Μια νέα εποχή, πολλά νέα ονόματα για να την χαρακτηρίσουν. Ψηφιακή εποχή, τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, ψηφιακή επανάσταση, βιομηχανία 4.0, αναρίθμητες έξυπνες λύσεις και εφαρμογές και ακόμα περισσότερα έξυπνα ή και εξυπνακίστικα ονόματα και σλόγκαν για να ζωγραφίσουν με τα καλύτερα χρώματα τη νέα φάση στην οποία φαίνεται πως μπαίνει ο ανθρώπινος πολιτισμός και η κοινωνία, τη νέα ρότα που ετοιμάζονται να πάρουν οι ζωές μας, μια ρότα που θα τρέχει με ταχύτητες αστραπιαίες, σαν αλγόριθμος μηχανικής μάθησης υπερσύγχρονης υπολογιστικής τεχνολογίας. Και μέσα σε όλο αυτό τον χείμαρρο των λέξεων και των αναφορών ένας όρος μοιάζει να κυριαρχεί παντού και πάντα, σε όλους τους τομείς, σε όλα τα επαγγέλματα, έχοντας ήδη κατά πως φαίνεται ξεκινήσει την εξάπλωση της παντοδύναμης και αδιαμφισβήτητης εξουσίας του, με τρόπο σιωπηλό και αδίστακτο, χωρίς οι περισσότεροι να το έχουν καν πάρει χαμπάρι: Τεχνητή νοημοσύνη! Δύο λέξεις που ακούγονται πλέον τόσο συχνά, με τέτοια ασυναγώνιστη συχνότητα που μοιάζουν να έχουν γίνει μία. Δυο λέξεις που εισχωρούν σε κάθε παρακλάδι της ζωής και της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την υγεία μέχρι τη δημοσιογραφία, από τη τέχνη μέχρι την ιστορία, από τα βιντεοπαιχνίδια μέχρι τη νομική και από τη δημιουργική και ωφέλιμη επιστημονική έρευνα μέχρι τον καταστροφικό και χυδαίο πόλεμο, μα που πάνω από όλα έχουν εισχωρήσει και συνεχίζουν να εισχωρούν ακόμα περισσότερο μέρα με τη μέρα στην ίδια την καθημερινότητα μας. Δύο λέξεις πίσω από τις οποίες, όπως υποστηρίζουν διάφοροι επιφανείς τεχνοκράτες, κρύβεται ο παράδεισος επί της γης.

Και οι λέξεις αυτές δεν εισέβαλαν έτσι βίαια μόνο στη δική μας καθημερινότητα, μα και στη καθημερινότητα του Ηλία ενός νεαρού ανειδίκευτου εργαζόμενου που αφού δούλεψε για καμιά δεκαπενταριά χρόνια σε ένα μαγαζί, πουλώντας μελάνια για εκτυπωτές, αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη στροφή στο τιμόνι της πολλά υποσχόμενης επαγγελματικής του καριέρας και να ασχοληθεί με τον τομέα εξυπηρέτησης πελατών, αρπάζοντας όπως αρπάζει και ο αετός το θήραμα του, μια τέτοια θέση που του πρόσφερε μια άγνωστη ξένη εταιρία με σκοτεινή προέλευση. Μα τι σημασία είχε η προέλευση της? Για κάποιον άλλον μπορεί να είχε και μάλιστα μεγάλη, μα για τον Ηλία η σημασία αυτή ήταν μηδαμινή. “Τι το ψάχνεις Λιάκο? Του είχε πει ο Θανάσης ο κολλητός του. Δουλειά να ‘ναι και ό,τι νά ‘ναι!” και ο Λιάκος ακολούθησε, όπως συνήθιζε τη συμβουλή του εγκάρδιου φίλου του και δέχθηκε με προθυμία τη νέα του θέση. Στην αρχή όλα έβαιναν καλώς και ο νέος δήλωνε με πλήρη ειλικρίνεια ευχαριστημένος από την καινούργια του εργασία. Έπειτα του είπαν πως η τεχνολογία εξελίχθηκε και πως δεν χρειάζεται να πηγαίνει με τα πόδια μέχρι το γραφείο. Έτσι λοιπόν, σαν άμεσο επακόλουθο αυτής της εξέλιξης, τον παρότρυναν να δουλεύει από το σπίτι, πίσω από την απατηλή ασφάλεια που του προσέφερε το προσωπικό του λάπτοπ. Η δουλειά ήταν απλή και εύκολη. Το κυρίως καθήκον του προέβλεπε να απαντάει στα γραπτά μηνύματα ή στις φωνητικές κλήσεις που δεχόταν, λύνοντας τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι πελάτες, ρίχνοντας φως με τον οξυδερκή νου του στις μυστηριώδεις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν διαρκώς και διαφωτίζοντας το προβληματισμένο τους μυαλό με τις ενδελεχείς γνώσεις του που όσο και αν ήταν προϊόντα της πιο πολύπλοκης νοητικής λειτουργίας, κατάφερνε πάντα να τις διατυπώσει με μια σχεδόν μαγική σαφήνεια και απλότητα. Τόσο καλός και ευσυνείδητος ήταν στο έργο του που όλοι οι πελάτες τον βαθμολογούσαν με πέντε αστέρια.

Μα ξαφνικά του είπαν πως η τεχνολογική ανάπτυξη αυξήθηκε ακόμα περισσότερο και πως παρά την ομολογουμένως περίφημη απόδοση του δεν χρειάζεται πλέον να μοχθεί με τις ώρες πίσω από την οθόνη του, χαλώντας τα φθαρτά ανθρώπινα ματάκια του, καθώς η δουλειά αυτή μπορεί να επιτευχθεί πλέον με μεγαλύτερη αποδοτικότητα και υψηλότερη μαεστρία από έναν ακόμα καλύτερο και ικανό εργάτη, ο οποίος μάλιστα ήταν προικισμένος με το τρομερό προσόν του να μην κουράζεται ποτέ: έναν πραγματικό αλγόριθμο μηχανικής μάθησης, που βρισκόταν στην ευχάριστη θέση να εξυπηρετεί τους πελάτες με ικανοποιητικά αποτελέσματα, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο! Και τώρα ο Ηλίας είχε βρεθεί με τον πιο απρόσμενο και απροειδοποίητο τρόπο, λες και είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι, να αποτελεί αυτός μέλος μιας ατελείωτης ουράς ανθρώπων που περίμενε πίσω από έναν γκισέ εξυπηρέτησης για να διεκδικήσει τα αιτήματα της. Όχι, δεν βρισκόταν μέσα σε κάποιο εμπορικό κατάστημα όπου οι πολυάριθμοι αγοραστές είχαν σπεύσει για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη καταναλωτική τους δίψα. Βρισκόταν στα γραφεία του κρατικού οργανισμού που ήταν υπεύθυνος για την εργασιακή απορρόφηση του άνεργου πλυθησμού της χώρας, μα που αν κρίνουμε όμως από τις απειράριθμες στρατιές των ανέργων που συσσωρεύονταν καθημερινώς στις πόρτες του, στρατιές αποτελούμενες από τέτοια λαοθάλασσα που θα έκαναν μέχρι και τα μαζικά στρατεύματα του Αττίλα να μοιάζουν με ολιγάριθμο παιδικό πάρτυ, ήταν μάλλον ολοκληρωτικά ανεύθυνος και δεν διέθετε ούτε την παραμικρή στάλα υπευθυνότητας στους κόλπους του. Μα τα τέκνα του Αττίλα είχαν τουλάχιστον το “προνόμιο” να λεηλατούν κατά βούληση τον περίγυρο τους, σε αντίθεση με τα τέκνα του εικοστού πρώτου αιώνα που έπεφταν τα ίδια θύματα της μεγαλύτερης καταλήστευσης που μπορούσε κανείς να δεχθεί και χωρίς μάλιστα να τολμούν να πουν την παραμικρή κουβέντα. Και σαν κωμικοτραγική ειρωνεία της ζωής, ο υπάλληλος που εξυπηρετούσε το βλοσυρό και πένθιμο τρεχούμενο άνεργο ποτάμι, ήταν και αυτός ένας αλγόριθμος, που είχε – ακριβώς σαν το συγγενή του – αντικαταστήσει με παρόμοιο τρόπο έναν άνθρωπο που κάποτε δέσποζε χαρούμενος πίσω από το γκισέ.

-Καλημέρα πολίτη, πως μπορώ να σας βοηθήσω? ρώτησε μια ρομποτική αντρική φωνή με υποτιθέμενα εύηχη χροιά και φιλικό τόνο τον Ηλία, πίσω από μια απρόσωπη οθόνη.

-Θέλω να λάβω το επίδομα ανεργίας που δικαιούμαι, απάντησε ο Λιάκος με φωνή ψυχρή και σκοτεινιασμένη, χωρίς να μοιράζεται καθόλου τα φιλικά αισθήματα της μηχανής.

-Παρακαλώ πείτε μου τον αριθμό ταυτότητας σας, συνέχισε τον ευχάριστο διάλογο το κομπιούτερ που μάλλον είχε ξυπνήσει καλά σήμερα και είχε όρεξη για κουβεντούλα.

Ο Ηλίας έδωσε τα απαραίτητα προσωπικά του στοιχεία και περίμενε μέχρι το νέο του φιλαράκι να τον ενημερώσει για την κατάσταση του. Και πράγματι, λειτουργώντας με υψηλή απόδοση όπως αναμενόταν, η συμπαθητική ρομποτική φωνή δεν άφησε τον νέο να περιμένει πάνω από πέντε δευτερόλεπτα. Το ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα του ήταν υπεραρκετό για να ανατρέξει στα δεδομένα του νεαρού, να εντοπίσει και να συλλέξει όλες τις χρειαζούμενες πληροφορίες και να ενημερώσει με το μονίμως ευγενέστατο ύφος της φωνής του τον πολίτη που έστεκε με αγωνία εμπρός του, πως δεν δικαιούται ούτε μισό ευρώ από το κρατικό ταμείο.

-Λυπάμαι πολίτη, βάση των καταχωρημένων στοιχείων δεν δικαιούστε κάποιο τρέχον επίδομα, απάντησε με κυνική αδιαφορία, έτοιμος να περάσει στην εξυπηρέτηση του επόμενου ανθρώπου.

-Καλημέρα πολίτη, πως μπορώ να σας βοηθήσω? Πρόφερε ξανά το αυτοματοποιημένο μήνυμα ο υπολογιστής, υποθέτοντας πως έχει ήδη περάσει στον επόμενο άνεργο.

-Να μου δώσεις το καταραμένο μου επίδομα, τ΄ ακούς? Είπε με μια κάποια έξαψη ο Ηλίας, που τύχαινε να έχει κατεβάσει και ένα ποτηράκι τσίπουρο νωρίτερα (για να πνίξει τη

στενοχώρια του), και είχε αρχίσει να νιώθει το αίμα του να κοχλάζει και την υπομονή του να εξατμίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Έπειτα ανακοίνωσε ξανά με φωνή καθαρή και βροντερή, που ακούστηκε σε ολόκληρη την αίθουσα, τα στοιχεία του.

Μα ο συνομιλητής του έμοιαζε να είναι από αυτούς τους τύπους που είναι πάντα πολύ σταθεροί και αμετάκλητοι στις απόψεις τους. Που δεν καταλαβαίνουν ούτε από φωνές, ούτε από απειλές και εξακολουθούν να υποστηρίζουν με πείσμα τη γνώμη τους υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Πιστός και αφοσιωμένος στην ατσάλινη μαθηματική λογική που τον κυβερνούσε, έδωσε για άλλη μια φορά την ίδια αδυσώπητη απάντηση στον Ηλία, αρνούμενος να του παραχωρήσει το παραμικρό κρατικό χρηματικό ποσό για ανακούφιση της κατάστασης του.

-Καλημέρα πολίτη, πως μπορώ να σας βοηθήσω? Ρώτησε για τρίτη φορά τον ίδιο άνθρωπο, αδιαφορώντας παντελώς για τα παράπονα που είχαν ήδη αρχίσει να ξεστομίζουν οι υπόλοιποι άνεργοι, ζητώντας από το Ηλία να αποδεχθεί τη μοίρα του και να τους αδειάσει τη γωνιά, για να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν και αυτοί με τη σειρά τους.

Ο Ηλίας όμως δεν μπορούσε να καταπιεί το χάπι της αδικίας που του βάζαν με το ζόρι μέσα στο στόμα. Δεν μπορούσε να καταπιεί το γεγονός πως είχε δουλέψει κάμποσα χρόνια, πως απολύθηκε και πετάχτηκε σαν άχρηστο εργαλείο στο δρόμο, ενώ δεν είχε κάνει ποτέ ούτε ένα λάθος και πως σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ανύπαρκτο κράτος στο οποίο ζούσε δεν έμοιαζε να είναι διατεθειμένο να τον αποζημιώσει ούτε σε υλικό, ούτε καν σε ηθικό επίπεδο.

-Πώς μπορείς να με βοηθήσεις? Να δούμε ποιός θα μπορέσει να βοηθήσει εσένα καλύτερα! Γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο Λιάκος και ανοίγοντας το σακίδιο του, σαν ταχυδακτυλουργός που ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει κάποιο ενδιαφέρον τρικ, εμφάνισε ως δια μαγείας μια βαριοπούλα. Το παραδοσιακό εργαλείο έλαμψε κάτω από το φως του δωματίου, ενώ τα δάχτυλα του νέου τυλίγονταν και πιέζονταν με δύναμη γύρω από τη λαβή, νιώθοντας το ξύλο να εφαρμόζει ηδονικά πάνω στους νευρικούς αισθητήρες της παλάμης του. Και χωρίς κωλυσιεργίες και τεμπελιά, σαν άνθρωπος που γνωρίζει τη δουλειά του, σήκωσε το σφυρί ψηλά και το κατέβασε πέντε ή έξη φορές, με αρμονικές και καλοζυγισμένες κινήσεις, πάνω στην οθόνη του μηχανήματος, που διαλύθηκε σε μικροσκοπικά γυάλινα κομματάκια. Οι άνεργοι γύρω του έτρεχαν φοβισμένοι και κανείς δεν τολμούσε να τον σταματήσει, βλέποντας την φλογερή έκρηξη της δίκαιης οργής του. Μα τότε ακούστηκε πίσω του μια φωνή, σταθερή και σίγουρη, δίχως στάλα φόβου μέσα της.

-Σταμάτα Λιάκο! Μη κάνεις τρέλες και μην αφήνεις το τσίπουρο να καθοδηγεί τις πράξεις σου! Πρόσταξε η φωνή σαν να τον μαλώνει, μια φωνή οικεία που έμοιαζε πολύ με του καρδιακού του φίλου, του Θανάση, μα ακουγόταν λίγο πιο μεταλλική. Ο Ηλίας γύρισε ξαφνιασμένος, μη μπορώντας να καταλάβει πως βρέθηκε εκεί το αγαπημένο του φιλαράκι, μα αντί για το γνώριμο μούτρο του Θανάση αντίκρισε, όχι δίχως κάποιο τρόμο, ένα σιδερόφραχτο ρομπότ!

-Χάσου από μπροστά μου κτήνος! Είπε ο Ηλίας και προσπάθησε να συνθλίψει το κεφάλι του νέου του συνομιλητή με το σφυρί του. Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση, το ρομπότ άρπαξε το χέρι του άνεργου με ευκινησία και τον ανάγκασε με τη σιδερένια του δύναμη να αφήσει το σφυρί να πέσει από τη λαβή του, αφοπλίζοντας τον.

-Δεν φταίει η τεχνολογία βλάκα! Φταίνε τα χέρια που την χειρίζονται! Είπε το ομιλών μαραφέτι που είχε αποφασίσει να αφοπλίσει τον νέο χρησιμοποιώντας όχι μόνο ωμή δύναμη, μα και επιχειρήματα. Η επιστήμη και η τεχνολογία, όσο αναπτυγμένες, έξυπνες και ευφυείς και αν γίνουν, παραμένουν απλά όργανα και εργαλεία στα ανθρώπινα χέρια. Μπορεί ένας υπολογιστής να αποκτήσει όλη τη νοημοσύνη του κόσμου, μα αυτό δεν του επιτρέπει με καμία δύναμη να αποκτήσει και τη δική του προσωπική θέληση. Και αν ρίχναμε όλο το φταίξιμο στα επιτεύγματα της τεχνολογίας, αυτό θα ήταν κάτι το λιγότερο υποκριτικό, καθώς η σχέση ανάμεσα σε αυτά τα επιτεύγματα και στον πλάστη τους, τον άνθρωπο, είναι άκρως αλληλένδετη. Ο άνθρωπος τα δημιουργεί και αυτά με τη σειρά τους, αλλάζοντας την ίδια τη ζωή του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτός δραστηριοποιείται και τον διαμορφώνουν. Και είναι μέσα στην ίδια την εξελικτική φύση του ανθρώπινου πλάσματος αυτή η διαδικασία, απολύτως συμβατή με την ίδια του τη ψυχοσύνθεση, γιατί αν δεν ήταν, αυτό θα σήμαινε πως ούτε ο τροχός θα είχε ανακαλυφθεί, ούτε η φωτιά θα είχε τιθασευτεί και εσείς οι άνθρωποι θα κρεμόσασταν ακόμα από τα κλαριά των δέντρων, θηράματα για τα άγρια θηρία. Πολιτισμός δεν θα υπήρχε ούτε για αστείο. Για αυτό άκου τώρα μια “έξυπνη” συμβουλή και αντί να αντιδράς σαν πρωτόγονος που θέλει να γυρίσει το χρόνο πίσω, μορφώσου, γνώρισε τη τεχνολογία και κάνε ό,τι μπορείς για να υπηρετήσει αυτή την ανθρωπότητα, αντί να την πετάξει στο περιθώριο.

Το ρομπότ χαμογέλασε φιλικά, ένα σκοτεινό βάθρο άνοιξε στο πάτωμα και ο Ηλίας χάθηκε πέφτοντας στο υπερπέραν. Ξαφνικά πετάχτηκε τρομαγμένος από τον ύπνο του, λουσμένος στον ιδρώτα και τρομοκρατημένος. Είχε ακόμα μια ώρα ύπνου, πριν σηκωθεί για δουλειά. Όχι, δεν φταίει η τεχνητή νοημοσύνη, διαπίστωσε φέρνοντας στο νου του το όνειρο που είχε δει. Φταίει η ανθρώπινη φυσική ανοησία, που τυφλωμένη από την εγωπάθεια και το μάταιο κυνήγι του άμετρου κέρδους, χρησιμοποιεί τη τεχνολογία, όχι για να εξυψώσει τον άνθρωπο, μα για να τον υποδουλώσει. Σύρθηκε ως το μπάνιο, έριξε λίγο νερό στη μούρη του, τεντώθηκε και αποφάσισε να ενισχύσει τις εργασιακές του ικανότητες, ξεκινώντας από σήμερα μερικά σεμινάρια πληροφορικής!