-Αλί και τρισαλί κόρη μʼ! Αυτόν τον αχαΐρευτο βρήκες να βαλς στο μάτʼ. Τον γιο του Κατσίβελου, τον κατσικανιάρʼ! Τον αραπλή! Τʼ αποσπόρʼ του Βουτσινά; είπε η μάνα μʼ και συνέχισε νʼ αναθεματίζʼ.
Δεν έκρινα ντιπ! Ακούμπησα το σκαφίδʼ καταγής, άρπαξα το σκαμνάκʼ κι έμεινα νʼ αγναντεύω τον παραπάνω μαχαλά. Το ʼχα ζακόνʼ να κολλάω τα μάτια μου στο βορό του καλού μʼ. Καλός μʼ ακόμα δεν είναι… αλλά πού θα μʼ πάει! Καλά… για τη μάνα μʼ ήταν ένας αλήτς και μισός. Αργά ή γλήγορας θα γινόταν θκος με παπά και με κουμπάρο. Είμʼ εγώ μια μαλαγάνα! Τώρα έπρεπε νʼ αφήκω τη μάνα μʼ να τσαμπουνάει ότι την κατεβάζʼ η γκλάβα τς και εγώ να κάνω το μούλικο! Δεν μʼ ένοιαζε όμως τίποτας! Ο Δημητρός ήταν το ντέρτʼ κι ο καημός μʼ. Η μάνα μʼ λέει άρες μάρες κουκουνάρες. Μόνο ότʼ είνʼ αραπλής βλέπʼ; Τα μάτια του τα γαλανά – ολόκληρο πέλαγος – δεν το βλέπʼ; Ζαβή είναι; Δεν έκρενα. Άχνα δεν έβγαλα. Με ζούρλανε με τς αγριοφωνάρες της!
Η αλήθεια είναι ότι ο Δημητρός με ζούρλανε πρώτος ! Στο πανηγύρι τʼ Αϊ – Λια με κάλεσε τʼ αποσούρουπο, όταν απόλκε ο σπερινός κʼ έφυγε το τσούρμο, στη Μαμαλή – ένα αλσάκʼ έξω απʼ το χωριό. Μʼ είπε πόσο ωραία μάτια έχω, με ρούφηξε στο λαιμό, στα βυζιά και πιο κατʼ. Με ρωτούσε διαρκώς κι ανεπαλήπτως «Τι σε κάνω μάνα μʼ; Τι σε κάνω μάνα μʼ;». Αυτό ήταν! Αντραλίστκα ! Μʼ έφυγε το τσερβέλο! Από κείνο το βράδυ με πέφτουν χάμω τα χουλιάρια, τα σινιά, χάνω τς καρδάρες, καψαλίζω τς πίτες, φοράγω τανάποδα τα εσθήματα… Η μάνα φωνάει για τα αναποδιάσματα μʼ.
Εξαναγκάστκα να το μολογήσω στη φιλενάδα μʼ, τη Μαριώ . Δεν το πίστεψε με τίποτας! Ψευτρού μʼ ανέβαζε, ψευτρού με κατέβαζε ! Και αφού κοντεύαμε να τα σπάσουμε τα ωά, μʼ είπε τάχαμου ότι ο Δημητρός στο πανηγύρι τʼ Αϊ – Λια νωρίς τʼ απόγεμα την έδωκε ραντεβού στην Μαμαλή – ξέρεις στʼ αλσάκʼ έξʼ απʼ το χωριό – και την είπε … ξερς …Τι όμορφα μάτια που ʼχε, τη ρούφηξε στο λαιμό, στα βυζιά και πιο κατʼ. Και τη ρωτούσε διαρκώς κι ανεπαλήπτως «Τι σε κάνω μάνα μʼ; Τι σε κάνω μάνα μʼ;» Δεν την πίστεψα, δεν την πίστεψα ! Μια τσινιάρα είναι που θέλʼ να με τσιγκλάει για νʼ ανταριάζομαι.
-Μάνα τέλιωκες;
-Να πάρω μια λούρα ή τη μάσα που ʼναι κι πιο βαριά κι να στη φέρω στο κεφάλʼ σʼ! Πουρνό – πουρνό αύριο θα πάω στη μανιά, τη Θυμιούλα, την προξενήτρα, να τη βρω καταμόνας να την πω να σε δώκω στον μπουνταλά το Μάκη, το παπαδοπαίδʼ, γιατί θαρρώ πως πήραν τα σκέλια σου φωτιά και κλούβιασε η γκλάβα σʼ! Τον Δημητρό μαρί, τον αλήτʼ;
-Μάνα να πας, αλλά να την πεις να κανονίσʼ για τον Δημητρό! Αυτός μου ʼλαχε! Τον αγαπώ μάνα. Τον αγαπώ κάργα !
-Τι μου τσαμπουνάς μαρί και με γκουβρίζς; Τι εννοείς σου ʼλαχε ;
-Κάτσε μάνα καταγής κι άκου, θα στα πω με τον νι κι με το σίγμα. Στο πανηγύρι τʼ Αϊ – Λια που μʼ έψαχνες δεν ήμουν με τη Μαριώ. Με τον Δημητρό ήμουν. Στʼ Μαμαλή … είπα κι κατέβασα το κεφάλʼ.
-Α, τον αγιογδύτʼ… Φώναξʼ εκείνη. Αντράλα που μʼ ήρθε τώρα δας! Κακούργα θα με πεθάνς πριν την ώρα μου! Που κακόχρονο να χς! Στον τάφο του πατέρας να με παραχώσετε, να ξέρς, αυτό θέλω! Για πες κάτι άλλο προκομμένη μʼ… Σε ρωτούσε «Τι σε κάνω μάνʼ μ; Τι σε κάνω μάνα μʼ;»
-Μάνα, πως το ξέρς εσύ; ρώτησα ταραγμένʼ. Εξόν και…είπα και το μυαλό μʼ σφούριζε πιότερο και απʼ τρένο.
-Πώς το ξέρω, ε; Βρε ζαβό, θυμάσαι το πρωί στο πανηγύρι τʼ Αϊ – Λια που με ʼψαχνες ;
-Θυμούμαι! απάντηκα.
-Στη Μαμαλή ήμουν κʼ εγώ βρε ζωντόβολο με το Δημητρό!
-Α, τον αλήτη! φώναξα κʼ έμεινα αποσβολωμένʼ.
-Αλήτς δεν είναι κόρη μʼ! απάντηκε η μάνα. Κόκορας είναι και μάλιστα αλανιάρς…
-Κόκκορας αλανιάρς αυτός κι ʼμείς μωρές παρθένες μάνα…μωρές παρθένες.