Τρεις μάγειροι και ένα τηγανητό αυγό
(διήγημα)
Σε ένα ξενοδοχείο είναι τρεις μάγειρες• ο πρώτος καλεί τον δεύτερο και του λέει: «Έχε το νου σου σε αυτό το τηγανητό αυγό• πρέπει να γίνει έτσι: να μην τηγανιστεί πολύ, κανονικό σε αλάτι, χωρίς ξύδι» • όμως έρχεται η γυναίκα του δεύτερου μάγειρα και του λέει πως της βουτήξανε το πορτοφόλι, και γι’ αυτό εκείνος απευθύνεται στον τρίτο: «Σε παρακαλώ, επιμελήσου αυτό το τηγανητό αυγό που μου ανέθεσε ο Νικολάς και πρέπει να γίνει έτσι»- και φεύγει για να δει τα σχετικά με την κλοπή στη γυναίκα του.
Κι όπως ο δεύτερος μάγειρας δεν έρχεται, το αυγό είναι έτοιμο και δεν ξέρει σε ποιον να το σερβίρει• αναθέτει τότε στον βοηθό να το πάει στον σερβιτόρο που τα ζήτησε, αφού προηγουμένως πει τα καθέκαστα για να σιγουρέψει το ζήτημα• όμως το γκαρσόνι δεν εμφανίζεται και το αυγό στο μεταξύ κρυώνει και χάνει τη ζωντάνια του. Αφού ενοχλήσει όλους τους πελάτες του ξενοδοχείου με ερωτήσεις, βρίσκει εκείνον που είχε ζητήσει το τηγανητό αυγό. Ο πελάτης κοιτά εξεταστικά, γεύεται, συγκρίνει με τις αναμνήσεις του και λέει πως στη ζωή του δεν έχει φάει πιο γευστικό αυγό, πιο τέλεια φτιαγμένο.
Καθώς ο προϊστάμενος εστίασης μαθαίνει τα τεκταινόμενα και λαμβάνει γνώση των εγκωμίων, αποφασίζει : να αλλάξει το όνομα του ξενοδοχείου (καθώς ο πελάτης είχε φύγει κάνοντας του τεράστια διαφήμιση) ονομάζοντας το Ξενοδοχείο των 3 Μαγείρων και του 1 τηγανητού αυγού, και καθιερώνει στους μαγειρικούς κανόνες πως κάθε τηγανητό αυγό πρέπει να είναι επεξεργασμένο σε τρεις φάσεις από έναν διαφορετικό μάγειρα.
***************
Τόπος της μη ύπαρξης
(από το μυθιστόρημα Museo de la novela Eterna)
Η λαχτάρα που με ενθάρρυνε στην κατασκευή του μυθιστορήματός μου ήταν να δημιουργήσω μια εστία, να την κάνω τόπο της μη ύπαρξης , για τη μη ύπαρξη στην οποία έχει την ανάγκη να βρίσκεται ο Deunamor[1], o Mη Υπαρκτός Ιππότης, προκειμένου να έχει μια κατάσταση αποτελεσματικότητας, να είναι πραγματικός στην προσδοκία του, τοποθετώντας τον σε κάποια περιοχή ή σε κάποια κατοικία αντάξια της λεπτότητας τού είναι του και της φινέτσας τής φιλοδοξίας του να μπορεί να βρίσκεται σε κάποιο μέρος, στο μυθιστόρημά μου ενώ αναμένει, κι όταν φτάνει η αγαπημένη του επιστρέφοντας από τον θάνατό της, που εκείνος την αποκαλεί ωραίακοιμωμένη, που πάει να πει πως ομόρφυνε τον θάνατο με το χαμόγελό της, τη στιγμή της αποβίωσης και πως είχε μόνο θάνατο Καλλονής: φτιαγμένο μόνο από χωρισμό, από απόκρυψη, τον θάνατο που γεννά όλη την ομορφιά της Πραγματικότητας: εκείνη που χωρίζει τους εραστές, αφού άλλος θάνατος δεν υφίσταται, δεν πεθαίνει κάποιος για τον εαυτό του ούτε και υπάρχει θάνατος για όποιον δεν αγαπά • ούτε υπάρχει θάνατος που να μην προέρχεται από την αγάπη αφού αυτή δημιουργεί όλη την εξύψωση του Ειδυλλίου-Τραγωδίας, εξυψώνοντας το ειδύλλιο εξαιτίας του φόβου του θανάτου και η τραγωδία γεννιέται στον ύψιστο πόνο ενός κατεστραμμένου ειδυλλίου. Ό,τι υπάρχει από θάνατο του άλλου για τον άλλον.
Που πάει να πει πως το μυθιστόρημα μου έχει το ιερό στοιχείο, τη γοητεία τού να είναι το Που θα κατέλθει η δροσερή Αγαπημένη επιστρέφοντας από έναν θάνατο που δεν υπήρξε ανώτερος της, που δεν τον είχε ανάγκη Εκείνη για να εξαγνιστεί και, ναι, μόνο για να αναστατώσει την αγάπη, και για αυτό θα κατέλθει ολόδροση από θάνατο, όχι αναστημένη παρά αναγεννημένη, χαμογελαστή όπως αναχώρησε και με μόλις ένα χτες από την πολυετή απουσία της.
Οι μέλισσες του σφυγμού, της Ζωής, θα πάρουν θέση στο καινούργιο χαμόγελο εκείνης που επέστρεψε, όπως το κάνανε στο χαμόγελο της αναχώρησης, με τα δύο χαμόγελα να είναι ενωμένα κι ολόδροσα από έναν χρόνο που είναι εξολοκλήρου παρόν, έναν ακηλίδωτο χρόνο που οι ανάσες δεν τον αποσυνθέτουν.
Αγνή και ενωμένη επίσης υπήρξε η προσδοκία του Deunamor τού οποίου η μη ύπαρξη πιο αγνή από τον θάνατο μπορεί, «μεταξύ ομοίων», να συνδεθεί εκ νέου μαζί της σαν να είχε γνωρίσει θάνατο δίχως σάστισμα και δίχως κηλίδα.
*********************************************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
O Macedonio Fernández ήταν συγγραφέας, φιλόσοφος, ποιητής. Παράλληλα δημοσίευσε συχνά άρθρα σε εφημερίδες της χώρας του και χωρών της Λατινικής Αμερικής, γεμάτα ειρωνεία και σαρκασμό, κείμενα δηκτικά σε σουρεαλιστικό ύφος. Σπούδασε Νομική και Κοινωνικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και υπήρξε συμφοιτητής και στενός φίλος με τον Guillermo Jorge Borges, πατέρα του διάσημου Αργεντινού συγγραφέα Jorge Luis Borges που επίσης υπήρξε φίλος του και θαυμαστής του. Το 1897, έτος που τελειώνει το διδακτορικό ως Ποινικολόγος, προσπαθεί να φτιάξει στη ζούγκλα της Παραγουάης, με συμφοιτητές και φίλους, μια ουτοπική κοινωνία δομημένη πάνω σε σοσιαλιστικά πρότυπα, σχέδιο που δεν τελεσφορεί. Για πολλά χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο δεν το είδε ποτέ με συμπάθεια, και το 1911 διορίστηκε ως εισαγγελέας στην περιοχή Posadas της επαρχίας Misiones, όπου συναντιέται και γνωρίζεται με τον Horacio Quiroga που ζει εκεί απομονωμένος. Μαζί με μια ομάδα ανθρώπων εκείνης της περιοχής θα πρωτοστατήσει στην ίδρυση μιας τοπικής λαϊκής βιβλιοθήκης (Biblioteca Nacional de Posadas) που έδινε τη δυνατότητα της απρόσκοπτης πρόσβασης στους κατοίκους, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε έως τότε με την ήδη υπάρχουσα βιβλιοθήκη. Μάλιστα, θα του αναθέσουν τη διεύθυνση της, θέση που θα αποδεχτεί. Εικάζεται πως έχασε τη δουλειά του ως εισαγγελέας επειδή ποτέ δεν καταδίκασε κανέναν. Είναι ένας από τους μύθους που συνοδεύουν τη ζωή του που, ακόμη κι αν δεν τεκμηριώθηκε ποτέ με συγκεκριμένα στοιχεία, πλαισιώνεται από ισχυρές ενδείξεις, αν και το πιθανότερο είναι η απόλυση του να ήρθε ως απόρροια της άρνησής του να υποκύψει στις πιέσεις και στα συμφέροντα κάποιου ισχυρού παράγοντα της περιοχής.
Το 1927, στις εθνικές εκλογές όπου αναδείχτηκε νικητής για δεύτερη φορά ο Hipolito Irigoyen (1852-1933), κατεβαίνει ως υποψήφιος πρόεδρος της Αργεντινής, χωρίς ωστόσο να καταθέσει επίσημη υποψηφιότητα. Πρόκειται στην ουσία για μια φάρσα, με έντονο σατυρικό χαρακτήρα, σε μια σουρεαλιστική προεκλογική καμπάνια, με τη συμμετοχή πολλών φίλων του. Από την εμπειρία αυτή, θεωρείται, πως γεννήθηκε ο χαρακτήρας του Προέδρου που κάνει την εμφάνιση του στο πιο γνωστό του έργο με τίτλο Museo de la Novela Eterna (Μουσείο του Αιώνιου Μυθιστορήματος).
Όσο ζούσε εκδόθηκε μόνο ένα μέρος του έργου του. Εκείνος δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να να εκδώσει τα βιβλία του, κάτι που έγινε μετά τον θάνατο του , με ευθύνη των παιδιών του και των φίλων του. Ο Macedonio Fernández υποτιμούσε τη συγγραφική του δουλειά και έτσι αρκετά γραπτά του χάθηκαν, σύμφωνα με τον Jorge Luis Borges, στη διάρκεια των μετακομίσεων του από το ένα σπίτι στο άλλο. Το έργο του που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, για τον έντονα μεταφυσικό του χαρακτήρα, για καιρό είχε αγνοηθεί καθώς θεωρούταν για πολλούς «ειδικούς» ένας «underground συγγραφέας», ήσσονος σημασίας και ανάξιος λόγου. Υπήρξε προάγγελος των πρωτοποριακών ρευμάτων, και κυρίως του Ουλτραϊσμού, αν και ο ίδιος ως συγγραφέας είναι δύσκολο να ενταχθεί σε συγκεκριμένα ρεύματα. Επηρέασε όσο λίγοι τη λογοτεχνία της χώρας του και της Λατινικής Αμερικής, δημιούργησε νέες προοπτικές όσον αφορά την αντίληψη για το μυθιστόρημα και το διήγημα (και κυρίως το διήγημα μικρής έκτασης καθώς θεωρείται πρωτοπόρος στο είδος) και είναι πολλοί από τους μεταγενέστερους συγγραφείς της Αργεντινής και της Λατινικής Αμερικής που τον έχουν αποθεώσει χαρακτηρίζοντας ως μια από τις σπουδαιότερες πνευματικές μορφές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.
Το διάσημο πλέον μυθιστόρημα του Museo de la Novela Eterna , όπου αποτυπώνεται ολόκληρη η κοσμοθεωρία του, θεωρείται το κορυφαίο της συγγραφικής του πορείας και ένα από τα πιο σημαντικά της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα. Πρόκειται για ένα υβριδικό έργο με πενήντα έξι προλογικά κείμενα δοκιμιακού και φιλοσοφικού χαρακτήρα, δοσμένο μέσα από μια μη γραμμική αφήγηση που σπάει όλους τους έως τότε παραδοσιακούς τρόπους γραφής. Εντός του αναμειγνύονται διάφορα είδη λόγου: η ποίηση, η φιλοσοφία, η κριτική, το δοκίμιο, η αυτοαναφορική γραφή. Το χαρακτηρίζει ο ακραίος πειραματισμός, η αποδόμηση του ρεαλισμού, η τοποθέτηση των μυθοπλαστικών ηρώων στην πραγματικότητα, η αντίληψη της πραγματικότητας ως ονείρου, η ύπαρξη και η εξέλιξη του έργου μέσα στο έργο όπου, εντέλει, ο αναγνώστης μοιάζει να είναι και ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής του. Η συγγραφή του συγκεκριμένου έργου, που χαρακτηρίστηκε «αντί-μυθιστόρημα», ξεκίνησε το 1925 και ο συγγραφέας το έγραφε σε όλη τη στη διάρκεια της ζωής του. Δημοσιεύτηκε 15 χρόνια μετά τον θάνατό του και άσκησε τεράστια επιρροή σε όλο το φάσμα της μετέπειτα λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας.
Το Μπουένος Άιρες υπήρξε για εκείνον ανέκαθεν το μέρος που αγαπούσε να ζει και είναι ελάχιστες οι φορές που βγήκε από τα σύνορά του, όσο ζούσε• κυρίως για επαγγελματικούς λόγους. Την ημέρα του θανάτου ο Jorge Luis Borges, που έχει χαρακτηρίσει τον Macedonio Fernández τον «πιο εκπληκτικό άνθρωπο που έχει γνωρίσει ποτέ», αποχαιρετώντας τον θα πει, μεταξύ άλλων, για εκείνον : «Εγώ τον μιμήθηκα μέχρι σημείου αντιγραφής, μέχρι την παθιασμένη και ιερή λογοκλοπή»
[1] Στα ελληνικά το όνομα του ήρωα θα μπορούσε να αποδοθεί ως : Μιαςαγάπης