Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. Το ένα είναι το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία.
Και τα δύο μας έρχονται από το εξωτερικό. Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. Αν κοιτάξετε την ιστορία μας, πριν από εκατό χρόνια πάνω κάτω ρίχτηκε στη χώρα μας ο σπόρος της Δημοκρατίας. Είναι εκατό χρόνια που όλο λέμε:
«Αμάν η Δημοκρατία μας μπουμπούκιασε!…»
«Η νεαρή Δημοκρατία μας!…»
«Αμάν η νεαρή Δημοκρατία μας!…»
Να είναι δοξασμένος αυτός που τη μεγάλωσε, μόλις καταφέραμε τόσα χρόνια να φέρουμε σ’ αυτό το ανάστημα τη Δημοκρατία, έγινε ένα φιντάνι η Δημοκρατία.[…]
Στο παρελθόν κρίθηκε απαραίτητο, δεν το είχαμε καταλάβει˙ αντί να φυτέψουμε σπόρο καφέ, φυτέψαμε το σπόρο της Δημοκρατίας. “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι τραβάμε από την έλλειψη του καφέ.
Καφές είναι αυτός!… Δε μοιάζει σε τίποτε. Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να μην είναι το ίδιο κάνει…
Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει, αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει
μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις.
Η Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
Στη χώρα μας έρχεται από το εξωτερικό μπόλικη Δημοκρατία, αλλά καφές δεν έρχεται. Τον καφέ τον πουλάνε, τη Δημοκρατία τη δίνουν. Ο καφές είναι με λεφτά, η Δημοκρατία τζάμπα…
Για τον καφέ χρειάζεται συνάλλαγμα, για τη Δημοκρατία τίποτα δεν χρειάζεται.
Για κοιτάξτε το τι τραβάμε απ’ τον καφέ. Σάμπως δεν έχουμε συνηθίσει στον καλό καφέ;
Αμέσως καταλαβαίνουμε τον καλό καφέ απ’ τον άσκημο, το μπαγιάτικο απ’ το φρέσκο, το νοθεμένο απ’ το σκέτο. Ζωή νά ’χουνε, μερικοί πατριώτες μας έκαναν ψεύτικο καφέ. Στην αρχή βγήκε ο κριθαρένιος καφές, δεν έπιασε. Ύστερα βγήκε καφές από φασόλια, δεν το κατάπιαμε. Εμείς σαν έθνος είμαστε θεριακλήδες του καφέ. αν και καταπίνουμε όλες τις απομιμήσεις, του καφέ την απομίμηση δεν την καταπίνουμε.
Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…

 

 

*****************************************************************************

 

Αγαπητοί Έλληνες Αναγνώστες μου,
Θέλησα να γράψω ένα πρόλογο στο βιβλίο μου που για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα Ελληνικά. Αυτό το ζήτησα για τον εξής λόγο: Επιθυμώ τα διηγήματά μου, που ένα μέρος απ αυτά μεταφράστηκε στα Ελληνικά, να συντείνουν στο να ζήσουν συμφιλιωμένοι οι δυο λαοί μας. Και αντί να αναζητάμε φιλίες με μακρινότερους και αγνώστους σ εμάς λαούς, είναι προτιμότερο να προηγηθούμε εμείς οι κοντινοί γείτονες σε μιαν ειρηνική και με πνεύμα αδερφικής συνύπαρξης ζωή.
Προσέξτε ιδιαίτερα αυτό το σημείο: Τα αίτια της εχθρότητας ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους, δεν προήλθαν από μας, από τους λαούς μας. Οδηγηθήκαμε σ αυτούς τους πολέμους κάτω από την πίεση ξένων και έξω από τα συμφέροντα των δύο λαών επιρροών. Ξέρουμε ότι τα σημερινά βιβλία της ιστορίας κρύβουν την αλήθεια. Όμως η ιστορική αλήθεια δεν μπορεί να μένει για πάντα κλειδωμανταλωμένη.
Σήμερα είμαι πενήντα χρονών. Υπάρχει λόγος που αναφέρω την ηλικία μου. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν στις πιο στενόχωρες περιόδους των Ελληνοτουρκικών συγκρούσεων. Τότε που ήμουνα εφτά-οχτώ χρονών παιδί, ήταν ντροπή μας να φοράμε ένα πουκάμισο η μια φανέλλα με το γαλάζιο-άσπρο χρώμα της ελληνικής σημαίας. Ξέρω πολύ καλά ότι την εποχή εκείνη και τα Ελληνόπουλα της ηλικίας μου, των εφτά-οχτώ χρονών, τα έπιανε η ίδια αλλεργία στο να φορέσουν κάτι με το κόκκινο και άσπρο χρώμα της τούρκικης σημαίας.
Γιατί τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν μ αυτή την έχθρητα στο γαλάζιο-άσπρο χρώμα, και στο κόκκινο-άσπρο; Αν βαθύνουμε την σκέψη μας πάνω σ αυτά τα ερωτήματα, μπορούμε να βρούμε τα αίτια των συγκρούσεων που τόσο ύπουλα μας επέβαλαν από το Εξωτερικό, άνθρωποι ξένοι σ εμάς.
Ομολογώ ότι σήμερα ντρέπομαι για την έχθρητα των παιδικών μου χρόνων προς τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας. Ξέρω όμως ότι σήμερα πολλοί Έλληνες διανοούμενοι ντρέπονται κι αυτοί για παρόμοια αισθήματα της παιδικής τους ηλικίας προς τα χρώματα της σημαίας μας. Αυτή η αμοιβαία γνώση των πραγμάτων πρέπει να μας αφυπνίσει, να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δε γεννήθηκε καμιά εχθρότητα ανάμεσα στους λαούς μας από δική τους πρωτοβουλία.
Όταν ήμουνα παιδί καθόμασταν στη Χάλκη. Εκεί υπήρχαν και πυκνοκατοικημένοι μαχαλάδες Ρωμιών. Εμείς τα Τουρκάκια, ακόμα απ εκείνη την ηλικία, οπλιζόμασταν με ραβδιά, λοστούς και πέτρες, κάναμε επιδρομή στους ελληνικούς μαχαλάδες και χτυπούσαμε τα Ρωμιόπουλα. Νομίζω πως και τα Ελληνόπουλα έπαιζαν το ίδιο πολεμικό παιχνίδι.
Ύστερα απ αυτό το εφιαλτικό παιδικό παιχνίδι πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια. Πριν από ένα μήνα, ήρθαν σπίτι μούσκεμα στον ιδρώτα τα δυο μου αγόρια, το ένα οχτώ και το άλλο εννιά χρονών. Τους ρώτησα την αιτία. “Τσακωθήκαμε με τα Ρωμιόπουλα”, μου είπαν.
Θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία, των εφτά και των οχτώ χρόνων και κύλησαν δάκρυα απ τα μάτια μου. Την αφυπνισμένη έχθρητα των παιδικών μας χρόνων, παρ όλο ότι πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε, δεν μπορέσαμε να τη σβήσουμε από τα παιδιά μας.
Τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να κάμουν τους σημερινούς ανθρώπους και φίλους και εχθρούς. Εμείς όμως πρέπει σήμερα να ξεχωρίσουμε από την ιστορία τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τους λαούς μας στη φιλία. […]

Από τον πρόλογο του συγγραφέα