Walt Whitman
A Clear Midnight
THIS is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless,
Away from books, away from art, the day erased, the lesson done,
Thee fully forth emerging, silent, gazing, pondering the themes thou
lovest best.
Night, sleep, death and the stars.
Λαμπρά Μεσάνυχτα
Ήλθε η ώρα σου Ψυχή μου, για το ελεύθερο ταξίδι σου στο ανείπωτο·
ούτ’ οδηγίες, πια, ούτε κανόνες – τέρμα το μάθημα, έδυσε η μέρα…
Τώρα γεννιέσαι κι ανατέλλεις – αθόρυβα, στοχαστικά παρατηρώντας
ό,τι αγαπάς κι όσα λατρεύεις.
Νύχτα, σιωπή, ανυπαρξία, κι αστέρια.
Oscar Wilde
The Harlot’s House
We caught the tread of dancing feet,
We loitered down the moonlit street,
And stopped beneath the harlot’s house.
Inside, above the din and fray,
We heard the loud musicians play
The “Treues Liebes Herz” of Strauss.
Like strange mechanical grotesques,
Making fantastic arabesques,
The shadows raced across the blind.
We watched the ghostly dancers spin
To sound of horn and violin,
Like black leaves wheeling in the wind.
Like wire-pulled automatons,
Slim silhouetted skeletons
Went sidling through the slow quadrille.
They took each other by the hand,
And danced a stately saraband;
Their laughter echoed thin and shrill.
Sometimes a clockwork puppet pressed
A phantom lover to her breast,
Sometimes they seemed to try to sing.
Sometimes a horrible marionette
Came out, and smoked its cigarette
Upon the steps like a live thing.
Then, turning to my love, I said,
“The dead are dancing with the dead,
The dust is whirling with the dust.”
But she–she heard the violin,
And left my side, and entered in:
Love passed into the house of lust.
Then suddenly the tune went false,
The shadows wearied of the waltz,
The shadows ceased to wheel and whirl.
And down the long and silent street,
The dawn, with silver-sandalled feet,
Crept like a frightened girl.
Το Μπουρδέλο
Περπατούσαμε στους δρόμους κάνοντας χορευτικά,
χαζολογώντας μες στα φεγγαρόλουστα στενά,
και σταματήσαμε λοιπόν έξω απ’ το μπουρδέλο.
Κάτω στη σάλα ένας χαμός, κόσμος κι οχλοβοή,
και από πάνω ακούσαμε εξαίσια μουσική,
του Στράους έπαιζαν τα βαλς μ’ ωραίο βιολεντσέλο.
Φιγούρες ομοιάζανε φριχτές και κουρδισμένες
και κάνανε φανταστικές και πιρουέτες ξένες,
τη σάλα διασχίζανε κινώντας πέρα ως πέρα.
Τις μπαλαρίνες είδαμε – φαντάσματα χορού,
στους ήχους να λικνίζονται τρομπέτας και βιολιού,
σαν μαύρα φύλλα που κυλάν στο έλεος του αέρα.
Σαν να ’τανε αυτόματες, ελεύθερες σκοινιών,
σαν σιλουέτες λυγερές όπως των σκελετών,
σε ζεύγη πηγαινοέρχονται μες την αργή καντρίλια.
Πιάνουν τα χέρια και κινούν μες στη γλυκιά μπαλάντα,
και μ’ αρχοντιά χορεύουνε μαζί τη σαραμπάντα·
το γέλιο τους αντήχησε, λες και απείχαν μίλια.
Κάποιες φορές απ’ το ρολόι, ένας κούκος της Βιέννης,
το στήθος της αέρινης, ζούλαγε, ερωμένης
κι άλλοτε πάλι τραγουδούσανε μαζί.
Κάποτε μια κούκλα τρομερή, που ’μοιαζε με τον χάρο,
έβγαινε απ’ το δωμάτιο και κάπνιζε τσιγάρο,
καθόταν πάνω στα σκαλιά σαν να ’ταν ζωντανή.
Γυρνώντας στην αγάπη μου, της είπα «Ακούς; –
χορεύουν οι νεκροί με τους νεκρούς,
τη σκόνη με τη σκόνη στριφογυρνώντας κλώθουν».
Όμως αυτή – αυτή μαγεύτηκε απ’ το ωραίο βιολί
κι έφυγε από κοντά μου και μπήκε μέσα εκεί:
Πέρασε η Αγάπη στο σπιτικό του Πόθου.
Και ξαφνικά οι νότες άρχισαν να φαλτσάρουν
και οι σκιές σταμάτησαν αμέσως να βαλσάρουν,
έπαψε να στριφογυρνά κάθ’ ένα ζευγαράκι.
Κι έξω στο ήσυχο, μακρύ, μεγάλο καλντερίμι,
η χαραυγή, στα πόδια της φορώντας σανδάλια από ασήμι,
σύρθηκε έξω σαν δειλό κι ανήμπορο παιδάκι.
Dylan Thomas
Notes On the Art of Poetry
I could never have dreamt that there were such goings-on
in the world between the covers of books,
such sandstorms and ice blasts of words,,,
such staggering peace, such enormous laughter,
such and so many blinding bright lights,, ,
splashing all over the pages
in a million bits and pieces
all of which were words, words, words,
and each of which were alive forever
in its own delight and glory and oddity and light.
Σημειώσεις για την τέχνη της ποίησης
Ποτέ δεν θα μπορούσα να ’χα ονειρευτεί ότι συμβαίνουν τέτοια
στον κόσμο ανάμεσα στα εξώφυλλα βιβλίων,
τόσες χαλαζοπτώσεις κι αμμοθύελλες από λέξεις,,,
τόση εξωφρενική ειρήνη, τόσο υπέροχο γέλιο,
τέτοια και τόσα πολλά εκτυφλωτικά μεγάλα φώτα,, ,
να χύνονται παντού μες στις σελίδες
σ’ εκατομμύρια κόκκους και κομμάτια
τα οποία όλα ήταν λέξεις, λέξεις, λέξεις,
η κάθε μια εκ των οποίων ήταν ζώσα ες αεί
με τη δική της ηδονή κι αίγλη και φως και δόξα.
Charles Bukowski
party
nobody did anything outrageous or ugly
or interesting,
everybody was nicely dull.
we ate, we drank, we conversed.
at one time a huge blast and roar of
fireworks raged across the
sky.
nobody looked up.
I put the corkscrew to a new bottle of
wine.
all the animals were
hiding.
Πάρτι
Κανείς δεν έκανε τίποτα εκκεντρικό ή άσχημο
ή έστω ενδιαφέρον·
όλοι ήταν ευγενικά πληκτικοί.
Φάγαμε, ήπιαμε, κουβεντιάσαμε…
Κάποια στιγμή μια τεράστια έκρηξη από
πυροτεχνήματα ξέσπασε στον
ουρανό.
Κανείς δεν κοίταξε πάνω.
Έβαλα το τιρμπουσόν σ’ ένα ακόμη μπουκάλι
κρασί.
Όλα τα ζώα
κρυβόντουσαν.