Δίχως υπερβολή, τον έκτο μήνα του 2024 ο νοητός δημόσιος χώρος του διαδικτύου έζησε μια από τις μεγαλύτερες διαμάχες της μικρής ιστορίας του. Ουδεμία σύγκριση βέβαια με τα πολιτικά πάθη του πρόσφατου παρελθόντος! Άλλωστε πόση πια μάνητα να ξεσηκώσει ένας πεζογράφος πεθαμένος ήδη απ’ το ’60; Ωστόσο τα… καραγατσικά του Ιουνίου έχουν το ενδιαφέρον τους. Κι αυτό γιατί εντάσσονται στο ευρύτερο πεδίο μάχης του σύγχρονου πολιτισμικού πολέμου, για να το πούμε όπως οι Αμερικανοί. Αφορμή στάθηκε το άρθρο της νεαρής συγγραφέως Ρένας Λούνα στην ηλεκτρονική Lifo με τον αρκούντως χαρακτηριστικό τίτλο «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε από μόνη της: Η Μεγάλη Χίμαιρα και οι έμφυλες ταυτότητες» (20 Ιουν.). Ο υπότιτλος έρχεται να αρτιώσει το μήνυμα αναφερόμενος σ’ ένα «σύνδρομο της Στοκχόλμης» το οποίο διαποτίζει το γυναικείο φαντασιακό.  Ο βίαιος άντρας εξιδανικεύεται ή έστω αθωώνεται – αν όχι στην αληθινή ζωή, τότε αν μη τι άλλο στη λογοτεχνική κλειδαρότρυπα. Το άρθρο της Λούνα είναι μάλλον πολεμικό, γιατί ούτε στο περιεχόμενο του βιβλίου εμβαθύνει ούτε με άλλα έργα του δημοφιλούς συγγραφέα καταπιάνεται. Αλλά πέτυχε να εγείρει τα πνεύματα σε διάφορους ιστοχώρους και ειδικά στο Φέισμπουκ, το οποίο, εδώ και κοντά μια δεκαετία, απ’ όταν δηλαδή εγκαταλείφθηκε από το πολύ νεανικό κοινό για χατίρι του Ίνσταγκραμ, έχει γίνει μια μεγάλη πλατεία για τους διανοούμενους της χώρας. Δευτερευόντως, πλάι στη Λούνα, οι ξιφουλκούντες ανέσυραν και το, βαθύτερο και πλατύτερο, άρθρο του Κώστα Σπαθαράκη «Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση» από το πρώτο τεύχος της Βλάβης το οποίο κυκλοφόρησε το 2023 (και κατόπιν αναδημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου). Εκεί ο Σπαθαράκης συνάπτει τον σεξισμό του Καραγάτση με τις βιολογιστικές, αταβιστικές κι εν τέλει «αντιδραστικές» απόψεις του, ενώ δεν παραλείπει να τον ψέξει για ψυχολογική ρηχότητα και αδεξιότητα στην πλοκή και στο ύφος. Τέλος πάντων, εγώ για να γράψω σχετικά με το corpus του Καραγάτση δεν έχω ούτε τη γνώση ούτε το πάθος που θα χρειαζόταν.[i] Ωστόσο, τα καραγατσικά αποδείχτηκαν τελικά ένα τεστ Ρόρσαχ και πάνω του διατυπώθηκαν δημοσίως ενδιαφέρουσες απόψεις που δεν εξαντλούνται στο τώρα, αλλά λειτουργούν σαν οδοδείκτες για τον πολιτισμικό πόλεμο των επόμενων, μα και των μεθεπόμενων, δέκα χρόνων.

Η κριτικός Ειρήνη Γιαννάκη (FB, 21 Ιουν.) σχολίασε καυστικά ότι η Ρένα Λούνα δέχτηκε κάμποσες σεξιστικές επιθέσεις οι οποίες απλούστατα επικύρωσαν αυτό ακριβώς που η νεαρή συγγραφέας είχε καταδείξει μέσω της Μεγάλης Χίμαιρας: ότι το αντρικό προνόμιο καλά κρατεί. Προωθώντας τον διάλογο, ένας σχολιαστής έσπευσε να επισημάνει ότι στην περίπτωση του Σπαθαράκη, το 2023, δεν είχε σηκωθεί καμιά κατακραυγή και καμιά επίθεση, μιας και ο τελευταίος τυγχάνει άντρας. Παρότι σεξιστικά σχόλια ασφαλώς και εκτοξεύτηκαν δηλητηριωδώς στη Λούνα ως γυναίκα, πρέπει να δούμε και τον ελέφαντα στο δωμάτιο, σύμφωνα με το δημοσιογραφικό κλισέ. Η Λούνα έγραψε στη δημοφιλέστατη ηλεκτρονική Lifo και ο Σπαθαράκης στην αποκλειστικώς έντυπη Βλάβη. Όσο κι αν το εγχείρημα της Βλάβης προσπαθεί να δώσει μια άλλη διάσταση στο έντυπο μέσ’ από τη συλλεκτικής χροιάς αισθητική, τις παρουσιάσεις και τις hip εκδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, οι πολιτισμικές μάχες του σήμερα και του αύριο είναι μάχες κυρίως των οθονών. Στις οθόνες οργανώνονται κι εκδηλώνονται τα στρατόπεδα της συμπάθειας και της αντιπάθειας και στις οθόνες γίνεται η σούμα για την επιρροή του καθενός.

Ενδιαφέρουσα στάθηκε η τοποθέτηση του Αντώνη Λιάκου. Με όσα έγραψε (FB, 23 Ιουν.), ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας προτίμησε να πάει το πράμα ένα βήμα παραπέρα. Σύμφωνα με τον Λιάκο, το ζήτημα δεν είναι απλώς και μόνο αν μια νέα φωνή έχει το δικαίωμα να κρίνει ένα παλιό λογοτέχνημα από τη σκοπιά του σήμερα. Το ζήτημα είναι πολύ περισσότερο το ίδιο το cancel culture, στο οποίο ενέταξε εμμέσως πλην σαφώς την περίπτωση της Λούνα ως μία μικρή παραφυάδα. Παρατηρεί λοιπόν ότι ο ακυρωτισμός, αν μου επιτραπεί ένας νεολογισμός, είναι ένα φαινόμενο συνεχώς επανερχόμενο στους αιώνες. Ο χριστιανοί, γράφει ο Λιάκος, έκαναν… κάνσελ στους παγανιστές. Οι αποικιοκράτες έκαναν… κάνσελ στους ιθαγενείς λαούς. Πράγματι, από άποψη περιγραφική, όσα ανέφερε ο Αντώνης Λιάκος στέκουν. Ωστόσο υπάρχει κάτι εξίσου σημαντικό. Από άποψη περιγραφική, λοιπόν, ισχύει εξίσου το γεγονός ότι κάποιοι αντιστέκονται και θ’ αντιστέκονται στα διάφορα κάνσελ. Και δεν θ’ αντιστέκονται μόνο απέναντι στα τυχόν σκληρά κάνσελ, αλλά κι απέναντι σε κριτικές που απλώς θέλουν να αναθεωρήσουν τον Κανόνα εύστοχα ή άστοχα. Άρα, από τη σκέτη διαπίστωση ότι ο ακυρωτισμός –ή έστω ο αναθεωρητισμός– επανέρχεται στο διηνεκές, δεν μπορεί κανείς να συνηγορήσει ούτε υπέρ μιας θετικής στάσης ούτε υπέρ μιας αρνητικής. Πάντως, η φυσικοποίηση του ακυρωτισμού και του αναθεωρητισμού δια της αναγωγής τους σε ιστορική σταθερά, όσο κι αν είναι σωστή αντικειμενικά, είναι προφανές ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί καλυμμένα μεν αλλά πολεμικά. Δηλαδή σαν μια… σιωπηρή επικρότηση.

Ο συγγραφέας και μεταφραστής Κώστας Κουτσουρέλης (FB, 23 Ιουν.) εκκίνησε κι αυτός από μια υπόρρητη περιγραφική θέση, αλλά με άλλη πορεία σκέψης. Όποιος και όποια βγαίνει στην κοινωνική & πολιτική κονίστρα και λέει στους άλλους τί να πιστεύουν και τί να μην πιστεύουν, πώς να ερμηνεύουν κάτι και πώς να μην το ερμηνεύουν, αποζητά εξουσία. Όταν αυτός ο άνθρωπος καταλήξει ζηλωτής, πιάνει να αστυνομεύσει το σεξ και το χιούμορ, γιατί αυτά κατ’ εξοχήν ξεφεύγουν από τις ευθυγραμμίσεις και δεν συμμορφώνονται στην ασφαλή στάθμιση. Όμως, τί να κάνουμε τελικά; Από τη μία είναι γεγονός ότι, όπως γράφει ο Κουτσουρέλης, η ανθρώπινη κατάσταση εκδηλώνεται στην τέχνη με όλη της την πολυπλοκότητα και, κατά συνέπεια, πάντοτε στέκεται σαν πειρασμός για τον επίδοξο λογοκριτή (κάτι που το συνομολογεί και ο Αντώνης Λιάκος άλλωστε). Όμως, άραγε, τα κείμενα των Λούνα και Σπαθαράκη είναι λογοκριτικά; Το δίχως άλλο, λογοκρισία στην πράξη δεν μπορούν να ασκήσουν. Όσο για τον ευσεβή τους πόθο… αυτός είναι άδηλος, όπως ισχύει για τον καθέναν μας άλλωστε. Σε κάθε περίπτωση, το έτος 2024 έχουν δικαίωμα η Λούνα και ο Σπαθαράκης να κριτικάρουν όσα θέλουν; Η απάντηση είναι ναι. Τελικά πού βρίσκεται η ελευθερία; Αφενός, η γιγάντωση του ενός ή του άλλου κριτικού και ο αναβιβασμός του σε λογοκριτή θα σκότωνε την ελευθερία. Αφετέρου, το ίδιο θα τη σκότωνε και η εξάλειψή του. Τελικά, η ελευθερία φυτρώνει όπως το χορτάρι ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου: στο κενό μεταξύ αντιμαχόμενων δυνάμεων. Παραδόξως –κι αυτό ίσως το λαμβάνει υπόψη του ο Κουτσουρέλης– η ελευθερία δεν εξασφαλίζεται όταν ευθυγραμμίζεις τα πάντα, από τα διαβάσματά σου μέχρι τους θεσμούς, στην υπηρεσία «της Ελευθερίας», αλλά όταν η ύπαρξη διάφορων αντίρροπων δυνάμεων εξασφαλίζει χώρο και ανάσες να κινηθείς καταπώς σου αρέσει. Μόνο που, και πάλι, δεν πρόκειται να ξεφύγεις από τα τραγικά διλήμματα, τις αντιφάσεις και τ’ αδιέξοδα τα σύμφυτα με την ανθρώπινη κατάσταση.

Ενδιαφέρον είχε και η τοποθέτηση του αρθρογράφου Δημήτρη Τσίρκα (FB, 23 Ιουν.) η οποία εστίασε αρκετά στο κατά πόσον τελικά οι, ας πούμε, υπέρμαχοι των σύγχρονων δικαιωμάτων είναι συστημικοί. Σύμφωνα με την, κάποτε ειρωνική, ανάλυση του Τσίρκα, τέτοιοι κριτικοί και άλλοι δημοσιολογούντες είναι βολεμένοι σε θέσεις στα συνήθη ύποπτα πολιτιστικά ιδρύματα και στο πανεπιστήμιο. Πρόκειται για μια συνηθισμένη κατηγορία εναντίον των “woke” διανοούμενων, είτε της προσδίδεται αριστερή αιχμή είτε δεξιά. Από την άλλη, παρόμοια πράγματα θα μπορούσαν να ειπωθούν για κάθε κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα. Η Ιστορία των ιδεών και των θεσμών μάς δείχνει ότι η ατζέντα δεν ορίζεται ανόθευτα από τα κάτω, αλλά από ορισμένες ελίτ οι οποίες βγαίνουν μπροστά. Με την πάροδο των ετών, η νικήτρια ιδεολογία διαχέεται προς τα κάτω και μοιραία τροποποιείται και αλλοιώνεται. Πάντως, ο Τσίρκας μάς υπενθύμισε πετυχημένα ότι η εκάστοτε ανερχόμενη πνευματική ελίτ συχνότατα ακκίζεται στη σκέψη ότι μιλάει κόντρα στο σύστημα και, μάλιστα, από θέση περιθωριακή ή κι από κατάσταση πολιορκίας. Άλλωστε, η πολεμική δίνει φτερά στη σκέψη επειδή θάβει τις αντιφάσεις, για να θυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη. Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία άλλων χωρών οι οποίες βρίσκονται σε πιο προχωρημένο στάδιο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας σε σχέση με την Ελλάδα δείχνει ότι στη χώρα μας οι, νεαροί ακόμα, φιλελεύθεροι διανοούμενοι αποτελούν την αυριανή πνευματική ελίτ. Και, ακόμα, δείχνει πως από τη ματιά τους και, σίγουρα σπανιότερα, από τη λογοκρισία τους δεν θα ξεφύγουν άλλες μορφές περισσότερο θεμελιακές από τον Καραγάτση. Ο Ελύτης, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης και τόσοι άλλοι θα προσελκύσουν διδακτορικά, βιβλία και άρθρα προς αποδόμηση του εθνοκεντρισμού, της πατριαρχίας, της λευκότητας και ούτω καθεξής. Τη λέξη «λευκότητα» δεν την χρησιμοποίησα τυχαία. Η εμπειρία δείχνει ότι η ορολογία και οι οριοθετήσεις των ΗΠΑ εξάγονται συχνά προς την παγκόσμια περιφέρεια και αξιοποιούνται αναλόγως – ενδεικτική η αμετάφραστη μελέτη του Alastair Bonnet για τον ρατσισμό (2021).

Με το άρθρο του «Το πρόβλημα με εμάς και τον Καραγάτση» στον Αναγνώστη, ο πεζογράφος Νίκος Α. Μάντης προσεγγίζει το θέμα κατά βάση από άλλη σκοπιά: ο Καραγάτσης ήταν ένας κακός συγγραφέας. Τίποτα δεν αποκόμισε από τα επιτεύγματα του μοντερνισμού. Οι χαρακτήρες του δεν έχουν βάθος, δεν υπάρχει υπαινικτικότητα και αφαίρεση, κανένας φόβος του μηδενός δεν υφίσταται κ. τ. τ. Έτσι, η γνώμη του Μάντη μοιάζει με εκείνη του Σπαθαράκη ο οποίος μίλησε για απενεχοποιημένα «άρλεκιν» αλλά και με της Βίβιαν Στεργίου η οποία έγραψε στην Καθημερινή (22 Ιουν.) πως αυτή θα συνεχίσει να απολαμβάνει τον Ουελμπέκ και τον Όμηρο, και ας είναι σεξιστές, θέλοντας έτσι να απαξιώσει την όποια λογοτεχνική ποιότητα του Καραγάτση. Στην περίπτωση του Μάντη, η ιδέα του για τον Καραγάτση εντάσσεται στον παλαιότερο προβληματισμό του σχετικά με την αναιμική δεξίωση του μοντερνισμού από την πεζογραφική γενιά του ’30 («Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;», Ο Αναγνώστης, 2022). Ο ίδιος ο Μάντης δίνει μια πειστική εξήγηση όταν λέει –συνοψίζω– ότι η καθυστερημένη έκθεση της Ελλάδας στην καπιταλιστική νεωτερικότητα δεν ευνόησε εκείνη την στροφή ένδον κι εκείνη την αποστασιοποίηση που γέννησαν τους διάφορους μοντερνισμούς. Πάντως, αυτή ακριβώς η ιστορική καθυστέρηση είναι που ανέστειλε ως τώρα στη χώρα μας τον πολιτισμικό πόλεμο γύρω από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και τα κελεύσματα της αποδόμησης. Και αυτή ακριβώς η καθυστέρηση είναι που μας επιτρέπει να προβλέψουμε χοντρικά το μέλλον, αρκεί να παρακολουθούμε κυρίως τις ΗΠΑ και τον αγγλοσαξονικό κόσμο. Θα προσθέσω, πάντως, ότι μόνο χάρη σε αυτή την καθυστέρηση πρόλαβε να παραχθεί ένα ικανό απόθεμα πεζογραφίας το οποίο κινείται στο πνεύμα του ρεαλισμού (για να θυμηθώ τις Μάσκες του Ρεαλισμού του Βαγγέλη Αθανασόπουλου), έστω κι ενός ρεαλισμού μέτριας ποιότητας. Και αυτό είναι μάλλον ευτύχημα για τον μέσο αναγνώστη που θέλει να διαβάσει νεοελληνική λογοτεχνία αλλά ενδέχεται να πλήττει και με τον Γιώργο Χειμωνά και με τα ρομάντζα.

Διατρέξαμε διάφορες τοποθετήσεις, μα δεν ήταν ούτε οι μισές απ’ όσες γράφτηκαν και θα γραφτούν. Το μείζον δεν είναι τόσο η πρόσληψη του Καραγάτση – μην ξεχνάμε πως το ζήτημα των φύλων και του σεξ στον Καραγάτση έχει θιχθεί εδώ και χρόνια.[ii] Το μείζον είναι ότι, εξ αφορμής της Μεγάλης Χίμαιρας, παρέλασε μια σωρεία εννοιών και θεμάτων που θα μας απασχολήσουν τα επόμενα χρόνια: η ψηφιακότητα ως πεδίο μάχης, οι επιθέσεις ad hominem, το δέον ενάντια στο ον, τα όρια μεταξύ κριτικής ανάλυσης και πολεμικής και τα όρια μεταξύ πολεμικής και λογοκρισίας, η αντισυστημική και η συστημική θέση του διανοούμενου, η καθαυτό λογοτεχνική αξία του κειμένου και το πώς αυτή αποτιμάται.

Για το τέλος, ας κοιτάξουμε αλλού. Φαντάζει ειρωνικό το γεγονός ότι τα καραγατσικά ξέσπασαν τις ίδιες μέρες που η περίφημη Γραμμή του Ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου (Εστία, 1991) ανατυπώθηκε μετά από χρόνια κι εξαντλήθηκε εν ριπή οφθαλμού. Πρόκειται για ένα απολαυστικό ανάγνωσμα το οποίο –και αυτό δεν αποτελεί κάποια αντίφαση– αμφισβητεί ευθέως το όποιο κεκτημένο της μεταπολίτευσης και τον όποιο εξευρωπαϊσμό της Ελλάδας. Η χαμένη Εδέμ στο βιβλίο του Βακαλόπουλου είναι η Κυψέλη στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Με μια παιγνιωδώς μεταμοντέρνα μεν, νεορθόδοξη δε, διάθεση, ο Βακαλόπουλος αποκαθιστά τα παιδιά της παλιάς γειτονιάς δίπλα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και, γιατί όχι, δίπλα σ’ έναν αξιωματούχο της «γαλαξιακής αυτοκρατορίας». Πέρα από τη γραμμή του ορίζοντος, κρύβεται μια χαμένη ελληνικότητα μαζί και παιδικότητα, από τον καιρό που τον κόσμο δεν τον συντόνιζαν οι πολιτικάντηδες και οι αρχιτέκτονες του λαϊφστάιλ, αλλά η «αόρατη επιτροπή» μιας κάποιας παραδοσιακής κοινότητας. Ιδού ένα βιβλίο προγραμματικά συντηρητικό. Κι όμως, το βιβλίο αυτό προβάλλεται ως, περίπου, θρύλος και στη Lifo και σε άλλους, ας πούμε, προοδευτικούς ιστότοπους και έντυπα. Είναι ένα ενδιαφέρον παράδοξο που αξίζει μελέτη. Η Γραμμή του Ορίζοντος ανέβηκε, δε, και στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου δίχως καμία αλλαγή – οι λάτρεις των νόστιμων αντιφάσεων σίγουρα θα απόλαυσαν το γεγονός ότι το μοντέρνο, νεανικό κοινό του αθηναϊκού κέντρου παρακολούθησε με τόση αφοσίωση τη σκηνή γύρω από τον Αλέξιο Κομνηνό σαν υπερασπιστή του πνεύματος και τον Βοημούνδο σαν φορέα της αλλοτρίωσης και της τεχνοκρατίας. Αν πια πούμε ότι η ανοιχτή διερεύνηση της σεξουαλικότητας (με τις όποιες αγκυλώσεις) στάθηκε μια σχετικά «προοδευτική» τοποθέτηση του Καραγάτση τη δεκαετία του ’30, δυσκολεύομαι να βρω αν υπάρχει κάποια ας πούμε «προοδευτική» τοποθέτηση της Γραμμής του Ορίζοντος τη δεκαετία του ’90. Ποιος ξέρει; Σύγχρονοι κριτικοί μάλλον θα γράψουν και για το «σύνδρομο της Στοκχόλμης» της βακαλοπουλικής Ρέας Φραντζή…[iii] Τις τελευταίες μέρες, όταν επισήμαινες το προφανές, ακόμα και ως δηλωμένος φίλος των βιβλίων του Βακαλόπουλου, ο συνομιλητής σου δεν έσπευδε να πει ότι «σε κάθε περίπτωση είναι ωραίο βιβλίο!» αλλά να σε διορθώσει πως «δεν είναι συντηρητικό βιβλίο!». Κι από τούτη την απάντηση φανερώνεται ο βασικός άξονας της συζήτησης η οποία θα επανέρχεται συχνά τα επόμενα χρόνια γύρω από τον κάθε Βακαλόπουλο, τον κάθε Καραγάτση και τόσους άλλους

[i] Πάντως, μια  εκτεταμένη και εις βάθος «υπεράσπιση» του Καραγάτση επιχείρησε ο Δημήτρης Αντωνίου (FB, 24 Ιουν.), η οποία αναδημοσιεύτηκε στο Ποιείν.

[ii] Βλ. π.χ. Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο Καραγάτσης και οι ερωτικές του προκλήσεις: Από το μεσοπολεμικό “πάθος” στη μεταπολεμική “αγάπη” στο Λογοτεχνικές διαδρομές: Ιστορία – θεωρία – κριτική. Μνήμη Βαγγέλη Αθανασόπουλου, επιμ. Θ. Αγάθος, Χρ. Ντουνιά, Ά. Τζούμα. Καστανιώτης, 2016. Διαθέσιμο και στο: tinyurl.com/yckfjxbc

[iii] Όσο γράφονταν τούτες οι αράδες, ο Αντώνη Γουλιανός (Bookpress, 23 Ιουν.) προσέγγισε τη Γραμμή του Ορίζοντος με αυτόν τον τρόπο και, μάλιστα, συνέδεσε τη συντηρητική νοσταλγία του βιβλίου με την άποψη ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε εκδυτικιστεί επαρκώς.

**************************************************8

Ο Νίκος Στρατηγάκης γεννήθηκε το 1992 και σπούδασε αγγλική φιλολογία. Μεταφράζει βιβλία και ενίοτε γράφει κριτικές..