
Ποτέ δεν περίμενε πολλά
Λοιπόν, Κόσμε, πίστη μου έχεις δείξει,
ναι, μου έχεις δείξει.
Ότι είσαι – σε γενικές γραμμές- έχεις αποδείξει,
όπως τα ‘χες πει.
Από τότε που σαν παιδί ξάπλωνα κι εγώ
σ’ ένα λιβάδι και κοίταζα τον ουρανό,
ποτέ δεν περίμενα τ’ ομολογώ,
πως θα’ναι απόλυτα δίκαιη η ζωή.
Τότε ήταν που είπες, κι από τότε, το’χεις πει
πολλές φορές, το έχεις πει,
μ’ αυτή την μυστηριώδη σου φωνή,
που απ’ τους λόφους και τα σύννεφα είχ’ απλωθεί:
«Πολλοί μ’ αγάπησαν απελπισμένα,
πολλοί ήρεμα, γαληνεμένα,
ενώ άλλοι δείχνουν περιφρόνηση για μένα,
ώσπου κάτω απ’ το χώμα να πέσουν ξαπλωτοί.
Δεν υπόσχομαι πολλά,
παιδί μου, όχι πολλά.
Ουδέτερες χροιές και τύχες και συμπτώσεις, τόσο απλά»,
είπες σε κάτι μυαλά, σαν το δικό μου.
Σοφή προειδοποίηση και στο πιστώνω,
κι εγώ τουλάχιστον δε σε παράκουσα, το βεβαιώνω,
κι έτσι μπορούσα ν’ ανακόψω την πίεση, τον πόνο,
που κάθε χρόνος αποθέτει μπρος μου.
Πριν τη ζωή και μετά*
Ήταν μια εποχή – να το μαντέψει κανείς μπορεί,
κι όπως πράγματι, η γη μας μαρτυρά –
πριν η συνείδησή μας γεννηθεί,
που όλα πήγαιναν καλά.
Κανείς δεν υπέφερε απ’ αρρώστεια, αγάπη ή απουσία,
κανείς δε γνώριζε τη λύπη, τη φρούδα ελπίδα, στην καρδιά πληγή·
κανένας δε νοιαζόταν τι εμπόδιο η ποιά ατυχία
τα πράγματα οδηγούσαν στην καταστροφή.
Σαν κάτι τέλειωνε, κανείς δεν το θρηνούσε,
αν κάτι εξασθενούσε η μαραινόταν, δε ράγιζε η καρδιά·
εάν χαμήλωνε το φως και το σκοτάδι επικρατούσε,
αυτό δεν πλήγωνε αίσθηση καμιά.
Μα του να αισθάνεσαι φύτρωσε η ασθένεια,
και το πρωταρχικό δίκαιο φαινόταν βλαβερό,
πριν την αθωότητα δούμε πάλι με ευμένεια,
πόσον καιρό, θα πάρει, πόσον καιρό;
Μεσάνυχτα στο τρένο της Great Western
Στο κάθισμα της τρίτης θέσης καθόταν ο μικρός ταξιδευτής,
κι απ’ την οροφή, της λάμπας η φλόγα η λαδωμένη,
τρεμόπαιζε πάνω στην άτονη μορφή του και το πρόσωπο.
Η σκέψη του αλλού, χωρίς να γνωρίζει από πού
έρχεται και προς τα πού πηγαίνει.
Στο γείσο του καπέλου του ο μικρός ταξιδευτής
είχε χωμένο το εισιτήριο· και στο λαιμό
ένα κορδόνι, όπου κρεμόταν το κλειδί απ’ το κουτί του,
που λαμπύριζε στραφταλιστά, όπως το φώτιζε η λάμπα θλιβερά,
σαν ένα πράγμα ζωντανό.
Ποιό να’ναι το παρελθόν σου, μικρέ ταξιδευτή;
Προς έναν κόσμο άγνωστό σου,
ποιός τόσο ήρεμα, σχεδόν αδιάφορα,
αν κι οι κίνδυνοι πολλοί, ν’ αναλάβει το μπορεί,
αυτό το τόλμημα, όπως εσύ, μοναχός σου;
Γνωρίζει η ψυχή σου μια σφαίρα. μικρέ ταξιδευτή,
από τα βάρβαρα βασίλεια μας πιο ψηλά,
απ’ όπου μ’ ευρύτερη όραση μετράς και κρίνεις
της αμαρτίας αυτή την χώρα, που βρίσκεις τον εαυτό σου τώρα,
μα που σ’ αυτήν δεν ανήκεις τελικά;
Σαν η μέρα τελειώνει το Νοέμβρη
Μειώνονται οι δέκα ώρες που’ναι φωτεινές,
κι ένα πουλί, που άργησε, πετάει μακριά
πέρα απ’ τα πεύκα, που όπως του βαλς οι χορευτές,
τα μαύρα κεφάλια τους τινάζουνε καμιά φορά.
Φύλλα οξιάς, που χρυσίζουνε το μεσημέρι,
πλέοντας στον αέρα, σαν κηλίδες στο μάτι μοιάζουν,
στον Ιούνη μου, είχε φυτέψει καθεμιά τους τούτο το χέρι,
και τώρα τον ουρανό τον σκοτεινιάζουν.
Και τα παιδιά που τριγυρνούν εδώ,
πιστεύουν ότι ποτέ δεν υπήρξε κάποια εποχή,
που να μη φύτρωναν δέντρα ψηλά εδώ,
ή ότι με τον καιρό, πάλι γυμνή θα μείνει η γη.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό, στο Upwey
«Πολλά να κάνω δεν μπορώ,
γιατί δεν έχω καθόλου λεφτά»,
είπε το κακόμοιρο παιδί,
έν’ αγοράκι μ’ ένα βιολί,
στο σταθμό, λίγο πριν το τρένο φανεί.
«Μα το βιολί μου να σου παίξω μπορώ,
κι είναι καλό κι ηχεί τόσο γλυκά!»
Ο άντρας με τις χειροπέδες χαμογέλασε,
κι ο αστυφύλακας κοίταξε και χαμογέλασε κι αυτός.
Όπως άρχισε να παίζει το βιολί ,
ο άντρας με τις χειροπέδες έβγαλε μια φωνή,
κι ήταν θλιμμένος μαζί και χαρωπός:
«Αυτή η ελεύθερη ζωή,
είναι για μένα η πιο καλή!»
Κι ο αστυφύλακας χαμογέλασε και δεν είπε ούτε λέξη,
σαν ό,τι άκουσε να μην το’χε προσέξει.
Κι έτσι συνέχισαν μέχρι το τρένο να φανεί,
ο κατάδικος και το παιδί με το βιολί.
Περήφανοι τραγουδιστές
Οι τσίχλες τραγουδούν καθώς ο ήλιος φεύγει,
κι οι σπίνοι σφυρίζουν σε ζευγάρια ή ο καθένας μόνος,
κι όπως σκοτεινιάζει, τ’ αηδόνια
στους θάμνους,
κελαηδούνε, κι όπως πάντα στο τέλος τ’ Απρίλη δυνατός είν’ ο τόνος,
σα να τους ανήκει όλος ο Χρόνος.
Αυτά ‘ναι νέα πουλιά, δώδεκα μήνες μεγαλώναν,
που πριν ένα χρόνο ή δύο το πολύ,
δεν ήταν σπίνοι, ούτ’ αηδόνια,
μήτε τσίχλες,
μόνο άμμου κόκκοι μικροί,
και χώμα, κι αέρας και βροχή.
* Τα ποιήματα 2-6 έχουν μελοποιηθεί από τον Benjamin Britten στον κύκλο τραγουδιών «Winter Words». Το τελευταίο και από τους Gerald Finzi & Stephen Wilkinson.