ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ

Η πόλη όλη μπήκε στο δωμάτιό μου

τα δέντρα εξαφανίζονται ένα-ένα

και η εσπέρα κολλάει στα δάχτυλά μου

Τα σπίτια γίνονται υπερατλαντικά

ο φλοίσβος της θαλάσσης σκαρφάλωσε ίσαμ’ εμένα

Σε δύο μέρες φτάνουμε Κονγκό

διάβηκα τον Ισημερινό και τον τροπικό του Αιγόκερω

ξέρω ότι υπάρχουν λόφοι αμέτρητοι

η Παναγία των Παρισίων κρύβει το Γκορισανκάρ

   και τις υπερβόρειες αυγές

η νύχτα πέφτει στάλα-στάλα

και εγώ ακούω τις ώρες

Δώστε μου κείνη τη λεμονάδα και το τελευταίο τσιγάρο

Επιστρέφω Παρίσι

 

`

******

ΑΥΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ

Νας μάθω πρέπει να γελώ
με τον μουντό καιρό τη μπόρα.
Γιατί να κλαίω αλήθεια σήμερα
που απαλοχρυσαφολάμπει ο ήλιος;
Των φίλων αύριο ξημερώνει η γιορτή
των βατραχιών και των ορνέων
μανιταριών τε και σαλιάγκων.
Μη λησμονούμε όμως τα έντομα
τα μυγάκια ναι και τις παπαδίτσες.
Και μόλις σκάσει μεσημέρι
το ουράνιο θα περιμένω νά ’ρθει τόξο
μαβί λουλακί γαλαζοπράσινο
κίτρινο πορτοκαλί και κόκκινο
να παίξουμε κουτσ’ο κι αμάδες
οι δυό μας εμείς στον αυλόγυρο.