Θα σας εξηγήσω, κύριοι δικαστές… Έχω μπροστά μου αμέτρητες κόγχες ματιών, κυκλικές γραμμές χεριών που ακουμπάνε πάνω στα γόνατα, πόδια γυμνά πάνω στις πέτρες, ακίνητες κόρες απ’ όπου φεύγει η ματιά, στόματα κλειστά όπου η σιωπή προετοιμάζει μια κρίση. Έχω μπροστά μου θεμέλια από πέτρα. Σκότωσα αυτόν τον άντρα μ’ ένα μαχαίρι, μέσα στο μπάνιο, με τη βοήθεια του αξιολύπητου εραστή μου, που δεν άξιζε ούτε τα πόδια να του πιάσει. Γνωρίζετε την ιστορία μου: δεν υπάρχει κανείς από σας που να μην την έχει επαναλάβει είκοσι φορές στο τέλος των μακροσκελών γευμάτων ενώ γύρω του οι υπηρέτες χασμουριούνται, αλλά κι ούτε μια απ’ τις γυναίκες σας που να μην έχει ονειρευτεί μια νύχτα της ζωής της να ήταν Κλυταιμνήστρα. Οι δολοφονικές σας σκέψεις, οι ανομολόγητες επιθυμίες σας διασχίζουν τρέχοντας το μήκος των σκαλοπατιών και γέρνουν προς τα μένα, έτσι που κάτι τρομερό που κινείται εδώ μέσα να δημιουργεί από σας τη δική μου συνείδηση κι από μένα τη δική σας κραυγή. Ήλθατε εδώ με το σκοπό να επαναληφθεί η σκηνή του φόνου μπρος στα μάτια σας πιο γρήγορα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, γιατί καλεσμένοι στην τραπεζαρία για το βραδινό φαγητό μπορείτε ν’ αφιερώσετε το πολύ μερικές ώρες για να μ’ ακούσετε να κλαίω. Και μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα πρέπει επιπλέον να εκθέσω ανοιχτά όχι μόνο τις πράξεις μου αλλά και τα αίτιά τους, τα αίτια αυτά που για να τα επιβεβαιώσω χρειάστηκαν σαράντα χρόνια. Περίμενα αυτόν τον άντρα πριν ακόμα υπάρξει σαν όνομα, σαν πρόσωπο, αφότου δεν ήταν παρά η μακρινή μου δυστυχία. Έψαξα μέσα στο πλήθος των ζωντανών αυτή την ύπαρξη, την αναγκαία για τις μελλοντικές μου απολαύσεις: δεν κοίταξα τους άντρες παρά όπως παρατηρεί κανείς με προσοχή τους περαστικούς μπρος στο τζάμι του σταθμού, ώστε να βεβαιωθεί καλά ότι δε βρίσκεται ανάμεσά τους αυτός που περιμένει. Ήταν γι’ αυτόν που η μαμή με τράβηξε να βγω απ’ την κοιλιά της μάνας μου· για να κρατώ τους λογαριασμούς του πλούσιου σπιτικού του έμαθα αρίθμηση στο αβάκιο του σχολείου. Ύφανα σημαίες και χρυσά λάβαρα για να στολίσω τους δρόμους που πιθανόν ν’ ακούμπαγε το πόδι αυτού του αγνώστου, που θα μ’ έκανε δούλα του· πολύ προσεχτικά άφησα να πέσουν ’δω και ’κει πάνω στ’ απαλό ύφασμα μερικές σταγόνες απ’ το αίμα μου. Οι γονείς μου τον διάλεξαν για μένα: και παρόλο που χωρίς να το ξέρουν ήμουν ήδη κυριευμένη απ’ αυτόν, υπάκουα ακόμα στις επιθυμίες τους, γιατί οι επιλογές μας προέρχονται απ’ αυτούς, κι ο άνθρωπος που αγαπάμε είναι πάντα αυτός που οι πρόγονοί μας ονειρεύτηκαν. Τον άφησα να θυσιάσει το μέλλον των παιδιών μας στις ανθρώπινες φιλοδοξίες του: ούτε καν έκλαψα όταν πέθανε η κόρη μου.
Συγκατατέθηκα να χαθώ μες στη μοίρα μου, όπως το φρούτο σ’ ένα στόμα, για να του φέρω μια αίσθηση γλυκύτητας. Κύριοι δικαστές, δεν τον γνωρίσατε παρά παχύ απ’ τη δόξα και γερασμένο απ’ τα δέκα χρόνια πόλεμο, κάτι σαν τεράστιο είδωλο, φθαρμένο απ’ τα χάδια των γυναικών της Ασίας, στιγματισμένο απ’ τη λάσπη των τάφρων. Μόνο εγώ τον συναναστράφηκα στη θεϊκή εποχή του. Μου ήταν ευχάριστο να του φέρνω σε μεγάλο χάλκινο δίσκο το ποτήρι με το νερό που θα σκόρπιζε μέσα του αποθέματα δροσιάς· μ’ ευχαριστούσε, μες στη ζεστή κουζίνα, να ετοιμάζω τα φαγητά που χόρταιναν την πείνα του και τον πληρούσαν μ’ αίμα. Μ’ ευχαριστούσε, κουρασμένη απ’ το βάρος του ανθρώπινου σπόρου, ν’ ακουμπώ τα χέρια στη φουσκωμένη μου κοιλιά που βλάσταιναν τα παιδιά μου. Το βράδυ, όταν γύριζε απ’ το κυνήγι, ριχνόμουν με χαρά στο χρυσαφένιο στήθος του. Αλλά οι άντρες δεν είναι φτιαγμένοι να περνάνε όλη τους τη ζωή ζεσταίνοντας τα χέρια τους στη φωτιά απ’ το ίδιο τζάκι: έφυγε για καινούργιες κατακτήσεις, και μ’ άφησε σαν ένα μεγάλο άδειο σπίτι πλημμυρισμένο απ’ τα χτυπήματα ενός άχρηστου ρολογιού.
Ο καιρός που περνούσε μακρυά του κυλούσε χωρίς χρησιμότητα, σταγόνα σταγόνα ή σεκύματα, σα χαμένο αίμα, αφήνοντάς με κάθε μέρα πιο φτωχή από μέλλον. Μεθυσμένοι μαντατο- φόροι μού διηγούνταν τη ζωή του στα στρατόπεδα: ο στρατός της Ανατολής κυριαρχούνταν από γυναίκες: Ιουδαίες της Θεσσαλονίκης, Αρμένιες απ’ την Τυφλίδα, που τα μπλε μάτια τους κάτω από σκούρα βλέφαρα σ’ έκαναν να σκέφτεσαι τις πηγές σε βαθιές σκοτεινές σπηλιές, Τουρκάλες βαριές και γλυκιές, όπως τα γλυκίσματά τους τα φορτωμένα μέλι. Έπαιρνα γράμματα τις μέρες των γιορτών· η ζωή μου περνούσε παραφυλώντας στο δρόμο το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου. Τη μέρα πάλευα ενάντια στην απελπισία, τη νύχτα ενάντια στην επιθυμία, χωρίς σταματημό ενάντια στο κενό, αυτή τη θαμπή μορφή της δυστυχίας. Τα χρόνια διαδέχονταν το ’να τ’ άλλο στη σειρά, σαν πομπή μοναχικών γυναικών· το χωριό ήταν μαύρο από γυναίκες σε πένθος. Ζήλευα αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν σαν αντίζηλο τη γη μονάχα και που ήξεραν τουλάχιστον ότι ο άντρας τους κοιμάται μόνος. Επέβλεπα εκ μέρους του τις εργασίες στους αγρούς και τους θαλάσσιους δρόμους· συγκέντρωνα τις συγκομιδές· διέταζα να καρφώνουν τα κεφάλια των ληστών στον πάσσαλο της αγοράς· χρησιμοποιούσα τ’ όπλο του για να ρίχνω στις κουρούνες· χτυπούσα τα πλευρά της κυνηγετικής του φοράδας με τις γκέττες μου από σκούρο μουσαμά. Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου έλειπε και που τον είχα συνηθίσει. Έφτανα να κοιτώ με το δικό του βλέμμα το λευκό περιλαίμιο των υπηρετών. Ο Αίγισθος κάλπαζε δίπλα μου στη χέρσα γη· η εφηβεία του συνέπεσε με τον καιρό της δικιάς μου χηρείας· βρισκόταν σχεδόν σε ηλικία να ενωθεί με τους άλλους άντρες· με πήγε πίσω, στην εποχή των φιλημάτων που ανταλλάσσαμε με τα ξαδέλφια μες στο δάσος τον καιρό των μεγάλων διακοπών.
Τον έβλεπα λιγότερο σαν εραστή και περισσότερο σαν ένα παιδί, που μου έλειπε· πλήρωνα τους λογαριασμούς του για σαμάρια και γι’ αγορές αλόγων. Δεν ήμουν μόνο άπιστη στον άλλο άντρα, τον αντέγραφα επιπλέον: ο Αίγισθος δεν ήταν για μένα παρά τ’ αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας. Κύριοι δικαστές, δεν υπάρχει παρά ένας άντρας στον κόσμο: οι άλλοι για κάθε γυναίκα δεν είναι παρά ένα λάθος ή ένα θλιβερό υποκατάστατο. Κι η μοιχεία δεν είναι συχνά παρά η απελπισμένη μορφή της πίστης. Αν εξαπάτησα κάποιον, αυτός είναι βέβαια ο φτωχός Αίγισθος. Τον είχα ανάγκη για να ξέρω ως ποιο σημείο αυτός που αγαπούσα ήταν αναντικατάστατος. Κουρασμένη να τον χαϊδεύω, ανέβαινα στον πύργο να μοιραστώ την αϋπνία του παρατηρητή. Κάποια νύχτα, ο ορίζοντας της Ανατολής φλογίστηκε, τρεις ώρες πριν απ’ την αυγή. Η Τροία καιγόταν: ο άνεμος που ερχόταν απ’ την Ασία έφερνε μαζί του, περνώντας πάνω απ’ τη θάλασσα, σπίθες και σύννεφα στάχτης· φωτιές χαράς απ’ τους φρουρούς άναψαν στις βουνοκορφές: ο Άθως κι ο Όλυμπος, η Πίνδος κι ο Ερύμανθος φλογίστηκαν σαν πυρές καταδίκων· η τελευταία γλώσσα της φωτιάς στάθηκε απέναντί μου, στο μικρό λόφο που για εικοσιπέντε χρόνια μού έφραζε τον ορίζοντα. Έβλεπα το κρανοφόρο κεφάλι του παρατηρητή να χύνεται μπροστά για ν’ ακούσει τον ψίθυρο των κυμάτων: σε κάποιο μέρος της θάλασσας, ένας άντρας χρυσοστολισμένος ακουμπούσε στην πλώρη και άφηνε κάθε γύρισμα του έλικα να τον φέρνει πιο κοντά στη γυναίκα του και το μακρινό σπιτικό του. Κατεβαίνοντας τον πύργο οπλίστηκα μ’ ένα μαχαίρι.
Ήθελα να σκοτώσω τον Αίγισθο, να βάλω να πλύνουν το ξύλο του κρεβατιού και τις πλάκες του δωματίου, να βγάλω απ’ το βάθος του μπαούλου το ρούχο που φορούσα τη στιγμή του χωρισμού, να εξαλείψω με κάθε τρόπο αυτά τα δέκα χρόνια, σα νάταν ένα τίποτα μέσα στο σύνολο των ημερών της ζωής μου. Περνώντας μπροστά απ’ τον καθρέφτη σταμάτησα για να χαμογελάσω: ξαφνικά είδα τον εαυτό μου· κι η θέα του μού θύμισε πως είχα γκρίζα μαλλιά. Κύριοι δικαστές, δέκα χρόνια είναι κάτι: είναι πιο πολύ απ’ την απόσταση που χωρίζει την πόλη της Τροίας απ’ τ’ ανάκτορο των Μυκηνών· όταν μάλιστα οι στιγμές του παρελθόντος στέκονται πιο ψηλά απ’ το μέρος που βρισκόμαστε, γιατί δε μπορούμε παρά να κατρακυλάμε κι όχι να σκαρφαλώνουμε στο Χρόνο. Είναι όπως στους εφιάλτες: κάθε βήμα που κάνουμε μας απομακρύνει απ’ το κέντρο, αντί να μας φέρνει κοντά του. Στη θέση της νεαρής γυναίκας του ο βασιλιάς θα ’βρισκε στο κατώφλι κάποια που θα ’μοιαζε με παχύσαρκη μαγείρισσα· θα τη συνέχαιρε για την καλή κατάσταση του ορνιθώνα και των αποθηκών· δεν είχα να περιμένω πια για μένα παρά μερικά παγωμένα φιλιά. Αν είχα το θάρρος, θα είχα σκοτωθεί πριν την επιστροφή του, για να μη διαβάσω στο πρόσωπό του την απογοήτευσή του να με βρει μαραμένη. Αλλά ήθελα τουλάχιστο να τον ξαναδώ προτού πεθάνω. Ο Αίγισθος έκλαιγε στο κρεβάτι μου φοβισμένος, σαν ένοχο παιδί που αισθάνεται πως πλησιάζει η τιμωρία του πατέρα· τον πλησίασα· φόρεσα την πιο γλυκά απατηλή φωνή μου για να του πω πως τίποτα δεν θα γινόταν γνωστό απ’ τις νυχτερινές μας συναντήσεις και πως ο θείος του δεν είχε λόγους για να πάψει να τον αγαπά. Όμως, αντίθετα, έλπιζα ότι εκείνος τα ήξερε ήδη όλα και πως ο θυμός και η επιθυμία του να εκδικηθεί θα μου έδιναν επιτέλους μια θέση στη σκέψη του. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, έβαλα στο ταχυδρομείο που τον περίμενε ένα ανώνυμο γράμμα που
υπερέβαλλε τα σφάλματά μου: ακόνιζα το μαχαίρι που όφειλε να μου ξεσκίσει την καρδιά. Υπολόγιζα πως για να με στραγγαλίσει θα χρησιμοποιούσε μάλλον τα δυο του χέρια, τα τόσο αγαπημένα. Τουλάχιστο θα πέθαινα μέσα σε μια μορφή αγκαλιάσματος. Ήρθ’ επιτέλους η μέρα που το πολεμικό πλοίο άραξε στο λιμάνι του Ναυπλίου μέσα σ’ ένα χαλασμό από ζητωκραυγές και σαλπίσματα· οι κατηφοριές, σκεπασμένες με κατακόκκινες παπαρούνες, έμοιαζαν σημαιοστολισμένες κατά διαταγή του καλοκαιριού· ο δάσκαλος χάρισε μια μέρα αργίας στα παιδιά του χωριού· οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν. Περίμενα στην Πύλη των Λεόντων· μια κόκκινη ομπρέλλα έδινε χρώμα στη χλωμάδα μου. Οι ρόδες τ’ αμαξιού έτριζαν στην απότομη πλαγιά· οι χωρικοί ζεύτηκαν τις καρότσες για ν’ ανακουφίσουν τ’ άλογα. Στη στροφή του δρόμου είδα επιτέλους την κορφή τ’ αμαξιού να ξεπερνά το ύψος ενός πυκνού φράχτη και τότε πρόσεξα πως ο άντρας μου δεν ήταν μόνος. Είχε δίπλα του μια γυναίκα που θύμιζε τουρκάλα μάγισσα, διαλεγμένη για μερίδα του απ’ τα λάφυρα, παρόλο που δεν είχε μεγάλη υπόληψη ανάμεσα στους στρατιώτες. Ήταν σχεδόν παιδί· είχε όμορφα σκούρα μάτια σ’ ένα πρόσωπο ωχρό, σημαδεμένο από χτυπήματα· της χάιδεψε το χέρι για να προλάβει το κλάμα της. Τη βοήθησε να κατεβεί απ’ την καρότσα· μ’ αγκάλιασε παγωμένα και μου είπε πως υπολόγιζε στη μεγαλοψυχία μου για να περιποιηθώ αυτό το νεαρό κορίτσι, που η μάνα του και ο πατέρας του είχαν σκοτωθεί· έσφιξε το χέρι του Αίγισθου. Κι εκείνος είχε αλλάξει. Περπατούσε σφυρίζοντας· ο τεράστιος κοκκινωπός λαιμός του ξεχείλιζε απ’ το κολάρο του πουκαμίσου του· η πυρόχρωμη γενειάδα του χανόταν στις δίπλες του στήθους του. Παρόλ’ αυτά ήταν ωραίος, αλλά ωραίος σαν ταύρος, ενώ θα ’πρεπε να ’ναι σα θεός. Ανέβηκε μαζί μας τα σκαλιά του προθάλαμου που είχα βάψει ελαφρά πορφυρά, όπως τη μέρα των γάμων μας, για να μη φανεί το αίμα. Μόλις που με κοιτούσε· στο δείπνο δεν πήρε είδηση ότι είχα διατάξει να ετοιμάσουν τ’ αγαπημένα του φαγητά· ήπιε δυο τρία ποτήρια κρασί· ο σκισμένος φάκελλος τ’ ανώνυμου γράμματος πρόβαλλε από μια απ’ τις τσέπες του· έκλεινε κοροϊδευτικά το μάτι στον Αίγισθο απέναντί του· μετά το φαγητό τραύλισε αστεία μεθυσμένου για τις γυναίκες που ’χε παρηγορήσει. Το βράδυ, υπερβολικά μεγάλο, σύρθηκε στο δώμα
που λυμαίνονταν κουνούπια· μιλούσε τούρκικα με τη σύντροφό του· έδειχνε να ’ναι κόρη φυλάρχου· από μια κίνηση που έκανε κατάλαβα πως περίμενε παιδί.
Ήταν ίσως απ’ αυτόν ή από κάποιον απ’ τους στρατιώτες που την είχαν τραβήξει γελώντας έξω απ’ το πατρικό στρατόπεδο και, μαστιγώνοντάς την, την είχαν κυνηγήσει προς τη δικιά μας την πλευρά. Φαινόταν να ’χει το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον: για να μας διασκεδάσει διάβασε τα χέρια μας. Τότε χλώμιασε και τα δόντια της χτύπησαν. Κι εγώ, κύριοι δικαστές, γνώριζα το μέλλον. Όλες οι γυναίκες το ξέρουν: περιμένουν πάντα πως όλα θα τελειώσουν άσχημα. Εκείνος είχε τη συνήθεια να κάνει ένα ζεστό μπάνιο πριν πάει να κοιμηθεί. Ανέβηκα για να το ετοιμάσω: ο θόρυβος του νερού που έτρεχε, μου επέτρεπε να κλαίω δυνατά με λυγμούς. Το μπάνιο θερμαινόταν με ξύλα. Μια αξίνα, που χρησίμευε να σκορπίζουμε τις στάχτες, σερνόταν στο πάτωμα· δεν ξέρω γιατί, αλλά την έκρυψα πίσω απ’ τις πετσέτες. Για μια στιγμή ένοιωσα την ανάγκη να δώσω τα πάντα για ένα ατύχημα που δε θ’ άφηνε ίχνη, έτσι που η λάμπα του πετρελαίου θα ήταν ο μόνος κατηγορούμενος. Αλλά ήθελα τουλάχιστον πεθαίνοντας να τον υποχρεώσω να με κοιτάξει στο πρόσωπο: δεν τον σκότωνα παρά γι’ αυτό, για να τον αναγκάσω να καταλάβει πως δεν ήμουν ένα πράγμα χωρίς σημασία, που μπορείς να τ’ αφήσεις να πέσει ή να το παραχωρήσεις στον πρώτο τυχόντα. Κάλεσα ήρεμα τον Αίγισθο· έγινε κάτωχρος με το που άνοιξα το στόμα μου: τον διέταξα να με περιμένει στο κεφαλόσκαλο. Ο άλλος ανέβαινε βαριά τις σκάλες· έβγαλε το πουκάμισό του· το δέρμα του μέσα στο ζεστό νερό έγινε εντελώς βιολετί. Του σαπούνισα το λαιμό: έτρεμα τόσο πολύ που το σαπούνι κυλούσε διαρκώς απ’ τα χέρια μου. Ταράχτηκε λίγο· με πρόσταξε άγαρμπα ν’ ανοίξω το παράθυρο, που όμως βρισκόταν πολύ ψηλά για μένα· φώναξα τον Αίγισθο να έλθει να με βοηθήσει. Μόλις μπήκε, έκλεισα την πόρτα με το κλειδί. Ο άλλος δε μ’ έβλεπε, γιατί μας είχε γυρισμένη την πλάτη. Έδωσα αδέξια ένα πρώτο χτύπημα, που δεν πέτυχε παρά να του
σκίσει τον ώμο· σηκώθηκε ίσια μπρος· το φουσκωμένο πρόσωπό του αντανακλούσε μαύρα στίγματα· μούγκρισε σα βόδι· ο Αίγισθος τρομαγμένος του άρπαξε τα γόνατα, ίσως για να του ζητήσει συγγνώμη.
Εκείνος έχασε την ισορροπία στο γλιστερό πυθμένα της μπανιέρας κι έπεσε σα μια μάζα, με το πρόσωπο στο νερό κι ένα γουργουρητό που έμοιαζε με ρόγχο. Τότε ήταν που κατάφερα το δεύτερο χτύπημα που του χάραξε την όψη. Αλλά είμαι σίγουρη πως ήταν ήδη νεκρός: ένα μαλακό και ζεστό ράκος. Μίλησαν για κόκκινους ποταμούς: στην πραγματικότητα πολύ λίγο μάτωσε. Εγώ έχυσα περισσότερο αίμα γεννώντας το παιδί του. Μετά το θάνατό του σκοτώσαμε την ερωμένη του: ήταν μια πράξη γενναιοδωρίας, αν πραγματικά τον αγαπούσε. Οι χωρικοί πήραν το μέρος μας: δε μίλησαν. Ο γιος μας ήταν υπερβολικά μικρός για να μπορέσει να ελευθερώσει το μίσος του ενάντια στον Αίγισθο. Μερικές βδομάδες έχουν περάσει· θα ’πρεπε να αισθάνομαι ήρεμη, όμως ξέρετε, κύριοι δικαστές, πως τίποτα δεν ξεπερνιέται κι όλα επανέρχονται. Ανέλαβα να τον περιμένω: λοιπόν εκείνος γύρισε. Μην κουνάτε το κεφάλι: σας λέω ότι γύρισε. Αυτός, που για δέκα χρόνια δεν έλαβε τον κόπο να πάρει οχτώ μέρες άδεια για ναρθεί απ’ την Τροία, γύρισε απ’ το θάνατο. Βρήκα ωραία την ιδέα να του κόψω τα πόδια, για να τον εμποδίσω να βγει απ’ το νεκροταφείο· όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να τρυπώνει στο σπίτι μου τ’ απόγεμα, κρατώντας τα πόδια του κάτω απ’ το μπράτσο του, όπως οι διαρρήκτες τα παπούτσια τους για να μην κάνουν θόρυβο. Με σκέπαζε με τον ίσκιο του· δεν έδειχνε καν να καταλαβαίνει πως ο Αίγισθος ήταν εκεί. Ύστερα ο γιος μου με κατήγγειλε στην αστυνομία· όμως ο γιος μου είναι ακόμη το φάντασμά του, το σάρκινο φάσμα του. Πίστευα πως στη φυλακή θα ήμουν τουλάχιστον ήρεμη· όμως έρχεται κι εκεί: θα ’λεγε κανείς ότι προτιμά το κελλί μου απ’ τον τάφο του. Ξέρω πως το κεφάλι μου θα βρει τέλος πέφτοντας στην πλατεία του χωριού κι ότι ο Αίγισθος θα περάσει κάτω απ’ το ίδιο μαχαίρι. Είν’ αστείο, κύριοι δικαστές: μπορώ να πω πως ήδη μ’ έχετε καταδικάσει αμέτρητες φορές. Όμως εγώ πληρώθηκα για να μάθω πως οι νεκροί δε μένουν σε ησυχία: θ’ αναστηθώ, σέρνοντας τον Αίγισθο απ’ τις φτέρνες μου σα θλιμμένο κυνηγόσκυλο. Θα διασχίσω νύχτα τους δρόμους αναζητώντας τη Δικαιοσύνη του Θεού. Θα ξαναβρώ αυτόν τον άντρα σε κάποια γωνιά της κόλασής μου: και θα κλάψω πάλι από χαρά στα πρώτα του φιλιά.
Ύστερα θα μ’ εγκαταλείψει· θα πάει να κατακτήσει μια επαρχία του θανάτου. Αφού ο Χρόνος είναι από αίμα ζωντανών, η Αιωνιότητα πρέπει να τρέφεται από αίμα φαντασμάτων. Η αιωνιότητα για μένα θα χαθεί περιμένοντας το γυρισμό του, έτσι που σε λίγο θα είμαι το πιο ωχρό απ’ τα φαντάσματα. Λοιπόν, εκείνος θα γυρίσει για να με περιφρονήσει: θα χαϊδέψει μπροστά μου την άχρωμη τουρκάλα μάγισσά του, που ’ναι συνηθισμένη να παίζει με τα κόκκαλα απ’ τους τάφους. Τί θα κάνω τότε; Δε μπορείς βέβαια να σκοτώσεις πάλι ένα νεκρό.
πηγή: η λέξη 5:362-367.