«Ποιητική απόδραση απ’ τη ‘σωφρονιστική αποικία’»

 

Μετά τη μελέτη της ποιητικής συλλογής της ποιήτριας Μαρίνας Αρμεύτη «Ο κύριος ιππόκαμπος» κι αφού διαρκώς ανα-διαμορφώνεται η προσωπική συνάντησή μου με το βαθύτερο νόημα της προσπάθειας, στροβιλίζεται στο νου μου ο τίτλος «ποιητική απόδραση απ΄ τη ‘‘σωφρονιστική αποικία’’». Ακριβώς γιατί με τη βοήθεια των εκδόσεων «Φίλντισι» -εκδοτικού οίκου που έχει ιδιαίτερες επιδόσεις στην ελληνική και ξένη ποίηση- η Μαρίνα Αρμεύτη επιχειρεί να αποδράσει με τη συμβολή των δικών της ποιημάτων από την σκληρή πραγματικότητα της «σωφρονιστικής αποικίας» (όρος δανεισμένος από τον τίτλο του ομώνυμου πεζογραφήματος του Κάφκα). Μια «αποικία», όπως την έχουν δαιμονικά κατασκευάσει οι λογής καθεστηκυίες συμβάσεις: με τα υλικά της ανελευθερίας, του αυταρχισμού, των λογής ανισοτήτων, του καθωσπρεπισμού και του νεοσυντηρητισμού, στα πεδία όχι μόνο της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά και σ’ αυτά της ιδεολογίας («φενακισμένη συνείδηση» το λέν!), της ηθικής, του δικαίου, της αισθητικής, του έρωτα!

Πρώτη συλλογή, λοιπόν, μιας ξεχωριστής ποιητικής φωνής, της Μαρίνας Αρμεύτη. Σημειώνω βέβαια πως έχει ήδη κάνει μια διαδρομή στα πνευματικά δρώμενα Κύπρου και Ελλάδας: Αφενός, με τις δημόσιες τοποθετήσεις σε έγκριτες εφημερίδες για εκπαιδευτικά και ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα. Αφετέρου, με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε ελλαδικά κα κυπριακά περιοδικά λογοτεχνίας, σε διαγωνισμούς, σε ανθολογήσεις.[1] Αλλά και με μελοποιήσεις ποιητικών δοκιμών της από σημαντικούς συνθέτες της πανελλήνιας και ευρωπαϊκής μουσικής σκηνής: Νίκος Παπάζογλου, Αντώνης Μιντζέλος, Γιάννης Κ. Ιωάννου, NicolaPisani και τώρα ο Πάνος Μπούσαλης.

Η ποιήτρια μετέχει αναγνωρισμένα στην διαμόρφωση της σύγχρονης κυπριακής ποίησης και της ποιητικής «γενιάς μετά το ‘90», με όσα θετικά κι αρνητικά φέρνει μαζί της αυτή η γενιά. Στην ποίηση της Μ. Αρμεύτη ο κριτικός Αλέξης Ζήρας ξεχωρίζει την ιδιαίτερη δυναμική και φυσική περιγραφή των προσώπων και την ευκρίνεια του κόσμου της, παρόλο που αυτός ο κόσμος παρουσιάζεται «αινιγματικός, γεμάτος σύμβολα».[2]

«Ο κύριος ιππόκαμπος» κομίζει στον μάρσιππό του 97 ποιήματα ολιγόστιχα (εκτός από επτά),[3] όπου σημαίνον και σημαινόμενο παραπέμπουν σε μια εις βάθος διερεύνηση του εσώτερου ψυχικού κόσμου τής δημιουργού, σε μια τολμηρή παρέμβαση στον εξωτερικό –κοινωνικό και φυσικό–  κόσμο και στην ανάδειξη της ιδιαίτερης σχέσης με το σύστημα της γλώσσας και τη δυνατότητα που αυτό έχει, για να δώσει όνομα στην κρισιμότητα της προσωπικής και στην τραγικότητα της τοπικής κυπριακής και της πλανητικής ζωής.[4]

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής «Ο κύριος ιππόκαμπος» είναι ένας μεταφορικός υπομνηματισμός  της διττής προέλευσης και λειτουργίας της. Από τη μια, το συναρπαστικό/μυθικό για την παιδική φαντασία «αλογάκι της θάλασσας» -και συγχρόνως το μοναδικό αρσενικό που τεκνοποιεί! Από την άλλη,  στα πεδία της ανατομίας και της ψυχολογίας, ο ιππόκαμπος είναι το τμήμα του εγκεφάλου που επηρεάζει τη συγκινησιακή (δηλωτική) μνήμη, την ορμονική αντίδραση στον φόβο, την ενστικτώδη δράση μπροστά στο απρόβλεπτο, όπως και την εσωτερίκευση του χρόνου. Κι αν ο χρόνος «έχει παγώσει» επί σειρά ετών στις 16 Ιουνίου του 1974, τότε η ιστορία φιλάει στο στόμα τη λογοτεχνία▪ οι αρχές της αισθητικής συγκατοικούν με της ηθικής τούς νόμους και ενισχύουν τη διεκδίκηση δικαιοσύνης και κάθαρσης. Τότε και ο θρυμματισμένος κόσμος («Του θανάτου», «Πετσέτα», «Ερπετοειδής εγκέφαλος») τής μετέπειτα ζωής πολιορκεί ασφυκτικά τον οραματικό κόσμο («Ανακωχή», «Μπαλκόνια», «Όνειρο», «Τρίτη ζωή»).   Αυτή η ποίηση φυσικά καταργεί την παραδοσιακή ροή, την αυστηρή δομή και μετρική. Γίνεται ποίηση συνειρμών, ήχων, εικόνων πολυειδών, αποτυπώσεων τραυματικών και λυτρωτικών.

Διερχόμενος ο αναγνώστης την ποιητική συλλογή συνειδητοποιεί ότι η Μ.Α. επιλέγει να κινηθεί πέρα από το «βιογραφικό» τοπίο. Σαφώς αξιοποιεί την ποίηση ως λειτουργία που οδηγεί την ύπαρξη έξω από το τραύμα – σε διαδικασίες ίασης, αυτονομίας, απελευθέρωσης. Συνειδητά  (μάς βεβαιώνει για τούτο η γραφή της) επιχειρεί πλέον να υπερβεί όσα την ακολουθούν παιδιόθεν, όσα συναιρούν Φόβο και Θάνατο και Ελπίδα, στη διαδρομή της ίδιας και της οικογένειάς της, μαζί με την/ και μετά την τραγική δολοφονία του πατέρα της (16.06.74) από εθνικιστικά και φασιστικά στοιχεία της λεγόμενης ΕΟΚΑ Β΄. «Θυμούμαι, άρα υπάρχω» δηλώνει κατηγορηματικά και θυμοσοφικά ο Μανώλης Αναγνωστάκης και αυθόρμητα η Μ. Αρμεύτη ενστερνίζεται τον βιωματικό λόγο του ποιητή και τον μετουσιώνει σε ποιητική έκφραση.

Επιχειρώ στο σημείο αυτό μια σύντομη παρέκβαση – επεξηγηματική για τη δική μου πρόσληψη και κατανόηση των ποιημάτων της Μ. Αρμεύτη- με επίκεντρο τον λυρισμό που εντοπίζω στη συλλογή αυτή. Βεβαίως, ο λυρισμός είναι η λυδία λίθος για την καθεμιά ποιητική σύνθεση. Μπορεί να έχει εδώ και ένα αιώνα δώσει τους πρώτους καρπούς η νέα αισθητική αντίληψη που προβάλλει την ιδέα «της ποίησης ως (ανα)δημιουργίας»,[5] συμβάλλοντας στην ενίσχυση της αυτονόμησής της. Ωστόσο, το αναγνωστικό κοινό συνήθως καταβάλλει προσπάθεια να πλησιάσει με τους δικούς του όρους και με πολλαπλές ταχύτητες την καλλιτεχνική ευαισθησία, να εμβαθύνει στον στοχασμό και στο αποτέλεσμα της ποιητικής έκφρασης. Κλειδί σε όλα αυτά αποτελεί το λυρικό μάγμα. Στη συλλογή «Ο κύριος ιππόκαμπος» φαίνεται ο λυρισμός της δημιουργού να διηθίζει τη ρήση του Ρίλκε «η ομορφιά δεν είναι παρά του τρόμου η αρχή». Για τούτο απλώνεται από τα πιο ακραία βάθη της συνείδησης έως τα ξεσπάσματα του εσώτερου βίου▪ από τη θλίψη και τον λυγμό ίσαμε τη συναισθηματική εξέγερση. Τόνοι ελεγειακοί συναντιούνται με την έκσταση γύρω από συμπυκνώσεις της ζωής –ατομικής και συλλογικής– σε όλα τα ποιήματα της Μ. Αρμεύτη.

Η ποιητική τέχνη της Μ.Αρμεύτη δεν είναι ποίηση των γεγονότων (άρα και των επιφανειακού τύπου «στρατεύσεων»), μήτε της αναπαράστασης των γεγονότων. Ευδιάκριτη είναι, μέσα στην τραγικότητά της, η κίνησή της προ την αναπόφευκτη «ιστορικότητα μιας ορισμένης εκδοχής».[6]  Είναι μία διά των στίχων αναδιευθέτηση των εσώτερων προσλήψεων της ατομικής συνείδησης και της ιστορικής/κοινωνικής εμπειρίας. Πάνω στην ποίηση της, και πιο πριν στην οικογένειά της και στην κοινωνία της, σε μαζικό ψυχολογικό κοινωνικό επίπεδο ασκήθηκε ανείπωτη βία από τους ακραίους εθνικισμούς –βία που διαρκεί. Εναντίον αυτής της βιαιότητας και των επιβουλών της η ποιήτρια, ξεπερνώντας ρητορείες και καπηλείες του δημόσιου χώρου, αναλαμβάνει αυτόν τον αγώνα, αφενός, για να ρυθμίσει το υπαρξιακό χάος με τη γρηγορούσα μνήμη και την παραμυθία.  Αφετέρου, για να αντισταθεί σε όσα υπονομεύουν και αποψιλώνουν την ηθική και τους κώδικές της – το δίκαιο επίσης, στο προσωπικό και στο κοινωνικό επίπεδο.

Δεν είναι μόνο η ιδιάζουσα λειτουργία της μνήμης, της θλίψης, του αδιεξόδου, του πανικού που βρίσκουν την ιδιαίτερη έκφρασή τους στην ποιητική φωνή της Μ. Αρμεύτη. Απρόσμενες αναλογίες και οπτικές μεταφορές συνδυάζονται με πιο έντονες εικονοπλασίες, για να αποδώσουν λυρικά την παραμορφωτική –σπαρακτική εν πολλοίς, θα έλεγα– ατμόσφαιρα, όσων βιωμάτων συνοδεύουν το πρόσωπό της από τη στιγμή της γέννησής της έως τα σημερινά γεγονότα. Η γραφή η ίδια γίνεται καθαρτήριο φως/χάδι για την πονεμένη ψυχή των ανθρώπων που υπέφεραν και υποφέρουν από τη βία, τον ανορθολογισμό, την απώλεια των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και δικαιωμάτων. Και, ιδού, το πεδίο συνύπαρξης και έμπνευσης από τους  αρχαίους Έλληνες τραγικούς: Σε αντίθεση προς την πρόκληση της αδικίας, το αίτημα τιμωρίας και δικαίωσης ηθικής και πανανθρώπινης, καθότι είναι εξαιρετικά δύσκολο για κάθε δημιουργό η διαχείριση του πόνου και της οδύνης! Στην προκείμενη περίπτωση η διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το χρόνιο σύμπτωμα γραφής και επαναγραφής. Όμως, ευτυχώς για τους εραστές της ποίησης, η Μαρίνα Αρμεύτη άντεξε θύμησες, αγωνίες, μυθοπλασίες, υπέφερε εξαργυρώσεις αλλότριων θυσιών από ανθρώπους της εξουσίας, έφερε λοιπόν μέχρι την έκδοση το υλικό του ηφαιστείου που για χρόνια εκρήγνυται στον ψυχικό της κόσμο.

Ως προς ειδικότερα θέματα της μορφής επισημαίνω τη λιτή και ολιγόστιχη στιχουργία, τη συμπύκνωση του νοήματος και των ήχων, την επιλεκτικότητα μέσω της προσεκτικής χρήσης των λέξεων, την εικονοποιεία που διεγείρει και δεν καθηλώνει τον αναγνώστη. Βρίσκονται διάχυτα σε όλο το μήκος και το πλάτος της ποιητικής συλλογής. Δηλωτικά κι αυτά  της επίμονης επαναγραφής και της αποδοχής της μικρής φόρμας για την αμεσότητα στην επικοινωνία με τον αναγνώστη, που η ποιήτρια τον καλεί να γίνει συνοδοιπόρος, με στίχους και συμβολισμούς. Διακρίνω, επιπλέον, την αξιοποίηση συμβόλων,  εικόνων και τεχνικών που παραπέμπουν στον μετασυμβολισμό και στον υπερρεαλισμό[7]: «Η φωνή μου» (σ. 12: «κουλουριασμένη η φωνή μου/ σε στάση εμβρύου/ τη βλέπω στη θερμοκοιτίδα»), «Σκίλλα η μορρίσσεια» (σ. 92, Από τον γκρεμό της Πελλής/ έσπρωξα τον φόβο μου/ Φόνος εκ προμελέτης για την ακρίβεια/ Τον εχθρό να αφανίσω –θέλησα-/ που πίσω από το γέλιο μου/ύπουλα γελούσε»), «Ερχόσουνα λέει» (σ. 103), «Όνειρο» (σ. 35), «Οδηγίες χρήσης» (σ. 93).

Την προσοχή του αναγνώστη αποσπούν και οι δοκιμές ποιητικώνπειραματισμών τόσο στη μορφή όσο και στο  περιεχόμενο: Ίσως υπό την επήρεια του «ιερού» αριθμού 7, εφτά σπονδυλωτές τρίστιχες ή τετράστιχες συνθέσεις «αμελώς» τοποθετούνται μέσα στο «σώμα» της συλλογής, σαν να οριοθετούν περιοχές, σύμφωνα με τον τίτλο που φέρουν σε γενική πτώση (σ. 22 «Του θανάτου», σ. 30 «Της απορίας», σ. 40 «Της φύσης», σ. 48 «Της πικρίας», σ. 64 «Του έρωτα», σ. 76 «Της αναζήτησης», σ. 100 «Της διαπίστωσης»). Στην περίπτωση της «οπτικής» ποίησης το ποίημα «Κυμάτισμα» (υπαρξιακό/ερωτικό, σ. 54) λαμβάνει τη μορφή δύο κυμάτων (προφανώς τα σώματα των δύο ερωτευμένων). Παρομοίως το ποίημα με τίτλο «Και αντιστρόφως η προκατάληψη»  (σ. 105), όπου με άξονα τον στίχο «Μα πώς να χαιρετίσεις το άγνωστο άμα σού λείπει το ύψος;» κατασκευάζεται με στίχους ένα κάτοπτρο της προκατάληψης και της συνακόλουθης ηθικής εξαχρείωσης. Στο «Δελτίο καιρού» (σ. 47) οι αντίξοες καιρικές συνθήκες νοηματικά ταυτίζονται με ανατροπές στο συναισθηματικό και υπαρξιακό επίπεδο.  Με σατιρική κι αυτοσαρκαστική διάθεση στίχοι περιέχουν δεδομένα συνταγών με «2 σφηνοπότηρα δάκρυα», «2 κουταλιές σούπας χαμόγελα», «3 λιαστές στιγμές» και «λευκές σελίδες», ώστε να «ροδίσουν» οι  καρδιές των ολίγιστων ευαίσθητων του καιρού μας, στο ποίημα «Καρδιές με σύκα και αμύγδαλα» (σ. 60-61).

Ως προς το περιεχόμενο περιορίζομαι να σημειώσω ορισμένα ιδιαίτερα στοιχεία στην ποιητική της Μ. Αρμεύτη, με όλον τον κίνδυνο της σχηματικότητας, και στον πνευματικό προσανατολισμό της ποιητικής συλλογής.

Διακρίνω ένα τετράγωνο πλαίσιο, το οποίο ευκρινώς περικλείει την ποιητική δημιουργία: Ζωή-Έρωτας, Ευτυχία-Θάνατος Αυτοί οι τέσσερις πόλοι συνδυάζονται με ισχυρότατες δόσεις ειρωνείας, αυτοσαρκασμού, καυστικότητας και αποκήρυξης «καταξιωμένων» προσώπων, αντιδημοκρατικών αγκυλώσεων στην κοινωνία της Κύπρου και παγιωμένων φιλοπόλεμων σχηματοποιήσεων στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η ποιητική την ενδιαφέρει περισσότερο ως «χειροπιαστό» δημιούργημα (όχι ως θεωρητικό κατασκεύασμα). Για τούτο γράφει τα ποιήματα: «Πηνελόπη» (που σε αντίθεση με τα παραδεδομένα «ήταν πιστή/ μόνο στην προσμονή», σ. 15), «Ανοιχτοί λογαριασμοί» ((«ήθελε να γράψει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό/ όπως της μάνας της […] κι ένα βουνό απέναντι/Διάτρητο να αιμορραγεί/ κάμποσα χρόνια τώρα.», σ. 44).  Αλλά, χωρίς το κοινωνικό στοιχείο, κάποια ποιήματα μπορεί να μένουν μετέωρα, κι αυτό την προβληματίζει: «Η φωνή μου» («χόρδισμα κιθάρας θα το πω/ Για να παλέψει/ Σαν μια νιότη μεγάλη»), «Εγγενές σχήμα συμπεριφοράς» («εγώ το μελάνι μου», σ. 102), «Οδηγίες χρήσης» («Κάντε τις λέξεις της τραγούδια», «Πάνω της μην κρατήσετε σημειώσεις», «Μην την καταχωρήσετε /στη διδακτέα ύλη/ Έτσι κι αλλιώς δεν θέλησε να διδάξει/ τίποτα σε κανέναν», σ. 93).

 

Στα ποιήματα της Μ. Αρμεύτη εντοπίζεται ως σταθεροί πόλοι σύγκρουσης ο φόβος και η ελευθερία. Η αυτονομία και η αξιοπρέπεια έχουν κόστος. Αλλά δεν διστάζει, επιζητεί να αντιπαρατεθεί στον πόνο της απώλειας («Χθών», σ. 77), στον φόβο, τον υπονομευτή συναισθημάτων και λογικής («Χειμωνιάτικη παραλία», σ. 37 –«Mindgame», σ. 33 – «Τρίτη ζωή», σ. 36: «απ’ όλους τους φόβους που φοβήθηκα/ο φόβος του «μαζί»- «Μέδουσα», σ. 67 – «Σκίλλα η μορρισσεία», σ. 92- «Θέση-Άρση», σ. 96- «Στην Αυγή», σ. 104). Η παγίδευση στην πεζότητα της ζωής (σ. 31 «Κουρελού») και η ματαίωση των ελπίδων δεν τη φοβίζει («Υπαρξιακό», σ. 91- «Κυπαρίσσι», σ. 43- «Τα δάση», 46). Για τούτο και η προσπάθεια αναμέτρησης της ποιήτριας με τα συμπλέγματα και όσα άλλα αρνητικά τού «εγώ» αποτιμάται ως θετική (σ. 33, 67, 92).

Η Ελευθερία, ως ποθητό αιτούμενο, διέρχεται  από τον αγώνα της ποιήτριας για την πολυεπίπεδη χειραφέτηση (ως θυγατέρα, ως έφηβη αμφισβητίας, ως γυναίκα που διεκδικεί την ιδιοπροσωπία της και το δικαίωμα στον έρωτα, ως ερωτευμένη ευτυχής ή και προδομένη, ως σκεπτόμενη πολίτης και ως εργαζόμενη φιλόλογος). Η διαρκής αγωνία για τη διεύρυνση της προσωπικής ελευθερίας τέμνεται αναπόφευκτα με τον ίσκιο του θυσιασθέντος πατέρα, με την συλλογική μοίρα της Κύπρου και με την ποθητή επανένωσή της. Στον σύνθετο καμβά του οράματος για Ελευθερία, την πινελιά τους βάζουν η θάλασσα ως σύμβολο αιωνιότητας και κινητικότητας ανανεωτικής («Χειμερινή παραλία», «Διακριτικός ιππόκαμπος») και ο έρωτας – είτε μέσα από την αποτυχία: «Επαναλήψεις», «Μικροπωλητής», είτε μέσα από την έξαρση: «Κυμάτισμα», «Αναρρίχηση», «Τρίτη ζωή» κ.ά.

Στα ποιήματα σημειώνω, ακόμη, ότι είναι εμφανή τα στοιχεία που συγκροτούν μια σύγχρονη ευαισθησία σαν αυτή που διαπερνά τη  γυναικεία γραφή. Με ισχυρό, ενίοτε μαχητικό, τρόπο η ποιοτική προβολή της γυναικείας ιδιοσυστασίας και της ουσιώδους διεκδίκησης του έρωτα παρουσιάζεται στη θεματολογία της Μ. Αρμεύτη. Μακράν των εύπεπτων/δήθεν ψυχαγωγικών σκαριφημάτων (που τα τελευταία χρόνια, συνήθως, συγγραφείς του γυναικείου φύλλου παράγουν έργα παραλογοτεχνίας για τις γυναίκες καταναλώτριες), ποιήματα σαν τα ακόλουθα τονώνουν τον αγώνα αυτόνομης κοινωνικής και πνευματικής παρουσίας: «Αντιλόπη», «Η φωνή μου», «Πηνελόπη», «Ακαριαίως», «Λίλιθ», «Απορίες γένους θηλυκού». Κι αν αναζητούσα σκέψεις για πιθανές ομοιότητες και «συνομιλίες» με την τέχνη ποιητριών του ελλαδικού και του κυπριακού χώρου, θα αποτολμούσα αναφορές στις γραφές της Νανάς Ησαϊα, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, της Ζέφης Δαράκη, της Νάγιας Ρούσου, της Ντίνας Κατσούρη, της Φροσούλας Κολοσιάτου ή της Ευτυχίας Παναγιώτου. Η ποίηση θέλει καθαρή καρδιά, και η Μ. Αρμεύτη τη διαθέτει!

Η ποίηση της Μ. Αρμεύτη, στην κατακλείδα, αποτελεί εξαιρετική λυρική πρόταση για την ποιητική επανασύσταση του κόσμου μας. Ο λυρισμός της σαν κρασί καλοζυμωμένο αρχικά αφήνει στον ουρανίσκο του αναγνώστη μια γεύση στοχαστικής θλίψης.  Αλλά στο βάθος ευδιάκριτη αναδύεται η σωστική ρευστότητα των ψυχικών κινήσεων, αποτυπωμένη και στον εσωτερικό ρυθμό των στίχων. Μια ευρύτερη κλιμάκωση της ευαισθησίας, ένα τάνυσμα των αποχρώσεων της Ελευθερίας τόσο προς την αθωότητα, όσο και προς την ώριμη ενδυνάμωση των αντιστάσεων επιτρέπουν στον αναγνώστη να αντικρύσει την επόμενη μέρα με ανοίγματα σε νέους ορίζοντες.

Υπογραμμίζω επιπρόσθετα ότι η ποιητική συλλογή ανοίγει με το ποίημα «Ανακωχή» (σ. 11) και κλείνει με το ποίημα «Στο κενό» (σ. 112): Προσοχή! Η ποιήτρια που ξεκίνησε την απόπειρα απόδρασης σαν «ανακωχή με το άγνωστο» (σ. 11) φτάνει να μάς πει «μαγικά μεταμορφώνομαι/ στον πιο ωραίο εαυτό μου» (σ. 112)! Να την πιστέψουμε άραγε; Ναι, καθώς γνωρίζει πια πώς να μεταμορφώνει τον πόνο σε πάθος ζωής και αναζήτησης, δηλαδή να γράφει μεστή ποίηση.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] (Ανθολόγηση-Επιμέλεια Γ.Μύαρης – Δ. Νικολάου) «Η Κύπρος και η ποίησή της σήμερα. Ανθολόγιο 50+2 ποιητών», περιοδικό Η Παρέμβαση [Κοζάνη], τχ. 129, Ιανουάριος 2005, 9-10. (Επιμ. Σ.Λ. Σκαρτσής-Σ.Π. Βαρνάβας), Ανθολογία Κυπρίων Ποιητών, Συμπόσιο Ποίησης Πατρών, εκδ. Ταξιδευτής, 2007, 55. (Ανθολόγηση-επιμέλεια Β. Λοϊζίδης), Ανθολογία Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης. Η Κύπρος μετά το ’90, εκδ. Μανδραγόρας, 2011, 30-34.

[2] Αλέξης Ζήρας, «Ο καιρός του βραχέος βλέμματος. Επισημάνσεις για τους κύπριους ποιητές μετά το ‘90», Ανθολογία, ό.π., 2011, 11-23, ιδίως για την Μ. Αρμεύτη σ. 14-15. Η Δέσποινα Χαραλαμπίδου-Σολωμή, Ποίηση Κυπρίων γυναικών 1878-2008, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2014, δεν ανθολογεί τη Μ.Α.

[3] Εκτενή 7 ποιήματα: «Αντιλόπη» (σ. 16-17, στ. 29), «Καρδιές με σύκα και αμύγδαλα» (σ. 60, στ. 28), «Φωτιά» (σ. 80-81, στ. 42), «Θαλασσινό ιώδιο» (σ. 86-86, στ. 38), «Inmediares» (πεντάπτυχο, σ. 98-99, στ. 53), «Απορίες» ( σ. 108-109, στ. 42), «Τυχαίως» (σ. 110-111, στ. 42).

[4] «Λίλιθ» (σ. 21): «Ο μηρός/ το αρχέγονο κύτταρο του πρωτόπλαστου», όπου ο μηρός είναι μια άλλη ανάγνωση του πατέρα της ποίησης Όμηρου!

[5] Γεωργία Λαδογιάννη, Σκοτεινή ρίζα. Ανθολογία λυρισμού, τ. Α΄, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2014, σ. 17.

[6] Πρβλ. Παναγιώτης Νούτσος, Για το ιστορικό «υπόβαθρο» της λογοτεχνίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2017, 330.

[7] Βλ. και Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, «Η ποίηση της Μαρίνας Αρμεύτη», Η κύριος ιππόκαμπος, σ. 5-6.

 

 

* Ποιήματα από το βιβλίο στο ΠΟΙΕΙΝ, εδω: 

Μαρίνα Αρμεύτη, «Ο κύριος ιππόκαμπος», εκδ. Φίλντισι, 2018