1. Άγγελος Κούρος, Βαθαίνοντας τα διακοσάχρονα της ελληνικής επανάστασης (Πέντανδρον, 2021)

Δύσκολη χρονιά το έτος που πέρασε, άφησε σε δεύτερη μοίρα πολλά και σημαντικά, όπως τα διακοσάχρονα από την ελληνική επανάσταση. Μια, όμως, από τις σημαντικές, σύγχρονες φωνές, ο Άγγελος Κούρος, επανήλθε στην επέτειο όπως έπρεπε: με στίχους που αποπνέουν αγάπη για την πατρίδα και την ελληνικότητα, αλλά και με ισχυρή αυτοκριτική διάθεση έναντι όλων εκείνων, προσώπων, πραγμάτων, ηθών και συνηθειών, που ταπεινώνουν τον Έλληνα σε όλο το μήκος της ιστορίας του. Ώριμη και εμπεδωμένη η γραφή του ποιητή καταπιάνεται με τη ναρκοθετημένη θεματολογία της μνήμης μιας εθνικής επετείου και επιτυγχάνει, δίχως υστερίες, γραφικότητες και απλοϊκές συμβάσεις, για να αναφέρω λίγους μόνον από τους κινδύνους που θα διέτρεχε ένα βιβλίο ποίησης με αυτόν τον τίτλο.

Μνήμη 2007 μ. Χ.

Εκείνη η 25η Μαρτίου έπεφτε Κυριακή
και δεν φύσαγε καθόλου
πάλι καλά, αλλιώς οι κυματισμοί της σημαίας
του γείτονα
θα μας έφερναν όλη τη μυρωδιά
απ’ τη σκορδαλιά του.
Καλός οικογενειάρχης, με δυο παιδιά
κατέβηκε απ’ το πρωί στο γκαράζ της πολυκατοικίας
έκλεισε την κεντρική πόρτα σίγουρα μας βλαστήμησε
από μέσα του, την άλλη μέρα θα κόλλαγε σημείωμα
στο ασανσέρ
«παρακαλούνται οι ένοικοι να κλείνουν τα βράδια»
και κάτω απ’ τον ίσκιο της σημαίας
έπλενε την ασημί BMW του
όταν πέρναγαν σε σχηματισμό τα αεροπλάνα
έμενε με το σφουγγάρι στο χέρι
και θαύμαζε

ένας Σαλαμινομάχος σε αργία.

********************

2. Νίκος Ι. Τζώρτζης, Αναψηλάφηση Β’ (Κέδρος, 2021)

Όταν κανείς ασχολείται με τη νεοελληνική ποίηση, ενδέχεται να σχηματίσει την εντύπωση ότι το άπαν σύμπαν εκορέσθη από παραλογοτέχνες, τους οποίους ενώνει η επιθυμία προσθήκης μιας ακόμη βούλας στο βιογραφικό τους σημείωμα, πως είναι ποιητές. Ο Νίκος Τζώρτζης είναι μια από τις λίγες εξαιρέσεις σε έναν ωκεανό βιβλίων που προσπαθούν να πνίξουν τα ούτως ή άλλως αόρατα γραπτά˙ και λέγω αόρατα, διότι δεν υπάρχει κανείς να ενδιαφερθεί γι’ αυτά, αφού ουδείς στη χώρα ενδιαφέρεται για την ποίηση που δε γράφει ο ίδιος. Ποικίλη η θεματολογία του Τζώρτζη, στο βιβλίο του βρίσκουμε αυτοαναφορικά της ποιήσεως ποιήματα, ποιήματα για το θάνατο, ποιήματα πολιτικά, ποιήματα του έρωτα και του χωρισμού. Διακυμάνσεις παρουσιάζονται και στο ύφος και τις στρατηγικές έκφρασης που ο ποιητής ακολουθεί. Άλλοτε ελευθερόστιχος, άλλοτε έμμετρος και ομοιοκατάληκτος, άλλοτε περιγραφικός και άλλοτε λάκων, ο Τζώρτζης παρουσιάζεται ανήσυχος εκσκαφέας του εσωτερικού του κόσμου και της γλώσσας.

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ

Αυτά που σου γράφω

βλέπω ότι δεν είναι εκείνα
που σκοπεύω να σου πω˙

είναι εκείνα που εσύ μ’ απαντάς
σ’ όσα ακόμα δεν σου ’γραψα.

Δεν είμαι αποστολέας,
είμαι παραλήπτης˙

ίσως γιατί, όταν σου γράφω,
χρησιμοποιώ τώρα πια

μονάχα τον δικό σου
γραφικό χαρακτήρα.

 

**************************

3. Γιάννης Τόλιας, Πανδημία λήθης (Πάτρα, 2021)

Από το 1984 που ο Γιάννης Τόλιας τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης από τη Στέγη Καλών Τεχνών & Γραμμάτων για βιβλία που εκδόθηκαν στην επαρχία, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Ο ποιητής συνέχισε να υπηρετεί στη σκιά την τέχνη του δίχως πομφόλυγες, εξάρσεις και διαφημίσεις. Στο επίκεντρο των ποιημάτων του βρίσκουμε διαχρονικά πρωτίστως τη γυναίκα, κι ακολούθως το χρόνο, τη μνήμη και τη λήθη. Ο Τόλιας τρέφεται από τις αναμνήσεις και το πάθος του και παρά τις προσπάθειές του να στοχαστεί, είναι αυθεντικότερος όταν νιώθει. Το ύφος του, εντυπωσιακά εμπεδωμένο από την πρώτη του νεότητα, στην πρωτόλεια και πάλλουσα Μωβ Σημαία, είναι πηγαίο και ανεπιτήδευτο και επανέρχεται νοσταλγικά και στο τελευταίο του έργο.

ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΛΗΘΗΣ

Ακούγεται το All Alone των Saturnus

Χτύπησε την πόρτα
κι άνοιξα

Αμείλικτα ο Χρόνος

Στο σκοτεινό θάλαμο
των αναμνήσεων

ξέσπασε πανδημία λήθης

αφανίζοντας
όλες τις ενθυμήσεις

Ποτέ δεν υπήρξα
Τίποτα δεν έχω γράψει
Αυτά τα ποιήματα δεν είναι κανενός.

 

**********************

4. Στέλιος Θ. Μαφρέδας, Βήμα πριν (Οι εκδόσεις των φίλων, 2021)

Πολλές φορές έχω θελήσει να επαινέσω τη γραφή του Στέλιου Μαφρέδα, όμως πάντοτε με σταματούσε η αίσθησή μου ότι, παρά τις αρετές τους, τα ποιήματά του δεν απογειώνονται. Ο ποιητής είναι εντελώς άνοσος στο «σύνδρομο Χιόνη», δηλαδή στην προσπάθεια μιας γενιάς γραφιάδων να εντυπωσιάσουν με αποφθέγματα, συχνά, αν όχι συνήθως, αποτυχημένα και ξεχειλωμένα. Ο Μαφρέδας γράφει σαν τραγουδιστής που διδάσκει σε κάποιο γυμνάσιο και μουρμουρίζει μελωδίες στο προαύλιο κατά τη διάρκεια κάποιας εφημερίας, δίχως να περιμένει τον έπαινο ή την επιδοκιμαασία κανενός. Στα θετικά της γραφής του πιστώνω τη φροντισμένη γλώσσα (παρά το όποιο πεζολογικό φαλτσέτο), τη φαντασία και τη σοβαρότητα. Ίσως η γραφή του να αύξανε το διατρητικό της δυναμικό αν ο ποιητής επιδίωκε περισσότερο την έκπληξη της εξόδου, την εκρηκτική κάθαρση που ολοι ανεξαιρέτως οι μεγάλοι ήξεραν να προσφέρουν─ ίσως κι όχι. Καλύτερα από όλους την πένα του γνωρίζει ο γραφιάς.

Κλίμα Ποιήματος

Κανείς από τους στίχους μου δεν έγινε δημοφιλής
κανένας δεν τους έπιασε στα χείλη
στο μέτρο τους ποιος να περπάτησε
ποιος θέλησε να τους απαγγείλει;

Δεν καλλιεργώ κλίμα ηττοπάθειας.
Σε κλίμα ποιήματος θέλω πάλι να βρεθώ
να συγκρουστώ με κάθε βάρβαρο εσμό
με κάθε είδωλο και μάντη,
να έχω την αίσθηση πως είμαι ακόμη στην αρχή
τώρα που το τέλος μια σπιθαμή απέχει.

Δέντρο μαρκαρισμένο για κοπή και ας ανθίζει ακόμη.

Ήμουν λοιπόν στην Τέχνη ένας παρείσακτος
ένας εφήμερος εραστής, αγνοημένος
απόκληρος της ηδονής─ ψυχή μες στον σωρό.
Κι αν κάτι με λυπεί είναι γιατί
δεν φάνηκε η φωτιά πιο πέρα απ’ την αυλή μου,
στην εκστρατεία μου οι σύντροφοι λιγοστοί
ο μονοσάνδαλος εγώ, στις όχθες του Αχέροντα γυρίζω.

Ω! τι απάτη με έθρεψε, ω! ψέμα που με βρήκε.

 

*************

5. Δημήτρης Καλαβέσιος, Δρόμον, ου μ’ εθέσπισεν (Ιδιωτική έκδοση, 2021)

Ήταν ο Πάμπλο Πικάσο, αν θυμάμαι καλά, που είχε πει ότι του πήρε τέσσερα χρόνια για να καταφέρει ζωγραφίσει όπως ο Ραφαέλλο και μια ολόκληρη ζωή για να καταφέρει να ζωγραφίσει όπως ένα παιδί. Η ποιητική συλλογή του κυρίου Καλαβέσιου δε διαθέτει ουδεμία από τις παραδοσιακές αρετές του ποιητικού λόγου: φροντισμένη γλώσσα, καλολογικά στοιχεία, σπιτρόζικα ευφυολογήματα και εντυπωσιακά τσιτάτα. Έχει, όμως, κάτι από την αρετή της παιδικής ζωγραφικής που τόσο εύστοχα υπογράμμισε ο Ισπανός ζωγράφος: είναι ειλικρινής, ρέουσα και αυθόρμητη. Καμιά φορά με ένα τέτοιο όπλο μπορεί κανείς να πετύχει περισσότερα από τους περισσότερους βαρέως οπλισμένους.

*
Το κατάλαβα νωρίς
δε μου φταίει ο αδερφός μου
επειδή έτυχε να είναι άλλη ομάδα
ούτε επειδή έτυχε να είναι απ’ άλλη χώρα.
Μου φταίει το αφεντικό μου
που μου πατά την περηφάνια.
Μου φταίει ο διπλανός φασίστας
που τη μια οικογενειάρχης νοικοκυραίος
την άλλη χουλιγκάνος της κακιάς ώρας
και πάντα πιστός της εκκλησίας
ζει με το μίσος στο μυαλό και την καρδιά
και μαθαίνει και τους γύρω του το ίδιο.
Γι’ αυτόν γυρνάω με το πτυσσόμενό μου
και με την πεταλούδα μου στο χέρι.
Για να αμυνθώ σίγουρα και να μην πέσω αμαχητί
αλλά και για να επιτεθώ -δεν το κρύβω
γιατί κι αυτός επιτίθεται στην ανθρωπιά.
Κρυμμένα τα ’χω στο παπούτσι
και δεν είμαι παλικάρι της φακής
και στη στενή να μπω ίδιος θα ’μαι
περήφανα θα σταθώ πιστός στις ιδέες μου.
Όχι, δεν είμαι ιδεολόγος,
ούτε κάνας σπουδαγμένος είμαι.
Παιδί του δρόμου απ’ αυτά που είναι απαραίτητα
για να επεμβαίνουν εκεί που η αστυνομία κάνει πλάτες
και εκεί που το άδικο σε πνίγει είμαι
κι αν δε σου ταιριάζω σε εμφάνιση
κι αν σου χαλάω την αισθητική
μάθε πως δεν μου ταιριάζεις ούτε εσύ
κι όπως σου είπα με ζει ο δρόμος, ζω στο δρόμο,
και έχω τη μπέσα του δρόμου.

********

Χρόνια πολλά σε όλους, αδέρφια, με περισσότερη ποίηση και πολύ περισσότερη κοινή λογική.

Δ.Μ.