«Ο Πρίαμος στα πόδια του Αχιλλέα», ελαιογραφία του Ζερόμ-Μαρτέν Λανγκλουά (1809).

 

Ο Μάικλ Λόνγκλεϊ (Μπέλφαστ, 1939) έχει εκδώσει δεκατρείς ποιητικές συλλογές. Η πιο πρόσφατη κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2022 με τίτλο The Slain Birds. Το 2017, επιλεγμένα πεζά του συναποτέλεσαν τον συγκεντρωτικό τόμο Sidelines: Selected Prose 1962-2015.

Από το 2007 μέχρι το 2010 κατείχε την ακαδημαϊκή έδρα Ireland Professor of Poetry. Το 2010 του απονεμήθηκε ο τίτλος CBE του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ το 2017 τιμήθηκε με το βραβείο Πίντερ του PEN. Το 2022, η ιταλική Ακαδημία των Λυγκέων απένειμε στον Λόνγκλεϊ το Διεθνές Βραβείο Ποίησης Feltrinelli «για τη σπάνια συνάφεια των θεμάτων του και τις πολιτισμικές τους προεκτάσεις, καθώς και για την υψηλότατη υφολογική ποιότητα του έργου του».

Το ποίημά του «Ανακωχή» (Ceasefire) απορρέει από τη ραψωδία ω της Ιλιάδας («Έκτορος Λύτρα») και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Irish Times δύο μέρες μετά την παύση πυρός που ανακοίνωσε ο IRA την 31η Αυγούστου 1994, έπειτα από 25 χρόνια ένοπλων συγκρούσεων. Στην ομηρική Ιλιάδα ο Πρίαμος πρώτα γονατίζει και φιλά το χέρι του Αχιλλέα και ύστερα τον ικετεύει να του αποδώσει τη σορό του νεκρού Έκτορα. Στην «Ανακωχή», όμως, η ικεσία του χαροκαμένου πατέρα προς τον δολοφόνο του γιου του αποτυπώνεται τελετουργικά στο καταληκτικό, ομοιοκατάληκτο δίστιχο. Και στα δύο έργα, η σπαρακτική εικόνα τού κόσμιου πένθους προβάλλει ως ισχυρό αντέρεισμα της επιθυμίας για ειρήνη.

Τον Νοέμβριο του 2021, ο Μάικλ Λόνγκλεϊ συμμετείχε στο 5ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ «ες γην εναλίαν Κύπρον…», που οργάνωσε το Ιδεόγραμμα σε Λευκωσία, Λεμύθου και Γαλάτα, με τα τέσσερα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ.

 

*********

ΑΝΑΚΩΧΗ

 

I

 

Θυμήθηκε τον πατέρα του και βούρκωσε ο Αχιλλέας,

πήρε απ’ το χέρι τον γέρο-βασιλιά και τον απώθησε απαλά,

μα ο Πρίαμος κουλουριάστηκε στα πόδια του

κι έκλαψε μαζί του ώσπου η λύπη τους έπνιξε το κτίσμα.

II

 

Κράτησε ο Αχιλλέας τον Έκτορα νεκρό στα χέρια του,

πρόσταξε να τον πλύνουν και για χατίρι του βασιλιά

να του φορέσουν τη στολή του, να τον κομίσει

ο Πρίαμος σαν τυλιγμένο δώρο στην Τροία το ξημέρωμα.

 

III

 

Σαν απόφαγαν μαζί, έμειναν να κοιτάζουν μ’ ευαρέσκεια

ο ένας το κάλλος του άλλου όπως κάνουν οι εραστές,

ο Αχιλλέας θεοκάμωτος, ο Πρίαμος ωραίος ακόμη

και διαχυτικός, ο ίδιος που πριν είχε βαθιά στενάξει:

 

IV

«Πέφτω στα γόνατα και πράττω ό,τι έπεσε στο μερτικό μου,

φιλώ το χέρι του Αχιλλέως, που σκότωσε τον γιο μου».

 

*********

Η ΛΙΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

 

Μαζεύουμε το λινάρι αφού πέσουν τ’ άνθη τα κυανά

κι αδειάζουμε τις χούφτες μας στο τυρφόνερο

για να σαπίσουν οι βλαστοί ως το κόκκαλο, ή φτιάχνουμε δεμάτια

που μοιάζουν με τη φούστα αόρατης χορεύτριας,

 

κι έτσι γινόμαστε κομμάτι της λινοβιομηχανίας

κι ακολουθούμε το ροδάνι ως στη λασπόπολη

που έχει χωράφια στριμωγμένα σε ανθώνες

κι ελάχιστο χώρο ανάμεσα στα μηχανήματα.

 

Όμως, ακόμη και στη σοφίτα μας, κάτω απ’ τον φεγγίτη,

αγαπιόμαστε στο ξεβαμμένο πράσινο, ο κάμπος

ολοσκέπαστος με υλικό που ξασπρίζει στον ήλιο

σαν να’ ταν τα φουστάνια μας απρόθυμο να λιώσει χιόνι.

 

Και τι’ ναι πάθος δηλαδή, παρά το κοπάνισμα ανένδοτων μίσχων

κι έπειτα το απαλό χτένισμα των ινών

προτού πλέξουμε τα νήματα για τα βαφτιστικά,

τα νυφικά, τα γαμπρικά ή τα σάβανα;

 

Στο κάτω-κάτω, μόλις αποσωθεί ο κόπος μας, μοιάζει με πένθος

γιατί μείναμε οι έσχατοι μιας τέχνης που ψυχομαχεί.

Ας γίνει το λινάρι η προξενήτρα μας και ο νεκροθάφτης,

ο κομιστής των σεντονιών όποιο κι αν είναι το κρεβάτι –

 

Να ντρέπεσαι τα στήθη σου μπροστά στον θάνατο,

να λες πως πιο πολύ σου πρέπουν τα λινά,

καθώς φοράς τ’ άσπρα μισοφόρια, κι ο φιόγκος στον κορσέ σου,

σαν πεταλούδα που τρυγεί τα κεντημένα άνθη.

 

 *******

Η ΜΑΚΕΤΑ ΤΗΣ ΑΜΕΛΙΑΣ

 

I

Στη μακέτα του ηλιακού συστήματος,

η κοσμολόγος μου, ετών επτά,

δένει με σύρμα τους πλανήτες,

ούτως ειπείν, κουμπιά σε σμίλα:

υπόλευκο για την Αφροδίτη,

για τον Ερμή ασημί πλάι στον ήλιο,

φίλντισι για τον Δία,

κόκκινο και πράσινο για τον Άρη και τη Γη,

για τους δακτύλιους του Κρόνου ένα ευλύγιστο ραβδί

ώστε στο απώτερο σκοτάδι

πλάι στην κουζίνα, τα καστανά της μάτια

να ενσαρκώνουν τον Ουρανό, τον Ποσειδώνα.

 

II

Μόνο τον Πλούτωνα, Αμέλια, άφησες έξω

απ’ το συρμάτινο γλυπτό του ηλιακού συστήματος:

μικρός και απόμακρος, ένας κόσμος

παγωμένος με παγωμένες κορφές και χιόνι μεθανίου,

πέντε φεγγάρια, ανήλιαγα, χορεύουν

γύρω από τον βασιλιά του Επέκεινα –

Εκεί θα πάμε σαν πεθάνουμε, καλό μου παιδί.

 

*******

ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ

 

Το γήρας και ο ιός

μου κόβουν τον δρόμο προς τα δυτικά

για ν’ ανταμώσω λευκοσκαλίδρες

στ’ ακρογυάλι,

στρειδοφάγους πιο πέρα,

αγριόκυκνους στη λίμνη,

μαυροκέφαλες πάπιες και φαλαρίδες,

τον ερωδιό να καραδοκεί,

κοκκινοκαλιακούδες ν’ ακροβατούν

και ομιλητικά κοράκια

ενυδρίδες πρόσχαρες

ανάμεσα σε πέστροφα και μικροχέλι,

καθώς ερμίνα και λαγός μοιράζονται

το λιθάρι μας στο ντουβάρι με τη φτέρη.