παιδί

το δεύτερο τραχύ

σαν τη φωνή ναυτικού

το τρίτο ένα τοπάζι

παπαρούνα και φωτιά.

 

Το σπίτι μου στεριά και θάλασσα

της γυναίκας μου τα μάτια γιγάντια

χρώμα άγριας αβελλάνας,

κι όταν έρχεται η νύχτα η θάλασσα

σα να γίνεται άσπρη και πράσινη

και τότε το φεγγάρι στο κύμα

ονειρεύεται σαν κόρη λογοδοσμένη ωκεανού.

 

Γιατί λοιπόν ν΄αλλάξω πλανήτη.

 

Και γώ ψελλίζω:

 

Φίλε μου Πάμπλο μ’αυτή τη γλώσσα της αγωνίας έλεγες

Που βγαίνουνε λόγια παράξενα

Άπλετος χώρος δεν είναι παρά λύπη

και σύμπαν δεν υπάρχει παρά του αίματος

Όσο μακριά κι αν πάω τίποτα δεν αλλάζει

Ξέρω αυτή την οδύνη ό,τι ξερνάει αλγηδώνα

Πικρή σαν το κράταιγο

Σ’ όλες τις λέξεις  σ’όλες τις κραυγές σε όλα τα βήματα

οι περιπλανήσεις

Εκεί που η ψυχή ψυχανεμίζεται μια στιγμή

Πάμπλο φίλε μου είμαστε άνθρωποι

αυτού του αιώνα του αβέβαιου

Όπου τίποτα δε βαστάει ούτε οι στέγες

Κι όταν ψηλά θωρούμε να σηκώνεται η αυγή

 

Είναι ένας φάρος, στον ορίζοντα, αυτοκινήτου

 

Είμαστε οι άνθρωποι της νύχτας

που φέρνουμε μέσα μας τον ήλιο

Μας καίει βαθιά στο είναι μας

Βαδίσαμε στο σκοτάδι

ίσαμε να μην ορίζουμε το πόδια μας

Χωρίς να φτάσουμε στον κόσμο που γεννιέται

Πάμπλο φίλε μου περνάει ο χρόνος

Πάμπλο φίλε μου περνάει ο καιρός

και σβήνονται κιόλας οι φωνές μας

Ούτε η καρδιά δεν ακούγεται πια να χτυπά

Όλα δεν ήταν παρά αυτό πού υπήρξε

όλα δεν ήταν παρά αυτό που βλέπουμε

Όλα αυτό το θέατρο

Μπορούμε στ’αλήθεια να χαιρόμαστε

για το χρώμα της βαρβαρότητας

που ζω στη καλύτερη φαίνεται να επιζώ

Που στη καλύτερη θα έχουμε γίνει

καταρρακωμένοι γητευτές

Έχοντας τραγουδήσει το χαλκό για χρυσάφι

 

 

Πάμπλο φίλε μου τι έχουμε αποδεχτεί

Ο ίσκιος μπροστά μας τεντώνεται  τεντώνεται

Τι έχουμε δεχτεί Πάμπλο φίλε μου

Πάμπλο φίλε μου τα όνειρα μας τα όνειρα μας

 

 

 

 

[ ……

Γη εκτυφλωτική που της ζητάω συγχώρεση και δεν είναι μάσκα ουδενός γη για χάρη της που βρίσκω λέξεις της διχοστασίας και ταυτόχρονα του φωτός

Γη που ανακαλύπτω με μιας το φως και μάταια καίω με μια φωτιά που ανάβω εγώ γη που αγαπώ και παρόμοια μου παραπατώντας ξώκελη

Γη των λαών σκοτεινά εχθρός του εαυτού της

Και δεν θα ζήσω πολύ να δω να διαλύεται αυτή νύχτα

Γη των ανθρώπων που ξαφνικά ριγεί και νύχτα πάντα την ώρα που νομίζεις έρχεται επιτέλους  η αυγή την ώρα που ουδόλως το φως

Δικαιώνεται για μας

Πάντοτε η γη με σφιγμένες γροθιές μας παραδίνει στον εραστή της τον καροτσέρη ακριβώς όπως

Ο ουρανός από μακριά κι ωστόσο τόσο κοντά μας άνοιγε τα ωχρά του χείλη

 

 

Γη του λαού που τα πόδια μου στηρίζεις γη του λαού που μωλώπισα αυτό το περήφανο μέτωπο  γη του λαού ανελέητη γη του λαού πατρίδα μου

Κουφή στο τραγούδι μου κουφή στη καρδιά μου στα λόγια μου ω πολυαγαπημένη και τόσο πολυαγαπημένη

Κουφή στον έρωτα σου που ταπεινά σου προσφέρω

 

 

Πάμπλο δώσε μου το χέρι χάνομαι ανάμεσα σε όλες τούτες τις λέξεις όμοιες και διάφορες που φαίνονται ψεύτικες θύρες

Τι έλεγες Πάμπλο για αυτά τα πόδια πάνω στο κρασί

Γι αυτά τα πόδια που πάταγαν τα σταφύλια του φθινοπώρου

 

Αυτό το κρασί που γεννιέται από τα πόδια του λαού

 

Αχ  δεν είναι το κρασί πού γεννιέται από τα πόδια του λαού

Φίλε μου αλλά το αίμα μας

Ψηλάφησε τη νύχτα  ψηλάφησε τη βροχή ψηλάφησε τα δάκρυα σου

Είμαστε χιόνι  ενός χρυσού που γεννιέται

Ω ποίηση

 

Είμαστε αυτό το φρικαλέο είδος τρυγητού

Είμαστε το κατακρεουργημένο άσμα

Είμαστε αυτό το τέλος του κόσμου αυτός ο χορός

Του Σεπτέμβρη

Ω πατητήρι ω ταμπούρλο άγριο ω κρίμα της γαστέρας μου

Και κανένας στίχος άλλο τι από κραυγή

 

 

Γεννήθηκες κάπου σαν τη θύελλα

Αναμνήσεις αστραπής έχεις στο μαργαριτάρι των ματιών σου

Δεν διάλεξες ούτε την ώρα ούτε το ακρογιάλι

Να υποφέρεις

Χίλιους θανάτους σταυρωμένος ο τόπος σου θα είναι πάντα

Θα είναι πάντα ο τόπος της ουλής σου

Αποδιοπομπαίος τράγος βογκώντας για έναν άλλο χαμένο

 

 

Τι ήρθαμε να κάνουμε στην ιστορία των ανθρώπων

Τι να υποφέρουμε

Τι ήρθαμε να ψάξουμε στη τρέλα τους

Γιατί πεταχτήκαμε ανάμεσα τους ζώο σε θυσιαστήριο

Τι έγκλημα ολοφάνερο κάναμε

Με τη σκέψη ή με τα λόγια

Λες δε θες ούτε να ονειρεύεσαι ούτε να ξέρεις

Ζητάς αυτόν που θα σε μάθει να μην υπάρχεις

Να ζεις χωρίς να εξακολουθείς  να είσαι ζωντανός

Εσύ που δίχως άλλο καλύτερα από το καθένα υπάρχεις πάντα

Ανάμεσα στα δύο ξίφη του ζω και του πεθαίνω

Ω ποιητή

 

 

Δεν ξεμπέρδεψες τη Λύπη με τη λύπη

Ούτε εμένα τη μακρινή σου σκιά-αδελφή μακρινή

Που σ’ακούει  και σού γίνεται ο αντίλαλος

Όπως στο βαρυγκώμιο μου το συντριβάνι

Οπου το φεγγάρι ρίχνει ένα μαχαίρι.

 

 

*************************************************************************************

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] To Αραούκο (Araouko) είναι εκτεταμένη παράλια ζώνη της Χιλής.

[2]  Η Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia) ήταν η γυναίκα του Πάμπλο Νερούντα.