Ο ευρύχωρος κήπος του σινεμά ΤΙΤΑΝΙΑ μοσχοβολούσε απ’ το γιασεμί. Οι ψηλοί του τοίχοι καλυμμένοι με βιγνόνιες: ένας παράδεισος – αν και η νεολαία το περιφρονούσε, καθώς έπαιζε αυστηρά εμπορικές, «οικογενενειακές» ταινίες, εγχώριας παραγωγής…μέχρι που σταμάτησαν κι αυτές. Ήταν το αγαπημένο μέρος των γιαγιάδων και των παιδιών, αλλά κι εκείνης της -σχεδόν χαμένης πια- κάστας των συνταξιούχων, που έκαναν το πρωινό τους μπάνιο πριν τις 10 και τα βραδάκια τα αφιέρωναν συνήθως στο κουμ-καν. Ίσως να το είχαν πρωτο-επισκεφτεί προπολεμικά, αρραβωνιασμένοι.
Στη θέση του τώρα δεσπόζει ένα θεόρατο ξενοδοχείο. Το λένε «Θάλασσα», παρόλο που τα δωμάτια κοιτάνε προς την αντικρινή πτέρυγα, σαν τα κελιά των φυλακών στις αμερικάνικες ταινίες. Μπροστά τραπεζάκια, σερβίρουν τα γνωστά: λουκουμάδες, παγωτά. Όπως και παντού αλλού στο χιλιόμετρο της παραλιακής περατζάδας.
Εκ των υστέρων σκέφτομαι: Πού να ξέραμε ότι θα ερχόταν καιρός που θα νοσταλγούσαμε τη …Στυλιανοπούλου;

**

Τη νεολαία την έβρισκε κανείς στο ΡΕΞ, που ‘χε ξένες ταινίες, κυρίως περιπέτειας. Σκοτεινότερο από τ’ άλλα, είχε λίγα νυχτολούλουδα εκεί, κάτω απ΄την οθόνη, να σε ζαλίζουν μαζί με το θόρυβο απ’ τα ηχεία, όταν καθόσουν πολύ μπροστά. Απ΄τις ταινίες δε θυμάμαι πολλά, μα ένα γλυκό που μοιράστηκε στη μέση από ιδρωμένα εφηβικά χέρια, το πρώτο δειλό άγγιγμα των ποδιών μένουν. Και μια αίσθηση μεθυσιού. Ίσως από τα νυχτολούλουδα.

**

Καιρό είχε να έρθει η ξαδέρφη μου στη λουτρόπολη. Βολτάροντας στον παραλιακό πεζόδρομο, εκεί που κάποτε ήταν το ΝΙΝΟΝ, μου θύμισε μια ιστορία. Για να μπούμε στο σινεμά αυτό, που συχνά έπαιζε «ακατάλληλα», την είχαμε βάψει και ντύσει μεγαλίστικα, καθώς ήταν η μικρότερη. Δεν πέτυχε όμως η «μεταμφίεση» και τελικά σκαρφαλώσαμε στην οικοδομή παραδίπλα, για να δούμε -έστω κουτσά στραβά- την ταινία. «Κι ακόμα πιο δύσκολο θα ήταν να προσπαθούσαμε τώρα το αντίθετο», μου λέει η ξαδέρφη μου, κοιτώντας γύρω της τα πιτσιρίκια με χαμόγελο.
«Και γελοίο», της απαντώ.

**

Στην πάνω γειτονιά με τα γεμάτα – κάποτε – αναψυκτήρια κάτω απ’ τα πλατάνια και τους ήχους των τζουκ-μποξ, βρισκόταν κι άλλος ένας κινηματογράφος, που εγώ δεν τον πρόλαβα, ή ήμουν πολύ μικρός για να έχω πάει. Έχει μείνει μόνο η μισοσβησμένη επιγραφή: ΕΛΕΝΑ. Και δεν είναι το μόνο που θυμίζει ότι ο τόπος κάποτε είχε υδραγωγείο, κομψά ξενοδοχεία, μόνιππα, διεθνείς επισκέπτες, ορχήστρες, ακόμα και καζίνο. Πήρε λιγότερο από εκατό χρόνια ν’ αλλάξει. Πήρε λιγότερο από πενήντα χρόνια να μισοσβήσουν και οι αναμνήσεις απ’ τις καλοκαιρινές νύχτες μπροστά στις μεγάλες οθόνες.

**

Για αρκετά χρόνια ο ΑΠΟΛΛΩΝ ήταν κλειστός. Τώρα τελευταία ανοίγει για κάποια μικρο-φεστιβάλ, σαν κάτι ξωκλήσια που τα λειτουργάνε μια-δυο φορές το χρόνο. Παλιά ήταν μόνο θέατρο, μετά και σινεμά. Δόξες της οπερέτας και της επιθεώρησης στριμώχτηκαν στην Art Déco σκηνή του. Το ταμείο κλειστό, εξάλλου οι σπάνιες εκδηλώσεις έχουν ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Τ’ αγιόκλημα γύρω γύρω δεν υπάρχει πια. Λείπει το άρωμα, άσε που το βλέπει κανείς απ’ το δρόμο. Κι έτσι θυμίζει πάρκινγκ για καρέκλες πιο πολύ, παρά τη μαγική αυλή που μου γνώρισε το θέατρο. Και πώς να αντηχήσουν οι παλιές φωνές με τόσο ανταγωνισμό τριγύρω;
Στην τελευταία μου επίσκεψη, μια παρέα πλησίασε να δει το πρόγραμμα της βραδιάς: ίσως λίγο απαιτητικό για το κοινό της περατζάδας. Μια άλλη φωνή ακούστηκε, διαφορετική: «Δε πάμε καλύτερα για παγωτό; Βλέπαμε και τηλεόραση άμα ήταν…»
Και … πήγανε.