Ημερολόγιο του Φλεβάρη (1942)

Ι

Μια μέρα σαν κι αυτή
μού ‘πε, χωρίς να κλάψει,
μια φίλη που ήρθε σπίτι, πως εχθές
το μόνο σύντροφό της είχε θάψει
κι ως το πρωί μείναμε σιωπηλές.

Και λόγια ν’ απαντήσω πού να βρω,
χήρα του Λένινγκραντ είμαι κι εγώ.

Φάγαμε το ψωμί για αύριο αφημένο,
μ’ ένα μαντήλι τυλιχτήκαμε μαζί,
στο Λένινγκραντ μια ησυχία απλωμένη
κι ο μετρονόμος μόνο να ηχεί…
Τα πόδια κρύωναν και το κερί να λιώνει.
Και γύρω απ’ την ισχνή του τη φωτιά
το φεγγαρόφως είχε κάνει μία ζώνη
που έμοιαζε με ίριδα ελαφριά.
Και όταν άρχισε ο ουρανός ν΄ ανοίγει
ψωμί, νερό να βρούμε βγήκαμε για λίγο
κι ακούσαμε των κανονιών τη συμφωνία
βαριά να κλαίει με μέτρο, με λυγμούς:
Στρατός να σπάει την πολιορκία
με τα πυρά στραμμένα στους εχθρούς.

`

*

ΙΙ

Με παγωνιά η πόλη ναρκωμένη.
Στις γειτονιές χιονοστιβάδες και σιγή…
Κάθε γραμμή του τράμ στα χιόνια είναι θαμμένη,
Μόνο των έλκηθρων ακούγεται κραυγή.

Στη λεωφόρο Νέβσκι τρίζουν, τρίζουν.

Μ’ έλκηθρα παιδικά, γελοία και στενά
νερό στις κατσαρόλες τους γυρίζουν,
ξύλα, αρρώστους, σώματα νεκρά…

Απ΄το Δεκέμβρη οι κάτοικοι, νομάδες
μίλια μακριά στην καταχνιά πηχτή,
στων παγερών κτιρίων τυφλές αράδες
αναζητούνε μια γωνιά ζεστή.

Μία γυναίκα τον άνδρα της να σέρνει,
το πρόσωπο σαν μάσκα, σαν γριά
κι ένα μπιτόνι σούπα βραδινό στο χέρι.
Σφυράνε οι όλμοι, η παγωνιά αγριεύει…
— Σύντροφοι, είμαστε στον κύκλο της φωτιάς.

Και μια κοπέλα, βλέμμα παγωμένο,
σφιγμένα χείλη, μαύρα από θυμό,
τραβάει σώμα με κουβέρτα τυλιγμένο
στα κοιμητήρια στον Όχτα ποταμό.

Τραβά τρεκλίζοντας, το βράδυ να προλάβει…
Τα μάτια άψυχα κοιτάνε στο κενό.
Βγαλ΄το καπέλο! Ήταν παλλικάρι
που εδώ σε μάχη έπεσε νεκρό.

Τρίζουν τα έλκηθρα στην πόλη τη φρικτή…
Πόσοι πια λείπουν, πόσους πια σκοτώσαν!
Δεν κλαίμε πια: αλήθεια έχουν πει,
τα δάκρυα του Λένινγκραντ παγώσαν.

Δεν κλαίμε. Λίγο πέφτει στην ψυχή μας.
Το μίσος μας το κλάμα συγκρατεί.
Το μίσος υποθήκη της ζωής μας:
ενώνει και ζεσταίνει κι οδηγεί.

Μη συγχωρήσω και μη λυπηθώ κανένα,
να εκδικηθώ, να εκδικηθώ όπως μπορώ
ο τάφος ο ομαδικός καλεί εμένα
που ‘ναι στου Όχτα το δεξιό γιαλό.

`

*

ΙΙΙ

Τι σιωπηλές που είχαμε καθίσει…
Όμως καθήκον έχω, αδελφή
Σε θλίψη και οργή, να συζητώ μαζί σου:
καθάρια η σκέψη μου και φλέγεται η ψυχή.

Στη συμφορά μας δε θα βρει κανείς
κανένα όνομα και σύγκριση καμία.
Αλλά τελειώνει ο δρόμος ο βαρύς
και ξέρουμε, πλησιάζει η ελευθερία.

Ίσως αυτή η μέρα του καημού
θα είναι με χαρά σημαδεμένη:
όπως παλιά, θα έχει φως παντού,
όλο το βράδυ θα ‘ναι η πόλη φωτισμένη.

Κι ας ζούμε τώρα μια διπλή ζωή,
στην πείνα, στο σκοτάδι και στη θλίψη
το αύριο μας δίνει αναπνοή
και το έχουμε ήδη κατακτήσει.

`

*

IV

Εχθροί ορμήσαν στη δική μας πόλη,
από τις πύλες πέφταν μάρμαρα βαριά…
Αλλά στης Διεθνούς τη λεωφόρο όλη
βγήκε η οπλισμένη εργατιά.

Στα σωθικά της μια αθάνατη φωνή:
– Ας πέσουμε, η Πετρούπολη θα ζει!..

Όπως παλιά, οι Κοκκινοφρουροί
καινούρια τάγματα να ετοιμάζουν,
μπουκάλια μάζευε η κάθε οικοδομή
όλοι από ένα οδόφραγμα να φτιάξουν.

Γι’ αυτό μαχαίρι στο λαιμό μας βάζαν,
Μας έλιωνε ο εχθρός με σίδηρο και πυρ…
– Δείλιασε, παραδώσου, – οι βόμβες κράζαν, –
φάε το χώμα, πέσε καταγής.
Τρέμοντας θα πάνε αιχμάλωτοι να σώσουνε το βιος τους
πέτρες του Λένινγκραντ, όχι μονάχα ο κόσμος!

Μα εμείς απ’ τις ταράτσες τις ψηλές μας
Κοιτούσαμε ψηλά στον ουρανό,
δε φύγαμε απ’ το πόστο, τις γραμμές μας,
το φτυάρι σφίγγοντας με χέρι αδειανό.

…Θα έρθει η μέρα, με βιασύνη και χαρά,
και τα χαλάσματα ακόμα να βαστάνε,
θα διακοσμούμε εμείς το Λένινγκραντ
όπως κανείς ποτέ δεν το ‘χει κάνει.

Στο κτίσμα το πιο λυγερό μονάχα
που να κοιτά του ήλιου την αυγή
θα βάλουμε ένα άγαλμα σαν βράχο
στης αεράμυνας τον βιοπαλαιστή.

Ας στέκει εκεί, στο πρώτο φως λουσμένος,
όπως σε μάχη άνιση παλιά:
στον ουρανό για πάντα θα κοιτά,
μονάχα μ’ ένα φτυάρι οπλισμένος.

`

*

V

Αρχαίο εργαλείο, του κόσμου πράγμα,
φτυάρι εσύ, πιστή αδελφή της γης!
Τι δρόμο απίστευτο περάσαμε αντάμα
από τ’ οδόφραγμα στο χώρο της ταφής.

Πώς, δεν κατανοώ καμιά φορά,
αντέξαμε ό,τι μας έχει λάχει…
Μέσα απ΄τα βάσανα στο φόβο, στη φωτιά,
περάσαμε το πάθημα της μάχης.

Του Λένινγκραντ ο κάθε αγωνιστής
ακούμπησε πληγές που ζεματάνε,
είναι στρατιώτης, υπερασπιστής
και σε ανδρεία όμοιος με βετεράνο.

Όποιος δεν έζησε εδώ, που να πιστέψει
πως το πιο δύσκολο και πιο τιμητικό
είναι στων δήμιων τον τρομερό κλοιό,
θηρίο να μη γίνει, μη σαλέψει…

`

*

VI

Ποτέ δεν ήμουν ήρωας εγώ,
από δόξες και βραβεία ήμουν πέρα.
Εισπνέοντας του Λένινγκραντ αέρα,
το μόνο που έκανα ήταν να ζω.

Δεν το’ κανα σημαία πως εκείνες
τις μέρες δε μου έλειψε χαρά
και έλαμπε σαν τις δροσοσταλίδες
στου πολέμου τοπία βλοσυρά.

Κι αν έχω κάτι άξιο επαίνου,
εγώ, όπως κι οι φίλοι μου οι καλοί,
μπορώ να είμαι εργάτρια με σθένος
κι ούτε με κόπωση δεν σταματώ στιγμή.
Περήφανη είμαι πως από νωρίς
του μόχθου έμπνευση γνωρίσαμε εμείς.

Στη βρώμα, στο σκοτάδι, πεινασμένοι,
κι ο θάνατος να καιροφυλακτεί,
υπήρξαμε τόσο ευτυχισμένοι,
μ’ ελευθερία τέτοια εμπνευσμένοι
που να ζηλέψουν κι οι δικοί μας εγγονοί.

Ναι, ήταν μια ευτυχία φρικαλέα
που άξια δεν έχει υμνηθεί,
να μοιραστούμε την μπουκιά την τελευταία
και του καπνού την πρέζα τη στερνή,
μαύρα μεσάνυχτα να συζητούμε
ενώ καπνίζει μια φωτιά ισχνή,
όταν θα έρθει η νίκη πώς θα ζούμε
και θα ‘χει νέα αξία η ζωή.

Ακόμα, φίλε μου, και εν καιρώ ειρήνης
σαν της ζωής σου το ζενίθ θα θυμηθείς
στην Κόκκινων Διοικητών το σπίτι,
να μπάζει αέρα, τη φωτιά ισχνή.

Την πλάτη ίσια, όπως τώρα. Η καρδιά σου
πανηγυρίζει, κλαίει και καλεί

το κρύο, τη φωνή μου, το σκοτάδι,
το οδόφραγμα στην πύλη κεντρική.

Να μείνει στους αιώνες ζωντανό,
χαρά απλή του ανθρωπίνου γένους,
της άμυνας, του μόχθου οχυρό,
του Λένινγκραντ αθάνατο το σθένος!

Ζήτω ο σοβαρός, καλοσυνάτος,
που είδε του θανάτου πρόσωπο
π’ άντεξε τον ασφυκτικό κλοιό
σαν Άνθρωπος, σαν Μαχητής και σαν Εργάτης!

Συντρόφισσά μου, φίλη και αδελφή
με την πολιορκία βαπτισμένη!
Δες, «Λένινγκραντ» καλούν κι εμάς μαζί,
το Λένινγκραντ δοξάζει η οικουμένη.

Κι ας ζούμε τώρα μια διπλή ζωή,
στην πείνα, στο σκοτάδι και στη θλίψη
το αύριο μας δίνει αναπνοή
και το έχουμε ήδη κατακτήσει.

Ας είναι νύχτα ή πρωί ή βράδυ,
θα σηκωθούμε και θα βγούμε με χαρά,
με το στρατό που έδωσε τη μάχη,
στην πόλη μας, ελεύθερη ξανά.

Χωρίς λουλούδια, κράνη χτυπημένα,
βαριά μπουφάν και μάσκες παγωμένες,

ίσοι θα χαιρετάμε τη στρατιά.
Σαν ξίφη τα φτερά της θα απλώσει,
η μπρούντζινη θ’ ανυψωθεί η Δόξα,
στα χέρια-κάρβουνα στεφάνι να κρατά.

`

*

 

Το ποίημα της Μπέργκολτς στο μνημείο των πεσόντων του Λένινγκραντ

(Λαξεύτηκε πάνω στο μνημείο στο κοιμητήριο Πισκαριόφ που εγκαταστάθηκε το 1959 στη μνήμη των 470.000 κατοίκων του Λένινγκραντ που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος έμεινε στην ιστορία ως σύνθημα του ηρωισμού των σοβιετικών λαών που αγωνίστηκαν ενάντια στο φασισμό.)

Εδώ κοίτονται του Λένινγκραντ κάτοικοι.
Εδώ είναι όλοι: άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
Δίπλα τους, του Κόκκινου Στρατού στρατιώτες.
Με τη ζωή τους όλη
Σε υπερασπίζονταν, Λένινγκραντ,
Λίκνο εσύ της επανάστασης.
Τα ονόματά τους τα γενναία δεν μπορούμε να τα απαριθμήσουμε εδώ,
Τόσα πολλά είναι στου γρανίτη την αιώνια αγκάλη.
Μάθε όμως εσύ που τις πέτρες αυτές κοιτάς:
Δεν ξεχάστηκε κανείς και τίποτα δεν ξεχάστηκε.

`

********************************************************

`

Πετρουπολίτισσα ποιήτρια και συγγραφέας γερμανορωσικής καταγωγής, «Μούσα της επιβίωσης» του πολιορκημένου Λένινγκραντ. Στην Πετρούπολη έζησε σχεδόν όλη τη ζωή της και γι’ αυτήν έγραφε από τα μαθητικά της χρόνια μέχρι το θάνατό της. Το 1938 συνελήφθη με κατηγορία «σύνδεση με εχθρούς του λαού» για την υποτιθέμενη συνομωσία κατά Στάλιν-Ζντάνωφ, ενώ ήταν έγκυος. Από τους ξυλοδαρμούς κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Ο πρώτος άνδρας της, ποιητής ΜπορίςΚορνίλωφ, εκτελέστηκε δια τουφεκισμού νωρίτερα το 1938 στο Λένινγκραντ. Ο δεύτερος άνδρας της, κριτικός λογοτεχνίας Νικολάι Μολτσάνωφ, πέθανε από την πείνα το 1942 στο πολιορκημένο Λένινγκραντ. Ο πατέρας της ΦιόντορΜπεργκόλτς εξορίστηκε επίσης το 1942 στο Μινουσίνσκ Ανατ. Σιβηρίας επειδή αρνήθηκε να γίνει πληροφοριοδότης. Εκείνο το διάστημα η Μπεργκόλτς έγραψε τα καλύτερα και τα πιο διάσημα έργα της, μεταξύ των οποίων και το Ημερολόγιο του Φλεβάρη.