Κάποιος/ Στίχοι: Νάνος Βαλαωρίτης / Μουσική: Ωχρά Σπειροχαίτη  / Πρώτη εκτέλεση: Ωχρά Σπειροχαίτη 

`

Ο Νάνος Βαλαωρίτης για το χιούμορ

`

Ο Νάνος Βαλαωρίτης παρεμβαίνει στη λογοτεχνική σφαίρα με τέσσερα
δοκίμια που θεματοποιούν το ζήτημα του χιούμορ: «Το χιούμορ στον ελληνικό
υπερρεαλισμό» (1985), «Το μεταϋπερρεαλιστικό χιούμορ στον ελληνικό χώρο»
(1986), «Πρόλογος στο μοντερνιστικό χιούμορ Α’» (1986) και «Πρόλογος στο
μοντερνιστικό χιούμορ Β’» (1987). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα κείμενα αυτά,
που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή δοκιμίων Για μια θεωρία της γραφής (1990),
ακολουθούν την παράδοση των ιστορικών πρωτοποριών ως προς τη σύνταξη
μανιφέστων με τις αρχές και τη γενεαλογία τους. Σε ατομικό πλέον και όχι σε
συλλογικό επίπεδο, σε μια εποχή που προκρίνει τις ατομικές στάσεις, ο Βαλαωρίτης
συντάσσει τους δικούς του προλόγους-μανιφέστα, προκειμένου να εκθέσει τον
πνευματικό και γραμματολογικό του συγκρητισμό ως προς το σημαντικό και
παραγκωνισμένο, κατ’ αυτόν, ζήτημα του χιούμορ, λογοτεχνικού, αλλά και
προσωπικού-καθημερινού. Ωστόσο, ο δοκιμιακός του λόγος δίνει χώρο σε έναν
ιδιότυπο υποκειμενισμό, δημιουργώντας πρωτότυπες και ίσως προκλητικές
συσχετίσεις εννοιών και συστημάτων σκέψης. Καθότι, επίσης, το περιεχόμενο των
κειμένων διευρύνεται σε σχέση με τις εξαγγελίες των τίτλων τους, θα τολμήσουμε να
τα εντάξουμε εν μέρει στη γενικότερη στρατηγική του χιούμορ, της ειρωνείας και της
(αυτο)παρώδησης της γραφής, σε αναλογία ίσως με τα «ψευτοδοκίμια» του Μπόρχες
για τα οποία ο Βαλαωρίτης επισημαίνει ότι ξεκίνησαν με την πρόθεση να
«εκπλήττουν και να προκαλούν σύγχυση στο κοινό, που πέρα έβρεχε» και οδήγησαν
«σ’ ένα είδος νόμιμο, μοντερνιστικά υπερρεαλιστικό, φανταστικά υπερβατικό»
.

Με το πρώτο δοκίμιο, τιτλοφορούμενο «Το χιούμορ στον ελληνικό υπερρεαλισμό»
(1985), ο Βαλαωρίτης ανατρέχει σε παραδείγματα μοντερνιστών και υπερρεαλιστών,
που μετέρχονται του χιουμοριστικού πεδίου τόσο στη λογοτεχνική γραφή όσο και
στην καθημερινή τους ζωή. Προκρίνει τη σύγκλιση των ρευμάτων, με το χιούμορ ως
κοινή συνισταμένη, και επισημαίνει ότι επιλέγει τον συγκεκριμένο όρο έναντι του
αστείου, του πνεύματος, της φάρσας ή του κωμικού, καθώς οι όροι αυτοί «δεν
αποδίδουν την ιδιότητα ενός ανθρώπου που έχει ένα ιδιαίτερο είδος κωμικού
πνεύματος, που είναι άλλοτε παράλογο, άλλοτε λογικό, πάντοτε όμως δραστικό και
έγκλειστο σ’ ένα ορισμένο είδος γραψίματος, ή λόγου». Ανακαλεί ανεκδοτολογικά
παραδείγματα χιουμοριστικού λόγου και συμβάντων, κατά βάση από τον κύκλο των
Νέων Γραμμάτων, του Κάτω Λουμίδη και του Απότσου. Αναφέρεται στον Γιώργο
Σεφέρη, στον Κοσμά Πολίτη, στον εικαστικό Βάρδα (Jean/Yanko Varda) αλλά και
στον Αριστοτέλη Ωνάση με το «σμυρνέικο χιούμορ»65 τους, στον Δημήτρη Αντωνίου,
στον Γιώργο Κατσίμπαλη με τις ευφάνταστες ιστορίες του, στον Νίκο Γκάτσο με τις
παράδοξες φάρσες του, στον Άγγελο Σικελιανό, στον Νίκο Εγγονόπουλο με το
σοβαροφανές, υπερρεαλιστικό μαύρο χιούμορ του και στον Νικόλα Κάλας. Ως προς
τον τελευταίο, χαρακτηρίζει τις χιουμοριστικές ποιητικές εκφορές του
«[α]λλεπάλληλες ριπές πολυβόλου […], που αφήνουν τον αναγνώστη διάτρητο»
.
Ακόμη, επισημαίνει την ανατροπή και την αποδιοργάνωση, που επιφέρει το
υπερρεαλιστικό χιούμορ, αναφέρεται στο ερωτικό χιούμορ του Ανδρέα Εμπειρίκου,
που πηγάζει από το ασυνείδητο και στοχεύει στην απελευθέρωση των κρυφών πόθων
μιας «ομαδικά απωθημένης κοινωνίας»
67, καθώς και στο ειρωνικό-σατιρικό χιούμορ
του Οδυσσέα Ελύτη, στο μαύρο-λαϊκό χιούμορ του Μίλτου Σαχτούρη και στην
αμφίρροπη, ειρωνική στάση που συγκροτεί το χιούμορ του Κ. Π. Καβάφη. Συσχετίζει
το υπερρεαλιστικό χιούμορ με το καρναβαλικό αναποδογύρισμα, με την
τραγικωμωδία, το μασκάρεμα και το παιχνίδι∙ το ατιθάσευτο γέλιο με την εσωτερική
ανακούφιση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι προκρίνει μια διευρυμένη
χαρτογράφηση-γενεαλόγηση του υπερρεαλιστικού χιούμορ, στην οποία πλάι στους
Τζόναθαν Σουίφτ, Αρθούρο Ρεμπώ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τους υπόλοιπους της
μπρετονικής Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ (1966) προσθέτει και τον Ουίλλιαμ Μπλέηκ,

τον Τριστάν Τζαρά, τους φουτουριστές και τους φορμαλιστές, τον Πωλ Βαλερύ
, τον Ροζέ Βιτράκ, τον Αντονέν Αρτώ, τον Ευγένιο Ιονέσκο, τον Σάμουελ
Μπέκετ και τον Τζέιμς Τζόυς. Άλλες αναφορές του σε σχέση με την ευρύτερη χρήση
του χιουμοριστικού στοιχείου περιλαμβάνουν τον Λώρενς Ντάρελ, τον Χένρυ
Μίλλερ, τον Ντύλαν Τόμας, τον Μπλεζ Σαντράρ, τον Πάμπλο Πικάσο, τη Γερτρούδη
Στάιν, τον Φρανσουά Ραμπελαί, τον Αλφρέντ Ζαρύ, τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον
Σαλβαδόρ Νταλί και τον Τ. Σ. Έλιοτ. Τέλος, αναφερόμενος στο δικό του έργο,
εντοπίζει το χιούμορ στα πεζά του Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη, Ο θησαυρός του Ξέρξη,
Ο προδότης του γραπτού λόγου (1980), Ο διαμαντένιος γαληνευτής, Μερικές γυναίκες
και στο εκτενές ποίημα Ο Έγχρωμος Στυλογράφος (1986).

`
Στο δοκίμιο «Το μεταϋπερρεαλιστικό χιούμορ στον ελληνικό χώρο»69 (1986) ο
Βαλαωρίτης διευρύνει τον ορισμό του υπερρεαλιστικού χιούμορ, προσεγγίζοντας
κυρίως το έργο νεώτερων λογοτεχνών. Αναγιγνώσκει το υπερρεαλιστικό χιούμορ ως
χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε σημαίνοντος λογοτέχνη από την αρχαιότητα μέχρι
τους νεώτερους χρόνους. Μας οδηγεί από το τραγικό χιούμορ του Στράτη Μυριβήλη,
του Κώστα Ταχτσή και του Μάριου Χάκκα, στο παράλογο χιούμορ του Γιώργου
Χειμωνά, του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη και του Δημήτρη Δημητριάδη και από εκεί
στο πολιτικό-αριστοφανικό χιούμορ του Γιάννη Κοντού. Βάλλει κατά της
αδυναμίας της κριτικής να αναγνωρίσει τη σημασία του λογοτεχνικού χιούμορ και
επισημαίνει το αντίβαρο που αυτό προτάσσει στην έλλειψη αυτοσυνειδησίας. «Το
χιούμορ είναι μια ιδιότητα, ‘’κι άλλη πιο τίμια’’ δεν έχει το ανθρώπινο γένος»
δηλώνει χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, μας ξεναγεί στο μεταμοντερνιστικό χιούμορ

του Αλέξανδρου Σχινά, επισημαίνοντας την ανάμειξη-αντιπαράθεση των

λογοτεχνικών ειδών, στην οποία προβαίνει μεταχειριζόμενος τη θεματική του
παραλόγου, ενώ αναφέρεται και στο ντανταϊστικό χιούμορ του Βασίλη
Λαμπρόπουλου. Συναντούμε πάλι τον «ποιητή[…]-μάγο[…]» Σικελιανό που,
σύμφωνα με τον Βαλαωρίτη, παρότι το έργο του δεν είχε γενικά χιούμορ –μονάχα
πλαγίως και μερικώς–, θα πρέπει να είχε ο ίδιος, όντας ο άνθρωπος που επιχείρησε
την ανάσταση των αρχαίων θεοτήτων. Ακόμη, βρίσκουμε και εδώ τον Εμπειρίκο με
τη σύνδεση χιούμορ και σεξουαλικής ορμής, που «καταρρακώνει τη
σοβαροφάνεια», αλλά και τον Ελύτη, στον οποίο ο Βαλαωρίτης αναγιγνώσκει εδώ
ένα τρόπον τινά υπερρεαλιστικό χιούμορ, εκφρασμένο μέσω της ελαφρότητας.
Κλείνοντας, αναφέρεται στο πένθιμο χιούμορ του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς και
στους Άγγλους σατιρικούς, στην ειρωνεία των Γερμανών ρομαντικών, στη σάτιρα
των Γάλλων διαφωτιστών και στο χιούμορ των συμβολιστών με δυνατές ρομαντικές
καταβολές.

`

Στο επόμενο δοκίμιο, με τον τίτλο «Πρόλογος στο μοντερνιστικό χιούμορ Α’: H Λέξη
πνεύμα»  (1986), ο Βαλαωρίτης, αφού διερευνήσει εκτενώς την πορεία της έννοιας
πνεύμα (και, συνακόλουθα, της έννοιας υποκείμενο) από τους αρχαίους Έλληνες
φιλοσόφους μέχρι την νεωτερική ευρωπαϊκή διανόηση και τους Έλληνες συγγραφείς
των δύο τελευταίων αιώνων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην απουσία (στους
Έλληνες) και στην παρουσία (στους δυτικούς) του καρτεσιανού cogito, στρέφεται
στο στοιχείο του χιούμορ. Κατά τον Βαλαωρίτη, μπροστά στο διαρκώς επανερχόμενο
κενό που διαπερνά τους Έλληνες συγγραφείς, το χιούμορ είναι αυτό που λειτουργεί
αντισταθμιστικά, όπως συμβαίνει με το χιούμορ του Ταχτσή, που «σώζει»
το Τρίτο Στεφάνι. Στη συνέχεια, τα παραδείγματα χιουμοριστικού ποιητικού λόγου, που
χρησιμοποιεί, διατρέχουν το έργο του μπητ ποιητή της γενιάς του ’70, Λευτέρη
Πούλιου, στον οποίο εντοπίζει, εκτός από την πληθωρική παρουσία του χιούμορ,
διακειμενική-παρωδιακή συσχέτιση με το έργο του Σεφέρη. Το χιούμορ του Πούλιου
ελέγχει την κοινοτοπία, περιπαίζει ειρωνικά, σοκάρει, παρωδεί, μετατρέπει το
τραγικό σε κωμικό, επαναστατεί και προσλαμβάνει σαρκαστική λειτουργία.

Έχει μια παράδοξη χροιά που απαντάται και στην ποίηση της Κατερίνας Γώγου. Παράλληλα,
ο Βαλαωρίτης βάλλει κατά της απαλοιφής του χιουμοριστικού στοιχείου από τη
θεματογραφική, όπως τη χαρακτηρίζει, προσέγγιση στο έργο του Σεφέρη.
Επισημαίνει ότι αναφέρεται στο κωμικό πνεύμα «όχι ως είδος, αλλά όπως είναι
διάχυτο, ως πνεύμα παράλογο, μες στη σύγχρονη γραφή»76 και το διαχωρίζει από τη
γαλλική και την αγγλική σάτιρα του 17ου και του 18ου αιώνα, την οποία και θεωρεί
εξ ορισμού αμείλικτη, καθώς στρέφεται εναντίον των υποκειμένων και των
καταστάσεων. Το μοντερνιστικό χιούμορ, σύμφωνα με τον ποιητή, έχει υπαρξιακή
και μεταφυσική χροιά, επιστρέφει το υποκείμενο σε μια «παραδεισιακή αθωότητα»

Το υποκείμενο, βιώνοντας την τραγικότητα και τον παραλογισμό της ζωής,
καταφεύγει στο χιούμορ, στην ειρωνεία και στον σαρκασμό. Επιπλέον,
ακολουθώντας τον Μιχαήλ Μπαχτίν, ο Βαλαωρίτης διακρίνει στο χιούμορ τα
χαρακτηριστικά της πολυσημίας και της διαλογικότητας και το τοποθετεί στην
καρναβαλική σύγκρουση των αταίριαστων στοιχείων σε θεματικό και λεκτικό
επίπεδο. Ακόμη, σημειώνει ότι το χιούμορ γονιμοποιείται από τον υπερρεαλισμό,
οδηγώντας σε μια νέα αυτοσυνειδησία και σε ένα άλλο είδος διαλόγου. Τέλος,
χρησιμοποιώντας ως πεδίο αναφοράς το έργο του Σεφέρη, επισημαίνει το
αποσιωπημένο, κατά την άποψή του, χιούμορ στο έργο του ποιητή και τη συσχέτισή
του με τις απρόσμενες και γλωσσικά πειραματικές εικόνες.

Στο τελευταίο δοκίμιο, «Πρόλογος στο μοντερνιστικό χιούμορ Β’»78 (1987), ο Νάνος
Βαλαωρίτης συνεχίζει την προσέγγισή του στο χιούμορ, με αναφορές στο πνεύμα του
Ανδρέα Κάλβου και των υπερρεαλιστών. Αναγιγνώσκει στο πνεύμα του Κάλβου ένα
χιούμορ υπερβατικό που εγγράφεται στο διάκενο μεταξύ του υψηλού της
θεματολογίας (εθνικής-ρομαντικής-κλασικίζουσας) και του παράδοξου-ειρωνικού
του λογοτεχνικού τρόπου. Επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο χιούμορ αποφεύγει τον
ρητορισμό, είναι κρυμμένο, σοβαροφανές και σκωπτικό. Η ίδια αυτή ειρωνεία, που
υπονομεύει και παραλλάσσει τα τετριμμένα νοήματα, τον εκφραστικό ρητορισμό και
την κοινοτοπία, εντοπίζεται από τον Βαλαωρίτη στο υπερρεαλιστικό χιούμορ. Έτσι,
λοιπόν, οι επικλήσεις, που χρησιμοποιεί ο Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ,
αναγιγνώσκονται ως «ειρωνικές μιμήσεις της κλασικής ρητορείας, που κατάγονται από τον Λωτρεαμόν.

Είναι παρωδιακά σχήματα που έχουν σκοπό να ξενίσουν και να
ξαφνιάσουν τον αναγνώστη που τις ακούει για πρώτη φορά»79. Τα χαρακτηριστικά
του απίθανου, του αταίριαστου και του απροσδόκητου χρησιμοποιούνται
ενδοκειμενικά, δίνοντας μια σαρκαστική υφή στο εν λόγω έργο. Επιπλέον, ο
Βαλαωρίτης επισημαίνει ότι οι αντιθετικές εικόνες και εκφράσεις, οι ασυνήθιστες
φράσεις, η αμφισημία-διαφορά ύφους και περιεχομένου και η υπονόμευση του
γλωσσικού διπόλου δημοτικής και καθαρεύουσας συνιστούν όψεις της
υπερρεαλιστικής ποιητικής του χιούμορ και της ειρωνείας. Η εκφραστική ειρωνεία
συνδυάζεται με την ανατρεπτικότητα του περιεχομένου, με χαρακτηριστικό και εδώ
παράδειγμα την εξύμνηση του ερωτικού ενστίκτου από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, μια
εξύμνηση που έχει τη δύναμη να εξυγιάνει τις «αμαρτίες»80 του κόσμου. Τέλος, ο
Βαλαωρίτης εντοπίζει στο πλαίσιο της ρομαντικής ειρωνείας τη σύμπτυξη του
πνεύματος με το χιούμορ, ενισχύοντας την οπτική του με ένα λογοπαίγνιο (ειρωνικήβ-ειρωνική-βυρωνική γραφή), που αποδίδει στους αδερφούς Σλέγκελ. Πρόκειται για
ένα από τα αμφιλεγόμενα σημεία των συγκεκριμένων δοκιμίων, το οποίο και
διαβάζουμε στο πλαίσιο της αυτοϋπονόμευσης του κριτικού του λόγου,

 

 

ΟΛΗ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΔΩ