Ο γραφέας τής ιστορίας μας ονομάζεται Σιματσιανός. Όποιος δεν γνωρίζει τους γραφείς δεν μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλες είν’ οι επαγγελματικές περιπλοκές μέσα στις οποίες έχουν μπλεχτεί όλοι αυτοί κι ίσως να μην νιώσει ποτέ τις, απορρέουσες απ’ αυτές, έντονες ψυχικές διακυμάνσεις τους· στην πραγματικότητα πρόκειται για μεγάλες κι επικίνδυνες τρικυμίες κι όχι απλώς για διακυμάνσεις της ψυχής τού κάθε γραφέα άρα και του Σιματσιανού. Θα ισχυριστεί κάποιος ότι όλα τα επαγγέλματα έχουν τις δυσκολίες τους μόνο και μόνον για να παρηγορήσει ή και να καθησυχάσει ίσως τους σκληρά εργαζόμενους αυτής της χώρας. Όμως η φάρα των γραφέων ξέρει καλά ότι δεν υπάρχει καμμιά παρηγοριά γι’ αυτήν όσα επιχειρήματα περί του αντιθέτου κι αν αντιτείνουν οι αυτόκλητοι παρηγορητές της.
Πριν ακόμα ξεκινήσει να δουλεύει κάποιος ως γραφέας, έχει καθοριστεί ήδη η επαγγελματική του πορεία: Όλοι οι γραφείς πήραν κάποτε αυτόν τον τίτλο κληρονομικώ δικαιώματι κι είν’ υποχρεωμένοι να δουλέψουν ως γραφειοκράτες μέχρι το τέλος τής επαγγελματικής τους ζωής. Κανείς τους δεν χρίεται γραφέας λόγω αξίας ή ικανότητας εις το γράφειν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γραφείς μας είν’ ανίκανοι· αντιθέτως περνάνε από εντατική εκπαίδευση κι αξιολογούνται αυστηρά πριν πιάσουν δουλειά επίσημα.
Ο Σιματσιανός προέρχεται από οικογένεια γραφέων και μοιραία όφειλει ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα που έκανε ο πατέρας του και πριν απ’ αυτόν ο παππούς του. Αν κοιτάξει κάποιος το γενεαλογικό του δέντρο θα διαπιστώσει ότι πάν’ από τριακόσια χρόνια η γενιά τού Σιματσιανού ήταν εκκολαπτήριο γραφέων. Για τον ίδιο, λοιπόν, δεν υπάρχει άλλη προοπτική και κάθε σκέψη γι’ απόκλιση απ’ την προδιαγεγραμμένη πορεία ισοδυναμεί με βαριά τιμωρία, επιβαλλόμενη όχι απ’ το κράτος αλλά απ’ την ίδια την οικογένεια: Ο παραβαίνων την οικογενειακή παράδοση χάνει αυτόματα κάθε δικαίωμα πάνω στα περιουσιακά στοιχεία και το χειρότερο όλων διώχνεται απ’ την οικογενειακή εστία κι εν συνεχεία εξαναγκάζεται σε μια επονείδιστη εξορία απ’ την επαρχία στην οποία μεγάλωσε.
Ο Σιματσιανός ονειρευόταν από μικρός να γράψει την ιστορία τού τόπου του κι όσο μεγάλωνε και πλησίαζε η ώρα να γίνει γραφέας το σχέδιό του γινόταν όλο και πιο φιλόδοξο: Τώρα φιλοδοξεί να καταγράψει τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και ν’ αναφερθεί σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά την διάρκεια των είκοσι τεσσάρων προηγούμενων δυναστειών. Θέλει όχι μόνον να συστήσει στους μεταγενέστερους τον κόσμο των τελευταίων δυόμιση χιλιάδων χρόνων αλλά ν’ αποτελέσει το έργο του τη βάση για όλες τις μετέπειτα δυναστικές ιστορίες και το θεμελιώδες κείμενο τού πολιτισμού του! Ο ίδιος γνωρίζει τις ικανότητές του εις το γράφειν –ο γραπτός του λόγος είναι γλαφυρός, με ύφος λογοτεχνικό– και την κλίση του στην ιστορική έρευνα και θεωρεί ότι αυτά τα χαραχτηριστικά θα σώσουν το έργο του απ’ τη φθορά τού χρόνου και μαζί μ’ αυτό θα μείνει και τ’ όνομά του μέσα στους επόμενους αιώνες.
Αυτές του οι φιλοδοξίες, όμως, κινδυνεύουν να μην ικανοποιηθούν γιατί έχει έρθει ο καιρός να συνεχίσει την παράδοση τής οικογένειας και να πιάσει δουλειά ως γραφέας στο χωριό του. Σκέφτεται ότι ίσως θα μπορεί να συνδυάσει τη δουλειά του αυτή με τη συγγραφή τής ιστορίας τού τόπου του αλλά τον έχουν ενημερώσει ότι όλα τα χρόνια τής ζωής του θ’ αναλωθούν στην καταγραφή ανούσιων γι’ αυτόν πληροφοριών αλλά πολύ ουσιαστικών για την κεντρική διοίκηση τού κράτους.
O Σιματσιανός, λοιπόν, έχει την ατυχία ν’ ανήκει σ’ εκείνους τους γραφείς που ενώ δεν ενδιαφέρονται ούτε να δουλέψουν ως γραφειοκράτες σε κάποια απ’ τις δεκάδες τοπικές κυβερνήσεις ούτε να προωθηθούν στ’ ανώτερα κι ανώτατα κλιμάκια αυτής της δουλειάς, δηλαδή να δουλέψουν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα ως Μεγάλοι Γραφείς ή ως διευθυντές όλων των Μεγάλων Γραφέων, εντούτοις είν’ υποχρεωμένοι να το κάνουν.
Κάθε χρόνο οι γραφείς τού κάθε χωριού καταγράφουν αναλυτικά πάνω σε φύλλα μπαμπού όλα τα δημογραφικά στοιχεία που αφορούν στην τοπική τους κοινωνία: Τις γεννήσεις και τους θανάτους, τα επαγγέλματα των κατοίκων, τα εισοδήματά τους κι από πού προέρχονται, τα κέρδη και τις ζημίες τού κάθε νοικοκυριού και τον αριθμό των κλεφτών και διαρρηκτών.
Αυτές οι πληροφορίες, αφού ελεγχθούν με τη βοήθεια κι άλλων γραφέων που διορίζονται εκτάκτως για να ενισχύσουν την δουλειά των υπόλοιπων, στέλνονται υπό την μορφή περιληπτικών και πυκνογραμμένων εκθέσεων στην επόμενη βαθμίδα γραφέων η οποία λειτουργει στο επίπεδο της επαρχίας. Από ’κει διαβιβάζονται στους γραφείς τής περιφέρειας κι εν συνεχεία στους αυτοκρατορικούς γραφείς πού ’ναι υπεύθυνοι για την σύνταξη τής τελικής έκθεσης. Τέλος, η τελική έκθεση υποβάλλεται στον αυλικό διευθυντή των Μεγάλων Γραφέων κι αφού την ελέγξει κι αυτός με προσοχή κι επιμέλεια στέλνεται στον αυτοκράτορα.
Οι εκθέσεις αυτές, περνώντας από βαθμίδα σε βαθμίδα γραφέων, εμπλουτίζονται και με νέα στοιχεία, όχι κατ’ ανάγκη δημογραφικά, που αφορούν ολοένα ευρύτερες περιοχές και δεν υπήρχαν στις αμέσως προηγούμενες εκθέσεις, όπως είναι τα στρατηγικά σημεία άμυνας των συνόρων, ο αριθμός αλλοδαπών που εισχωρούν στην χώρα, οι τροποποιήσεις κι ενημερώσεις τού διοικητικού κώδικα τής κάθε ευρύτερης περιοχής κι οι αλλαγές τού νομικού συστήματος μαζί με την καταγραφή των ετυμηγοριών όλων των δικών τής περιφέρειας και των τυχόν τροποποιήσεων νόμων, διατάξεων και κανόνων που τις διέπουν.
Θα περίμενε κανείς ότι ο αυτοκράτορας θα περιοριζόταν σε μια απλή υπογραφή τής τελικής έκθεσης αλλά ακούγεται ότι είν’ υποχρεωμένος κι ο ίδιος να διαβάσει το κείμενό της, που ζυγίζει περίπου πενήντα κιλά φύλλων μπαμπού, κι ύστερα να την εγκρίνει. Λένε ότι ο αυτοκράτορας συνεπικουρείται σ’ αυτή την τελική φάση τής έγκρισης από ομάδα γραφέων στους οποίους υπαγορεύει τα κύρια σημεία τής μακροσκελούς έκθεσης (συνήθως μερικές εκατοντάδες φύλλα) κι ύστερα τους ζητάει να ελέγξει ο καθένας απ’ αυτούς τους γραφείς τα υπαγορευόμενα και να τα συγκρίνει με τις πληροφορίες τής τελικής έκθεσης.
Στο τέλος υπογράφεται και περνάει στα κεντρικά αρχεία τού κράτους όπου βρίσκονται ταξινομημένα σε σειρά χρονολογική οι εκθέσεις όλων των προηγούμενων δεκαετιών, εκατονταετιών και χιλιετιών.
Αυτό το τιτάνιο έργο, αυτή η αλληλουχία εργασιών, πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα στον τελευταίο μήνα κάθε έτους χωρίς λάθη, παραλείψεις, ασυνέχειες, χάσματα κι ασυμφωνίες μεταξύ των καταγραφών των προερχόμενων απ’ τα κατώτατα κλιμάκια γραφέων και των καταγραφών απ’ τα ανώτερα κι ανώτατα κλιμάκια.
Στ’ αρχεία τού κράτους απασχολούνται γραφείς επωμιζόμενοι τη συντήρηση κι αρχειοθέτηση τού τερατώδους αριθμού διοικητικών εγγράφων, καταγράφοντας υπό την μορφή πολύπλοκων στατιστικών τις ανοδικές και καθοδικές τάσεις όλων των δημογραφικών στοιχείων τής χώρας μέσα στους αιώνες καθώς επίσης και τις διαφορές μεταξύ όλων των στατιστικών αυτών δεικτών από έτος σε έτος, από δεκαετία σε δεκαετία κι από εκατονταετία σ’ εκατονταετία.
Ο αριθμός των γραφέων τής χώρας είναι μερικά εκατομμύρια και φυσικά αποτελεί την πολυπληθέστερη επαγγελματική ομάδα και την πιο φτωχά αμειβόμενη λόγω φυσικά αυτού του μεγάλου αριθμού της. Μόνον οι ανώτατοι γραφείς κι ο διευθυντής των Μεγάλων Γραφέων χαίρουν υψηλής εκτίμησης και μισθού· στο τέλος τού μήνα, όταν έχει τελειώσει αυτό το έργο τής καταγραφής, τα ονόματά τους αναφέρονται στους βασιλικούς καταλόγους, ανακοινώνονται μ’ αυτοκρατορικό διάταγμα σ’ όλη την χώρα κι οι ίδιοι δεξιώνονται με τις δέουσες τιμές απ’ το βασιλικό ζεύγος. Όλοι οι υπόλοιποι θάβονται στη λήθη και στη φτώχεια…
Θά ’ταν αδύνατο να ολοκληρωθεί σ’ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα ένα τέτοιο δύσκολο, πολύπλοκο και πελώριο έργο με λίγους γραφείς και γι’ αυτό η χώρα φροντίζει να διατηρείται πάση θυσία αυτή η επαγγελματική ομάδα χωρίς να προκύπτουν διαρροές και μια συνεπακόλουθη μείωση τού δυναμικού της. Εξάλλου κανείς άλλος εκτός απ’ τους καλά εκπαιδευμένους γραφείς δεν μπορεί να φέρει εις πέρας το έργο τής αντιγραφής χειρογράφων, της υπαγόρευσης και της διατήρησης νομικών και ιστορικών αρχείων κι όλα τα υπόλοιπα γραμματειακά και διοικητικά καθήκοντα.
Έπειτα ο μεγάλος αριθμός γραφέων εγγυάται τους τακτικούς και εξονυχιστικούς ελέγχους των εκθέσεων πριν υποβληθούν στον αυτοκράτορα άρα και τον αποκλεισμό λαθών.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί τι σημαίνει λάθος στην καταγραφή γιατί πάντα δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Είναι λάθος να παραβεί κάποιος ή κάποιοι γραφείς τους αυστηρούς νόμους τού κράτους που ορίζουν μ’ απόλυτη ακρίβεια πώς πρέπει να καταγράφονται οι πληροφορίες και πάνω απ’ όλα ποιες πληροφορίες πρέπει να καταγράφονται ή να παραβεί τις εντολές τού κάθε ανώτερού του, ιδιαίτερα αυτών που είναι τοποθετημένοι στις επαρχίες, μακριά απ’ την κεντρική κυβέρνηση;
Θα ισχυριστεί κανείς ότι είν’ το ίδιο ή ότι θά ’πρεπε νά ’ναι το ίδιο, ότι δηλαδή οι νόμοι τού κράτους είναι ταυτόσημοι με τις εντολές που δίνουν οι ανώτεροι τού κάθε γραφέα. Εγώ θα πω όμως ότι δεν είν’ το ίδιο τόσο γιατί το κράτος ήταν πάντα διεφθαρμένο, αν κι όχι σε όλες τις περιόδους τής λειτουργίας του, όσο και γιατί τα τοπικά συμβούλια των γηραιότερων για λόγους προσωπικού συμφέροντος μπορεί να διατάξουν κάποιο γραφέα να κάνει τα στραβά μάτια σ’ ορισμένες δημογραφικές πληροφορίες μόνον και μόνον για να προκύψουν καλύτερα και ευνοϊκότερα αποτελέσματα στην ετήσια αξιολόγηση συγκεκριμένων ανώτερων γραφέων και προϊσταμένων αυτών με σκοπό την απόκτηση καλής φήμης εκ μέρους τους, την απονομή κάποιας ανταμοιβής ή ακόμα και την αποφυγή μιάς τιμωρίας.
Άρα διαπράττει λάθος ένας κατώτατος γραφέας όταν παραχαράσσει τα προσκομιζόμενα στοιχεία ή αλλοιώνει τα χειρόγραφα κατ΄ εντολή τού ανωτέρου του, παραβαίνοντας έτσι τους αυστηρούς νόμους του κράτους, ή όταν ένας γραφέας λειτουργεί κατά συνείδηση τηρώντας τους κρατικούς κανόνες αλλά δείχνει ανυπακοή σε κάποιον ανώτερό του που του ζητάει να παρουσιάσει αλλοιωμένα στοιχεία με κίνδυνο να χάσει έτσι τη δουλειά του και να σταλεί στις απομακρυσμένες φρυκτωρίες τής χώρας, όπου εκεί θα μαζεύει χόρτα απ’ τις αμμώδεις και βραχώδεις εκτάσεις των συνόρων προς βρώση των αλόγων των αγγελιοφόρων; –μια τιμωρία εξευτελιστική τόσο για την οικογένεια τού γραφέα όσο και για τον ίδιο που θά ’ναι υποχρεωμένος από εδώ και μπρός να πνίγεται μέσα στη σκόνη και τις θανατηφόρες αμμοθύελλες των εσχατιών τής χώρας, σέρνοντας ένα ετοιμόρροπο κάρο φορτωμένο με χόρτα.
Ο κάθε γραφέας τής απέραντης αυτοκρατορίας μας βρίσκεται, λοιπόν, σχεδόν πάντα επί ξηρού ακμής γιατί έρχεται συχνά σε μεγάλα διλήμματα που μπορεί να κοστίσουν τη ζωή του και την καριέρα του. Προσθέστε και τις άλλες δυσκολίες τού επαγγέλματος που έχουν να κάνουν με τον τεράστιο όγκο δουλειάς, τα χιλιάδες προς διεκπεραίωση έγγραφα, τις ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις αυτών, τον συνεχή έλεγχό τους προς αποφυγή λαθών και τα στενά χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία πρέπει να τελειώσει η κάθε φάση τής απογραφής και θα καταλάβετε τα περί επαγγελματικών περιπλοκών στα οποία αναφέρθηκα συντόμως νωρίτερα.
Όσο καιρό ο Σιματσιανός δούλευε ως κατώτατος γραφέας είχε ν’ αντιμετωπίσει τις παραξενιές και τα καπρίτσια των πρεσβυτέρων στο τοπικό συμβούλιο τού χωριού όπου γεννήθηκε. Πολλές φορές εξαναγκάστηκε να παραποιήσει τα στοιχεία τής απογραφής για να γίνει αρεστός στους ανωτέρους του αλλά με κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του. Μάλιστα, εκείνες τις φορές είχε έρθει σε ρήξη μαζί τους αλλά κάτ’ απ’ το βάρος των απειλών λύγιζε και έτσι δεν πέρναγε το δικό του.
Η δουλειά του ήταν να τηρεί τ’ αρχεία τού χωριού και να καταγράφει όσα του υπαγόρευαν οι πρεσβύτεροι. Μα η επιμέλειά του κι η ευσυνειδησία του τον έσπρωχνε ύστερ’ από κάθε υπαγόρευση να διασταυρώνει τα υπαγορευόμενα με τις καταγραφές των απογραφέων· και πάντα έβρισκε παρατυπίες και λάθη. Τότε, χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους, διόρθωνε τα χειρόγραφα και τα κατέθετε στο τοπικό συμβούλιο. Συνήθως, κανείς απ’ την επιτροπή αξιολόγησης δεν ξανακοίταγε τις περγαμηνές, οι οποίες στέλνονταν στους αμέσως ανώτερους γραφείς τής επαρχίας μαζί με τις διορθώσεις τού Σιματσιανού.
Όταν όμως η ετήσια αξιολόγηση των γραφέων δεν ήταν ευνοϊκή για κάποιους προϊσταμένους του τότε ξεκίναγε ενδελεχή έρευνα για να εντοπιστεί ο ενοχλητικός διορθωτής. Η έρευνα κράταγε πολλές μέρες γιατί τ’ αριθμητικά δεδομένα, έτσι όπως τά ’χε διορθώσει ο Σιματσιανός, είχαν συγχωνευτεί με τα δεδομένα καταγραφών από άλλα χωριά τής ίδιας επαρχίας κι αυτά με την σειρά τους με δεδομένα όμορων επαρχιών. Εν συνεχεία, οι εκθέσεις αυτών των επαρχιών προστίθεντο σ’ άλλες εκθέσεις επαρχιών, υπαγόμενες σε διαφορετικές περιφέρειες, μέχρι να φτάσουν στην αυτοκρατορική αυλή όπου όλες μαζί οι εκθέσεις συμπυκνωνόντουσαν σε μια τελική.
Ο μίτος, λοιπόν, που θα οδηγούσε στις καταγραφές τού Σιματσιανού, πέρναγε αναγκαστικά μέσ’ από έναν κυκεώνα εγγράφων, περγαμηνών, τόμων κι εν τέλει αρχείων οργανωμένων και ταξινομημένων από εκατοντάδες χιλιάδες χέρια υπαλλήλων κατατασσόμενων σε μια απέραντη ιεραρχία γραφέων και βοηθών της οποίας οι κλάδοι και τα παρακλάδια της, ξεχωριστά για κάθε χωριό, επαρχία και περιφέρεια, έχουν την πολυπλοκότητα ενός τέτοιου δαιδαλώδους λαβύρινθου που μπροστά του όλ’ οι μυθικοί λαβύρινθοι τής ανθρωπότητας ωχριούν.
Επομένως, μέχρι να βρεθεί ποιος είχε κάνει τις επώδυνες διορθώσεις –επώδυνες για τους βαλλόμενους απ’ αυτές προϊσταμένους, αλλά σωτήριες για την ακεραιότητα των κρατικών αρχείων– πέρναγε πολύς καιρός πράγμα που αποθάρρυνε από ’να σημείο και μετά τις έρευνες, ενώ στο μεταξύ πλησίαζε η ώρα για την επόμενη απογραφή κι έτσι τα τοπικά συμβούλια παράταγαν κάθε προσπάθεια εύρεσης τού ύποπτου γραφέα.
Υπήρχαν, όμως, φορές που κάποιος υποψιασμένος προϊστάμενος έμπαινε στη διαδικασία τού ελέγχου από πολύ νωρίς, πριν ακόμα φύγει η έκθεση τού χωριού για το ανώτερο συμβούλιου κάποιας άλλης ευρύτερης περιοχής, και τότε όλα τα βλέμματα πέφτανε πάνω στον Σιματσιανό. Του εκτόξευαν ένα σωρό απειλές ακόμα και για την ίδια του τη ζωή κι αυτός έντρομος τους υποσχόταν ότι την επόμενη φορά θά ’ναι πιο προσεχτικός κι ότι θα καταγράφει μόνον όσα του υπαγορεύουν. Μα όταν ερχόταν η κάθε επόμενη φορά η καθαρή του συνείδηση έπαιρνε πάλι το πάνω χέρι και ξανάπεφτε στο ίδιο «παράπτωμα»: Αγνοούσε τα ψέματα και δεν παρέλειπε ποτέ δυσάρεστες αλήθειες. Και ξανά ερχόντουσαν σ’ αυτόν οι πρεσβύτεροι και ξανά άκουγε τις ίδιες έντονες επιπλήξεις κι απειλές κατά της ζωής του. Κι όλο τους υποσχόταν ότι θ’ αλλάξει και θα συμμορφωθεί με τις υποδείξεις τους αλλά η ιδέα ότι στο τέλος θα καταντούσε ένας παραμυθάς δεύτερης διαλογής καταγράφοντας ένα σωρό ψέματα, μόνο και μόνο για ν’ αποσπάσουν οι ανώτεροί του επαίνους ή ν’ αποφύγουν τιμωρίες απ’ το κράτος, τον κυνηγούσε συνέχεια και δεν τον άφηνε σε ησυχία.
Ωστόσο εξακολουθούσε να δουλεύει στο ίδιο πόστο και βλέποντας ότι οι απειλές δεν πραγματοποιούνταν άρχιζε να πιστεύει ότι υπερισχύουν οι αυστηροί κανόνες τού κράτους ως προς την ακέραια τήρηση των αρχείων έναντι των παράλογων απαιτήσεων των προϊσταμένων κι έτσι κάθε φορά γλίτωνε τόσο την καριέρα του όσο και το κεφάλι του. Εξάλλου, θεωρούσε πάντα ότι είναι προς το συμφέρον τού κράτους να τηρούνται με ακρίβεια τα αρχεία του απ’ τους γραφείς μιας και τα γραπτά είναι αυτά που τελικά θα μείνουν για τις επερχόμενες γενιές και θα μαρτυρούν την σοβαρότητα και τον επαγγελματισμό τής αυτοκρατορικής αυθεντίας.
Του διέφευγε όμως ότι δεν έχανε τη δουλειά του χάριν σε αυτήν την απαίτηση τού κράτους ως προς την αμερόληπτη καταγραφή των δεδομένων της πραγματικότητας αλλά λόγω υψηλών ικανοτήτων κι ασυνήθιστης εργατικότητας.
Συγκεκριμένα, όλοι ξέρανε ότι ο Σιματσιανός ήταν εξοικειωμένος με τους έξι τύπους γραφής που αναγνωρίζει επίσημα η αυτοκρατορική αυλή, συμπεριλαμβανομένης και της δύσκολης γραφής τού «εντόμου». Στα χρόνια τής μαθητείας του δίπλα στον πατέρα του είχε μάθει τέλεια την ιερατική γραφή με την οποία διεκπεραιώνονται τα επίσημα έγγραφα τής ετήσιας απογραφής και ως γραφέας με τόσες γνώσεις θεωρούνταν αναντικατάστατος. Επιπλέον, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο και το κρισιμότερο για τον διορισμό του, όλα του τα μέχρι τώρα έγγραφα ήταν γραμμένα σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες τής καλλιγραφίας. Αυτό σήμαινε ότι όλοι οι τύποι των ιδεογραμμάτων του ανταποκρίνονταν απόλυτα στα παραδοσιακά πρότυπα κι όλα τα σχήματά του εξέφραζαν τις αξίες που υποτίθεται ότι πρέπει να εκφράζουν.
Ο Σιματσιανός ήταν σε θέση να εντοπίζει εύκολα τα προχειρογραμμένα και τα λάθος ευθυγραμμισμένα σχήματα κάτι που άλλοι γραφείς το διαπίστωναν ύστερα από εξαντλητικό μέτρημα όλων των αποστάσεων προς όλες τις κατευθύνσεις μεταξύ των σχημάτων και μεταξύ των σχημάτων και των περιθωρίων τού χαρτιού –ήταν κοινός τόπος στους φτασμένους γραφείς ότι σε περίπτωση που το τελικό αποτέλεσμα έδινε ανόμοια διαστήματα μέσα στο ίδιο φύλλο αλλά και μεταξύ των φύλλων τής περγαμηνής, ο γραφέας όφειλε να ξύσει με προσοχή τα επίμαχα ιδεογράμματα που υποβάθμιζαν την ποιότητα ολόκληρης τής περγαμηνής και να ξαναγράψει με τη δέουσα προσοχή, ευκρίνεια και ευαναγνωσιμότητα τα σχήματα αφού πρώτα υπολόγιζε σωστά τις αποστάσεις, τηρούσε την ίδια ακριβώς σειρά σχεδίασης των γραμμών για τα ίδια σχήματα, πρόσεχε να συμφωνεί ο χαραχτήρας τού σχήματος με τον ρυθμό τής όλης φράσης στην οποία αναφερόταν κι έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα για την ποιότητα τής κάθε γραμμής που τράβαγε, για τη δομή τού κάθε χαραχτήρα και για την οργάνωση κάθε ομάδας χαραχτήρων.
Aυτές τις λεπτομέρειες και τα μυστικά τής καλλιγραφίας ο Σιματσιανός τα γνώριζε άριστα κι εκεί που άλλοι γραφείς είχαν βοηθούς για το μέτρημα και την τήρηση τής σωστής αισθητικής των σχημάτων, ο Σιματσιανός τα έφερνε όλ’ αυτά εις πέρας μόνος του και σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς την παραμικρή απόκλιση απ’ το μοντέλο.
Έτσι, τον κρατούσαν στη δουλειά λόγω των τυποποιημένων και καλογραμμένων εγγράφων και δινόταν η εντύπωση ότι το κράτος που γνώριζε αυτό του τον επαγγελματισμό, μεσολαβούσε κάθε φορά που τον επέπλητταν οι ανώτεροί του για τα «λάθη» που έκανε για να μην απολυθεί.
Τούτο φυσικά εξυπηρετούσε όλους τους στενά συνεργαζόμενους μ’ αυτόν και φυσικά και τους ίδιους τους προϊσταμένους του: Ήταν δύσκολο να βρεθεί ανά πάσα στιγμή αντικαταστάτης του σε περίπτωση που τον έδιωχναν κι αυτό θα αποτελούσε μέγα πονοκέφαλο για το τοπικό συμβούλιο σε περίοδο εργασιακού οργασμού λόγω μιας επικείμενης απογραφής ή μιας ετήσιας αξιολόγησης απ’ το κράτος. Οι αυστηρές προθεσμίες που ίσχυαν ακόμα και για τις πιο ασήμαντες διοικητικές εργασίες των γραφέων δεν άφηναν περιθώρια για απολύσεις και δημιουργία κενών θέσεων.
Φυσικά αυτό το αποτέλεσμα τής μη απόλυσής του, όποτε ανεγειρόταν ένα τέτοιο ζήτημα, ενίσχυε μέσα του την λανθασμένη εντύπωση ότι όχι μόνον το κράτος είναι δίκαιο κι αδιάφθορο κι ότι χάρη στις επεμβάσεις του δεν χάνει τη δουλειά του ή δεν κινδυνεύει η ζωή του (όπως προανέφερα), αλλά ότι στα υψηλά κλιμάκια και μέσα στην αυτοκρατορική αυλή οι ανώτατοι γραφειοκράτες μεταχειρίζονταν μ’ αξιοκρατία και σεβασμό ενώ στο επίπεδο τής επαρχίας, μακριά απ’ τ’ αυστηρά βλέμματα τού αυτοκράτορα, ναι μεν όλοι πρέσβευαν την ακεραιότητα των εγγράφων φτάνει να εξαιρούνταν κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων που γυρεύουν ν’ αποσπάσουν θετικά σχόλια κι επαίνους απ’ το κράτος και φυσικά απ’ τον αυτοκράτορα.
Όταν κάποτε ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι ήθελε να γίνει διευθυντής των Μεγάλων Γραφέων, δηλαδή να επωμιστεί τον συντονισμό των ανώτατων γραφέων τής αυλής και μόνον, οι γονείς του που γνώριζαν την αρχική του απροθυμία να ενταχθεί στη συντεχνία των γραφέων, έλαμψαν από ευτυχία θεωρώντας ότι είχε αλλάξει στάση.
Θα πίστευε κανείς ότι αυτή η υποτιθέμενη αλλαγή στάσης οφειλόταν στην εντύπωσή του ότι οι Μεγάλοι Γραφείς βιώνουν καλύτερες εργασιακές συνθήκες κι έχουν την εύνοια όλων. Ήταν της γνώμης ότι θα γλίτωνε μια για πάντα απ’ τα γνωστά διλήμματα που του δημιουργούσαν οι πιέσεις απ’ τους ανωτέρους του περί της καταγραφής των δημογραφικών στοιχείων κατά τα συμφέροντά τους κι έτσι θα έπαυε να δοκιμάζεται κάθε λίγο και λιγάκι η εντιμότητά του κι η αδιάφθορη φύση του.
Επιπλέον, ο ίδιος είχε ακούσει ότι τα καθήκοντα τού διευθυντή δεν είναι τόσο επαχθή και χρονοβόρα όσο αυτά των κατώτατων γραφέων. Αυτό θα του εξασφάλιζε τον ελεύθερο χρόνο ν’ ασχοληθεί με την αγαπημένη του δραστηριότητα τής συγγραφής μιας μεγάλης ιστορίας τής χώρας του, πράγμα που αποδεικνυόταν για την ώρα αδύνατο εγχείρημα μ’ όλον αυτόν τον τεράστιο όγκο περγαμηνών που έπρεπε να διαχειρίζεται νυχθημερόν.
Καταλάβαινε πολύ καλά ότι αν παρέμενε στην ίδια θέση που βρίσκεται τώρα ίσως και να κατάφερνε κάποτε μετά από πολλούς κόπους κι υπερωριακή εργασία να γράψει τη μεγάλη ιστορία τού τόπου του αλλά θα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο γιατί ποιος θα έσπευδε να προστατέψει έναν υποδεέστερο υπαλληλάκο τού κράτους, ένα μικρό γρανάζι μιάς πελώριας γραφειοκρατικής μηχανής, που θα κάτσει να γράψει τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν προσθέτοντας κι ο ίδιος τα ειλικρινή κι διόλου κολακευτικά σχόλια για τους βασιλιάδες, τους αξιωματούχους και τ’ άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, τα σχετιζόμενα άμεσα ή έμμεσα με την εξουσία και την αυλή, ακόμα κι αν αυτός ο υπαλληλάκος ήταν ένας ικανός γραφέας κι υπόδειγμα γραφειοκράτη;
Τουλάχιστον αν κατάφερνε να ολοκληρώσει το φιλόδοξο έργο του από μια θέση ισχύος, όπως είν’ αυτή του διευθυντή τής αυλής, όπου η παρουσία του θα ήταν πλέον υπολογίσιμη, ίσως να μην τον πείραζε και κανείς.
Άλλα ακόμα κι αν ολοκληρώσει αυτό το έργο δεν θα βρεθούν κακόβουλοι να τον λοιδορήσουν και να επηρεάσουν αρνητικά την αυλή και τον αυτοκράτορα τον ίδιο; Δεν θα κινδυνέψει και τότε όπως και τώρα; Κι ας υποθέσω ότι τελικώς προλαβαίνει να ολοκληρώσει το έργο τής ζωής του· στην περίπτωση αυτή ακόμα κι αν τον βγάλουν απ’ τη μέση δεν θα μείνει τ’ όνομά του μέσα στους αιώνες; Δεν θα τον μνημονεύουν οι επόμενες γενιές ιστορικών και δεν θα χρησιμοποιούν το έργο του ως πρότυπο ιστοριογραφίας, όπως είναι σίγουρος ο ίδιος; Αλλά να χάσει τη ζωή του νωρίς για μια ιδέα ή ένα βιβλίο ή για την εξασφάλιση τής αθανασίας απ’ το να ζήσει και να πραγματώσει τον εαυτό του όπως μπορεί;
Έχει επίγνωση ότι οι καλές εποχές που οι γραφείς επέκριναν τους βασιλιάδες τους ατιμώρητα, απειλώντας τους ότι θα τους κρίνουν οι επόμενες γενιές, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Το μόνο πάτημα που του έχει μείνει για να κάνει τ’ όνειρό του πραγματικότητα είν’ η επίσημη θέση ότι η επιβολή τού κράτους στη δικαιοσύνη είν’ αδιαμφισβήτητη και πάν’ απ’ όλα αλάνθαστη. Έτσι, αφού θα πει τα πράγματα όπως είναι, γιατί να μην τον υποστηρίξει το ανώτατο όργανο τής χώρας πού ’ναι το ίδιο το κράτος;
Άρα, ο Σιματσιανός γυρεύει να δοξαστεί χωρίς να προδώσει τις αρχές του και τις πεποιθήσεις του και πάν’ απ’ όλα χωρίς να κινδυνέψει να χάσει τη ζωή του· κι αφού έχει πειστεί ότι τον καταλυτικό ρόλο στη διατήρηση τής τάξης και της δικαιοσύνης έχει αποκλειστικά και μόνον το κράτος, μόνον κοντά στο κράτος (άρα και μέσα στην αυλή) κι υπό τ’ αυστηρά πλην δίκαια βλέμματά του θα πετύχει να χωρέσει δύο μεγάλα και βαριά καρπούζια κάτ’ απ’ την ίδια μασχάλη!
⁂
Πνιγμένος μέσα σ’ εκατομμύρια φύλλα μπαμπού, χάρτες, νομικούς κώδικες, αυτοκρατορικά διατάγματα και σ’ ό,τι άλλο γραφειοκρατικό έγγραφο ο Σιματσιανος έμεινε για αρκετά χρόνια στη θέση τού κατώτατου γραφέα, παλεύοντας με τα διλήμματά του. Όταν ήρθε η ώρα να προαχθεί στη θέση τού ανώτατου γραφέα, λόγω ηλικίας βέβαια κι όχι λόγω έκτακτων ικανοτήτων, περιέργως αισθάνθηκε ότι τα ίδια διλήμματα θα τον ακολουθούν και στη νέα του θέση, ότι ο χρόνος του θα ξοδεύεται σε διοικητικές ή οργανωτικές και μόνον εργασίες και περιθώρια για ν’ ασχοληθεί με τη συγγραφή τής μεγάλης ιστορίας δεν θα υπάρχουν. Βρήκε, όμως, το σθένος ν’ απομακρύνει τέτοιου είδους προαισθήματα που του χάλαγαν τη διάθεση και προσποιηθήκε στον εαυτό του ότι η προαγωγή του μόνον σωτήρια θά ’ναι αφού θα τον απαλλάξει από εκείνο το κονκλάβιο των κωλόγερων, που απαρτίζει το κάθε τοπικό συμβούλιο, καθώς επίσης κι απ’ τον πελώριο κυκεώνα των εγγράφων.
Το γραφείο τού Σιματσιανού είναι στην καρδιά τής αυτοκρατορικής αυλής, κοντά στο παλάτι και πίσ’ απ’ τη μεγάλη βασιλική βιβλιοθήκη και διαφέρει σε πολλά απ’ τον χώρο εργασίας που τού ’χε παραχωρηθεί στο χωριό του: Ένα ήσυχο δωμάτιο, περικυκλωμενο από κήπους εύοσμου όσμανθου και μανόλιας κι οπωρώνες, χωρίς ίχνος εγγράφων και ραφιών παρά μόνον μ’ ένα μεγάλο γραφείο με συρτάρια, μια ψάθινη αναπαυτική καρέκλα πίσ’ απ’ αυτό και μια γραφίδα δίπλα σ’ ένα μελανοδοχείο, τοποθετημένα στην άκρη τού επίπλου. Ο χώρος ειναι καθαρός, ευήλιος κι η αναζωογονητική μυρωδιά απ’ τους κήπους γεμίζει με αισιοδοξία τον Σιματσιανό για το επαγγελματικό του μέλλον. Σκέφτεται ότι με τη βιβλιοθήκη τόσο κοντά στο γραφείο του δεν πρόκειται να αποσπαστεί ο νους του ποτέ απ’ τη συγγραφή τής μεγάλης ιστορίας και την έρευνα των σχετικών ιστορικών της αρχείων.
Αυτή όμως η όμορφη αίσθηση κρατάει για λίγο γιατί σύντομα διαπιστώνει ότι το γραφείο τούτο δεν είν’ ο καθαυτό χώρος εργασίας του. Τις επόμενες μέρες τής ζωής του μέχρι να συνταξιοδοτηθεί θα τις περνάει στα υπόγεια τού παλατιού εκεί όπου μαζί μ’ άλλους ανώτατους γραφείς κι αξιωματούχους θ’ ασχοληθεί με την τεκμηρίωση των κρατικών υποθέσεων και των βασιλικών συναλλαγών!
Τα υπόγεια αυτά αποτελούν ένα νευραλγικό σημείο όλης της αυτοκρατορίας γιατί εδώ φυλάσσονται τα αυτοκρατορικά διατάγματα, οι επίσημες κυβερνητικές εκθέσεις και τα υπομνήματα, οι χάρτες κι οι νόμοι τού κράτους. Σε ξεχωριστές αίθουσες αρχειοθετούνται οι εκθέσεις κάθε ετήσιας απογραφής από τότε που υπάρχει αυτό το κράτος, δηλαδή όλα εκείνα τα έγγραφα τα οποία πάσχιζε να διεκπεραιώσει ο Σιματσιανός όταν δούλευε ως κατώτατος γραφέας! Στο άκουσμα αυτής της πληροφορίας αναστατώνεται γιατί πιστεύει ότι αν τον τοποθετήσουν στο αρχείο των εκθέσεων θα πρέπει να κάνει τα ίδια πράγματα που έκανε και στο χωριό του κι αυτό είναι κάτι που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφύγει.
Ευτυχώς, η διαταγή τού αυτοκράτορα τον ευνοεί κάπως γιατί τον τοποθετεί υπεύθυνο γραφέα τού ημερολογίου τής αυλής και αντιγραφέα τής τελικής έκθεσης ετήσιας απογραφής, δηλαδή εκείνου του καταληκτικού τής όλης απογραφής εγγράφου που παραδίδεται στον αυτοκράτορα πριν εγκριθεί επίσημα κι υπογραφεί απ’ αυτόν.
Το περιβάλλον κι η επικρατούσα ατμοσφαίρα των υπογείων δεν προδιαθέτει κανέναν θετικά, πόσω μάλλον τον Σιματσιανό που περίμενε ότι το ευάερο κι ευήλιο γραφείο των οπωρώνων και του όσμανθου θά ’ταν ο χώρος εργασίας του. Τα υπόγεια τού παλατιού είναι σκοτεινά και μόνον στα σημεία που υπάρχουν αναμμένοι πυρσοί μπορεί κάποιος να δει τι βρίσκεται εκεί γύρω.
Τα γραφεία των Μεγάλων Γραφέων δεν είναι τίποτ’ άλλο από μικροί ξύλινοι θάλαμοι, ερμητικά κλειστοί από παντού, μέσα στους οποίους χωράει ίσα-ίσα ένα στενό γραφείο και μια μικρή καρέκλα. Οι θάλαμοι, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, σε μια απόσταση ενός μέτρου ακριβώς, σχηματίζουν δέκα σειρές που η καθεμιά έχει μήκος πενήντα μέτρα. Η κάθε σειρά απέχει απ’ την άλλη ένα μέτρο κι ο διάδρομος που σχηματίζεται μεταξύ των σειρών χωράει μόνον ένα άτομο για να περάσει –να σημειώσω ότι ο κάθε γραφέας κάθεται στον θάλαμό του με πλάτη πάντα προς αυτόν τον διάδρομο και το μόνο πράγμα που μπορεί να δει, όσο δουλεύει, είναι τα ξύλινα τοιχώματα που τον περιβάλλουν και φυσικά το γραφείο με τα έγγραφα.
Όσοι ώρα οι γραφείς είναι σκυμμένοι παν’ απ’ τα έγγραφα ένας επιστάτης, για κάθε διάδρομο, περνάει μπροστά απ’ τους θαλάμους κι ελέγχει εάν οι γραφείς είναι συγκεντρωμένοι στη δουλειά τους. Στην περίπτωση εκείνη που ο επιστάτης, κοιτώντας απ’ το μικρό παράθυρο που διαθέτει η θύρα τού κάθε θαλάμου, διαπιστώσει ότι κάποιος γραφέας χαζεύει, ανοίγει βιαστικά την θύρα και τον επαναφέρει στο καθήκον του, χτυπώντας τον ελαφρά με μια μακριά βίτσα στην πλάτη, και ταυτόχρονα με ύφος απότομο τον επιπλήττει.
Όταν δύο γραφείς θελήσουν να διασχίσουν τον διάδρομο ταυτόχρονα, θα πρέπει ο ένας υποχρεωτικά να ξαναμπεί στον θάλαμό του και να περιμένει μέχρι να διασχίσει όλο τον διάδρομο ο άλλος. Αυτό γίνεται για να μην επικρατήσει συνωστισμός στους διαδρόμους κι άρα φασαρία, πράγμα τ’ οποίο μπορεί ν’ αποσυντονίσει τους γραφείς κι έτσι να γίνουν σοβαρά λάθη κατά τη διάρκεια των καταγραφών. Όμως αυτό είν’ απλώς ένα πρόσχημα. Ο πραγματικός λόγος αυτής της τακτικής είν’ η διατήρηση τής τάξης και της πειθαρχίας των γραφέων όση ώρα βρίσκονται στα υπόγεια.
Οι αυλικοί γνωρίζουν καλά ότι η πειθαρχία πάνω στη δύσκολη δουλειά τής διατήρησης, οργάνωσης κι αρχειοθέτησης των εγγράφων εμπεδώνεται με την πειθαρχία στην όλη συμπεριφορά των υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης κανόνων κίνησης μέσα στα υπόγεια. Για παράδειγμα, υπάρχουν κανόνες που ορίζουν πόσοι γραφείς μπορούν ταυτόχρονα να ψαχουλεύουν τα ίδια ράφια των υπογείων, πόσοι μπορούν νά ’ναι όρθιοι την ίδια στιγμή και να μεταφέρουνε τις βαριές περγαμηνές μπαμπού από και προς τους θαλάμους τους, πόσες περγαμηνές επιτρέπεται να κουβαλήσει ο κάθε γραφέας, πώς πρέπει να πιάνουν τις περγαμηνές και πώς να τις τοποθετούν στα ράφια, πόση ώρα μπορούν να μιλάνε μεταξύ τους οι γραφείς και ποιες ακριβώς στιγμές τής μέρας όσο βρίσκονται στα υπόγεια, με ποια σειρά θα καθίσουν στους θαλάμους για να πιάσουν δουλειά και με ποια σειρά θα φύγουν απ’ τους θαλάμους όταν έρχεται η ώρα να σχολάσουν.
Όλες μα όλες αυτές οι ρυθμίσεις τής συμπεριφοράς των υπαλλήλων αποσκοπούν τελικά στην μεγαλύτερη αποδοτικότητά τους και στην κάθε λίγο και λιγάκι υπενθύμισή τους ότι η προαιώνια τακτική τής αυλής είναι να βεβαιώνεται κάθε φορά ότι δεν θα υπάρχουν παρεκκλίσεις και παρατράγουδα σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση όπως είναι η αυτοκρατορική γραφειοκρατία.
Ο κάθε γραφέας, επικεντρωμένος στην διεκπεραίωση και μόνον των εγγράφων πού ’χει απλωμένα στο στενό γραφειάκι του, δεν σηκώνει κεφάλι παρα μόνον για δύο λόγους: Για να μεταφέρει περγαμηνές από και προς τον θάλαμό του και για να διακόψει τη δουλειά του προκειμένου ν’ ακούσει τι του λέει μια φωνή που περνάει μέσ’ από πορσελάνινους σωλήνες. Η μια άκρη του κάθε σωλήνα εισχωρεί μέσα στον θάλαμο και φτάνει στο ύψος τής κεφαλής τού κάθε γραφέα ενώ η άλλη του άκρη καταλήγει στο ξύλινο ταβάνι, πάν’ ακριβώς απ’ τον εκάστοτε θάλαμο, που το διαπερνάει και φτάνει στο αμέσως επάνω πάτωμα.
Η φωνή αυτή δίνει εντολές στον κάθε γραφέα για το τι πρέπει να κάνει και πώς πρέπει να προχωράει στα καθήκοντά του κάθε φορά που ολοκληρώνεται μια συγκεκριμένη εργασία. Αυτό ανακοίνωσαν στον Σιματσιανό όταν αναρωτήθηκε τι ρόλο παίζουν αυτοί οι μακριοί πορσελάνινοι σωλήνες. Καμμιά όμως περαιτέρω πληροφορία επ’ αυτού δεν μπόρεσε να αποσπάσει από επίσημα χείλια.
Κατά τη διάρκεια τής μέρας η ησυχία που επικρατεί μέσα στα υπόγεια είναι νεκρική, ακόμα κι η παράξενη φωνή των πορσελάνινων σωλήνων δεν ακούγεται απ’ τους διπλανούς θαλάμους όσο κι αν προσπαθεί ο Σιματσιανός να τεντώσει τα αυτιά του και παρ’ όλη την εγγύτητά τους. Στην αρχή πίστεψε ότι δεν υπάρχει τέτοια φωνή κι ότι οι σωλήνες εξυπηρετούν κάποιον άλλο σκοπό. Να του είχαν πει ψέματα τότε;
Όσο περνούν οι μέρες η δουλειά γίνεται όλο και πιο εντατική κι η υπομονή του Σιματσιανού αρχίζει να δοκιμάζεται. Πότε θα επιστρέψει στο γραφείο του δίπλα στου κήπους έστω και για λίγες ώρες για να ξεκουραστεί και να σκεφτεί επιτέλους πώς θα ξεκινήσει τη μεγάλη του ιστορία; Θα βρει την ευκαιρία να επισκεφτεί την βασιλική βιβλιοθήκη με την πολύτιμη συλλογή της; Θα συνεχίσει για πολύ καιρό ακόμα να καταγράφει βαρετά κι ανούσια περιστατικά τής αυλής στο βασιλικό ημερολόγιο ή να καλλιγραφεί την ετήσια έκθεση απογραφής αντιγράφοντας τα τελικά αποτελέσματά της που προέκυψαν απ’ την συγχώνευση σε μικρές περιλήψεις όλων των εκατοντάδων χιλιάδων δεδομένων, προερχόμενων από κάθε μικρή γωνιά τής χώρας; Τελικά τι άλλαξε μ’ αυτή την πολυπόθητη προαγωγή; Τουλάχιστον στο χωριό ανάπνεε καθαρό αέρα ενώ εδώ είν’ υποχρεωμένος να πνίγεται μέσα στα μισοσκόταδα των υπογείων και στη σκόνη των στοιβαγμένων περγαμηνών ολημερίς της μέρας.
Όταν κάποτε ακούστηκε μια βαριά και βραχνιασμένη φωνή μέσ’ απ’ τον σωλήνα τού θαλάμου του, σάστισε γιατί δεν περίμενε ότι θα την άκουγε και ποτέ. Τού ζητούσε να ελέγξει κάποιο φύλλο απ’ το ημερολόγιο γιατί είχε κάνει λάθη σοβαρά που έπρεπε ανυπερθέτως να διορθωθούν.
Το βασιλικό ημερολόγιο, που αποτελείται από πολλές περγαμηνές –μικρούς τόμους– περιλαμβάνουσες τριάντα δύο φύλλα δεμένα μαζί με μια κλωστή από λινάρι, ήταν σε μόνιμη βάση πάνω στο γραφείο του, δίπλα ακριβώς απ’ το αναμμένο λυχνάρι τού θαλάμου και μόνον στο τέλος τής μέρας, λίγο πριν σχολάσει, τό ’βαζε μέσα σ’ ένα όμορφα σκαλισμένο κουτί από μπαμπού, σηκωνόταν απ’ το γραφείο του κι αφού είχε βεβαιωθεί ότι έχει έρθει η σειρά του ν’ απομακρυνθεί απ’ τον θάλαμο, πήγαινε με σταθερό βλέμμα και χωρίς να κοιτάζει γύρω του στο τέλος τού διαδρόμου και τοποθετούσε το κουτί σε μια μεταλλική θήκη την οποία, ευθύς αμέσως μετά τη τοποθέτηση τού κουτιού, ένα σχοινί τραβούσε προς τα πάνω και περνώντας από ’να άνοιγμα στο ταβάνι ίσο με το μέγεθος τής θήκης, έφτανε στον αμέσως από πάνω όροφο.
Λάθη; Μα ποια λάθη ήταν αυτά στα οποία αναφερόταν η φωνή; Ήταν λάθη ύφους, λάθη αισθητικής, ή λάθη νοήματος; Δεν υπήρξε καμμιά διευκρίνιση από μέρους της όπως δεν υπήρχε διευκρίνιση σε ποια σελίδα βρισκόντουσαν αυτά τα περιβόητα λάθη. Ο Σιματσιανός δεν ήταν συνηθισμένος σε λάθη κι η πολύχρονη εμπειρία του ακόμα και σε δύσκολους τύπους ιερατικής γραφής δεν του επέτρεπε λάθη. Εξάλλου, πριν παραδώσει το ημερολόγιο στο τέλος τής μέρας έκανε εξονυχιστικό έλεγχο στα γραφόμενα, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε και λόγος για έναν τέτοιο έλεγχο. Είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση ως γραφέας κι όμως θα έμπαινε σε διπλό κόπο για να ελέγξει τη δουλειά του.
Ο Σιματσιανός καταλαβαίνει αμέσως τις δυσκολίες εντοπισμού τού λάθους: Όχι μόνον δεν τού ’χε υποδείξει η φωνή ποια σελίδα έπρεπε να κοιτάξει αλλά δεν του προσδιόριζε κιόλας την στήλη στην οποία όφειλε να επικεντρώσει την προσοχή του.
Επιπλέον, το κάθε φύλλο αποτελείται από πολλές στήλες μικροσκοπικών ιδεογραμμάτων κι εύκολα ένας γραφέας μπορεί να προσπεράσει χαραχτήρες ή να μπερδέψει τις στήλες εάν δεν περάσει το βλέμμα του αργά και με προσοχή παν’ από κάθε στήλη και κάθε σχήμα –μια διαδικασία επίπονη για τα μάτια.
Με φανερή την ανησυχία στο πρόσωπό του και με χέρια να τρέμουν ελαφρώς, άνοιξε το ημερολόγιο κι οι σελίδες αμέσως κατέλαβαν όλη την επιφάνεια τού μικρού γραφείου. Αποφασίζει να ξαναδιαβάσει με μεγάλη προσοχή όλες τις στήλες απ’ την αρχή περνώντας αργά και σταθερά τ’ αναμμένο λυχνάρι πάν’ απ’ τον κάθε χαραχτήρα.
Στιγμιαία σκέφτηκε ότι αν έχει γίνει πράγματι λάθος θα πρέπει ν’ αναλάβει τις ευθύνες του και σίγουρα θα τό ’κανε γιατί δεν υπήρξε και ποτέ ευθυνόφοβος πάνω στη δουλειά, εν αντιθέσει μ’ όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις τής ζωής του για τις οποίες απέφευγε να επωμίζεται και τις ευθύνες που του αναλογούσαν.
Θα υπάρξει και κάποια τιμωρία; Αναρωτιέται. Κι αν ναι, ποια θά ’ναι αυτή; Εδώ στα υψηλά κλιμάκια όπου εργάζεται ίσως νά ’ναι δύσκολο ν’ αποφύγει την όποια ποινή αποφασίσουν οι ανώτεροί του. Το χωριό του βρισκόταν μακριά από την κεντρική εξουσία και τον αυτοκράτορα κι ήταν πιο δύσκολο να ελεγχθεί η όποια παρατυπία και να υπάρξει διαφάνεια στους μηχανισμούς έρευνας κι εντοπισμού λαθών. Μέσα στο παλάτι, όμως; Σίγουρα θά ’χουν ακούσει όλοι οι αυλικοί πόσο έξυπνος και πόσο έξοχος στην τέχνη τής καλλιγραφίας είναι αλλά του λείπουν οι διασυνδέσεις όπως του έλειπαν όσο ζούσε στο χωριό του κι έτσι θά ’ναι δύσκολο ως αδύνατο ν’ αποφύγει και την όποια τιμωρία.
Τέτοιους συλλογισμούς κάνει μέχρι ν’ αρχίσει να ξαναδιαβάζει όλο το κείμενο· μα νιώθει κουρασμένος γιατί η σημερινή μέρα ήταν γεμάτη με δύσκολα διοικητικά καθήκοντα που τον εξάντλησαν. Όμως, ξαναφέρνει στον νου το επιτακτικό ύφος τής φωνής και πιέζει για μια ακόμα φορά τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο επαχθές καθήκον τής διόρθωσης.
Μετά από πολλές ώρες επίπονου ελέγχου φτάνει σ’ ένα φύλλο όπου διαπιστώνει ότι πέντε ιδεογράμματα είν’ ελαφρώς ξεθωριασμένα και στις άκρες τους τελείως αχνά. Αυτό τον προβληματίζει προς στιγμή γιατί δεν θυμάται να παρέδωσε τα φύλλα με τις καταγραφές τής ημέρας σε τέτοια κατάσταση. Έπειτα, όταν έκανε τον έλεγχο, πριν τα παραδώσει, δεν υπήρχαν τέτοιοι αχνοί χαραχτήρες πάνω στην τραχιά επιφάνεια τού μπαμπού. Ίσως η μνήμη του να του παίζει περίεργα παιχνίδια και πράγματι να του διέφυγε η αχνάδα στο συγκεκριμένο σημείο τού φύλλου.
Πιάνει τη γραφίδα και με προσοχή τη βουτάει στο μελανοδοχείο προκειμένου οι τριχίτσες της να συγκρατήσουν την ποσότητα μελανιού που απαιτείται για μια τόσο λεπτή δουλειά. Καθώς περνάει το μαύρο μελάνι πάν’ απ’ τους χαραχτήρες προσέχει ιδιαίτερα την πίεση, την κλίση και την κατεύθυνση τής γραφίδας για να δώσει την ίδια πυκνότητα γραμμών σ’ όλους τους αχνούς χαραχτήρες. Ο Σιματσιανός έχει άψογο έλεγχο πάνω στη γραφίδα και τον καρπό τού χεριού του και σύντομα το λάθος θα διορθωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από έναν γραφέα που ξέρει ν’ ακολουθεί την καρδιά του κατά τη διάρκεια τού γραψίματος.
Αφού ολοκληρώνει τις διορθώσεις πλησιάζει τ’ αναμμένο λυχνάρι στο διορθωμένο τμήμα τού φύλλου για να ελέγξει καλύτερα τ’ αποτέλεσμα αυτής της λεπτής δουλειάς. Με έκπληξη διαπιστώνει ότι το σημείο που διόρθωνε είχε ξυστεί από κάποιον. Αμέσως περνάει η σκέψη απ’ το μυαλό του ότι αυτό είναι ύποπτο γιατί ο ίδιος δεν είχε ξύσει κανένα σημείο τού φύλλου· άρα κάποιος άλλος τό ’χε κάνει και πάνω στους σβησμένους χαραχτήρες έγραψε καινούργιους· γι’ αυτό κι οι καινούργιοι χαραχτήρες έχουν αυτή την αχνάδα: Γράφτηκαν ως φαίνεται βιαστικά! Αλλά γιατί να συνέβη αυτό; Ο μόνος που μπορεί να κάνει τέτοιες αλλαγές είν’ ο ίδιος και μόνον στην περίπτωση που διαπιστώσει σοβαρό λάθος.
Ο Σιματσιανός ξαναδιαβάζει το συγκεκριμένο φύλλο γιατί υποψιάζεται τώρα ότι υπάρχει κάποια αλλοίωση στο νόημα. Μια αλλοίωση που τελικώς έγινε προκειμένου να συγκαλυφτεί κάτι που ο ίδιος είχε γράψει αρχικά και δεν έπρεπε να υπάρχει σε γραπτή μορφή στο επίσημο ημερολόγιο τού βασιλιά.
Πριν από μια εβδομάδα ακριβώς ο γιός τού αυτοκράτορα είχε ασελγήσει εις βάρος μιας θεραπαινίδας τού παλατιού κι αυτή απ’ την ντροπή της αυτοκτόνησε. Ο Σιματσιανός θεώρησε δέον να καταγράψει στο ημερολόγιο αυτή την ανάρμοστη συμπεριφορά του χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του ότι μια τέτοια αποκάλυψη θα εξέθετε τον κύκλο τού αυτοκράτορα και θα προκαλούσε μέγα σκάνδαλο, ίσως να οδηγούσε ακόμα και στην παραίτηση τού βασιλιά. Δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή ότι ένας γραφέας που γράφει τα πράγματα με τ’ όνομά τους μπορεί να πέσει σε δυσμένεια μέσα σε μια νύχτα και να μαστιγωθεί την επόμενη ή στην χειρότερη περίπτωση να εκτελεστεί.
Ο Σιματσιανός θέλει να κάνει την δουλειά του με ευσυνειδησία γιατί πιστεύει ότι άνθρωποι με το δικό του κύρος και το λαμπρό του μέλλον θα βρίσκονται συνέχεια στο απυρόβλητο. Έπειτα, στην άψογη δουλειά του στην τήρηση των αρχείων, συμπεριλαμβανομένου και του ημερολογίου, καθρεφτίζεται η αυτοκρατορική αυθεντία κι ο υψηλός βαθμός τελειότητας τής γραφειοκρατίας τής χώρας. Γιατί λοιπόν να τον πειράξει κάποιος;
Το γεγονός ότι πέρασε μια βδομάδα και δεν τιμωρήθηκε μέχρι τώρα ίσως να επιβεβαιώνει αυτή του την πίστη που είναι περσότερο ένας ευσεβής πόθος, μια επιθυμία του πώς θά ’θελε να λειτουργεί η διοίκηση και γενικότερα ο κόσμος όλος. Μ’ ακόμα κι αν δεν πρόλαβε κανείς να δει τούτη την ειλικρινή καταγραφή στο ημερολόγιο, αυτός που, τελικά, την εντόπισε και την αλλοίωσε δεν θα μπορούσε να ενημερώσει τον αυτοκράτορα και την επόμενη μέρα αυτός να διατάξει την τιμωρία τού Σιματσιανού; Επομένως, γιατί να μην μαρτυρήσει την αλήθεια άμεσα στον αυτοκράτορα ο άγνωστος διορθωτής τού ημερολογίου; Και ποιος μπορεί νά ’ναι αυτός;
Ερωτήματα που βασανίζουν τον Σιματσιανό τόσο πολύ που δεν ακούει εκείνη τη στιγμή την φωνή να διαπερνάει τον σωλήνα και να τρυπάει τ’ αυτιά του ζητώντας του μ’ έντονο ύφος ν’ ανέβει πάραυτα στον επάνω όροφο.
Όταν επανέρχεται στην πραγματικότητα θυμάται ότι κάποιος του φώναζε μέσα στ’ αυτί αλλά δεν συγκράτησε τι του έλεγε, έτσι βυθισμένος όπως ήταν στις σκέψεις του.
Μια έντονη ανησυχία τον καταβάλλει και το μέτωπό του άρχιζει να ιδρώνει γιατί στα κελεύσματα τής φωνής ο κάθε γραφέας πρέπει ν’ ανταποκρίνεται άμεσα. Τι να κάνει τώρα; Έχει τελειώσει με την διόρθωση αλλά οφείλει να προχωρήσει σ’ αυτό που του ζήτησε η φωνή. Ποιο ήταν όμως αυτό; Σκέφτεται να ρωτήσει τον διπλανό του γραφέα αλλά εν ώρα εργασίας απαγορεύεται η κουβέντα.
Κάνει να σηκωθεί για να πάει με δική του πρωτοβουλία στον επάνω όροφο και να ξεδιαλύνει την κατάσταση αλλ’ κι αυτό απαγορεύεται ρητά. Εκείνη τη στιγμή ένα χέρι πέφτει πάνω στον δεξί του ώμο με δύναμη και τον κρατάει σφιχτά. Ο Σιματσιανός γυρίζει και βλέπει τον επιστάτη τού διαδρόμου να τον κοιτάζει αγριεμένα. «Δεν άκουσες το κάλεσμα; Έχει περάσει τόση ώρα κι εσύ κάθεσαι ακόμα εδώ; Τι περιμένεις; Πάρε μαζί σου το ημερολόγιο κι ακολούθα με».
Ο Σιματσιανός χωρίς ν’ αντιδράσει και μ’ έκδηλο το αίσθημα πόνου στο πρόσωπό του απ’ την σφιχτή λαβή σηκώνεται και τον ακολουθεί τρίβοντας με τ’ αριστερό του χέρι τον δεξί ώμο για ν’ απαλύνει κάπως τον πόνο.
Φτάνοντας στο τέλος τού διαδρόμου κατευθύνονται προς μια ξύλινη σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο. Ο επιστάτης παραμένει σιωπηλός όση ώρα ανεβαίνουν τη σκάλα κι ο Σιματσιανός σκέφτεται να τόν ρωτήσει πού πάνε, αλλά όλο αναβάλλει γιατί τον έχει καταλάβει τώρα ο φόβος. Για να του ζητήσει να πάρει μαζί του το ημερολόγιο σίγουρα κάποιος ανώτερός του θέλει να τον τιμωρήσει γι’ αυτή του την ειλικρίνεια να καταγράψει το περιστατικό με τον γιο τού αυτοκράτορα. Άρα ήρθε η ώρα τής τιμωρίας του, έστω και καθυστερημένα!
Το ανέβασμα τής σκάλας κρατάει αρκετή ώρα κι αυτό παραξενεύει τον Σιματσιανό γιατί υποτίθεται ότι πάνε στον αμέσως από πάνω όροφο κι επομένως δεν μπορεί να διαρκεί τόσο πολύ η ανάβαση. Ίσως τελικά να πηγαίνουν σε κάποιον άλλο όροφο τού κτηρίου αλλά δεν μπορεί να το εξακριβώσει γιατί επικρατεί απόλυτο σκοτάδι στη σκάλα και αδυνατεί να δει αν υπάρχουν είσοδοι σ’ άλλους ορόφους –χώρια που δεν θυμάται να υπάρχουν κι άλλοι όροφοι σ’ αυτό το κτήριο!
Ο Σιματσιανός ξανακάνει τη σκέψη να ρωτήσει τον επιστάτη πού τον οδηγεί και γιατί αργούν τόσο. Του περνάει κι η ιδέα να τον παρακαλέσει να τον αφήσει να επιστρέψει στο γραφείο του γιατί φοβάται ότι δεν θα του βγει σε καλό αυτή η ξαφνική διακοπή τής δουλειάς του από κάποιον ανώτερό του.
Επειδή δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια την απόσταση που απέχει απ’ τον προπορευόμενο επιστάτη, κάποια στιγμή λόγω μεγαλύτερης ταχύτητας ανάβασης τού κλιμακοστάσιου εκ μέρους τού Σιματσιανού, το σώμα του τον ακουμπάει μ’ ορμή κι αυτός σκοντάφτει και πέφτει πάνω στη σκάλα. «Πρόσεχε ανόητε!» του φωνάζει αγριεμένα. «Με συγχωρείτε αλλά δεν βλέπω τίποτα εδώ μέσα, έχει τόσο πυκνό σκοτάδι» και πάει να τον πιάσει απ’ όπου βρει για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Όμως, απλώνοντας τα χέρια δεν μπορεί νά ’ρθει σε επαφή μαζί του όσο κι αν ψαχουλεύει στον αέρα. Περιέργως δεν ακούγεται τίποτα κι ο Σιματσιανός τον ρωτάει, «Είστε καλά; Δεν μπορώ να δω πού είστε. Βρισκέστε εδώ;» Καμμία απόκριση δεν έρχεται απ’ τον επιστάτη. Αίφνης, ακούει τη φωνή του να βγαίνει ακριβώς από πίσω του!, «Δεν βλέπεις ότι φτάσαμε; Τι περιμένεις; Έχω κι άλλες δουλειές να κάνω! Προχώρα!» Ο Σιματσιανός σηκώνει το κεφάλι και βλέπει έν’ αμυδρό φώς να μπαίνει από μια χαραμάδα στην κορφή τής σκάλας.
Εκεί υπάρχει μια κλειστή πόρτα. Ο Σιματσιανός γυρίζει προς τον επιστάτη ο οποίος μ’ αυστηρό ύφος τον κοιτάζει για λίγη ώρα, κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να διαπιστώσει λόγω σκότους, κι ύστερα του λέει: «Ο Μέγας Λογοκριτής σε περιμένει! Πρόσεξε τι θα του πεις!»
Ο επιστάτης κατεβαίνει τα σκαλιά ψελλίζοντας κάτι κι ο Σιματσιανός βρίσκεται μόνος μέσα στο σκοτάδι μπροστά απ’ την κλειστή πόρτα. Τι να κάνει τώρα; Να χτυπήσει την πόρτα πριν μπει ή να μπει χωρίς να την χτυπήσει. Αρχικά διστάζει να κάνει και τα δύο και σκέφτεται να επιστρέψει στον θάλαμό του. Τελικά ανοίγει την πόρτα και πριν προλάβει να μπει, η ίδια φωνή τού σωλήνα τού ζητάει αγριεμένα να την ξανακλείσει, να την χτυπήσει τρεις φορές και να περιμένει!
Ο Σιματσιανός υπακούει κι αφού χτυπήσει την πόρτα τρεις φορές, περιμένει έτσι όπως ακριβώς του ζητήθηκε. Τώρα ακούει τη φωνή να δίνει εντολές σε κάποιον απ’ τους γραφείς, προφανώς μιλώντας μέσ’ απ’ τους σωλήνες. Επομένως, σύντομα θ’ μάθει σε ποιόν ανήκει αυτή η φωνή.
Ο τίτλος τού Μεγάλου Λογοκριτή, στον οποίο αναφέρθηκε ο επιστάτης προηγουμένως, δεν του λέει και κάτι. Μάλλον θά ’ναι κάποιος προϊστάμενός του, υπεύθυνος για την ποιότητα τής δουλειάς του. Αλλά γιατί λογοκριτής; Είναι δηλαδή αρμόδιος νά ’χει άποψη για όλα όσα γράφονται απ’ τους ανώτατους γραφείς τής αυλής; Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε αυτός θά ’ναι πού ’κανε τις διορθώσει στο ημερολόγιο και τώρα ίσως να του ζητήσει εξηγήσεις γι’ αυτήν του την αυθάδεια να καταγράψει ένα τέτοιο σκανδαλώδες περιστατικό.
Αυτές οι σκέψεις τον μουδιάζουν ολόκληρο. Αλλά πάλι είναι δυνατόν να υπάρχει λογοκριτής στο παλάτι; Δεν έχει εμπιστοσύνη ο αυτοκράτορας στους ανώτατους γραφείς του και παν’ απ’ όλα δεν επιθυμεί διαφάνεια σ’ όλες τις υποθέσεις τού κράτους και της αυλής; Τα λάθη των ηγεμόνων και των ανώτατων αξιωματούχων δεν πρέπει να καταγράφονται για να ξέρουν οι μεταγενέστεροι τι πρέπει να αποφεύγουν ώστε να μην βρεθούν κι οι ίδιοι στην ίδια θέση κάποτε; Τι είδους ημερολόγιο είν’ αυτό που θα λέει ψέματα και δεν θ’ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στις ανάρμοστες συμπεριφορές; Ένα σωρό ερωτήματα κατακλύζουν ξανά το μυαλό τού Σιματσιανού. Σαν να θέλει να πειστεί ότι έπραξε το σωστό κι ότι όλη η πραγματικότητα τού παλατιού οφείλει να προσαρμοστεί στο αίσθημα δικαίου που τον διακατείχε από πάντα.
«Τώρα μπορείς να περάσεις», λέει η φωνή από μέσα κι ο Σιματσιανός μ’ αφόρητη αγωνία ανοίγει την πόρτα και περνάει μέσα στην μακριά και στενόμακρη αίθουσα που θυμίζει περσότερο διάδρομο. Κατά μήκος κι εκατέρωθεν αυτού του «διαδρόμου», δίπλα στους ξύλινους τοίχους του, ξεπροβάλλουν απ’ το πάτωμα, ξύλινο κι αυτό, τόσοι σωλήνες όσοι είναι κι οι γραφείς τού κάτω ορόφου κι η κάθε άκρη τους φτάνει στο ύψος της μέσης του!
Ακριβώς πάν’ από κάθε σωλήνα υπάρχει μια μικρή ξύλινη επιγραφή μ’ έναν αριθμό χαραγμένο πάνω της που αντιστοιχεί στον αριθμό τού κάθε θαλάμου. Ανά τακτά διαστήματα μεγάλα λυχνάρια κρεμασμένα στους τοίχους φωτίζουν αμυδρά τον χώρο και στο τέλος τού δωματίου αυτού υπάρχουν δύο πυρσοί τοποθετημένοι ο ένας αριστερά κι ο άλλος δεξιά απ’ το γραφείο στ’ οποίο κάθεται ο Μέγας Λογοκριτής.
Ο Σιματσιανός κάνει μερικά βήματα για να πλησιάσει το γραφείο και να δει καλύτερα το πρόσωπο τού Μεγάλου Λογοκριτή αλλά η απόσταση είναι τόσο μεγάλη που δεν του επιτρέπει κάτι τέτοιο. Όταν επιχειρεί να πλησιάσει κι άλλο ένας αξιωματούχος εμφανίζεται απ’ τη μεριά τού Μεγάλου Λογοκριτή και κατευθύνεται γοργά προς το μέρος του. Ο Σιματσιανός σταματάει και τον κοιτάζει να πλησιάζει μ’ έντονες κινήσεις. Του φαίνεται ότι έρχεται να τον χτυπήσει, ίσως γιατί τόλμησε να κινηθεί απ’ τη θέση του αφότου άνοιξε την πόρτα τού δωματίου.
Κάνει ένα–δυό βήματα πίσω και τού ’ρχεται να στρίψει την πλάτη του και να φύγει αλλά στο μεταξύ τον έχει πλησιάσει ο αξιωματούχος που αρχίζει να σηκώνει το δεξί του χέρι αργά και με σταθερή ταχύτητα. Ο Σιματσιανός πιστεύει προς στιγμήν ότι σκοπεύει να τον χτυπήσει και βάζει τα δύο του χέρια μπροστά απ’ το πρόσωπό του. Ο αξιωματούχος του προτείνει ήρεμα το χέρι του ζητώντας του ν’ ακουμπήσει στην παλάμη το ημερολόγιο!
Ο Σιματσιανός κατεβάζει τα χέρια και βγάζει άρον-άρον απ’ τη πέτσινη τσάντα, πού ’χει κρεμασμένη στον ώμο, το ημερολόγιο και το παραδίδει στον αξιωματούχο ο οποίος τον κοιτάζει θυμωμένος λέγοντας του να μην κάνει βήμα από ’κεί πού ’ναι και να περιμένει μέχρι να του απευθύνει τον λόγο ο Μέγας Λογοκριτής.
Απομακρύνεται από κοντά του με την ίδια ταχύτητα που τον πλησίασε και κατευθύνεται προς τον Μεγάλο Λογοκριτή ο οποίος όση ώρα συμβαίνουν όλα αυτά κάθεται ατάραχος στο γραφείο του κι αναμένει το ημερολόγιο.
Με την ίδια αταραξία παραλαμβάνει το ημερολόγιο απ’ τον αξιωματούχο που αφού παραδώσει την περγαμηνή κάνει μια υπόκλιση, διάρκειας ενός ακριβώς λεπτού, ωσότου ν’ ακουμπήσει η μακριά και καμπουρωτή σαν μελιτζάνα μύτη του τα νύχια των ποδιών του και χάνεται στο σκοτάδι πίσ’ απ’ το γραφείο τού Λογοκριτή. Αυτός αφού περιεργαστεί με προσοχή την περγαμηνή, την ακουμπάει στο γραφείο του κι αρχίζει να γυρίζει αργά με το δεξί του χέρι τα φύλλα μπαμπού ρίχνοντας βιαστικές ματιές στα γραφόμενα, ενώ με τ’ αριστερό κρατάει μια μακριά γραφίδα.
Αφού ολοκληρώσει το ξεφύλλισμα, ξεκινάει ένα καινούργιο ξεφύλλισμα αλλά πιο αργό απ’ το πρώτο κι αφού τελειώσει κι αυτό χτυπάει με δύναμη τις παλάμες του τρεις φορές και απ’ τα ίδια σκοτάδια, στα οποία χάθηκε ο αξιωματούχος ξεπροβάλλουν τώρα δέκα άλλοι αξιωματούχοι που περιτριγυρίζουν γρήγορα το γραφείο κι αθόρυβα σκύβουν όλοι μαζί και ταυτόχρονα πάν’ απ’ το ημερολόγιο.
Όση ώρα κρατάει αυτή η σύναξη ο Σιματσιανός προσπαθεί μ’ ανησυχία ν’ ακούσει τι λένε, όμως τόσο η απόσταση που τον χωρίζει απ’ το γραφείο όσο κι η εξαιρετικά χαμηλή ένταση των συζητήσεων μεταξύ των αξιωματούχων κάνει αδύνατη την παρακολούθηση εκ μέρους τού γραφέα των λεγομένων. Πού και πού ακούγεται ένας ψίθυρος που εναλλάσσεται με κάποιο βήξιμο κι ύστερα βαθιά σιωπή. Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται πολλές φορές με την ίδια σειρά χωρίς να παρεμβάλλεται κάποιος άλλος ήχος ή θόρυβος.
Όλοι οι αξιωματούχοι έχουν βυθιστεί στα φύλλα τού ημερολογίου ενώ ο Μέγας Λογοκριτής καλύπτεται πλήρως απ’ τα σώματά τους. Ο Σιματσιανός παραμένει όρθιος και σε στάση προσοχής μην μπορώντας να καταλάβει τι συμβαίνει αναμεταξύ τους. Σίγουρα θα συζητάνε για το επίμαχο σημείο τού ημερολογίου αλλά γιατί καθυστερούν τόσο; Πρέπει νά ’χουν περάσει τουλάχιστον τρεις ώρες απ’ την στιγμή που ξεκίνησε η διάσκεψή τους κι ακόμα να του ανακοινώσουν κάτι. Αφού το πράγμα είναι ξεκάθαρο γιατί αργούν τόσο; Μήπως βρήκαν κι άλλα λάθη που ο ίδιος δεν μπόρεσε να εντοπίσει; Μα είναι ποτέ δυνατόν αυτό; Ίσως να γίνεται κάτι άλλο που δεν θέλουν ακόμα να του ανακοινώσουν μέχρι να σιγουρευτούν για την ορθότητα τής απόφασής τους.
Κάποια στιγμή παρατηρεί μια κινητικότητα στο βάθος τής αίθουσας. Τρεις αξιωματούχοι φεύγουν απ’ τη σύναξη και την θέση τους παίρνουν άλλοι τόσοι. Τέτοιες αλλαγές στη σύνθεση τής ομάδας αυτής των αξιωματούχων θα γίνουν κάμποσες φορές μέχρι να ολοκληρωθεί η συνάντηση, όμως ο Σιματσιανός δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν τα πρόσωπα που εναλλάσσονται είναι τα ίδια κάθε φορά ή διαφορετικά. Μπορεί να κάνουν διαλείμματα για να ξεκουραστούν και ν’ αντικαθίστανται από βοηθούς αυτών.
Ο Σιματσιανός αποφασίζει κάποια στιγμή να τους απευθύνει τον λόγο: «Μήπως μπορείτε να μου πείτε τι λέτε εκεί; Περιμένω όρθιος δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα και στο μεταξύ πρέπει να ολοκληρώσω τα ημερήσια καθήκοντά μου. Πείτε μου τουλάχιστον αν θα υπάρξει κάποια τιμωρία…» Στ’ άκουσμα τής λέξης τιμωρία όλοι οι αξιωματούχοι σηκώνουν τα κεφάλια τους και στρέφονται προς το μέρος του σταματώντας τη συζήτηση. Επικρατεί μια σιγή κι όση ώρα τον κοιτούν, χωρίς να κουνιούνται, ο Σιματσιανός νιώθει ότι τους έχει προσβάλλει με την απότομη συμπεριφορά του, ότι δεν έπρεπε να τους διακόψει. Θυμωμένοι απομακρύνονται ένας-ένας απ’ το γραφείο και κατευθύνονται προς το μέρος του. Φτάνοντας κοντά του σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω του και συνεχίζουν να τον κοιτάνε με ύφος βλοσυρό.
Ο Σιματσιανός συνοφρυώνεται και περιμένει ν’ ακούσει τι θα του πουν. Όμως κανείς τους δεν παίρνει τον λόγο κι όλοι τον κοιτούν με το ίδιο απαίσιο ύφος. Κάποια στιγμή ακούγεται η φωνή τού Μεγάλου Λογοκριτή απ’ το βάθος τής αίθουσας, «Εντάξει, μπορείτε και τώρα να του ανακοινώσετε την απόφασή μας. Ίσως θά ’πρεπε να τιμωρηθεί», στο σημείο αυτό ο Σιματσιανός ξεροκαταπίνει κι ετοιμάζεται ν’ ακούσει τα περί καταγραφής τού σκανδαλώδους περιστατικού με τον γιο τού βασιλιά, «που μας διέκοψε ενώ ήμασταν ακόμα στην αρχή των διαβουλεύσεων μας για την υπόθεσή του», συνέχισε ο Μέγας Λογοκριτής ανακουφίζοντας με τα λεγόμενα του κάπως τον Σιματσιανό που άλλα περίμενε ν’ ακούσει κι άλλα άκουσε, εν τέλει. «Πρέπει να γνωρίζεις ότι το ανώτατο συμβούλιο δεν διακόπτεται ποτέ κι από κανέναν, ούτε καν κι απ’ τον βασιλιά τον ίδιο! Εσύ όμως τόλμησες να το κάνεις και τώρα θα πρέπει ν’ αρχίσουμε ξανά απ’ την αρχή τις διαβουλεύσεις γιατί όπως καταλαβαίνεις χάθηκε ο ειρμός των πολύτιμων σκέψεων μας. Επομένως, οφείλεις να περιμένεις κι άλλο και μάλλον αυτό θα γίνει γιατί δεν θέλουμε να πάρουμε μια βιαστική απόφαση χωρίς να εξετάσουμε όλες τις παραμέτρους, χωρίς να ακούσουμε την γνώμη όλων των μελών τού ανώτατου συμβουλίου και φυσικά χωρίς να καταγραφούν οι απόψεις όλων των μερών. Πρόσεξε μόνον να μην μας ξαναδιακόψεις γιατί αυτό θα σημάνει την στέρηση μισθού για έναν τουλάχιστον μήνα. Εξυπακούεται ότι θα πρέπει να μείνεις εδώ μέχρι να τελειώσουμε γιατί σ’ αντίθετη περίπτωση θα χάσεις τη δουλειά σου. Όσο για τις εργασίες που άφησες στη μέση κι όφειλες να κάνεις αλλά εκ των πραγμάτων δεν μπορείς να τις ολοκληρώσεις αυτή τη στιγμή γιατί ήμασταν αναγκασμένοι εξαιτίας σου να σε καλέσουμε εδώ, θα τις κάνεις όταν τελειώσουμε εμείς και σου ανακοινώσουμε την απόφασή μας. Αυτό σημαίνει ότι ο όγκος αυτής της δουλειάς θά ’χει αυξηθεί κι άλλο μέχρι τότε αλλά επειδή γνωρίζουμε την εργατικότητά σου και την συνέπειά σου, είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρεις και μάλιστα αγόγγυστα. Έτσι δεν είναι;» Ο Σιματσιανός δεν ξέρει τι να πει και δεν βγάζει άχνα. «ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ;;;» επανέλαβε ο Μέγας Λογοκριτής μ’ έντονη φωνή κι ήταν η πρώτη φορά που βγήκε απ’ την αταραξία του κι ανέβασε τον τόνο απ’ την ώρα που μπήκε ο Σιματσιανός στην αίθουσα. «Ναι…Ναι!» απάντησε με τρεμάμενη φωνή. «ΔΕΝ Σ’ ΑΚΟΥΣΑ…ΕΤΣΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ;;;» επανέλαβε ο Μέγας Λογοκριτής φανερά συγχισμένος. «Μάλιστα! Έτσι είναι…» απάντησε με πιο δυνατή φωνή ο Σιματσιανός. «Κύριοι, τελικά δεν θα του ανακοινώσουμε τώρα την τιμωρία όπως προανήγγειλα στην αρχή· αντ’ αυτού πρέπει ν’ αποσυρθείτε ξανά στο βάθος τού διαδρόμου για να αρχίσουμε εκ νέου την διαβούλευση!»
Ένας-ένας οι αξιωματούχοι τραβήχτηκαν διακριτικά προς το τέλος τού «διαδρόμου» κι έσκυψαν ξανά πάνω απ’ το γραφείο τού Μεγάλου Λογοκριτή καλύπτοντάς τον με τα σώματά τους. Ο Σιματσιανός σάστισε μ’ αυτή την συμπεριφορά τους και παρέμεινε στη θέση του. Είχαν περάσει αρκετές ώρες απ’ την στιγμή που επισκέφτηκε τον Μέγα Λογοκριτή κι είχε αρχίσει να τον καταβάλει η κούραση και μετά από λίγο κι η πείνα. Όμως ύστερα απ’ τις απειλές του έπρεπε να κάνει υπομονή.
Τα πηγαινέλα των αξιωματούχων συνεχίστηκαν αδιαλείπτως το ίδιο κι οι ψίθυροι πάνω απ’ το γραφείο τού Λογοκριτή. Προέκυψε, μάλιστα, η ανάγκη κάποια στιγμή να μεταφερθεί κι ένα δεύτερο κι ύστερα ένα τρίτο γραφείο κι ένα τέταρτο γραφείο κοντά στο γραφείο τού Μεγάλου Λογοκριτή γιατί έπρεπε να καταγραφούν οι απόψεις των μελών τού συμβουλίου.
Μια ομάδα ανώτατων γραφέων στρογγυλοκάθισε στις καρέκλες μπροστά και δίπλα απ’ τα καινούργια γραφεία κι άρχισε να γράφει. Τα έγγραφα πέρναγαν απ’ τον έναν στον άλλο ξεκινώντας πάντα απ’ τον Μέγα Λογοκριτή και καταλήγοντας πάλι σ’ αυτόν. Οι αξιωματούχοι στεκόντουσαν πάν’ απ’ τους γραφείς· ο κάθε γραφέας είχε τον δικό του αξιωματούχο ο οποίος του υπαγόρευε κάτι με φωνή ψιθυριστή. Πού και πού κάποιος αξιωματούχος αναγκαζόταν να χτυπήσει στο κεφάλι τον γραφέα του με μια κίνηση κοφτή και γρήγορη της παλάμης τού δεξιού του χεριού και αφού τον κοίταζε μ’ άγριο βλέμμα τού υποδείκνυε με τον δείχτη τού αριστερού του χεριού κάτι πάνω στο έγγραφο. Τότε ο γραφέας τον κοιτούσε αγανακτισμένος κι ύστερα έσκυβε πάνω στ’ απλωμένα φύλλα που είχε μπροστά του για να ξύσει το υποδεικνυόμενο σημείο.
Κάθε μια ώρα περίπου όλοι οι γραφείς φεύγανε παίρνοντας μαζί τους τις περγαμηνές κι οι αξιωματούχοι μαζεύονταν ξανά πάν’ απ’ το γραφείο τού Μεγάλου Λογοκριτή για νέα διαβούλευση. Ύστερα από δύο ώρες νέοι γραφείς μπαίνανε στην αίθουσα κρατώντας τις περγαμηνές των προηγούμενων γραφέων κι έπιαναν δουλειά προσθέτοντας σ’ αυτές άλλες καινούργιες. Η ίδια διαδικασία συνεχίστηκε για περίπου άλλες πέντε φορές μέχρι που οι τελευταίοι γραφείς που μπήκαν στην αίθουσα δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν απ’ το πολύ βάρος άλλες περγαμηνές και τότε ο Μέγας Λογοκριτής μ’ ένα νεύμα έδιωξε όλο το συμβούλιο κι έμεινε μόνος του έχοντας απέναντί του τον εξαντλημένο πλέον Σιματσιανό.
«Αποφάσισα να τους ξεκουράσω για λίγο», αναφώνησε ο Μέγας Λογοκριτής κοιτώντας το ημερολόγιο πού ’χε μπροστά του, το οποίο δεν είχε μετακινηθεί απ’ τη θέση του ούτ’ ένα εκατοστό απ’ την ώρα που ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις. Μιλούσε αργά κι ήρεμα κουνώντας μόνον το στόμα του κι αποφεύγοντας επιμελώς να κάνει γκριμάτσες και χειρονομίες. «Αυτές οι γραφειοκρατικές εργασίες είν’ ατέρμονες, όπως ίσως γνωρίζεις, αλλά γι’ αυτό δεν είμαστε εδώ εμείς; Για να τις διεκπεραιώνουμε και να προχωράμε στις αμέσως επόμενες διατηρώντας την ίδια ζέση και το ίδιο κέφι για διεκπεραίωση που είχαμε κάθε προηγούμενη φορά. Αυτή η αφοσίωση των γραφέων μας είναι ανεκδιήγητη και φυσικά αντικατοπτρίζεται στ’ άψογα αρχεία τής αυλής μας, όσα έχουν διεκπεραιωθεί, όσα διεκπεραιώνονται κι όσα θα διεκπεραιωθούν στο μέλλον. Τελευταία, όμως,» ακούγοντας αυτό το όμως ο Σιματσιανός σαν να βγήκε κάπως απ’ το μούδιασμα τής πολύωρης ορθοστασίας· σκίρτησε ελαφρώς κι τέντωσε τον λαιμό του προς τη μεριά τού Μεγάλου Λογοκριτή, «διαπιστώνω κάποιες παρατυπίες που έρχονται δυστυχώς σ’ αντίθεση με τις παραδοσιακές αξίες των γραφέων μας. Σε καμμία περίπτωση δεν επιθυμούμε μια τέτοια αντίθεση, δεν θα θέλαμε ποτέ να δούμε να συγκρούονται οι ανάγκες τής αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας μας με τις παλιές αξίες. Να, όμως, που συμβαίνει και τούτο. Κι ήσουν εσύ αυτός που το προκάλεσε!» Ο Σιματσιανός στ’ άκουσμα αυτής της τελευταίας δήλωσης ξέχασε την κούρασή του, το μούδιασμά του, την πείνα του και ως δια μαγείας αναστηλώθηκε.
Ο Μέγας Λογοκριτής ξεφύλλιζε με σταθερό ρυθμό, όση ώρα μιλούσε, την περγαμηνή τού ημερολογίου χωρίς να σταματήσει σε καμμία απ’ τις σελίδες του. «Την ίδια άποψη έχει και το ανώτατο συμβούλιο, δηλαδή όλοι αυτοί οι κύριοι που πάσχιζαν τόση ώρα να βγάλουν μια ομόφωνη απόφαση αντί ν’ ασχολούνται μ’ άλλες πιο επείγουσες υποθέσεις τού παλατιού· και σε διαβεβαιώνω ότι υπάρχουν απείρως πιο κρίσιμες και πιο σημαντικές υποθέσεις από τούτη εδώ» και σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τον Σιματσιανό.
Ν’ αναφέρεται στην υπόθεση τού πρίγκιπα άραγε; Αν ναι, τότε η υπόθεση για την οποία με κάλεσαν ποια νά ’ναι; Αναρωτήθηκε από μέσα του μ’ αγωνία ο Σιματσιανός έχοντας τώρα μπερδευτεί απ’ τα λεγόμενα τού Μεγάλου Λογοκριτή. Ήθελε να πάρει τον λόγο για να ζητήσει διευκρινίσεις, να ξεδιαλύνει τα πράγματα κάπως γιατί όλη αυτή αναμονή κι η συνοδεύουσα ανησυχία τού έτρωγαν την ψυχή σαν σιχαμερό σκουλήκι.
«Μας έβαλες σε μεγάλους μπελάδες, εξαιτίας σου χάσαμε πολύτιμο χρόνο και σίγουρα κάποιες υποθέσεις πέρασαν σε δεύτερη μοίρα· ευτυχώς προσωρινά γιατί όλοι αυτοί που είδες νωρίτερα, τώρα δουλεύουν εντατικά για να προλάβουν τις ανειλημμένες εργασίες· ανειλημμένες εξαιτίας σου, το επαναλαμβάνω!» κι έσκυψε ξανά στο ημερολόγιο για ν’ αρχίσει πάλι το αργό ξεφύλλισμα.
«Μέσα στην ατυχία σου, φυσικά, στάθηκες και κάπως τυχερός. Και ξέρεις γιατί; Γιατί αυτό που έκανες δεν θα το μάθει ποτέ ο αυτοκράτορας και δεν θα το μάθει γιατί δεν είν’ υποχρεωμένος, ποτέ δεν ήταν, ν’ ασχολείται μ’ επουσιώδη ζητηματάκια!» Μ’ επουσιώδη ζητηματάκια; Η συμπεριφορά τού γιου του είν’ επουσιώδες ζήτημα; αναρωτήθηκε από μέσα του ο Σιματσιανός ξανά. «Όλα τα ζητήματα τής αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας είν’ επουσιώδη για τον αυτοκράτορα. Μάλλον για να το θέσω πιο σωστά, όλες οι πολύμοχθες προσπάθειες των γραφέων, οι πολύπλοκες διαδικασίες τής διεκπεραίωσης και τεκμηρίωσης όλων μα όλων των ζητημάτων τής χώρας ακόμα και των πιο ασήμαντων ή των φαινομενικά πιο ασήμαντων, όλοι οι μηχανισμοί οργάνωσης και διοίκησης αυτών των υποθέσεων, που θα οδηγήσουν κάποτε σε πολύτιμα συμπεράσματα βάσει των οποίων γράφεται η ιστορία τής χώρας τούτης, δεν τραβάνε επ’ ουδενί το ενδιαφέρον τού αυτοκράτορά μας. Ούτε και για τις τελικές εκθέσεις νοιάζεται ιδιαίτερα· ακόμα κι η υπογραφή του σ’ αυτά τα πολύτιμα κείμενα μπαίνει από εμάς! Αυτός περιορίζεται μόνον στο να δώσει το σύνθημα για να μπουν οι υπογραφές αυτές και να επικυρωθούν οι εκθέσεις λίγο πριν τοποθετηθούν με την δέουσα προσοχή στ’ αρχεία μας!! Άλλα είν’ αυτά που τον απασχολούν και τον βασανίζουν, αλλά δεν είν’ της ώρας να μιλήσουμε γι’ αυτά».
Ο Σιματσιανός είχε αρχίσει τώρα να βαριέται. Τον κατακυρίευε πότε η επιθυμία να κλείσει τα μάτια για να πάρει έναν υπνάκο έστω κι όρθιος και πότε η επιθυμία να φύγει αφήνοντας σύξυλο τον Μέγα Λογοκριτή. Αισθανόταν ότι κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ, κάτι που δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ακριβώς, ίσως κάποιος εμπαιγμός ή κάτι τέτοιο. Μ’ απ’ την άλλη δεν μπορεί νά ’ναι δυνατόν αυτό: Το κράτος έχει σοβαρότητα, αίγλη, μεγαλείο, τουλάχιστον έτσι φαντάζει στα μάτια όλων, ειδικά αυτών που βρίσκονται μακριά του, εκεί στις εσχατιές τής χώρας και δεν τό ’χουν γνωρίσει από κοντά.
«Είναι, όμως, η ώρα να μιλήσουμε επιτέλους για εκείνο το άσχημο ξύσιμο πάνω στο φύλλο μπαμπού τής σελίδας μ’ αριθμό 34.567 που κάνατε προχτές κιόλας, προφανώς για να διορθώσετε κάτι!» Τελικά αυτό ήταν! Το παράπτωμα αφορούσε την καταγραφή τής αλήθειας και γι’ αυτό με κάλεσε εδώ ο Μέγας Λογοκριτής, σκέφτηκε με τρόμο ο Σιματσιανός. Μα το ξύσιμο δεν τό ’κανα εγώ, τουλάχιστον αυτό θυμάμαι· κάποιος άλλος τό ’κανε! Άρα γιατί αναφέρεται στο ξύσιμο;
«Γιατί με κοιτάς σαστισμένος; Δεν υπήρχε ένα άσχημο ξύσιμο σαν ανοιχτή πληγή πάνω στο φύλλο μπαμπού; Γιατί δεν απαντάς;» Ο Σιματσιανός δεν είχε δύναμη ν’ ανοίξει το στόμα του απ’ την έκπληξη. «Αν δεν απαντήσεις θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση κι εσύ σ’ ακόμα δυσκολότερη!» «Ναι, ναι…πράγματι υπήρχε ένα τέτοιο ξύσιμο στη σελίδα 34.567», απάντησε μασώντας τα λόγια του. «Άρα παραδέχεσαι ότι υπάρχει ξύσιμο πάνω στο ημερολόγιο για τ’ οποίο εσύ και μόνον εσύ είσαι υπεύθυνος!» «Ναι αλλά…», ο Σιματσιανός δεν προλαβαίνει να τελειώσει την κουβέντα του κι ο Μέγας Λογοκριτής σηκώνεται αργά απ’ το γραφείο του και στέκεται εκεί κάνοντάς του νεύμα να σωπάσει.
«Ξέρεις τι σημαίνει αυτό βέβαια, έτσι δεν είναι;» Ο Σιματσιανός παρακολουθεί όλη την αργή κίνηση τού Μεγάλου Λογοκριτή και διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος αυτός είναι τόσο κοντός που μόλις και μετά βίας το ανάστημά του φτάνει το ύψος τού γραφείου!
Από εκείνο το σημείο και χωρίς να μπορεί να δει ο ένας τον άλλο συνεχίζει να του λέει ο Μέγας Λογοκριτής ότι πρέπει να ξαναγράψει απ’ την αρχή το ημερολόγιο γιατί αν αποφασιστεί να κοπεί μόνον η επίμαχη σελίδα, όλο το ημερολόγιο θά ’ναι για πέταμα. Στην ερώτηση τού Σιματσιανού γιατί το ημερολόγιο θά ’ναι για πέταμα αν κοπεί αυτή η σελίδα κι αντικατασταθεί με μία άλλη, ο Μέγας Λογοκριτής τού εξηγεί ότι όλο το ημερολόγιο είναι σε τριανταεξασέλιδα που διπλώνονται με προσοχή συνθέτοντας έτσι μια πλήρη περγαμηνή τριάντα έξι σελίδων. Αν μια σελίδα κοπεί για τον άλφα ή τον βήτα λόγο πρέπει ν’ αντικατασταθεί όλο το τριανταεξασέλιδο και να ξαναγραφτεί.
«Και φυσικά το σημείο με το ξύσιμο θα το ξαναγράψεις με προσοχή, έτσι δεν είναι; Καταλαβαίνεις τι εννοώ!» τού ’πε με συνωμοτική φωνή ο Μέγας Λογοκριτής. «Μα να ξαναγραφτεί όλο το κείμενο απ’ την αρχή; Αυτό θα πάρει πολύ καιρό κι οι δουλειές τρέχουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Πότε θα προλάβω; Μήπως είναι καλύτερα ν’ αγνοήσουμε το ξύσιμο αυτό; Δεν φαίνεται και πολύ εξάλλου!» «Τολμάς να αντιπαρατίθεσαι στην ιερή απόφαση τού ανώτατου συμβουλίου; Αυτό σημαίνει θάνατος δια μαστιγώματος!» και χτύπησε με δύναμη την μικρή του παλάμη πάνω στην επιφάνεια τού γραφείου –όσο μπορούσε να την φτάσει, βέβαια– προκαλώντας ένα σιγανό θόρυβο που μόλις κατάφερε ν’ ακούσει ο Σιματσιανός. «Θέλετε να αποφύγετε τη δουλειά και προτείνετε τέτοιες εύκολες λύσεις; Εσείς πού ’χετε την φήμη τού χαλκέντερου εργάτη; Αυτό είν’ ανήκουστο» και ξαναχτύπησε την μικρή του παλάμη στην επιφάνεια τού γραφείου. «Τέτοιες τσαπατσουλιές εκθέτουν όλη την αυτοκρατορία κι εμένα προσωπικά, για να μην μιλήσω για το ανώτατο συμβούλιο. Για να τελειώνουμε: Δεν πρόκειται να γίνει ανεκτό κάτι που χειροτερεύει την ποιότητα και κυρίως την εμφάνιση ενός τόσο σημαντικού εγγράφου όπως είναι το ημερολόγιο. Θα κάνεις αυτό που αποφάσισε το ανώτατο συμβούλιο. Πηγαίνε τώρα και αύριο ξεκινάς την συγγραφή μαζί φυσικά και μ’ όποια άλλη εργασία σού ανατεθεί. Και μην ξεχνάς, το παραμικρό ξύσιμο σ’ αυτό το έγγραφο θα στοιχίσει την ίδια σου την ζωή! Επειδή είναι αργά τώρα σ’ αφήνω να πας στο γραφείο σου και να ξεκουραστείς μιας και σε περιμένει λίγο παραπάνω δουλίτσα απ’ αύριο!!!»
Ο Σιματσιανός, εμβρόντητος, άκουγε τον Μέγα Λογοκριτή κι όταν αυτός ολοκλήρωσε τις σκέψεις του αποφάσισε να του αντιτείνει τα δικά του επιχειρήματα σε μια ύστατη προσπάθεια να βρει το δίκιο του και να υπερασπιστεί την υπόθεσή του. Συνήθως δεν έβρισκε το θάρρος ν’ αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και να ξεπερνά τα εμπόδια που δημιουργούν αντιπαραθέσεις σαν αυτή, αλλά τώρα πιεσμένος απ’ όλες τις μεριές αναγκάστηκε να υψώσει τ’ ανάστημά του και να μιλήσει: «Μ’ αυτό είν’ άδικο! Σας είπα ότι δεν έκανα εγώ αυτό το ξύσιμο, αντίθετα σας παρέδωσα το ημερολόγιο σ’ άψογη κατάσταση και με μια γραφή σύμφωνα με τα πρότυπα, όπως κάνω κάθε μέρα και πάντα. Κάποιος άλλος έξυσε εκείνο το σημείο σβήνοντας έτσι ένα σωρό χαραχτήρες. Γιατί δεν ψάχνετε να τον βρείτε; Το κύρος μου κι επαγγελματική μου αξιοπρέπεια δεν θα μου επέτρεπε ποτέ να επιστρέψω ένα έγγραφο σε τέτοια κατάσταση. Γιατί δεν με πιστεύετε; ΓΙΑΤΙ;» κι αυτό το γιατί ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα δυνατά αλλά έμοιαζε σαν να ήταν ήχος άνευ νοήματος καθώς αμέσως μετά καμμία απόκριση δεν ακούστηκε απ’ την μεριά τού Μεγάλου Λογοκριτή.
Ο Σιματσιανός περίμενε λίγο μήπως κι ακούσει έστω και μια σύντομη φράση απ’ τον Μέγα Λογοκριτή, έστω κάποια ελάχιστη αντίδραση δυσανασχέτησης. Κουνήθηκε λίγο απ’ την θέση του και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών μήπως μπορέσει και τον δει καλύτερα. Η σιγή απλωνόταν πλέον παντού, καμμία απάντηση. Ο Σιματσιανός ξαναπήρε τον λόγο πιστεύοντας ότι αυτή τη φορά θα εισακουστεί, ότι ο Μέγας Λογοκριτής θα νοήσει την παρεξήγηση και θα δείξει σύμπνοια αναθεωρώντας μια τέτοια άδικη απόφαση, ότι θα ξανακαλέσει το συμβούλιο για να συνεδριάσουν, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη νηφαλιότητα, εξετάζοντας εκ νέου όλα τα στοιχεία, παρατηρώντας με προσοχή το ξύσιμο, κάνοντας καινούργιες αντιπαραβολές όλων των παραμέτρων τής υπόθεσής του, κι αν χρειαστεί αυτός θα κάτσει άλλες τόσες ώρες όρθιος υπομένοντας αγόγγυστα το μαρτύριο τής αγωνιώδους προσμονής.
«Γιατί δεν καλείτε τον αυτοκράτορα να επιληφθεί του ζητήματος. Αυτός δεν είν’ ο ανώτατος άρχοντας τής χώρας; Δεν πρέπει να πάρει θέση; Ένας ανώτατος γραφέας του έχει πέσει αδίκως σε δυσμένεια· μπορεί ν’ αφήσει αυτό να περάσει έτσι; Εγώ ξέρω ότι ο αυτοκράτορας εξετάζει ο ίδιος όχι μόνο τις τελικές εκθέσεις αλλά και το ημερολόγιό του και δεν θ’ άφηνε ένα τέτοιο ξύσιμο να περάσει απαρατήρητο. Θα σας καλούσε όλους για να δώσετε εξηγήσεις, ακόμα και μένα θα με ζητούσε σε ακρόαση για ν’ απολογηθώ, για νά ’χω το δικαίωμα να προασπίσω τον εαυτό μου. Γιατί είπατε νωρίτερα ότι ο αυτοκράτορας δεν ασχολείται με τίποτα απ’ όλ’ αυτά; Κι αν, όπως ισχυρίζεστε, ο αυτοκράτορας δεν ανακατεύεται σ’ αυτά τα ζητήματα, τότε το κράτος δεν θά ’πρεπε να επέμβει; Τελικά ποιος μονοπωλεί την απονομή δικαιοσύνης και ποιος είν’ υπόλογος στον άλλο; Το κράτος ή ο αυτοκράτορας; Κι αν είν’ το κράτος η ανώτατη εξουσία, πού είναι να πάρει θέση στην υπόθεσή μου;»
Έτοιμος να βγει απ’ τα ρούχα του αποφασίζει να πλησιάσει το γραφείο τού Μεγάλου Λογοκριτή και να τον κοιτάξει κατάματα. Μέχρι να φτάσω στο γραφείο ίσως ν’ αποφασίσει να μιλήσει αυτός ο μπασμένος και να μην χρειαστεί να βρεθώ στην δύσκολη θέση να του επαναλάβω τα παράπονα κατάμουτρα, συλλογίζεται θυμωμένος ο Σιματσιανός. Μα καμμία φωνή δεν ακούγεται απ’ το βάθος τού διαδρόμου κι αυτός επιταχύνει το βήμα του· είναι έτοιμος να μην φύγει εάν δεν αποσπάσει κάποια υπόσχεση απ’ τον Μέγα Λογοκριτή.
Φτάνοντας στο γραφείο διαπιστώνει, προς μεγάλη του έκπληξη, ότι κανείς δεν είν’ εκεί. Ο Μέγας Λογοκριτής που μέχρι πρότινος βρισκόταν πίσ’ απ’ το μεγάλο έπιπλο έχει εξαφανιστεί. Κοιτάζει γύρω του αλλά δεν βλέπει ψυχή. Τουλάχιστον θ’ άκουσε όσα του είπα; Αναρωτήθηκε ο Σιματσιανός κι απαγοητευμένος έκανε μεταβολή και διέσχισε όλη την αίθουσα μ’ αργά βήματα και με μια αίσθηση απόλυτου κενού μέσα του. Ίσως δεν θά ’πρεπε να του μιλήσω έτσι. Αν άκουσε όλα όσα τού ’πα και με τιμωρήσει γι’ ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι σ’ ανώτερο; Ίσως όφειλα να μην μιλήσω καν και να κάνω ό,τι μου ζητήσει. Εξάλλου, μου χάρισε την τιμωρία, τό ’πε ξεκάθαρα· τώρα όμως; Θα μου την χαρίσει ύστερα απ’ όλες αυτές τις ενοχλητικές ερωτήσεις μου; Πρέπει να τον βρω, να του ζητήσω συγγνώμη, να του πω ότι δεν εννοούσα τίποτα απ’ αυτά, ότι τελικά έχει δίκιο, ότι τα ίδια θά ’λεγε και το κράτος κι ο αυτοκράτορας κι η οικογένεια μου αν άκουγε αυτά τα τελευταία μου λόγια. Έπειτα ποιος είμαι εγώ που θα κρίνει το ανώτατο συμβούλιο; Λοιπόν, αύριο κιόλας θα πέσω στα πόδια του και θα ζητήσω συγχώρεση. Αλλά ποιος είναι ο Μέγας Λογοκριτής; Δεν τον έχω δει ποτέ μου. Ένας κοντός άνθρωπος είναι, αλλά όλοι εδώ στην αυλή είναι κοντοί. Θα ρωτήσω να μου πουν πού μένει, μα ποιος θα τολμήσει να δώσει πληροφορίες που παραβιάζουν το άβατο τού Μεγάλου Λογοκριτή, για να μην μιλήσω για τον αυτοκράτορα φυσικά. Ας περιμένω μέχρι αύριο κι αν δεν γίνει λόγος για την συμπεριφορά μου, τότε μάλλον δεν άκουσε τίποτα. Αλλά αν αποφασίσει να με καλέσει μετά από μέρες όπως έκανε και με την περίπτωση τού ημερολογίου, θα πρέπει να υποστώ ξανά μια βασανιστική αναμονή;
Με τέτοιες μαύρες σκέψεις ο Σιματσιανός φτάνει χωρίς να το καταλάβει μπροστά στην είσοδο τού γραφείου του. Καταβεβλημένος απ’ τα γεγονότα τής ημέρας ανοίγει την πόρτα και σωριάζεται στην ευρύχωρη καρέκλα μπροστά απ’ το φαρδύ έπιπλο. Το βλέμμα του πέφτει πάνω σε κάτι σημειώσεις πού ’χε κάνει πριν πολύ καιρό και τις είχε παρατήσει εδώ, ξεχασμένες. Είν’ ένα βιαστικό πλάνο τής μεγάλης ιστορίας που σκοπεύει να ξεκινήσει κάποια στιγμή μαζί με μια λίστα περγαμηνών που θέλει ν’ αναζητήσει στην βασιλική βιβλιοθήκη. Αμέσως τού ’ρχεται στον νου αυτό του το φιλόδοξο σχέδιο που τό ’χει αναβάλλει πολλές φορές μέχρι τώρα. Είναι τελικά ο μόνος τρόπος για να δοξαστεί αλλά πώς θα μπορέσει να υποστηρίξει μια χαμένη υπόθεση όπως είν’ η κοπιώδης και χρονοβόρα συγγραφή τής μεγάλης ιστορίας;
Με βαριά καρδιά κοιτάει τις σημειώσεις και συλλογίζεται ότι έπεσε έξω στις αρχικές του προβλέψεις περί ελεύθερου χρόνου που θά ’χε όταν θά ’πιανε δουλειά ως ανώτατος γραφέας κι αργότερα ως διευθυντής όλων των ανώτατων γραφέων τής αυλής. Αν η καθημερινότητα στο παλάτι είναι αυτά πού ’χει βιώσει μέχρι τώρα κι η σημερινή μέρα ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα τής ζωής των ανώτατων γραφέων, τότε θά ’κανε καλά να παραιτηθεί και να επιστρέψει στο χωριό του. Μα κι εκεί τα ίδια και χειρότερα είναι κι έπειτα πώς θ’ αντικρίσει την οικογένειά του ύστερα από μια παραίτηση τέτοια, από έναν ταπεινωτικό υποβιβασμό στην δουλειά του;
Είν’ έτοιμος ν’ αποδεχτεί την μοίρα του και να συμβιβαστεί μιας και δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο. Ίσως η συγγραφή τής μεγάλης ιστορίας να του αποσπούσε την προσοχή έστω και για λίγες στιγμές τής κάθε πολυάσχολης μέρας από τέτοιες ενοχλητικές σκέψεις και να του μετρίαζε κάπως την δυσαρέσκεια που σιγοβράζει μέσα του για την θέση στην οποία βρέθηκε. Αλλά ως φαίνεται η προοπτική αυτή απομακρύνεται σιγά-σιγά.
Βρίζοντας την τύχη του σηκώνεται και βγαίνει έξω στο προαύλιο. Του φεγγαριού το φως τού φανερώνει ένα σωρό σκόρπια πέταλα όσμανθου πού ’χουν καλύψει το πλακόστρωτο. Σε λίγο κάποιος άνεμος θα τα παρασύρει σκορπίζοντάς τα πέρα μακριά και κανείς δεν θα θυμάται ότι κάποτε υπήρχαν εδώ γύρω. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Σιματσιανός θα ξεχαστεί και δεν θα τον θυμάται κανένας, παρασυρμένος και λησμονημένος απ’ την ιστορία όπως τόσοι και τόσοι δημόσιοι λειτουργοί που υποκύπτουν στις υπαγορεύσεις τής αυλής και κοιτάνε τη δουλίτσα τους…