O ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ’ΡΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ’ΧΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

 

αυτός ο θάνατος που μας συνοδεύει

από το βράδυ ως το πρωί, ακοίμητος,

κουφός, σαν μια παλιά τύψη

ή ένα παράλογο πάθος. Τα μάτια σου

θα ’ναι μια ανούσια λέξη,

μια πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή.

Έτσι τα αντικρίζεις κάθε πρωί

όταν μονάχη σου λυγίζεις

μπροστά στον καθρέφτη. Ω ελπίδα αγαπημένη,

θα μάθουμε κι εμείς τη μέρα εκείνη

πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.

 

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.

Ο θάνατος θα ’ρθει και θα ’χει τα μάτια σου.

Θα είναι σαν να κόβεις μία έξη,

σαν ν’ αντικρίζεις στον καθρέφτη

ένα πρόσωπο να αναδύεται νεκρό

σαν να αφουγκράζεσαι χείλη σφαλιστά.

Βουβοί θα κατεβούμε την άβυσσο.

 

 

22 Μαρτίου 1950

`

*

 

 

ΕΣΥ, ΑΝΕΜΕ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ

 

 

Είσαι ο θάνατος και η ζωή.

Ήρθες τον Μάρτη

πάνω στη γυμνή γη –

το ρίγος σου ακόμα κρατεί.

Αίμα της άνοιξης

-ανεμώνη ή σύννεφο-

τ’ ανάλαφρο βήμα σου

έχει παραβιάσει τη γη.

Ξαναρχίζει ο πόνος.

 

Τ’ ανάλαφρο βήμα σου

ξανάνοιξε την οδύνη.

Ήτανε κρύα η γη

κάτω απ’ τον ισχνό ουρανό,

ήταν ακίνητη, κλειδωμένη

σ’ έναν ονειρολήθαργο

ανθρώπου που δεν υποφέρει πια.

Κι ο πάγος ακόμα είχε γλύκα

στα μύχια της καρδιάς.

Ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή

η ελπίδα έμενε βουβή.

 

Τώρα κάθε τι που ζει

έχει αίμα και φωνή.

Τώρα η γη κι ο ουρανός

είναι ένας συσσεισμός,

η ελπίδα τα γνέθει,

τ’ αναστατώνει το πρωί,

το βήμα σου τα καταβυθίζει,

ανάσα, εσύ, της ροδαυγής.

Αίμα της άνοιξης,

όλη η γη τρέμει

από ένα πανάρχαιο δέος.

 

Ξανάνοιξες την οδύνη.

Είσαι ο θάνατος και η ζωή.

Ανάλαφρα πέρασες

πάνω από τη γυμνή γη

σαν χελιδόνι ή σύννεφο,

και της καρδιάς ο χείμαρρος

ξύπνησε πάλι και ξεχύνεται

και καθρεφτίζεται στον ουρανό

αντικατοπτρίζει τα πράγματα –

και τα πράγματα, στον ουρανό και την καρδιά

υποφέρουν και συσπειρώνονται

στη δική σου προσμονή.

Είναι το πρωινό, είναι η αυγή,

αίμα της άνοιξης,

έχεις παραβιάσει τη γη.

 

Η ελπίδα κουρνιάζει,

σε προσμένει σε καλεί.

Είσαι ο θάνατος και η ζωή.

Το βήμα σου είναι ελαφρύ.

 

 

25 Μαρτίου 1950