ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Να καθαρίσω τη βιβλιοθήκη.
Τόσα άχρηστα βιβλία, άχρηστα συναισθήματα. Από παιδί.
Η σκόνη κάλυψε τον κόπο.
Ποίηση σπανίως, κυρίως μύθοι και γνώσεις.
Μελάνι άσκοπα χυμένο. Ευτυχώς, πλέον σε οθόνη. Να σώσουμε τα δέντρα.
Πόσες ώρες γραφής για να πεις τι; Τα πάθη κάποιων ξένων;
Κι είναι κι εκείνα τα μικρά, της τσέπης. Πότε οι τσέπες είχαν άλλο από λεφτά;
Ή έστω χαρτομάντηλα. Να παίρνουν τα δάκρυα. Που έφερναν οι λέξεις.
Και πώς να ξεσκονίσεις τα τόσα μπιμπελό; Να κρύβουν τ’ άχρηστα βιβλία. Από ντροπή.
Πρέπει κι η γνώση να στολίζεται όμορφα. Με μικρά γυάλινα σκυλάκια.
Μυθιστορήματα σωρό. Κυρίως φαντασίας. Χωρίς εξουσία. Με ουτοπία μόνο.
Για κοινωνίες τέλειες. Με μανιφέστα ή χωρίς. Να λείπει η πυξίδα.
Να ξέρω πού ν’ αφήσω τα βιβλία. Να πιάσω τη φωτιά. Πείτε επιτέλους.
Προς το παρόν, σπίτι γεμάτο σκόνη. Και άχρηστα υλικά. Λέξεις σκόρπιες στις κουρτίνες.
Την καθάρισα εντέλει. Έχει πια χώρο. Ο χρόνος είναι που τελειώνει.

Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Σαν ακτίνα φωτός ανακλώμενου σε λιπαρό δέρμα
Σαν χρώμα απτό καρφωμένο σε βλέφαρα
Σαν κύμα ενάλιο να βρέχει πατούσες
Σαν σώμα κέρινο χωρίς ρυτίδες

Κάπως έτσι έρχεται η μέρα στα όνειρα
Χιλιάδες απουσίες καίγονται στα χάρτινα μέλη
Σεντόνι ατσαλάκωτο πριν πέσουν ριπές
Να σβήσουν τα σύννεφα σε μάτια μισόκλειστα

Σαν σώμα που τρέμει στο φύσημα του ανέμου
Σαν κύμα που σβήνει αναίτια στο μέτωπο της άμμου
Να πέφτουν μετέωρα καίγοντας τον ουρανό από κάτω
Καθώς σηκώνεται το πέτασμα της αφόρητης ουτοπίας σου

ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΣΤΗΘΗ

Η θάλασσα χειροκροτεί τη γύμνια του κορμιού
Μα στέλνει όλο πιο μακριά όσα κοντά φαντάζουν
Κι ήτανε θέλεις κύματα ή πλάσματα του νου
Που άφρισαν και χάθηκαν στα βάθη όπου ταιριάζουν

Δεν θέλησες να ερωτευτείς της θάλασσας τα κάλλη
Καθώς σε μεγαλώσανε τα δάση κι οι κορφές
Τα πλάσματα που σε καλούν μέσα στην παραζάλη
Απ’ του νερού θα ξεπηδούν τις πιο βαθιές πηγές

Γυμνές νύμφες χορεύουνε στου Κίσσαβου τα πόδια
Χωρίς ντροπή και τα κορμιά που βρέχουνε την άμμο
Να προκαλούν τον ασεβή με τα ιερά τα βόδια
Κι ανέμυαλα να προσκαλούν τον χάροντα σε γάμο

Τι θάλασσα τι ποταμός, κάθε βυθός και τέλος
Αλμύρα και τα δάκρυα, αλμύρα και το κύμα
Κι οι όμορφες δεν βλέπουνε το μυτερό το βέλος
Που στα γυμνά τα στήθη τους καρφώνει κάθε θύμα

ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Πέρασε μέρες σε μια αγκαλιά
Χωρίς τον νου του να βαραίνει κάτι
Η θάλασσα είναι σκληρή δουλειά
Βρεγμένο σώμα να το ψήνει το αλάτι

Κάποιος του μίλησε για τεμπελιά
Ούτε αναλαμπή δεν έφεξε στο μάτι
Τι είναι η ζωή χωρίς δουλειά
Και ποια δουλειά άραγε σημαίνει κάτι;

Οι αγκαλιές θα γίνουνε κελιά
Η θάλασσα θ’ αφρίσει με γινάτι
Κι ο χρόνος που αναζητά φωλιά
Είναι ελεύθερος μόνο ως αυταπάτη

4. Ο έρωτας ενάντια στη φθορά*

Τα σώματα ενώνονται για ν’ ανταλλάξουν μέλλον
Το μόνο που μετρά στον χρόνο να κερδίσουν
Πετούν μελάνι στα θεριά, ταυτότητες σκεπάζουν
Μοιράζοντας το σήμερα, τον Χάρο να ζαλίσουν

Κι αρχίζει έτσι ο πιο σκληρός, πιο όμορφος αγώνας
Συγκαθιστούς, απτάλικους χορούς σέρνει και αίμα
Άνθη στα άκρα των κλαδιών, κέρατα στα κριάρια
Ο μάντης θυσιάζεται στου πάθους την αρένα

Κι εκεί που κέρδη μοίραζε της ένωσης το πάθος
Ένας τα ψάχνει κτίζοντας κι ο άλλος στα ταξίδια
Κι ανοίγουν δρόμοι απάτητοι με ηδονές καινούριες
Φρόνηση θέλει ο ύπερος μα οι στήμονες παιχνίδια

Γεμίζει ο κόσμος μυρωδιές, χρώματα και τραγούδια
Σε ποικιλία που περνά καστάνια στους τροχούς της
Μα ο Χάροντας δεν σταματά να σκάβει μες τα φλούδια
Χτυπά και κάνει υπόπικρη τη γεύση στους χυμούς της

Αργεί όμως το μάγουλο το απαλό της κόρης
Να ξενυχτήσει για φιλί, ν’ αναψοκοκκινίσει
Ο πόθος θέλει σύγκρουση κι η ηδονή τον φόβο
Κι ο έρωτας χρειάζεται τη ζήλεια για ν’ ανθίσει

Η ζήλεια θέλει επιλογές, θέλει γεμάτο ζάρι
Να φτιάξει τόσες ενοχές μα πιο πολλή ευτυχία
Γλυκύτητα το όφελος και τρυφερό το κέρδος
Κι ο πόνος της απώλειας δεν θέλει ελευθερία

Μα είναι το πιο δύσκολο τις ρίζες σου να κόψεις
Να ανέβεις στο πλατύ σκαλί που φέρνει αυτονομία
Όλοι το ταίρι μόλις βρουν νοιώθουν σα να διαλέξαν
Κι η ηδονή που μας γεννά στοιχειώνει τα μνημεία

* Για την εμφάνιση του σεξ.

7. Η πιο όμορφη καταδίκη*

Ο Κάρολος ρωτά ξανά, στοιχειώνει τις ζωές μας
Να τρέφεις μόνος άραγε ελάχιστες ελπίδες;
Ή να ζητάς στις τάχατες σπουδαίες συντροφιές μας
Να προσπαθείς τις ρίζες σου να ορθώνεις αντηρίδες;

Ένας τερμίτης έφαγε της γνώσης τον κορμό
Κι έγινε σκλάβος σε ισόπτερη ουτοπία
Οι μέλισσες την έκαναν βασιλικό πολτό
Να τρέφουν με το σάλιο τους τη θηλυκή εξουσία

Του Αίσωπου οι ήρωες, οι πρώτοι μυρμιδόνες
Τον ακαμάτη τέττιγα κάθε φορά συντρίβουν
Στείρες, γενναίες, δυνατές, άπτερες αμαζόνες
Όλες μαζί κερδίζουνε, τη μοναξιά τους κρύβουν

Ελάχιστοι κατάφεραν να σπάσουν τον φραγμό
Να χάσουνε τον εαυτό για μια μεγάλη ιδέα
Κι όσοι μαχαίρι έβγαλαν να κόψουν τον δεσμό
Ή χάθηκαν ή κράτησαν συνήθεια αγελαία

Μα κάποιοι χώρεσαν καλά στην ίδια τη μασχάλη
Του τζιτζικιού τα τιμαλφή, του μυρμηγκιού τη δόξα
Σε μοιρασιά παράδοξη που φέρνει παραζάλη
Κι οι περηφάνιες γίνονται της αμαζόνας τόξα

Σε πλάκες γράφουν πέτρινες όσα δεν έχουν νοιώσει
Μα ευλογούν τον πόλεμο για μιας Ελένης κάλλη
Μα φταίει λένε που παλιά τους έκανε μια Πτώση
Μονάχοι να ’ναι δυστυχείς, κόλαση να ’ναι οι άλλοι

* Για την εμφάνιση της κοινωνικότητας.

ΕΡΩΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Ποια μεταφυσική να κρύβει ο συντελεσμένος μέλλων
Και πόση ελπίδα ζεσταίνει η ευκτική;
Μα εγώ διαλέγω τη φλόγα που έκαιγε τη δοτική σου πτώση
Κάνοντας πολλούς να τη νομίζουν υποτακτική

Κι όπως υπάκουος έλιωνα σε κάθε σου προστακτική
Κι άχρηστα πέταγα επιρρήματα σε κάδους
Ψάχνοντας πτώσεις αιτιατικές της τόσο παθητικής σου μετοχής
Μαζί σου επιστρέφοντας σε κάποια αόριστη πορεία

Κι όταν το υποκείμενο συναίσθημα δεν βρίσκει ενεργητική φωνή
Σπάζω τους παρακείμενους συνδέσμους
Και μ’ ενεστώτα πόνο γράφω ξορκίζοντας όλες τις λήγουσες
Με σθεναρή αντίσταση σε κάθε κτητική αντωνυμία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σπύρος Σφενδουράκης είναι Καθηγητής της Σχολής Βιολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Από τις Εκδόσεις “Βακχικόν” κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Μελέτη Ζωής” (2020)